Β
βαγιόν’, το, το μεγάλο βαρέλι για κρασί. «Θα στανιάρουμι του βαγιόν’ να βάλουμι μέσα του κρασί» . ΕΤΥΜ. < μεσν. βαγένιον < σλαβ. vagan.
βάζου, το, το βάζο για λουλούδια. «Βάλι κανένα λουλούδ’ στου βάζου για ουμουρφιά». ΕΤΥΜ. < μεσν. ιταλ < vazo = αγγείο.
βάζου, ρ., τοποθετώ, φορώ. «Βάζου του τσ’κάλ’ στ’ φουτιά κι έρχουμι». ΕΤΥΜ. < αρχ. βιβάζω = ανυψώνω < μεσν. βάνω < βάλνω.
βαζουκουπώ, ρ., φωνάζω, κάνω θόρυβο. «Ούλ’ νύχτα δε κ’μήθ’κα ντιπ. Βαζουκουπούσαν τα όργανα απού του παναΐρ’». ΕΤΥΜ. < από το βουΐζω βουιζοκοπώ < βαζοκοπώ.
βαζούρα, η, η βοή, ο θόρυβος, η φασαρία. «Πάρτι απού δω τα μ’κρά, γιατί κάν’ πουλύ βαζούρα». ΕΤΥΜ. < βουή/βοή < αρχ. βοώ, νεοελληνικό, βαβούρα.
βαΐζου, ρ., 1. γέρνω απ’ τη μια μεριά, «Βαΐζ’ του σαμάρ’ απ’ του γάδαρου. Βάλι λίγου βάρους να ισιάσ’». 2. (μεταφ.) πηγαίνω με το μέρος κάποιου, είμαι οπαδός κάποιου. «Ούτι ξέρ’ς η Μήτσιους κατά που βαΐζ’». ΕΤΥΜ. <βάϊον + ρημ. κατάλ. – ίζω.
βάισμα, το, το πλάγιασμα, λοξό περπάτημα. «Κουβαλούσα τ’ στάμνα μι του ένα χέρ’ κι απ’ του βάισμα του πουλύ μι πόνισι η μέση μ’».
βαϊστά, επιρρ., γυρτά, από τη μια μεριά. «Έχ’ πρόβλημα μι του ένα του πουδάρ’ κι πουρπατάει βαϊστά».
βαϊστός, ο, επίθ. ο γυρτός. «Η καλύβα απού τη μια τ’ μιριά είνι βαϊστή κι κουντεύ’ να πέσ’».
βακούφ’,το, βλέπε λ. βακούφκους.
βακούφ’κους, ο, 1. η ακίνητη περιουσία μοναστηριών ή της εκκλησίας, «Έχου νοικιάσ’ τα βακούφ’κα κι θα τα σπείρου». 2. (μεταφ.) ένα πράγμα που δεν έχει νοικοκύρη. «Τίνους είνι η αχλαδιά κι τρώτι αχλάδια»; «Βακούφ’κ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. vakif = αφιέρωμα που παραχωρήθηκε από πατριώτη.
βαλάν’, το, το βαλανίδι. «Έμασα βαλάνια να τρών’ τα γρούνια». ΕΤΥΜ. <αρχ. βάλανος.
βαλάντουμα, το, η κούραση. «Ζαλίσ’κα απ’ του πουλύ του βαλάντουμα».
βαλαντουμένους, ο, μτχ., ο πολύ αναμμένος από την κούραση. «Έλα βρε Σούσα μ’ κι άνοιξε γιατί είμαι κουρασμένος/κι από το δρόμο τον πολύ βαριά βαλαντωμένος». Δημ. τραγούδι.
βαλλαντώνου, ρ., ανάβω από τη δουλειά, κουράζομαι υπερβολικά. «Σήμιρα ούλ’ τ’ μέρα απ’ τ’ πολύ τ’ δ’λειά βαλάντουσα». ΕΤΥΜ. μεσν. <αρχ. βαλλάντιον = πορτοφόλι, χρημ. ποσό, ή από το ρ. βάλλω. Η σημασιολογική μεταβολή οφείλεται πιθανώς στη στενοχώρια που προκαλούν οι οικονομικές δυσχέρειες.
βαλτάκουμα, το, το βούλιαγμα σε βούρκο. «Δε μπουρούσαμι να πουρπατήσουμι στου χουράφ’ απ’ του πουλύ του βαλτάκουμα».
βαλτακουμένους, ο, μτχ., ο βουλιαγμένος. «Δεν έχου αμάξ’ γιατί είνι βαλτακουμένου».
βαλτακώνου, ρ., βουλιάζω στη λάσπη. «Δε μπουρούμι να ουργώσουμι του χουράφ’ γιατί βαλτακών’». ΕΤΥΜ. < από το μεσν. βάλτος < σλαβ. blato = έλος.
βάξ’, ρ., τριτοπρόσωπο. Πάντα στο λόγο προτάσσεται το μόριο «θα». π. χ, θα βάξ = θα γίνει μεγάλος θόρυβος ΕΤΥΜ. < από τη φράση αχ! βάχ! τουρκ. < vah!
βαραίνου, ρ., 1. νιώθω βάρος, κούραση, ξεπέφτω. «Όσου πιρνούν τα χρόνια βαραίνουμι κι πιο πουλύ». 2. (μεταφ.) εμβαθύνω, το βάζω καλά στο μυαλό μου. «Μη τουν κουρντίειζς γιατί θα του κάν’. Αυτόν δε του βαραίν’ του μυαλό». ΕΤΥΜ. < μεσν. μεταπλ. τύπος του αρχαίου βαρύνω < βαρύς.
βαράου, ρ., 1. χτυπώ, πληγώνομαι, «Μη του βαράς γιατί είνι πουλύ μ’κρό». 2. πηγαίνω. «Είχα ένα γαδούρ’. Μήπους είδις σια πού βάρισι»; 2. στο τρίτο πρόσωπο εν. του αορίστου σημαίνει την εμφάνιση του «εργάτη» στα πεύκα. «Βάρισι του πεύκου κι θα πάμι τα μιλίσσια». ΕΤΥΜ. < μτγν. βαρώ = πιέζω με το βάρος μου.
βαρβατεύου, ρ., κάνω αταξίες. Δε με χωράει ο τόπος. «Άμα αφήεισς τα μ’κρά μουνάχα στου σπίτ’ βαρβατεύ’ν».
βαρβάτου, το, 1. το μη ευνουχισμένο ζώο. «Μη κάν’ς σα του βαρβάτου του άλουγου». 2. το μεγάλο, το πολύ, το δυνατό. «Έχου δ’λειά σήμιρα βαρβάτ’». ΕΤΥΜ. < μτγν. βαρβάτος = αυτός που δεν έχει ευνουχιστεί <λατ. barbatus = γενειοφόρος. < barba = γένι.
βαρδαρίζ’, ρ., Στο τρίτο πρόσωπο. Αποκλειστικά για το ορμητικό νερό ή σπάνια για το αίμα που τρέχει ασταμάτητα. «Έβριξι πουλύ κι βαρδαρίζ’ του νιρό τ’ς λάκκ’». ΕΤΥΜ. < σλαβ. vardar = Αξιός. Ορμητικά νερά σαν του Βαρδάρη (Αξιού).
βαρδάρ’σμα, το, η ορμητική ροή ποταμιού ή λάκκου. «Πιράσαμι απού του Χαβρία κι είχι ένα βαρδάρ’σμα»!
βαριμένους, ο, μτχ., 1. ο χτυπημένος, ο πληγωμένος, «Γιατί είνι βαριμένα τα μούτρα σ’»;». 2. (μεταφ,) ο χαζός, ο λειψός στο μυαλό. «Άσ’ τουν αυτόν μη τουν κρέν’ς γιατί είνι πουλύ βαριμένους».
βαριούμι, ρ., τεμπελιάζω, βαριέμαι. «Δεν πάου σήμιρα στη δ’λειά, γιατί βαριούμι πουλύ». ΕΤΥΜ. < μεσν. βαριούμαι < βαρούμαι = δυσανασχετώ.
βαριτός, ο, επίθ., ο βαρετός, ο κουραστικός. «Μη τουν φουνάειζς στου τραπέζ’ γιατί είνι πουλύ βαριτός άνθρουπους». ΕΤΥΜ. < μεσν. < βαραίνω
<βάρος.
βαρκαλάς, ο, το καΐκι, με πρύμνη κομμένη. «Του βαρκαλά τουν έκανα στουν μπάρμπα του Μήτσιου τουν Κουμπούρ’». ΕΤΥΜ. <βάρκα
βασιλεύ’, ρ., απρόσωπο. 1. δύει ο ήλιος, 2. (μεταφ.) κλείνουν τα μάτια από τη νύστα. «Σήκου να πας για ύπνου γιατί βασίλιψαν τα μάτια σ’». ΕΤΥΜ. < από την αρχ. λ. βασιλεύς.
βασταγαριά, η, η μεγάλη βέργα. «Κάτσι καλά μ’κρέλι μη πάρου καμιά βασταγαριά κι θα σι κάνου κόκκινα τα κουλιά σ’». ΕΤΥΜ. < βασταγερός (λαϊκό) = αυτός που δε σπάει εύκολα, ο ανθεκτικός.
βασταγμένους, ο, μτχ., ο οικονομικά ανεξάρτητος. «Ούτι ξέρ’ πόσα έχ’. Είνι πουλύ βασταγμένους». ΕΤΥΜ. < μεσν. βαστώ < αρχ. βαστάζω.
βαστάι, το, = ο βάτος. «Γιόμουσι του αμπάλ’ βαστάϊα». ΕΤΥΜ. < μεσν. βαστάγιν, υποκ. του βασταγή.
βαστιέμι ή βαστώ, ρ., 1. είμαι γερός. «Αν κι είνι ουγδόντα χρουνού βαστιέτι καλά». 2. είμαι πλούσιος. «Δεν έχ’ ανάγκ’ απού παράδις. Βαστιέτι καλά».
βατεύ’ντι, ρ., στο τρίτο πρόσωπο (μόνο για τις γάτες) συνουσιάζονται.. «Αυτόν τουν κιρό βατεύ’ντι οι γάτις κι δε μας αφήν’ να κοιμ’θούμι». ΕΤΥΜ. μτγν. < αρχ. βατέω.
βατράλ’, το, 1. η κοντή και χοντρή βέργα. «Κόψι ένα βατράλ’ να χτυπήσουμι τ’ς ιλές να πέσ’ν». 2. το χτύπημα με τη βέργα. «Έκανι του μάγκα, αλλά έφαγι ένα βατράλ’ θα του θ’μάτι».
βάτσινα, τα, τα βατόμουρα. «Πέρασα απ’ του λάκκου κι έφαγα βάτσινα». ΕΤΥΜ. < μεσν. βάτσινον < μτγν. βάτινον < αρχ. βάτος, ή βατία.
βατσίνα, η, το εμβόλιο. «Μι πουνάει η βατσίνα στουν ώμου μ’». ΕΤΥΜ. <ιταλ.vaccina λατ. < vaccinus < vassination = δαμαλισμός.
βατσινιάζουμι, ρ., εμβολιάζομαι. «Βατσνιάσ’καν ούλα τα πιδιά στου σχουλειό».
βατσινιασμένους, ο, ο εμβολιασμένος. «Του πιδί δεν παθαίν’ τίπουτα γιατί είνι βατσινιασμένου».
βέτζα, η, ο ανάποδος άνθρωπος, ο εριστικός. «Μη τουν κάν’ς παρέα. Είνι μιγάλ’ βέτζα». ΕΤΥΜ. βλ. βιτζιάρς’.
β’ζαίνου, ρ, 1. βυζαίνω, θηλάζω, «Είνι τρία χρουνού κι ακόμα β’ζαίν’ απ’ μάνα τ’». 2. απομυζώ, τρώω έτοιμα. «Κουτζιάμ μπάρμπας έγινι κι β’ζαίν’ ακόμα απ’ τουν πατέρα τ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < βυζάνω < μτγν. μυζώ.
β’ζαρού, η, η γυναίκα με μεγάλα βυζιά. «Μη τ’ βλέπ’ς που είνι β’ζαρού. Είνι πουλύ μ’κρή ακόμα».
β’ζί, το, 1. ο μαστός, «Η μάνα μ’ μι είχι στου β’ζι δυο χρόνια». 2. (μεταφ) αυτό που εξέχει και μοιάζει με βυζί. «Πιάσι του τουλούμ’ απ’ τα β’ζιά». ΕΤΥΜ. < μεσν. βυζίον < βυζάνω.
β’ζιάρ’ς, ο, ο κοιλαράς με κοντό ανάστημα. «Τι βούζα είνι αυτή ρε β’ζιάρ’»;
βιδώνια, τα, οι σφυχτήρες που χρησιμοποιεί ο ξυλουργός. «Σφίξι του τραπέζ’ μι τα βιδώνια» ΕΤΥΜ. < βενετ. vida < λατιν. vitis = έλικας αμπελιού.
βίζιτα, η, η επίσκεψη σ’ αυτόν που γιορτάζει αλλά και η επίσκεψη του γιατρού στον ασθενή. «Για κάθι βίζιτα η γιατρός παίρν’ δέκα χιλιάρ’κα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. visito = επισκέπτομαι.
βιλαέτ’, το, 1. η περιοχή, το αγρόκτημα «Θα σι δώσου δυο χουριά κι πέντι βιλαέτια». Δημ τραγ. Νικήτης. 2. το σόι. «Κουβάλ’σι στου σπίτι μ’ ούλου του βιλαέτ». ΕΤΥΜ. < τουρκ. vilâyet = νομός, επαρχία < αραβ. wilaya.
βιλανίδ’, ή βαλάν’, το, το βελανίδι. «Θα πάου να μάσου βαλάνια για τα γ’ρούνια».
βιλέντσα, η, η κάπα, η φλοκωτή. «Δεν έχου χαλί κι έστρουσα τ’ βιλέντσα στού σαλόν’». ETYM. < τουρκ. velence = βαρύ μάλλινο κλινοσκέπασμα
βιός, το, η περιουσία. «Έφαγι ούλου του βιός τ’ στα χαρτιά». ΕΤΥΜ. <αρχ. βίος = ζωή.
βίρα, ναυτικό παράγγελμα. Τράβα, σήκω. «Βίρα τ’ς άγκυρις να πααίνουμι». ΕΤΥΜ. < ιταλ. vira προστ. του virare = τραβώ.
βιράρου, ρ., τραβώ, σηκώνω. «Ιγώ θα βιράρου τ’ς άγκυρις κι συ βάλι μπρος του καΐκ’».
βιρβιρίτσα, η, η νυφίτσα. ΕΤΥΜ. < σλ. veverica = νυφίτσα. «Τα τσιάμια είνι γιμάτα βιρβιρίτσις».
βιρέ-βιρέ, επίρρ., πλάγια, από δίπλα.«Πήγα βιρέ - βιρέ κι τουν φουσκώνου μια! Τουν ξικάτνιασα».
βιρέμ’ς, ο, επίθ., ο αχαΐρευτος, δύστροπος. «Μια ζουή δεν έχ’ κάν’ τίπουτα η βιρέμ’ς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. verem = φθίση, φυματίωση.
βιριάν’κου, το, το σαράβαλο, το ερείπιο. «Κάθιτι σι ένα σπιτ’ ντιπ βιριάν’κου είνι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. virane = το ερείπιο, το ρημάδι.
βιριάν’ς, επίθ., ο, ο αχαΐρευτος, ο ασυμμάζευτος. «Δεν έχ’ κανένα πράμα στ’ θέση τ’. Είνι πουλύ βιριάν’ς».
βίριαξι, ρ., στο τρίτο πρόσωπο. Γέμισε. «Βίριαξι η θάλασσα απού ψάρια». ΕΤΥΜ. βλ. λ. βιρός.
βιρός, ο, το τέλμα. «Ούλου του μέρους είνι βιρός». ΕΤΥΜ. < σλάβ. vir = τέλμα.
βιτζιάρ’ς, ο, ο ιδιότροπος, κακότροπος. «Δε μπουρείς του Μήτσιου να τουν κάν’ς παρέα. Είνι πουλύ βιτζιάρ’ς» ΕΤΥΜ. < λατιν. vitium = βίτσιο < βλάχ. βιτσεάρκου = ιδιότροπο.
βιτούλ’, το, ή βιτούλα η, η νεαρή γίδα που δεν γέννησε. «Έχου τρεις γίδις κι ένα βιτούλ’». ΕΤΥΜ. < αρωμ. vituli < λατ. vitulus μεσν. βίτουλας = το κατσίκι ενός έτους.
βίτσα, η, η μικρή βέργα. «Η δασκάλα συνέχεια μας έδιρνι μι μια βίτσα». ΕΤΥΜ. < σλ. vitsa = το μαστίγιο, η λεπτή βέργα.
β’λάρ’ , το, το τόπι υφάσματος, το ύφασμα. «Πάρι δυο μέτρα φόδρα απ’ του ίδιου του βλάρ’». < μεσν. βηλάριον < λατιν. velarium = ύφασμα αργαλειού.
βλαστ’μουκουπώ, ρ., βλαστημώ ασταμάτητα. «Τί τουν έκανις κι βλαστ’μουκουπάει ούλ’ τ’ μέρα» ΕΤΥΜ. < αρχ. βλασφημέω-ώ
βλαστουλουγώ, ρ., κόβω τα βλαστάρια. «Σήμιρα βλαστουλόησα του αμπέλ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. βλασταίνω.
β’νιά , η, η βουνιά. «Να αλείψουμι τα κουφίνια μι β’νιά για να μη μπαίν’ μέσα του νιρό». ΕΤΥΜ. < από το βούς = βόδι.
β’ντώνου , ρ., φουντώνω, βάζω φωτιά, καίγομαι. «Μην ανάβ’ς φουτιά γιατί θα β’ντώσουμι του δάσους». ΕΤΥΜ. < μτγν. φούνδα < λατ. funta = σφενδόνη.
βόδαρους, ο, 1. το πολύ εύσωμο βόδι, 2. (μεταφ.) ο μονοκόματος, ο ανόητος. «Ντιπ βόδαρους είνι η Γιώρ’ς. Δε καταλαβαίν’ απού ιβγένειις». ΕΤΥΜ. < μεγενθ. του βόδι.< μεσν. βοδίν < αρχ. βοΐδιον.
βόθ’κιου, ή βόθιου το, ή βόθμα, η βοήθεια «Δε μπουρώ μουνάχους να κάνου ούλις τ’ς δ’λές. Θέλου βό’θκιου». ΕΤΥΜ < αρχ. βοήθημα.
βόλ’, η, η άνεση, η ευκολία. «Είνι πουλύ μ’κρό του σπίτι μ’. Δεν έχ’ καμιά βόλ’.» ΕΤΥΜ. < μεσν. < βολεύω. < ευβολεύω, < εύ - βόλος.
βόλιμα, το, η τακτοποίηση, το ντύσιμο, η κατάσταση. «Έχ’ ένα βόλιμα του μαγαζί! Δε ξέρου απού που να του πιάσου».
βόριασμα , το, το κλείσιμο μέσα σε χώρο του σπιτιού. «Απ’ του πουλύ του βόριασμα του λούλαναν του κουρίτσ’». ΕΤΥΜ. < από το βοριάς, βόριασμα = προστασία από το βοριά.
βουβιά, η, η βουβή. «Άσ’ την μη τ’ κρέν’ς. Είνι βουβιά».
βουβό, το, 1. το άλαλο, 2. (μεταφ.) ο μεγάλος κομμένος κορμός, «Έκουψα ένα τσιάμ’, σκέτου βουβό ήταν». 3. η καλιάγρα σε παλιό πιεστήριο (κάτιργου) που έβγαζαν το κερί. «Έλα να γυρνάς κι συ λιγάκ’ του βουβό να βγάλου του κιρί». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μτγν. βωβό.
βουδαρίκου, η, η ανόητη γυναίκα. «Η γ’ναίκα τ’ Γιώρ’ είνι όμουρφ’ αλλά πουλύ βουδαρίκου». ΕΤΥΜ. < αρχ. βούσκις = η ανοησία.
βουδίσια, επίθ., 1. βοδινή, «Η β’νιά αυτή είνι βουδίσια». 2. σαν επίρρ. έχει την έννοια του συμπεριφέρομαι σαν βόδι. «Μας φέρθ’κι πουλύ βουδίσια».
βουδούδ’ , το, 1. το μικρό βόδι, 2. (μεταφ.) η γυναίκα με λίγο μυαλό. «Πήρι η Μήτσιους ένα βουδούδ’ κι μ’σό». ΕΤΥΜ. < μεσν. βόδιν < αρχ. βοΐδιον υποκ. του βους.
βούζα, η, η κοιλιά. «Μι πόνισι η βούζα μ’ απ’ του πουλύ του φαΐ». ΕΤΥΜ. < μεσν. βουζούνι < βυζί. Ιταλ. buzzo = κοιλιά.
βουζαρντίκ’ς, ο, βλέπε λ. β’ζιάρ’ς.
βούζαρ’ς, ο, βλέπε λ. β’ζιάρ’ς.
βουθώ, ρ., βοηθώ. «Δε μι βουθάς σι τίπουτα». ΕΤΥΜ. < αρχ. βοηθώ <βοηθέω.
βούλα, η, 1. η σφραγίδα, «Τα γράμματα ήταν αληθειανά, γιατί είχαν τ’ βούλα απάν’». 2. η μικρή λακκούβα. «Η δρόμους ούλου βούλις είνι». ΕΤΥΜ. < μτγν. βούλλα < λατιν. βulla = κόσμημα θήρας ή ζώνης.
βουλά, η, η φορά. «Μια βουλά που έσκαβα του αμπέλ’ βρήκα μια χιλώνα». ΕΤΥΜ. < παραφθορά της λέξης, βουλά < φουρά < φορά.
βουλάει, ρ., στο τρίτο πρόσωπο. Χωράει, ταιριάζει. «Δε βουλάει η δρόμους να πιράσ’ν δυο αμάξια». ΕΤΥΜ. < από τη λ. βολεύω = τακτοποιώ.
βουλάζου, ρ., κάνω βολές (κυκλώνω με δίχτυ) για ψάρια. «Θα βουλάξουμι γύρου απ’ τ’ν απουβάθρα να πιάσουμι ψάρια». ΕΤΥΜ. < από το βουλιάζω < βουλάζω
βουλένια, η, πάντα με τη λέξη στάμνα. Στάμνα πορώδης. «Αγόρασα μια στάμνα βουλένια». ΕΤΥΜ. < από το βούλα. Αυτή που έχει πάνω μια στάμπα, βούλα.
βουλεύου, ρ., 1. τακτοποιώ, ετοιμάζω. «Τα βόλιψα ούλα τα πράματα». 2. (μεταφ.) κάνω έρωτα. «Τουν κιαρατά! Απού δω τ’ν είχι απού κει τ’ν είχι, τ’ βόλιψι στου τέλους». ΕΤΥΜ. < ευβολεύω < μτγν. εύβολος = καλότυχος <ευ + - βόλος < βολή.
βουλεύουμι, ρ., 1. τακτοποιούμαι, «Δεν αγουράζου άλλου κουστούμ’. Βουλεύουμι κι μ’ αυτό». 2. στολίζομαι. «Βουλεύουμι να πάου στου παναΐρ’».
βουλή, η, το κύκλωμα των ψαριών με το δίχτυ. «Πάμι στ’ θάλασσα μι τ’ βάρκα να κάνουμι βουλές».
βουλιμένους, ο, μτχ., ο τακτοποιημένος, ο στολισμένος. «Του πιδί τ’ Γιώρ’ είνι καλά βουλιμένου». ΕΤΥΜ. < ρ. βολιούμαι.
βουλουδέρνου, ρ., γυρνώ από δω και από κει απαγοητευμένος. «Βουλόδιρνα ούλ’ μέρα κι έφαγα τ’ν ώρα τζιάμπα». ΕΤΥΜ. < βώλος = σβώλος, χώμα + δέρνω. Ανάλογα τα αρχ. ρ. βουλονοπέω, και βουλοστροφέω.
βουρ, εμπρός, έτοιμοι. «Βουρ ! Ούλνοι στ’ θάλασσα για μπάνιου». ΕΤΥΜ. < τουρκικό vur = χτύπα προστακτ. Του ρ. vurmak = δέρνω.
βουρδουνάρ’ς, ο, αυτός που ασχολείται με τα μουλάρια και κατεβάζει ξύλα από το βουνό. «Οι βουρδουνάρ’δις στου Όρους αυτόν τουν κιρό κατιβάζ’ν καπρούλια απ’ του β’νό». ΕΤΥΜ. < από το μεσν. βουρδών – ώνος = ημίονος υποκ. βουρδουνάριον (μουλαράκι) βουρδουνάριος=ο ημιονηγός.
βουριάζου, ρ., μαντρώνω, κλείνω τα ζώα μέσα. «Του βόριασι του γατί μέσα στου σπίτ’ κι μας έφαγι τα λουκάν’κα». ΕΤΥΜ. < μεσν. βούρια = δερμάτινος σάκκος < λατιν. bulgea.
βουριασμένους, ο, μτχ, ο μαντρωμένος, ο κλειστός στο σπίτι του. «Γιατί είσι βουριασμένους στου σπίτ’ κι δε βγαίνς’ καμιά βόλτα»;
βουρίζ’, ρ., πάντα στο τρίτο πρόσωπο. Είναι εύχρηστο μόνο για γουρούνια. Είναι σε οργασμό η γουρούνα. «Βουρίζ’ν ούλις οι σκρόφις κι ψάχν’ για καπριά». ΕΤΥΜ. < πιθ. από το βουρ(λ)ίζω = τρελαίνομαι από γενετήσια ορμή.
βουρλαίνουμι, ρ., ζαλίζομαι. «Βουρλάθ’κα απ’ του διάβασμα». ΕΤΥΜ. <μεσν. βούρλον < βουρλίζομαι = τρέμω σαν το βούρλο στον αέρα.
βουρλαμάρα, η, το ζάλισμα, η βλακεία. «Τουν έπιασι του Μήτσιου η βουρλαμάρα κι δε βουλέβιτι μι τίπουτα».
βουρλίζουμι, ρ., στριφογυρίζω ζαλισμένος. «Τι βουρλίζισι ούλ’ τ’ μέρα κι δε κάν’ς τίπουτα»;
βουρλισμένους, ο, μτχ., ο ζαλισμένος, ο θολωμένος, ο σαστισμένος. «Τουν κρέν’ς κι δε σι απαντάει η βουρλισμένους»!
βουρλός, ο, ο χαζός. «Αυτά τα πιδιά μ’ είνι ούλα πουλύ βουρλά».
βουρός, ο, το πρόχειρο μαντρί. «Μη βάλ’ς τα γίδια στου μαντρί. Βάλτα στου βουρό». ΕΤΥΜ. < αρχ. βυρρός = οίκημα υποκ. βυρίον.
βούρ’σμα, το, ο οργασμός της γουρούνας. «Έχ’ ένα βούρ’σμα η σκρόφα ! Δε τ’ κόβ’ να φάει τίπουτα».
βουσκιό, το, η βοσκή. «Δέσι ιδώ του γάδαρου γιατί έχ’ πουλύ βουσκιό». ΕΤΥΜ. < μτγν. βοσκός αρχ. βοσκή, βοσκεών = βοσκός.
βουσκός, ο, 1. ο βοσκός, 2. το σκοινί που δένουν τα ζώα για να βοσκήσουν. «Τα μ’λάρια έλ’σαν του βουσκό κι ίφ’καν».
βουτνάρα, η, κυλινδρικό, πήλινο δοχείο, για αποθήκευση υγρών και τροφίμων. «Βάλι τ’ λίγδα στ’ βουτνάρα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. βούτα = μεγάλος κάδος, < λατιν. butta.
βραδιάζουμι, ρ., αργοπορώ, νυχτώνομαι. «Έσκαβα του αμπέλ’ κι βραδιάσ’κα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < βραδέα < αρχ. βραδεία < βράδυ.
βρακουζόνα, η, το κορδόνι που συγκρατούσε το βρακί. «Λύθ’κι η βρακουζόνα φάν’κι η χιλιδόνα». Λαϊκή ρήση. ΕΤΥΜ. < βρακί + ζώνη <αρχ. ζώνυμι < ζώνω.
βρακουθηλιά, η, το δίπλωμα του βρακιού που μέσα περνούσε η βρακουζόνα. «Πέρνα μαρή τ’ βρακουζόνα μέσα απ’ τ’ βρακουθηλιά»! ΕΤΥΜ. < βρακί + θηλιά < μεσν. βρακίον = εσωτ. ρούχο.
βρακουπόδ’, το, το κάτω μάρος του βρακιού. Το καλαμοβράκι. «Ανιβάστι τα βρακουπόδια σας να πιράσουμι του λάκκου». ΕΤΥΜ. < βρακί + πόδι.
βραντουνίζου, ρ., μαλώνω κάποιον με επιτιμητικό τρόπο φωνάζοντας δυνατά. «Δε βαρέθ’κις ούλ’ τ’ μέρα να μι βραντουνίειζς»; ΕΤΥΜ. <βροντονίζω < από το βροντή.
βραντούν’σμα, το, το μάλωμα. «Μιτά του βραντούν’σμα που μ’ έκανις δε θέλου να σι βλέπου».
βράσ’, η, το αρχικό βράσιμο. «Πήρι του φαΐ μια βράσ’. Του βράδ’ θα του τιλειώσου». ΕΤΥΜ. < μτγν. βράσσω = κουνώ, αναταράσσω.
βρασιά, η, το περιεχόμενο του φαγητού μιας κατσαρόλας. «Αγόρασα δυο βρασιές αρβύθια».
βρε, ρ., βρές. «Βρέμι ένα καλό γαδούρ’ να του πάρου».
βριχάμινα, τα, τα ύφαλα του σκάφους. «Θα ιπισκιβάσου στου ναυπηγείου τα βριχάμινα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. βροχή.
βρόντ’μα, το, το χτύπημα πόρτας, ο ξαφνικός ήχος. «Ακούιτι βρόντ’μα στ’ πόρτα. Κάποιους έρχιτι». ΕΤΥΜ. < αρχ. βρόντημι.
βρόντους, ο, η βροντή, ο βαρύς χτύπος, αλλά και στα χαμένα. «Ακούσ’κι ένας μιγάλους βρόντους κι δε ξέρου τι είνι». «Πέρασι στου πανιπιστήμιου αλλά τα έρριξι στου βρόντου». ΕΤΥΜ. < αρχ, βροντή, ρ. βροντέω- ώ.
βρουμουκρέθαρα, τα, βρώμη ανακατεμένη με κριθάρι. «Έσπειρα φέτου κάμπουσα βρουμουκρέθαρα για τα μ’λάρια». ΕΤΥΜ. < αρχ. βρόμος = βρώμη, κριθή.
βρουμουλουγώ, ρ., 1. είμαι σε οργασμό (επί ζώων) «Ήρτι η κιρός κι βρουμουλουγούν ούλα τα τραϊά». 2. φλερτάρω, (επί ανθρώπων) «Μιγάλουσαν τα πιδιά κι άρχισαν να βρουμουλουγούν». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. βρομώ = θορυβώ κροτώ < βρόμος = δυνατός θόρυβος.
βρουντάου, ρ., 1. χτυπώ 2. παραιτούμαι από κάτι. «Κάντι ησυχία γιατί κάποιους βρουντάει τ’ πόρτα».
βρουντόμλου, το, η πορδή. «Ικεί που κουβιντιάζαμι, μι ξίφ’κι ένα βρουντόμ’λου κι έγινα ριζίλ’». ΕΤΥΜ. < βροντή + μήλο.
βρόχ’, το, η θηλιά από τρίχα για πουλιά. «Έστησα τα βρόχια κι έπιασα πέντι κουτσ’φοί». ΕΤΥΜ. < μεσν. βροχίν υποκ. του αρχ. βρόχος.
βυζασταρούδ’, το, το μικρό παιδί ή κατσικάκι ή αρνάκι που βυζαίνει. «Τα δυο τα πιδιά μ’ είνι τρανά αλλά έχου κι ένα βυζασταρούδ’».