Ε
ειδιμή, ειδάλλως, διαφορετικά. «Κλείσι του στόμα σ’ ειδιμή θα τουν ανοίξου κι ιγώ». ΕΤΥΜ. < αρχ. ει δε μη.
εμ, και. «Εμ σαλάτα εμ μαλάτα έμ θηλ’κό τα αρνί». Λαϊκή ρήση.
ένα πάι, το ίδιο όλα, ένα είδος, ένα μέγεθος. «Ένα πάι είνι τα καρπούζια. Πιρίπου δέκα ουκάδις του καθένα». Όταν απαντάται στον πληθυντικό «πάια» σημαίνει διπλάσιο, τριπλάσιο,κτλ. «Του χουράφι μ’ είνι δυο πάια μιγαλύτιρου απ’ του θ’κό σ’».
ένα χόβ, μια στιγμή, κάποτε. «Ένα χόβ ικεί που τρώγαμι στ’ αμπέλ’ πιτάχ’κι μια σ’ντρουγαλιά δυό μέτρα».
έντσ’, το, το φάουλ στον ποδοσφαιρικό αγώνα. «Δε χτύπ’σι έντσ’ η διιτητής».
έξαλα, τα, τα μέρη του σκάφους που είναι πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. ΕΤΥΜ. < έξω + άλς = θάλασσα. «Τα έξαλα είνι ίσια μι τα ίσαλα».
έρμα, το, το βάρος που προστίθεται στο σκάφος για να ρυθμίζει την ισορροπία. Λέγεται και σαβούρα. «Να βγάλουμι απού του αμπάρ’ λίγου έρμα γιατί θα β’λιάξουμι». ΕΤΥΜ. < λόγ. αρχ. έρμα.
έρ’ντι, ρ., έρχονται. Ακούουντι κ’δούνια. Έρντι τα γίδια».
έρχιτι, στο γ΄ πρόσωπο στη φράση: «Έτσ’ μ’ έρχιτι να σι πλακώσου στου ξύλου».
-ες, αντί –ίλα, κατάλ. που δείχνει μυρωδιά: π. χ. ψαρές αντί ψαρίλα
-ες, κατάλ. ονομ. και αιτ. πληθ. αντί –ιές : π. χ. ιλές, (ελιές)
έτσια, ή έτζια, επίρρ., έτσι . «Έτσια θα του κάν’ς».
έχια, περιουσία. «Είνι νοικουκύρ’ς μι ούλα τα έχια τ’».
έχου, ρ., στη φράση: «σ’ έχου… να τουν πλακώεισς στου ξύλου» Δηλ. σε έχω ικανό.
ιξιπίτηδις, επιρρ. επίτηδες. «Ιξιπίτηδις μι χτύπ’σις».