Γ
γαβάν’, το, 1. ξύλινο στρογγυλό σκεύος που έβαζαν πρόχειρο φαγητό για τις δουλειές, 2. (μεταφ.) ο αυνανισμός (μαλακία). «Βάλι σ’ ένα γαβάν’, ιλές κι για του χουράφ’». «Βλέπ’ στ’ θάλασσα ξιβράκουτις κι μιτά ψουφάει στου γαβάν’» ΕΤΥΜ. < από το μεσν. γαβάθα < γαβάνα < γαβάν’ < λατιν. gabatha < τουρκ. havan = μεταλλικό ή ξύλινο γουδί.
γαβανιάρ’ς, ο, ο μικρός στην ηλικία. «Δε μπουρεί να κάν’ κανένας δ’λειά. Είνι ούλνοι γαβανιάρ’δις».
γαβανίζουμι, ρ., αυνανίζομαι, μαλακίζομαι. «Ούλ’ μέρα γαβανίζιτι. Δεν κάν’ άλλ’ δ’λειά».
γαβούν’, το, το υπερηψωμένο μέρος του καταστρώματος της πλώρης του καϊκιού, ώστε να ψηλώνει ο κάτω χώρος και που στη μέση έχει μια τρύπα που μπαίνει ο ψαράς όταν σηκώνει τα αλιευτικά εργαλεία. «Φέρι απού του γαβούν’ τα σουσίβια». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη γούβα < γουβούνι < γαβούνι <γαβούν’.
γαλάρια, η, η προβατίνα ή η γίδα που έχει γάλα και αρμέγεται. «Έχου στου κουπάδ’ ικατό γαλάρια κι δέκα στείρα». ΕΤΥΜ. < αρχ. γάλα + κατάλ. – άριο.
γαλατές, η γαλατίλις οι, η μυρωδιά από γάλα. «Άρμιγα τ’ς γίδις κι μυρίζου γαλατές».
γαλατσίδα, η, 1. το χορταρικό με εκχύλισμα γαλατιού, «Έμασα για τ’ς γίδις λουχιρές γαλατσίδις». 2. τα εντόσθια της αρσενικής ρέγγας. «Δεν έχ’ η ρέγγα χαβιάρ’ αλλά γαλατσίδα γιατί είνι αρσιν’κιά». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. γαλακτίς < μεσν. γαλατσίδα.
γαλότσα, η, το τσόκαρο. «Μη χτυπάς καταή τ’ς γαλότσις γιατί κάν’ πουλύ θόρυβου». ΕΤΥΜ. < βεν. galozza < λατιν. calopia < λατ. calopus < αρχ. καλόπους = καλοπόδι.
γαλουτύρ’ το, το γνήσιο τυρί, η φέτα. «Βάλι στου τραπέζ’ κι λίγου γαλουτύρ’ να φάμι». ΕΤΥΜ. < γάλα + τυρί.
γαμπρουλιάς, ο, ο γαμπρός χαϊδευτικά. «Είνι πουλύ καλό πιδί η γαμπρουλιάς μ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. γαμβρός.
γάνα, η, το επίχρυσμα. «Θα βγάλουμι τ’ γάνα απ’ τα μπακράτσια». ΕΤΥΜ. < αρχ. γανέω-ώ = λάμπω, γάνος = λαμπρότης, γανόω = γανώνω.
γανάδα, η, η ταλαιπωρία. «Να καις τα κλαδιά απ’ τ’ς ιλές είνι μιγάλ’ γανάδα».
γανιάζου, ρ., ταλαιπωρούμαι, αγανακτώ, στεγνώνει η γλώσσα μου. «Ως που να μιγαλώσ’ν ούλα τα πιδιά πουλύ γάνιασα». ΕΤΥΜ. < από το ουδ. γάνα = επίχρυσμα + κατάλ. – ιάζω.
γάνιασμα, το, η ταλαιπωρία. «Τράβ’ξι στ’ ζουή τ’ μιγάλου γάνιασμα».
γανιασμένους, ο, μτχ., ο ταλαιπωρημένος. «Αυτός η Ντιμαράς είνι πουλύ γανιασμένους». ΕΤΥΜ. βλεπε λ. γάνα.
γάνουμα, το, το γάνωμα. «Δεν έκανι η γιούφτους καλό γάνουμα στα ταψιά κι ξιγανώθ’καν». ΕΤΥΜ. < αρχ. το γάνωμα.
γανουμένου, το, μτχ., το γανωμένο. Το σκεύος που έχει επίστρωση από κασσίτερο. «Τα κουτάλια είνι ούλα γανουμένα». ΕΤΥΜ. < αρχ. γανόω = γανώνω.
γανουτζής, ο, ο γανωτής. «Θα πιράσ’ η γανουτζής κι θα τουν δώσου τα ταψιά για γάνουμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. γάνωμα, γανωτής = ο ενεργών το γάνωμα.
γανώνου, ρ., γανώνω. «Πρέπ’ να γανώσου ούλα τα χ’λιάρια». ΕΤΥΜ. <αρχ. ρ. γανόω - ώ.
γάρους, ο, η άρμη, το αλατόνερο. «Βάλι γάρου τ’ς ιλές τ’ς πράσινις γιατί θα χαλάσ’ν». ΕΤΥΜ. < αρχ. γάρος υποκ. γάριον.
γάσγα, η, ο πρόλοβος της κότας. «Είνι η γάσγα απ’ τ’ς κότις γιουμάτ’ γιατί έβουσκαν ούλ’ τ’ μέρα στα στάχυα».
γατσιάζου, ρ., διψώ πολύ. «Μι τιλείουσι του νιρό νουρίς κι ως του βράδ’ γάτσιασα».
γάτσιασμα, το, η υπερβολική δίψα. «Φέρι να πιώ νιρό απού τ’ κανάτα γιατί ψόφ’σα στου γάτσιασμα».
γατσιασμένους, ο, μτχ., ο διψασμένος. «Είμι γατσιασμένους απού νιρό».
γειανίσκου, ρ., γίνομαι καλά. «Σι δυο μέρις γειανίσκου ιντιλώς». ΕΤΥΜ. <αρχ. υγειαίνω, υγειαίνομαι.
γειτουνεύου, η 1. είμαι γείτονας, «Γειτουνέυου μι το Θανάσ’». 2. πάω επίσκεψη. «Θα πάμι να γειτουνέψουμι του Γιάνν’».
γειτουνιά, η, 1. η γειτονιά, «Έχου καλή γειτουνιά». 2. η επίσκεψη. «Πήι γειτουνιά στουν μπάρμπα του Μήτσιου».
γέρνου, ρ., 1. γέρνω, «Γέρν’ του σαμάρ’ απ’ του γάδαρου». 3. πηγαίνω με το μέρος κάποιου, «Δε μπουρώ να καταλάβου τ’ς ικλουγές η Μαυρουδής κατά σια πού γέρν’» 2. πλαγιάζω για ύπνο. «Ιγώ θα πάου να γύρου στου κριβάτ’ γιατί νυστάζου». ΕΤΥΜ. < μεσν. < εγέρνω = παρουσιάζω κλίση. Από τον αόρ. έγειρα του αρχ. ρήμ. εγείρω = πλαγιάζω.
για, προτροπή, εμπρός. «Για έλα σιαδώ»!
για - για, διαζευτ. ή-ή «Για η ένας για η άλλους να έρτ’».
γιαβάς – γιαβάς, σιγά – σιγά. «Μη πααίν’ς γλήγουρα γιαβάς – γιαβάς».
γιαβασιά, η, δυο ξύλα που με σχοινί έσφιγγαν το πάνω χείλος του ζώου, για να μη κλωτσάει στο καλίγωμα ή στο φόρτωμα. «Βάλι στου μ’λάρ’ γιαβασιά γιατί δεν πρόκειτι να του καλιγώσουμι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. yavas = σιγά, ήρεμα.
γιαβουκλού, η, η ερωμένη, η πόρνη. «Είνι ντίπ γιαβουκλού. Ούλνοι οι άντρις πέρασαν απού πάνου τ’ς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. yavuklu = πόρνη.
γιαζίκ, έλεος, κρίμα. «Αμάν ρε Γιώρ’ γιαζίκ. Μη του χτυπάς του πιδί άλλου! θα του σκουτώεισς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. yiasik = ντροπή, κρίμα.
γιάλνοι, οι, οι άλλοι. «Ισείς φύγιτι κι να έρτ’ν οι γιάλνοι». ΕΤΥΜ. < από το άλλος.
γιαμουρλούκια, τα, τα κλινοσκεπάσματα, τα ατομικά είδη. «Θα φουρτώσουμι στα μ’λάρια τα γιαμουρλούκια κι θα πάμι στα μιλίσσια» ΕΤΥΜ. < βλάχ. γιαμμπουρλούκε = κάπα. < τουρκ. ya - murluk = αδιάβροχο
γιαπράκια, τα, τα ντολμαδάκια με κιμά «Κάθι χρόνου μαζεύου κληματόφ’λλα κι κάνουμι γιαπράκια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. yaprak = φύλλο από αμπέλι.
γιατάκ’ το, το κατάλυμα, το προσωπικό δωμάτιο, το σπίτι μου. «Νύσταξα κι θα πάου στου γιατάκι μ’ για ύπνου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. yatak = κατάλυμα < βλάχ. γιατάκε = λημέρι.
γιατατζής, ο , ο γραμματικός, ο διανοούμενος του χωριού. «Κι ο γιατατζής τη ρώτησε κομπρεσέρης τη ρωτάει». Δημ. Τραγούδι Νικήτης.
για ταύτου, πρόθ. + αντων., γι αυτό. «Δε μι βουθάς καμιάφουρα, για ταύτου κι γω δε σι βουθώ». ΕΤΥΜ. < πρόθ. για + αυτό.
γιλάδ’ το, η αγελάδα ανεξαρτήτως φύλου. «Μ’κρός έβουσκα γιλάδια».
γιλαδαρίζου, ρ., συμπεριφέρομαι αγενέστατα, χοντρά. «Δεν είνι για κόσμου η νύφ’. Πουλύ γιλαδαρίζ’».
γιλαδάρ’κα, επίρρ., άξεστα. «Μι σιμπιριφέρ’κι ντιπ γιλαδάρ’κα».
γιλαδαρού, η, η γυναίκα που βόσκει αγελάδες αλλά και η γυναίκα η άξεστη. «Που τ’ βρήκι κι τα πήρι τα γιλαδαρού».
γιλαδάρ’ς, ο, 1. ο γελαδάρης, ο βουκόλος, «Αυτοί οι γιλαδαροί δεν άφ’σαν μι τα βόδια τίπουτα όρθιου». 2. (μεταφ.) ο άξεστος άνθρωπος «Άσ’ τουν αυτόν δε ξέρ’ απού ιβγένειις. Είνι ντιπ γιλαδάρ’ς». ETYM. γελάδα + παραγ. επίθ.- άρης.
γιλαδ’νός, ο, επίθ., αγελαδινός. «Του γάλα είνι γιλαδ’νό».
γιλαδουκούριμα, το, (μεταφ.) τα δανεικά που δεν επιστρέφονται. «Δώσι μι δέκα χιλιάδις κι θα τα πάρ’ς στου γιλαδουκούριμα».
γιλατζής, ο, αυτός που κοροϊδεύει, ο εμπαίζων. «…Κι ου ναύτης ήταν γιλατζής». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < αρχ. γελαστής < γελατζής.
γιμιτζής, ο, αυτός που τροφοδοτεί καύσιμα στο πλοίο, < τουρκ. yemici = έμπειρος ναυτικός. ΕΤΥΜ. < ρ. γελώ = κοροϊδεύω.
γινάτ’, το, το πείσμα . «Σ’ έπιασι του γινάτ’ κι δε βουλέβισι μι τίπουτα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. inat = πείσμα.
γινάτουμα, το, το πείσμα. «Διέ τουν γινάτουμα π’ έχ’»;
γινατσής ή γινατζής ή γινατσιάρ’ς, ο, πεισματάρης. «Είσι πουλύ γινατσής άνθρουπους. Δε γυρίζ’ του πατσί σ’ μι τίπουτα».
γινατώνου, ρ., πεισμώνω. «Άστουν μη τουν κρέν’ς. Γινάτουσι τώρα».
γινήματα, το, τα σπαρμένα χωράφια. «Δεν έβριξι φέτους κι δε θα γίν’ τα γινήματα». ΕΤΥΜ. < αρχ. < γίγνομαι, β΄ αόρ. εγενόμην.
γιοκ, καθόλου. «Σήμιρα γιοκ φαΐ». ΕΤΥΜ. < τουρκ. yok = όχι.
γιόκας, ο, χαϊδευτικό του γιός. «Η γιόκας μ’ είνι πολύ καλό πιδί». ΕΤΥΜ. < αρχ. υιός.
γιόμα, το, επίρρ., το απόγευμα. «Κι πιάστηκαν στουν πόλιμου τρεις μέρις κι ένα γιόμα». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. γεύμα.
γιουβάν’ς, ο, ο Γιάννης στα αρβανίτικα αλλά και ο ξεροκέφαλος, ο αχαμπάρωτος. «Δεν καταλαβαίν’ τίπουτα Είνι πουλύ γιουβάν’ς». ΕΤΥΜ. < αρβαν. Γιοβάνης.
γιουματίζου, ρ,. γευματίζω. «Έλα να γιουματίσουμι μαζί του μισμέρ’». ΕΤΥΜ. < από τη λ. γεύμα.
γιουμέκ’, το, το γεύμα, το φαγητό. «Τι του πλάκουσί τι του φαΐ κι το φάγατι. Ήταν ένα γιουμέκ’ φαΐ». ΕΤΥΜ. < τουρκ. yemek = φαγητό.
γιούργια, η, η επίθεση η έφοδος. «Ένα βράδ’ μ’ έκαναν γιούργια δέκα σκ’λιά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. yuruyus = περπάτημα, έφοδος, από το ρήμα yürümek = βαδίζω.
γιουρδάν’, ή γιουρντάν’ το, το περιδέριο, το γιορντάνι, ο κολιές. «…Φορεί γιουρντάνι στου λιμό». Δημ τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < τουρκ. gerdan = λαιμός gerdanlik = περιδέραιο < περσ. gardan.
γιουρντέν’, το, ο σιδερένιος λαιμοδέτης με αιχμηρά δόντια, που τα βάζουν στα σκυλιά, να αποκρούουν τους λύκους. «Έχου βάλ’ στα σκ’λιά γιουρντένια να μη ζ’γών’ οι λύκ’». ΕΤΥΜ. βλέπε γιουρδάν’.
γιούρντ’μα, το, η επίθεση. «Έφαγα ένα γιούρντ’μα απ’ τα σκ’λιά! Θα του θ’μούμι». ETYM. < τουρκ. yuruyus = έφοδος.
γιουρντώ, ρ., 1. ορμώ, επιτίθεμαι. 2. είμαι θαρραλέος και τα επιχειρώ όλα. «Είνι πουλύ ταμαχιάρ’ς. Γιουρντάει σι ούλα».
γιουρούκ’ς, ο, ο ξεροκέφαλος, ο ανόητος, ο βάρβαρος. «Πώς συνουνουέσι μ’ αυτόν του γιουρούκ’»; ETYM. < τουρκ. yuruk = νομάδας.
γιουρουμπισμπίκ’ς, ο, ο ξεμωραμένος γέρος. «Βρε του γιουρουμπισμπίκ’! Ούλου ασουγάδις είνι». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη γέρος και το μπισμπίκης Τουρκ. < beşbigik = μούσμουλο.
γιουρουξούρας, ο, ο γεροξεμωραμένος «Τι κάν’ς του παλ’κάρ’ βρε γιορουξούρα»; ΕΤΥΜ. < γέρος + ξούρας = ξεμωραμένος.
γιουρουσαφλιάκ’ς, ο, ο πολύ γέρος. «Πού τουν βρήκι αυτόν του γιουρουσαφλιάκ’ κι τουν πήρι»;
γιούρτια, τα, τα αγροκτήματα σε επικλινές έδαφος με πρόχειρες καλύβες ή άλλα κτίσματα «Μάζιβα ιλιές στ’ γιουρου - Σπύρ’ τα γιούρτια». ΕΤΥΜ. <γιούρτη είναι η καλύβα των εσκιμώων.
γιουφτιά, η, η τσιγγουνιά, η ζητιανιά η γυφτιά. «Να αφήεισς τ’ς γιουφτιές κι να πάρ’ς ένα καλό ρούχου να βάλ’ς». ΕΤΥΜ. < Αιγύπτιος < γύπτος <γύφτος.
γιουφτλίκ’, το, η τσιγγουνιά. «Δεν αφήν’ς τα γιουφτλίκια λέου γώ κι να δώεισς κι καμιά δραχμή»;
γιουφτόσουγου, το, το παρακατιανό σόι. «Τι θέλ’ς κι κάν’ς παρέα μ’ αυτό του γιουφτόσουγου»;
γιουφτούδια, τα, 1. τα γυφτάκια, «Τα γιουφτούδια γυρνάν’ τα σπίτια κι ζητιανεύν’». 2. τα μαυρομάτικα φασόλια. «Απόψι θα φάμι γιουφτούδια». γιουφτουρούλουγου, (μεταφ.) σημαίνει τον άνθρωπο που αλλάζει συνέχεια γνώμη. «Άλλα μας είπι χτες κι άλλα λέει σήμιρα. Του γιουφτουρούλουγου»!
γιουφτουφάσ’λα, τα, τα μαυρομάτικα φασόλια. «Σήμιρα θα βράσου γιουφτουφάσ’λα να φάμι».
γιράνια, τα, τα σκούρα μπλέ ρούχα. «Στρώσι τ’ γιράνια τάβλα να φάμι». ΕΤΥΜ. < μεσν. γεράνιος από το πτηνό γέρανος.
γιρανιάζου, ρ., μαυρίζω από κρύο ή από χτύπημα. «Βάλι στ’ πλάτ’ κανένα ρούχου γιατί γιράνιασις απού του κρύου».
γιρανιασμένου, μετχ. μαυρισμένο. «Τα μούτρα σ’ είνι γιρανιασμένα απού του κρύου».
γιών’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο. Λεκιάζει. «Βγάλι του π’κάμσου να του πλύνου γιατί έγιουσι». ΕΤΥΜ. < αρχ. ιός = σκουριά, ιώνω = λερώνω.
γκαβά, τα, τα τυφλά. επίρρ. «Χάσαμι του δρόμου κι βαδίζαμι στα γκαβά». ΕΤΥΜ. < αρωμ. gavu < λατιν. cavus = κοίλος.
γκαβάδ’, το, ο, τυφλός, ο πρωτάρης. «Μπρουστά σ’ είνι τα κλειδιά. Δε τα βλέπ’ς γκαβάδ’»;
γκαβαλίνα, η, η καβαλίνα. Τα περιττώματα αλόγου, μουλαριού, γαϊδάρου. «Πιρνούν συνέχεια μ’λάρια κι γιόμουσι η τόπους γκαβαλίνις». ΕΤΥΜ. <μεσν. λατιν. < cavallinus < caballus = ίππος.
γκαβός, ο, ο τυφλός. Βλέπε λ. γκαβάδ’.
γκαβο - γκαβου- Σαν πρώτο συνθετικό σημαίνει κάτι το σκάρτο. π. χ. γκαβουγάδαρου, γκαβόσκ’λου, γκαβουγύνικα. «Μ’ έβγαλι του λάδ’ η γκαβουγύνικα», «Του γκαβουγάδαρου δε σαλεύ’ ντίπ».
γκάβουμα, το, η, τύφλωση. «Έχ’ η γιαγιά μ’ ένα γκάβουμα ! Ντιπ δε βλέπ’».
γκαβουμάρα, η, βλέπε λ. γκάβουμα.
γκαβουμένους, ο, μτχ., ο τυφλωμένος. «Δε βλέπ’ς ντιπ. Γκαβός είσι»;
γκαβουσλιάν’ς, ο, αυτός που δε βλέπει καλά «Φέρτου να του διαβάσου ιγώ γιατί είσι γκαβουσλιάν’ς».
γκαβώνου ρ., τυφλώνω. «Φύγι απού του φως γιατί μι γκάβουσις».
γκαβώνουμι ρ., 1. τυφλώνομαι, δε βλέπω. «Γκαβώθ’κα απ’ του διάβασμα». 2. δεν προσέχω, γελιέμαι εύκολα. «Μι φόρτουσαν ένα αμάξ’ σαράβαλου. Ντιπ γκαβώθ’κα».
γκαγκανός, ο, το γαϊδουράγκαθο. «Δεν άφ’σι η γάδαρους γκαγκανό για γκαγκανό μι τ’ πείνα που είχι». ETYM. < ακανός < αρχ. άκαν = αγκάθι.
γκάγκλα, η, η ελικοειδής στροφή. «Η δρόμους για τουν Πουλύγυρου έχ’ πουλλές γκάγκλις». ΕΤΥΜ. < από το κάγκελα < καγκ(έ)λα < μτγν. κάγκελον < λατιν. cancelum.από το καγκελωτός = αυτός που έχει πολλές στροφές, καγκέλια.
γκαζιρό, το, το λιχνάρι που καίει πετρέλαιο. «Κατέβα στου κατώι μι του γκαζιρό να βλέπ’ς, για να βγάλ’ς λάδ’». ETYM. < αλβ. gaziere < gaz = γκάζι.
γκαϊλές, ο, ο καημός, η στενοχώρια. «Δε θα μι βουηθήεισς κι θα μι φάει η γκαϊλές». ΕΤΥΜ. < από το καΐλα, < μεσν. < εκάην. (παθητ. αόρ. β. του καίω). < τουρκ. gaile = στενοχώρια.
γκαλιουρίζου, ρ., 1. βλέπω λίγο, «Πέρνα τ’ κλουστή στ’ βιλόνα γιατί ίσια-ίσια γκαλιουρίζου». 2. υποφθαλμιώ, βλέπω πονηρά κάποια. «Κιαρατά άμα πιράσ’ καμιά όμουρφ’, μου τ’ γκαλιουρίειζς»!
γκαλιούρ’σμα, το, το μισοκοίταμα. «Μι γκαλιούρ’σμα δε πιρνάει η κλουστή στ’ βιλόνα».
γκαραβέλ’, το, το μαυροπούλι. Το λέμε και για τον αφηρημένο. «Άσ’ τουν αυτόν δε προυσέχ’. Κοιτάει τα γκαραβέλια». ΕΤΥΜ. < από το λατιν. karavel. ή από το τουρκ. < kara = μαύρο / μαυροπούλι.
γκαργκαλιάρ’ς, ο, αυτός που γαργαλιέται πολύ. «Διε τουν του γκαργκαλιάρ’ λιγώνιτι απ του γκαργκάλ’μα». ΕΤΥΜ. < μεσν. γαργαλώ <αρχ. γαργαλίζω.
γκαργκαλιόκας, ο, αυτός που γαργαλάει τους άλλους. «Βρε του γκαργκαλιόκα! Όποιουν βρει τουν γκαργκαλάει».
γκαργκάλ’μα, το, το γαργάλεμα. «Αυτά τα αστεία που λες θέλ’ν γκαργκάλ’μα για να γιλάεισς». ΕΤΥΜ. < αρχ. γαργάλισμα, ρ. γαργαλίζω, ουσ. γάργαλος, γαργαλισμός, γαργάλισμα.
γκαργκαλώ, -ιέμι, ρ., γαργαλώ, γαργαλιέμι, «Μη πιάν’ς τα πλιβρά μ’ γιατί γκαργκαλιέμι». ΕΤΥΜ. < μεσν. < γαργαλώ < αρχ. γαργαλίζω, γάργαλος.
γκαρέλα, η, το δυνατό κλάμα. «Άρχισι πάλι του μ’κρό τ’ γκαρέλα». ΕΤΥΜ. < γκαρίζω + παραγ.επίθημα - ίλα ή έλα = γκαρέλα. Μάλλον είναι ηχομιμητική λέξη από το γκαρ < γκαρίζω.
γκαρίζου, ρ., 1. γκαρίζω, (επί γαϊδάρων) «Κι γκαρίζ’ η γάδαρους κι φουνάζ’ η Άννα κι ζατς ιγώ». Φράση Νικητιανού. 2. (μεταφ.) φωνάζω δυνατά «Σιγά-σιγά. Μη γκαρίειζς τόσου δυνατά». ΕΤΥΜ. < ηχομ. λ. από το γκαρ, γκαρ.
γκαρίστρα, η, η κόρνα . «Εχου μια γκαρίστρα στ’ αμάξι μ’ ξισκών’ τουν κόσμου».
γκαρουμαχώ, ρ., κλαίω δυνατά, φωνάζω από τον πόνο. «Πάτ’σα ξυπόλ’τους ένα αγκάθ’ κι γκαρουμαχούσα απού τουν πόνου».
γκάρ’σμα, το, 1. το γκάρισμα του γαϊδάρου, «Έχου ένα γάδαρου δε σταματάει ούλ’ μέρα απού του γκαρ’σμα». 2. (μεταφ.) το δυνατό κλάμα του μωρού. «Ξύπνισι απότουμα του μ’κρό κι δε σταματάει απού του γκάρσ’μα».
γκαστριά, η, η κυοφορία «Η γκαστριά στου πρώτου του πιδί πουλύ μι γάνιασι».
γκάστρουμα, το, η σύλληψη. «Πουλύ τ’ γάνιασι του γκάστρουμα».
γκαστρουμέν’, η, μτχ., η έγκυος «Μα συ δεν είσι άρρουστη, μον’ είσι γκαστρουμένη». Δημ. τραγ. Νικήτης.
γκαστρώνου, ρ., καθιστώ κάποια έγκυο (επί ανδρών) «Τ’ γκάστρουσις καλά, τώρα πάεινι να τ’ πάρ’ς». ΕΤΥΜ. < μεσν. εγγαστρώνω < μτγν. εγγάστριος < εγ- ( < εν) + γαστήρ = κοιλιά.
γκαστρώνουμι, ρ., είμαι έγκυος (επί γυναικών) «Γκαστρώθ’κι πάλι η Σταμάτα»!
γκ’βάν’μα, το, το κουβάλημα «Θα καθίσ’τι όταν τιλειώσ’ του γκ’βάν’μα μι τα ξύλα».
γκ’βανώ, ή κουβανώ ή κουβαλνώ, ρ., κουβαλώ, «Τι γκ’βανάς συνέχεια μι του μ’λάρ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. κουβαλώ < μτγν. κοβαλεύω < αρχ. κόβαλος = ληστής που έφερε τα κοπιμαία.
γκ’βάρ’, το, το κουβάρι. «Του νήμα πού είχα το ’κανα ένα γκ’βάρ’». ΕΤΥΜ. < μτγν. κουβάριον < μτγν. κουβαρίς = είδος ζωυφίου που κουλουριάζεται.
γκ’βάρα, η, 1. ο σωρός, «Μάζιψα μια γκ’βάρα πέτρις για να χτίσου ένα πιζούλ’». 2. (μεταφ.) η δίπλωση του σώματος από τη δουλειά. «Έγινι μια γκ’βάρα απ’ τη δ’λειά».
γκ’βαριάζουμι, ρ., γίνομαι μιά κουβάρα. «Η Γιάνν’ς ντιπ γκ’βαριάσκι απ’ τη δ’λειά».
γκ’βαριαστά, επίρρ., πράγματα βαλμένα σε σωρό κουβαριαστά. «Τι τα χ’ς γκ’βαριαστά τα ξύλα; Άπλου τα να στιγνών’».
γκ’βάς, ο, ο κουβάς. «Δεν πήραμι κ’βά κουντά μας κι τώρα πως θα πουτίσουμι τα βόδια απ’ του π’γάδ’»; ΕΤΥΜ. < τουρκ. kova = κουβάς.
γκ’δί, το, το γουδί. «Φέρι του γκ’δί να κάνουμι ταραμά». ΕΤΥΜ. < μτγν. ιγδίον υποκ. του ίγδις.
γκ’δούν, το, το κουδούνι. «Χτύπ’σι του γκ’δούν για διάλειμμα». ETYM. <μεσν. κουδούνιον < μτγν. κωδώνιον, υποκ. του αρχ. κώδων.
γκ’δούνα, η, η κουδούνα ζώων. «Αυτός η τράους έχ’ μιγάλ’ γκ’δούνα για να ακούιτι πουλύ όταν πααίν μπρουστά απού του κουπάδ’».
γκ’δούπ’, το, το μεγάλο γουδί. «Θα κουπανίσου μι του γκ’δούπ’ σ’τάρ’ για κόλ’βα». ΕΤΥΜ. Βλέπε λ. γκδί.
γκ’δών’, το, κυδώνι. «Θα μάσουμι γκ’δώνια να κάνουμι γλυκό». ΕΤΥΜ. Αυτό που παράγεται στην Κυδωνία της Κρήτης (Χανιά). Πρβλ. μήλον το κυδώνιον.
γκέκας, ο, 1. ο αλβανός εργάτης, 2. ο πολύ εργατικός, ο χαμάλης. «Δ’λεύ’ ούλ’ μέρα σα τουν γκέκα». ETYM. < μεταφορά του αλβανικού gegë (κάτοικος Β. Αλβανίας).
γκέλουμα, το, 1. το τρύπημα με βελόνα ή αγκάθι «Πάτσα ένα αγκάθ’ στου πουδάρ’ κι μι πουνάει απ’ του γκέλουμα». 2. (μεταφ.) το «κάρφωμα» για κάποια παρανομία. «Έπισι γκέλουμα κι ήρτι η αστυνουμία». ΕΤΥΜ. < από το αγκύλωμα, αρχ. αγκυλόω.
γκιζέρ’, το, το σουλάτσο, η άσκοπη βόλτα. «Άσι τα γκιζέρια κι κάνι κι καμιά δ’λειά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. gezmek = περιπλανιέμαι.
γκιζιρνώ, ρ., περιφέρομαι άσκοπα. «Πέντι χρόνια πιρπατούσα κι άλλα τόσα γκιζιρνούσα». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. βλ. λ. γκιζέρ’.
γκινίσ’, το, εργαλείο μαραγκού για την τελική διαμόρφωση της πατούρας. «Φέρι του γκινίσ’ να τιλειώσου τα πατούρα στου βαρέλ’». ΕΤΥΜ. <τουρκ. genis = αυλακωτός, φαρδύς < ιταλ. ginoccio.
γκιόσα, η, η γερασμένη γίδα. «Οι γκιόσις στου κουπάδ’ πααίν’ τιλιφταίις». ΕΤΥΜ. < αρωμ. ghes(u) ghesa = μαύρη γίδα.
γκιουλέκας, ο, ΕΤΥΜ. < από το Γκιώνης + Λέκκας = Αλβανός οπλαρχηγός.
γκιούμ’, το, δοχείο γαλβανιζέ ή χάλκινο. για γάλα ή και για άλλα υγρά. «Άρμιξι τ’ς γίδις κι γιόμουσα δέκα γκιούμια». ΕΤΥΜ. < μεσν. κουκούμιον υποκ. του κούκουμος, < τουρκ. gum < gugum = μεταλλικό χάλκινο δοχείο.
γκιουμέτσ’ , το, η κερήθρα με το μέλι. «Πάρι ένα κουμάτ’ γκιουμέτσ’ να φαν τα πιδιά».
γκιουνούσιου, το, ροκάνι για το σιάξιμο της επιφάνειας των ξύλων. «Σιάξι λιγάκ’ τα σανίδια μι του γκιουνούσιου». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. γκινίσ’.
γκιουσέμ’, το, ο τράγος ή το κρυάρι που προπορεύεται του κοπαδιού. «Έχου ένα καλό γκιουσέμ’, ούλα τα μουνουπάτια τα ξέρ’». ΕΤΥΜ. <τουρκ. kösem = κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι.
γκιργκίρ’, το, το, γρι-γρι. «Αυτά τα φώτα είνι απ’ τα γκιργκίρια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. girgir.
γκιργκιρουμάνα, η, το μεγάλο ψαροκάϊκο (γρι-γρι) που πάει μπροστά και σέρνει τα μικρότερα. «Δείτι μια γκιργκιρουμάνα μι πέντι γκιργκίρια»!
γκλάβα, η, το κεφάλι, το μυαλό. «Το ’στειλα στου Γυμνάσιου αλλά δεν παίρν’ η γκλάβα τ’ τίπουτα». ETYM. < σλαβ. glava = κεφάλι.
γκλαντίν’, το, 1. το ζώο, 2. ο άχρηστος άνθρωπος. «Κάθισι κι χάν’ς τουν κιρό σ’ μ’ αυτό του γκλαντίν»;
γκ’ντίνα, η, η σκουντιά, η σμπρωξιά. «Δε σκώνιτι η πέτρα. Μι τ’ς γκντίνις θα τ’ς πάμι στ’ν άκρη». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. γκ’ντώ.
γκ’ντούρ’, το, μια σιδερέρια σφήνα με ένα κρίκο, που την έμπηζαν σε κομμένο κούτσουρο στο βουνό και το έσερναν τα άλογα μέχρι το χωριό. «Πάρι του γκ’ντούρ’ να φέρουμι απ’ του β’νό δυο κουρμοί».
γκ’ντώ, ρ., σκουντώ. «Μη του γκ’ντάς του τραπέζ’, γιατί θα πέσ’ του βάζου». ETYM. < σκουντώ < κουντώ < κοντώ = ακοντίζω < κοντός = κοντάρι, ακόντιο.
γκ’ντώ, ρ., σκουντώ. «Μη του γκντας γιατί θα πέσ’».
γκούτσι, ρ., αόρ. του γκ’ντώ.
γκούβ’νους, ο, ο σωρός από πράγματα. «Μιτά του αλώνισμα θα κάνουμι του σ’τάρ’ έναν γκούβ’νου». ΕΤΥΜ. Βλέπε λ. γκβανώ.
γκουγκάου, ρ., 1. βογγώ, «Τι γκουγκούσις ούλου του βράδ’»; 2. στο τρίτο πρόσωπο σημαίνει, είναι γεμάτο. «Γκουγκάει η κατσαρόλα απ’ του πουλύ του φαΐ». ΕΤΥΜ. < μεσν. γογκώ < μτγν. γογγύζω.
γκούγκδας, ο, 1. το βαρίδι του κανταριού ή της παλάντσας «Έχασα του γκούγκδα απ’ του καντάρ’ κι δε μπουρώ να ζ’γιάσου». 2. σημαίνει και το μηδέν (σφιχτή γροθιά) στο παιδικό παιχνίδι «πόσα είνι»; «Πόσα είνι»; «Πέντι». «Όχ’. Γκούγκδας» = μηδέν». ΕΤΥΜ. < από το κόκκος <κοκκούδα < κοκκούδας < γκούγκδας.
γκουγκόσα, η, το τριμμένο τυρί και ψωμί που το πιέζουν σ’ ένα πανί και γίνεται μια μπάλα. «Π’νάει του μ’κρό κι θα του φκιάσου μια γκουγκόσα να φάει». ΕΤΥΜ. < γογκώ < γογκύζω.
γκουμένους, ο, επιθ., πνιγμένος από το φαΐ. «Χτύπα μι στ’ πλάτ’ γιατί είμι γκουμένους».
γκουργκαλούδια, τα, τα ψαράκια που είναι γεμάτα αγκάθια. «Δεν έβγαλα μιγάλα ψάρια. Μουνάχα γκουργκαλούδια».
γκούρλουμα, το, το μεγάλο άνοιγμα των ματιών. «Διέ τουν γκούρλουμα τα μάτια τ’ άμα διεί καμιά γναίκα όμουρφ’»!
γκουρλουμάτ’ς, ο, επίθ., ο ανοιχτομάτης, αυτός που έχει μεγάλα και στρόγγυλα μάτια. «Η Μαρίγια πήρι έναν γκουρλουμάτ’ δε σι λέου τίπουτα».
γκουρλουμένους, ο, μτχ., αυτός που έχει τα μάτια ορθάνοιχτα. και ακίνητα. «Πέθανι μι γκουρλουμένα τα μάτια τ’».
γκουρλουτά, τα, βλέπε λ. γκουρλουμένα. «Έχει (η κουκουβάγια) μάτια γκουρλωτά και φωνάζει δυνατά». Παιδικό τραγούδι.
γκουρλώνου, ρ., ανοίγω τα μάτια μου και τα στυλώνω κάπου. «Ήπια απότουμα του ρακί κι γκούρλουσαν τα μάτια μ’». ΕΤΥΜ. < γρουλώνω <μεσν. γρυλίζω = (μουγκρίζω σαν γουρούνι.)
γκουτζμάχ’, το, γκουτζμάχους, ο, τζουμάχ’ το, το στομάχι της κότας. «Του γκουτζμάχ’ απ’ τ’ κότα είνι γιουμάτου πέτρις κι στάρ’». ΕΤΥΜ. <στόμαχος < στομάχι < στουμάχ’ < γκουτζμάχ’.
γκουτούμανους, ή γκουστούμανους ο, ο άγαρμπος άνδρας. «Βρε γκουτούμανι! Κανένα ρούχου δε σι κάν’». ETYM. Κεφαλονίτικη ιδιωματική λέξη. Κουτουμάνος = ευτραφές κουτάβι.
γκρέμνους, ο, ο γκρεμός. «Μη πααίν’ς του γαδούρ κουντά στου γκρέμνου γιατί θα πέσ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < γκρεμνός < αρχ. κρημνός < κρεμώ.
γκριμουτσακίζουμι, ρ., 1. πέφτω απ’ το γκρεμό και χτυπώ πολύ. 2. αλλά σαν προσταγή στο γ΄ πρόσωπο «γκριμουτσακίσ’» σημαίνει «τσακίσου» φύγε από μπροστά μου. «Γκριμουτσακίσ’ απού μπρουστά μ’». ΕΤΥΜ. <αρχ. κρημνός.
γκρυλίζου, ρ., φωνάζω δυνατά όπως το γουρούνι. «Γιατί μαρή γκρυλίζ’ του γρούν’; Γιατί θέλ φαΐ». ΕΤΥΜ. < αρχ. γρυλίζω < γρύλος.
γκρύλ’σμα, το, η φωνή του γουρουνιού. «Του βαρέθ’κα του γρούν’ μ’ αυτό του γκρύλ’σμα».
γκρύλ’τσα, η, 1. το συνεχές γκρίνιασμα του γουρουγιού, «Άρχισι του γρούν’ τ’ γκρύλτσα. Θέλ’ να φάει». 2. (μεταφ.) το συνεχές γκρίνιασμα του μωρού. «Αυτή η γκρύλ’τσα τ’ δε βουλέβιτι μι τίπουτα. Θα του δώσου ένα μπάτσου να σταματήσ’».
γκρυτζέλ’, ή γκρυτζιλούδ’ το, το γουρουνάκι. «Η σκρόφα μας γένν’σι τρία γκριτζιλούδια». ΕΤΥΜ. βλ. λ. γκρίτζιαλους.
γκρύτζιαλους, ο, ο γκρινιάρης. ΕΤΥΜ. < ιταλ. gkridare = γκρινάζω, τρίζω τα δόντια μου. «Δε σταματάει ντιπ ούλ’ τ’ μέρα η γκρίτζιαλους».
γκρυτζιλιάνους, ο, το μεγάλο έντομο που μοιάζει με μεγάλη σφίγγα. «Πλάκουσαν οι γκριτζιλάν’ κι έφαγαν ούλα τ’ αχλάδια». ΕΤΥΜ. < σλαβ. grlian < βλάχ. γκαργκαλιάνους.
γκυλουμένους, ο, μτχ., ο τρυπημένος με βελόνα «Του χέρι μ’ μι πουνάει γιατί είνι γκυλουμένου».
γκυλώνου, -ουμι, ρ., 1. κεντρίζομαι με τη βελόνα, «Έρραβα γι γκιλώθκα στα δάχ’λα». 2. (μεταφ.) προδίδω κάποιον για παρανομία που έκανε. «Έκανα έναν καμπινέ παράνουμου κι μι γκέλουσαν στ’ν αστυνουμία. ΕΤΥΜ. < αγκύλη < αγκυλώνω.
γκώνουμι, ρ., νιώθω πνίξιμο από το φαγητό. «Γκώθ’κα απού του φαΐ». ΕΤΥΜ. < αρχ. < γογκώ < βογκώ.
γλειφάτσα , η, τα γλειμμένα μαλλιά πάνω από το μέτωπο. «Διέ τουν μιά γλειφάτσα που έχ’! Σα να τουν έγλειψι η αγιλάδα». ΕΤΥΜ. < αρχ. λείχω <γλείφω.
γλέπου, ρ., βλέπω. . «Τι γλέπ’ς σα του χάχα»; ΕΤΥΜ. < αρχ. βλέπω
γλήγουρα, επίρρ. γρήγορα. «Τσακίσ’ κι έλα γλήγουρα». ΕΤΥΜ. < μτγν. εγρήγορος = άγρυπνος < αρχ. εγρήγορα παρακ. του εγείρω.
γληγουράδα, η, η σβελτάδα. «Έχ’ μιγάλ’ γλιγουράδα στ’ δ’λειά τ’»
γλίτζα, η, βρωμιά. «Θα καθαρίσου του σπίτ’ γιατί έχ’ μιγάλ’ γλίτζα». ΕΤΥΜ. < αρχ. γλίνη = βρωμιά.
γλιτζιάζου, ρ., λερώνω. Συνήθως στο τρίτο πρόσωπο. «Γλίτζιασι του σπίτ’ απ’ του γ’ρούν’ που σφάξαμι κι θέλ’ να του παστρέψου».
γλιτζιάρ’κους, επίθ., ο, βλέπε λ, γλιτζιάρ’ς.
γλιτζιάρ’ς, ο, επίθ., ο βρωμιάρης. «Πάεινι να πλυθείς ρε γλιτζιάρ’! Σι ασκαίνουμι».
γλουσσίδ’, το, το βαρίδιο της καμπάνας και των κουδουνιών. «Δέσι του γλουσσίδ’ απού του γκ’δούν’ πο’ ’χ’ του μ’λάρ’ να μη μας καταλάβ’ν». ΕΤΥΜ. < μτγν. γλωσσίδιον < γλωττίδιον υποκ. του γλωττίς – γλωττίδος.
γλυκάδια, τα, μεζές από τους αδένες του σφαχτού. «Χουρτάσαμι να τρώμι γλυκάδια».
γλυκαν’σιάτ’κου, το, επίθ., το τσίπουρο που έχει μεγάλη ποσότητα γλυκάνισου. «Του τσίπουρου σ’ Γιάνν’ είνι πουλύ γλυκαν’σιάτ’κου».
γλυκάν’σου, το, το αρωματικό φυτό που το βάζουν στο τσίπουρο. «Πόσα κιλά γλυκάν’σου θέλ’ς να σι βάλλου στου τσίπουρου»; ΕΤΥΜ. < μτγν. γλυκάνισον < γλυκύς + άνισο = αρχ. λέξη άνηθον.
γ’ναίκειους, ο, επίθ., ο γυναικείος. «Κάτσι απάν’ στου μ’λάρ’ γναίκεια». (τα δυο πόδια από τη μια μεριά) γυναίκα < αρχ. γυνή < σλαβ. zena < γερμ. quena < αρχ. γυναικείος < γυναικήιος < γυνή.
γνέφου, ή γνεύου, ρ., 1. κάνω νεύμα, «Όταν σι γνέψου να έρτ’ς κουντά μ’». 2. στρίβω κάπου. «Κατά που έγνιψι του γαδούρ’»;ΕΤΥΜ. < αρχ. νεύω, νεύμα.
γ’νί, το, το γυνί. «Πήγινι του γ’νι στου γιούφτου να του φκιάσ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. υνίον < μτγν. ύνιον < υποκ. του ύνις = γυνί.
γ’νικάς, ο, ο γυναικάς. «Τουν κιαρατά ούλις τ’ς αγριματιάζ’. Είνι πουλύ γ’νικάς».
γ’νικίζου, ρ., συμπεριφέρομαι σα γυναίκα. «Αυτός η Γιώρ’ς πουλύ γ’νικίζ’ κι δε μ’ αρέσ’».
γόνας, ο, ή γόνα, το, το γόνατο. «Έπισα κι μι πουνάει του η γόνας».
γόνους, ο, ο γόνος, 1. τα αυγά των μελισσών, «Πάν’ καλά τα μιλίσσια φέτους. Έχ’ν πουλύ γόνου». 2. τα πολύ μικρά ψαράκια που μόλις βγήκαν απ’ τα αυγά «Ρίχν’ όξου ψιλά δίχτυα κι κατασρέφ’ν του γόνου». ΕΤΥΜ. <αρχ. γίγνομαι.
γούβα, μικρή εσοχή στο έδαφος. ΕΤΥΜ. < τουρκ. yuva = φωλιά. «Πρόσιχι του αμάξ’ γιατί η δρόμους είνι γιμάτους γούβις».
γουβίζου, ρ., κάνω εσοχές. «Γιατί του γουβίειζς του καρπούζ’ κι δε του κόβ’ς μι του μαχαίρ’»;
γουβισμένου, το, μτχ., λαξευμένο εσωτερικά. «Γιατί του ψουμί είνι γουβισμένου»;
γούλ’, η, η βάση του γυνιού στο αλέτρι. «Φαγώθ’κι η γούλ’ κι δε μουρώ να βάλου του γ’νί να ουργώσου».
γουμάρ’, το, 1. ο γάϊδαρος, «Δε σταματούν τα γουμάρια ντιπ του γκάρ’σμα». 2. το φορτίο του γάϊδαρου. 3. ο άξεστος άνθρωπος ο χονδρός στους τρόπους. «Τιλικά είσι μιγάλου γουμάρ’». ΕΤΥΜ. < μτγν. γομάριον, υποκ του γόμος = φορτίο < γέμω = γεμίζω.
γούμινα, η, το χοντρό σκοινί, το παλαμάρι. «Δέσι καλά του καΐκ’ μι τ’ γούμινα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. gumena = χοντρό σκοινί.
γούμινους, ο, ο ηγούμενος. «Άκουσε κυρ γούμενε των καλογήρων τη σύναξη». Παραεκκλησιαστική υμνογραφία ΕΤΥΜ. < μεσν. < μετοχή ενεστ. του ηγούμαι.
γουνιά, η, η γωνία, η εστία, το τζάκι. «Θα πατώσου (ασπρίσου) τα γουνιά να μη φαίνιτι η μ’τζουράδα». ΕΤΥΜ. < αρχ. γονία < γόνυ < γόνατο.
γουνίδ’, το, βλέπε λ. γουνίδα.
γουνίδα, η, κομμάτι ψωμιού απ’ την άκρη με κόρα. «Ιγώ δε θέλου ψύχα. Θέλου γουνίδα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. γωνία.
γούρνα, η, 1. ο μικρός λάκκος, «Η δρόμους είνι γιμάτους γούρνις». 2. το σκαμμένο μνήμα. «Άνοιξα τ’ γούρνα να παραχώσουμι του σ’χουριμένου του Στέργιου». ΕΤΥΜ. < μεσν. < γρώνη = κοιλότητα < γρώνος < γρώνσος.
γουρνίζου, ρ., κάνω μικρό λάκκο . «Αυτό του γρούν’ μας χάλασι τ’ν αυλή. Ούλ’ τα μέρα γουρνίζ’».
γούρνισμα, το, το μικρό σκάψιμο. «Δε πόνισαν τα χέρια σ’ απ’ του γούρνισμα»;
γουρνισμένου, το, μτχ., το σκαμμένο. «Του χώμα του βλέπου γουρνισμένου. Σίγουρα πέρασαν αγρέγρουνα».
γούτσους, ο, τύπος ψαρόβαρκας. «Θα ψαρέψουμι μι του γούτσου».
γόφους, ο, ο γόμφος. «Απου του πουλύ του πουρ’πάτ’μα μι πόνισι η γόφους». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. γόμφος.
γραβαλίζου, ρ., ξύνω με τα νύχια μου κάτι ή κάνω θόρυβο ανακατώνοντας μικροπράγματα. «Τι γραβαλίειζς τα μπακράτσια; Δε χόρτασις»; ΕΤΥΜ. Ηχομιμητική λέξη γράβ, γράβ = γραβαλίζω.
γραβάλ’σμα, το, το ξύσιμο με τα νύχια ή με το κουτάλι. «Σταμάτα του γραβάλ’σμα γιατί θέλου να κοιμ’θώ».
γράδα, τα, οι βαθμοί οινοπνεύματος. «Πόσα γράδα είνι του τσίπουρου σ’»; ΕΤΥΜ. μεσν. < ιταλ. grado < λατιν. gradus = βαθμός.
γραδάρου, ρ., μετρώ τα γράδα «Γραδάρ’σι του τσίπουρου να του κατιβάσουμι μι λιγάκ’ νιρό».
γράδου, το, η κυκλική εσοχή που ακουμπούσε ο πάτος του βαρελιού. «Φκιάσι του γράδου στου βαρέλ’».
γραδουτήρας, εργαλείο βαρελά για την κατασκευή του γράδου, (κυκλική εσοχή που ακουμπούσε ο πάτος). «Φέρι του γραδουτήρα να κάνου τουν πάτου».
γραίνου, ρ., ανοίγω το μαλλί μετά το λανάρισμα. «Γραίνου του μαλλί να του κάνου νήμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. γράω = ροκανίζω.
γραπάτσουμα, το, το γρατσούνισμα. «Τι γραπάτσουμα είνι αυτό που έχ’ς στου μάγ’λου σ’; Η γ’ναίκα σ’ σι του έκανι»; ΕΤΥΜ. < βλ. λ. γραπώνου
γραπατσουμένους, ο, μτχ. ο γρατσουνισμένος. «Γραπατσουμένου σι βλέπου. Πιά πήραξις κι σι γραπάτσουσι».
γραπατσώνου, ρ., γρατσουνώ. «Μάλουσαν τα μ’κρά κι καταγραπατσώθ’καν».
γράπουμα, το, το πιάσιμο, το άρπαγμα. «Έχ’ ένα γράπουμα η γάτα τουν μπότ’κα, ούτι τουν αφήν’ να φύγ’».
γραπουμένους, ο, μτχ., ο αρπαγμένος, ο πιασμένος καλά «Σι έχ’ γραπουμένου καλά η γρίπ’».
γραπώνου, ρ., αρπάζω. «Σι γράπουσα κιαρατά»! ΕΤΥΜ. < ιταλ. grappare < grappa = γάντζος, άγκιστρο.
γρασίδ’, το, η πρασινάδα από φυτρωμένο σιτάρι. «Κόψι απ’ του χουράφ’ λίγου γρασίδ’ κι φέρι να φάν’ τα μ’λάρια». ΕΤΥΜ. < γρασίδιον υποκ. του μτγν. γράστις = λόη < αρχ. γράω = ροκανίζω.
γρέζου, το, η ανωμαλία στην επιφάνεια μετάλλου το οποίο έχει κοπεί. «Πάρι μι τ’ λίμα τα γρέζα απού του τσ’κούρ’ για να κόβ’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. greggio = ακατέργαστος.
γρέκ’, το, το πρόχειρο μαντρί. «Κλείσι καλά του γρέκ’ μη μπουν του βράδ’ οι λύκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. egrek.
γριπουμένους, ο, ο ασθενής από γρίπη. «Του πιδί δεν πήγι στου σκουλειό γιατί είνι γριπουμένου».
γρίπους, ο, το ειδικό δίχτυ ψαρέματος που κυκλώνουν τα ψάρια. «Πήγα στου γρίπου κι έφιρα ψάρια». ΕΤΥΜ. < αρχ. γρίπος, γρίπισμα, γριπεύς <ιταλ. grippo.
γρόθους, ο, η γροθιά. «Μιγάλουσαν τα πουπόνια κι έγιναν ίσια μι του γρόθου μ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. γρόνθος. μεσν. < γρόθος.
γρουθάρ’, το, το μικρό καρπούζι ή το άγουρο πεπόνι. «Δεν έγιναν ακόμα τα καρπούζια Έκουψα ένα κι ήταν ντιπ γρουθάρ’».
γ’ρούνα, η, 1. η γουρούνα, «Η γρούνα μας γένν’σι πέντι γρουνούδια». 2. παιδικό παιχνίδι με ξύλα και ένα ντενεκάκι. «Ιλάτι να παίξουμι τ’ γρούνα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < γουρούνιον < μτγν. γρώνη.
γ’ρουνάρ’ς, ο, ο χοιροβοσκός. «Οι γρουναροί δεν άφ’σαν τίπουτα μι τα γρούνια».
γ’ρουνουκούμασου, το, κουμάσι για γουρούνια. «Θα φκιάξου ένα γ’ρουνουκούμασου να βάλου μέσα του γρούν’».
γ’ρουνουμούτζουνους, ο, ο άσχημος. «Που του βρήκι κι τουν πήρι του γρουνουμούτζουνου!»
γ’ρουνουτόμαρου, το, το δέρμα του γουρουνιού που το χρησιμοποούσαν στα σαμάρια. «Του σαμάρ’ απού του γάδαρου είνι απού γρουνουτόμαρου».
γ’ρουνουτσάρουχου, το, το τσαρούχι από δέρμα γουρουνιού. «Στού Λαουγραφικό Μουσείου έχουμι ένα ζιβγάρ’ γ’ρουνουτσάρουχα».
γ’ρουνουφάι, το, 1. το φαγητό του γουρουνιού, 2. το σκάρτο φαγητό. «Τι γρουνουφάι είνι αυτό που μ’ έκανις»;
γρουτσανιά, η, η γρατσουνιά. «Γιατί έχ’ν τα χέρια σ’ γρουτσανιές»;
γρουτσάν’σμα, το, το γρατσούνισμα. «Απ’ του γρουτσάν’σμα τ’ς γάτας πρήσ’κι του χέρι μ’».
γρουτσαν’σμέμους, ο, ο γρατσουνισμένος. «Γιατί είσι στα μούτρα γρατσουν’σμένους».
γρουτσανώ, ή γρατσανώ, ρ., γρατσουνώ «Γιατί του γρουτσάν’σις του κουρίτσ’ στά μάγ’λα»; ΕΤΥΜ. < ηχομ. λέξη.
γυαλί, το, 1. το γυαλί, 2. το μπουκάλι, «Τρία γυαλιά φαρμάκι…..» Δημ τραγ. Νικήτης. 3. ο σωληνωτός μεταλλικός, ανοξείδωτος κάδος, ύψους 50-60 εκ. διαμέτρου 35 εκ. του οποίου η βάση είναι από γυαλί. Το χρησιμοποιούν οι ψαράδες για να ανιχνεύουν το βυθό. «Δώσι μι του γυαλί να διω κανένα χταπόδ’». 4. Το λαμπογυάλι, «Καθάρσι καλά του γυαλί απ’ τα’ λάμπα να βλέπουμι». 4. ένα είδος μέδουσας που κολλάει στα δίχτυα. «Δε ρίχνου τα δίχτυα γιατί ή θάλασσα είνι γιμάτ’ γυαλί» 5. η σχολαστική καθαριότητα. «Γυαλί του έκανα του σπίτ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. γυαλίν <υαλίν υποκ. του ύαλος.
γυαλίζου, 1. γυαλίζω. «Πάρι αλ’φή κι γυάλ’σι λίγου του δίσκου». 2. είμαι όμορφος. «Πήρι η Τραντάφ’λλους μια γ’ναίκα ! Δε γυαλίζ’ ντιπ».
γυαλίζουμι, ρ., καθρεφτίζομαι. «Φύγι απ’ τουν καθρέφτ’ να γυαλ’στώ».
γυαλουκουπώ, ρ., βλέπε λ. γιαλουμαχώ.
γυαλουμαχώ, ρ., λάμπω, φέγγω, γυαλίζω πολύ. «Του ’πλυνα του αμάξ’ κι γυαλουμαχάει».
γυρουβουλιά, η, 1. το τριγύρισμα, «Φέρι μια γυρουβουλιά να βρεις του πιδί» 2. Λίγος χορός. «Δε θα χουρέψου πουλύ. Θα πάρου μουνάχα μια γυρουβουλιά». ΕΤΥΜ. < μεσν. < γυροβολέω - ώ < γύρος + -βολώ <βάλλω.
γυρουλόους, ο, ο πλανώδιος μικροπωλητής. «Κάθι Τιτάρτ’ έρχιτι ένας γυρουλόους κι έχ’ καλά πράματα». ΕΤΥΜ. < γύρος + -λόγος < λέγω = συλλέγω, συγκεντρώνω.