(Φ) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δ. ΔΗΜΑΡΑΣ ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ( ΝΙΚΗΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ)

 

Φ


  ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

 φάβα, η, τα λιωμένα κουκιά. «Του μισ’μέρ’ θα φάμι φάβα». ΕΤΥΜ. <μτγν. φάβα < λατιν. faba.

φαγάνα, η, η μπουλντόζα. «Έβανα μια φαγάνα κι μι καθάρ’σι του χουράφ’ απού τα σκίνια». ETYM. < φάγανος < μτγν. φάγων = σιαγώνα < θ. φαγ του αορίστου β. έφαγον.

φαγανός, ο, επίθ., αυτός που τρώει τα πάντα. «Πουλύ φαγανά ήταν τα πιδιά μας. Δε μας παίδιψαν ντιπ».

φαγουλάτους, ο, επίθ., λέγεται σύνθετο, γλυκοφαγουλάτο. «Έχου καρπούζια γλυκοφαγουλάτα». α’ορ. του τρώγω, έφαγα.

φαγουμένους, ο, μτχ., 1. ο διαβρωμένος, «Μη πααίνς απ’ αυτού γιατί η δρόμους είνι φαγουμένους 2. ο χορτάτος «Δε θέλου να φάου. Είμι φαγουμένους». 3. ο απολυμένος με το ζόρι από τη δουλειά. «Άμα αλλάξ’ κυβέρνησ’ είμι φαγουμένους απού τ’ δ’λειά».

φαγούρα, η, 1. η φαγούρα, «Μ’ έπιασι φαγούρα απ’ τα λουλούδια». 2. η γκρίνια. «Μιγάλ’ φαγούρα έχ’ η Γιώρ’ς μι τ’ Μαρίγια κάθι μέρα».

φαγουριάζουμι, ρ., γκρινιάζω, τρώγομαι, με πιάνει η φαγούρα. «Κάτ’σα κάτ’ απ’ του τσιάμ’ κι συνέχεια φαγουριάζουμι».

φαγούριασμα, το, η φαγούρα. «Έχου στ’ πλάτ’ ένα φαγούριασμα! Ούλου ξύνουμι».

φαγουρίζ’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο νιώθω φαγούρα. «Μι φαγουρίζ’ πουλύ του κιφάλι μ’. Τίπουτα ψείρις έχου»;

φάγουσα, η, αυτή που τρώει πολύ. «Έχου δυο γίδις κι δε σταματούν του φαΐ. Είνι πουλύ φάγουσις». ΕΤΥΜ. < αρχ. φαγούσα, θηλ. μετοχή αορ. φαγών του ρ. εσθίω.

φαγούσ’μου, το, η χρονική περίοδος που δε νηστεύουν. «Όταν του Πάσχα πέφτ’ αργά έχ’ πιρισσότιρου φαγούσ’μου». ΕΤΥΜ. < από το φάγω + - σιμος < φαγώσιμος < φαγούσμου.

φαγώνουμι, ρ., 1. υφίσταμαι διάβρωση, «Η δρόμους φαγώθ’κι απού τ’ς βρουχές». 2. τρώγομαι, «Φαγώθ’κις μι του ψάριμα». 3. μαλώνω. «Ανέβα απάν’ στου σπίτ’ γιατί τα μ’κρά φαγώθ’καν». ΕΤΥΜ. < μεσν. < θ. φαγ + - ώνω/ώνομαι.

φαϊρόπ’, το, εκδίωξη. «Έκανι κουπάνις απ’ τη δ’λειά κι πήρι φαϊρόπ»» ΕΤΥΜ. < τουρκ. fayrap = επιτάχυνση.

φάκας, ο, ο ελλειψοδόντης. «Δε μπουρεί να φάει γιατί είνι φάκας».

φακιόλ’, το, το το μαντήλι στο κεφάλι. «Δέσι ένα φακιόλ’ στου κιφάλ’ για να μη σι κάψ’ η ήλιους». ΕΤΥΜ. < μτγν. φακιόλιον < φακιάλιον < λατιν. faciale < facies = μορφή.

φακλάνα, η, η πόρνη. «Ούλ’ νύχτα γυρνάει μι τ’ς φακλάνις. Δε πρόκειτι να παντριφτεί». ΕΤΥΜ. < αγγλ. fuck = κάνω έρωτα + Λάνα. Δηλ. «πήδα» τη Λάνα

φαλιμέντου, το, η χρεωκοπία. «Δήλουσι φαλιμέντου του μαγαζί». ΕΤΥΜ. < ιταλ. fallimento < fallire = αποτυγχάνω, πτωχεύω < λατιν. falere = σφάλλω.

φαλτσέτα, η, η κοφτερή λεπίδα του τσαγκάρη. «Κόψι μι μι τ’ φαλτσέτα λιγάκ’ του τακούν’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. falcetto.

φανάρ’, το, 1. το φανάρι, «Φέξι μι του φανάρ’». 2. ένα φορητό τενεκεδένιο ντουλάπι με σίτα που έβαζαν τα φαγητά τα οποία περίσσευαν. «Βάλι του φαΐ στου φανάρ’ να μη του του φτύσ’ν οι μύγις». ΕΤΥΜ. < μεσν. φανάριον υποκ. του φανός.

φάνταμα, το, 1. το φάντασμα. «Είχα μια γιαγιά ούλου για φαντάματα έκρινι». 2. (μεταφ.) η άσκημη γυναίκα. «Πήρι ένα φάνταμα η Νίκους! Ούτι κοιτάζιτι». ΕΤΥΜ. < αρχ. < φαντάζω.

φανταμένους, ο, μτχ., ο ακατάδεκτος, ο ψωροπερήφανος. «Πουλύ φανταμένους είνι. Κανένα δε κρέν’».

φάρα, η, το σόι. «Ούλ’ η φάρα τ’ τέτοιοι είνι». ΕΤΥΜ. < αλβ. fara = σπόρος.

φαραών’ς, ο, ο σκληρός, ο ανάποδος. «Ξέρ’ς τι φαραών’ς είνι; Δε συνουνουιέτι ντίπ». ΕΤΥΜ. < από τη λ. Φαραώ.

φαρδουμάν’κου, το, το φαρδύ μανίκι ιδίως των κληρικών. «Θα βάλου του π’κάμ’σου του φαρδουμάν’κου». ΕΤΥΜ. < φαρδύς + μανίκι < μεσν. φαρδύς < μτγν. ευφραδής.

φαρμάκ’, το, 1. το δηλητήριο, «Πού το ’βρις κι του έφαϊς Αννούλα μ’ του φαρμάκι»; Δημ. τραγ. Νικήτης. 2. η λαδομπογιά με την οποία επιστρώνουν τα βρεχούμενα της βάρκας. «Θα βάλου στα βριγούμινινα τ’ς βάρκας καλό φαρμάκ’».

φαρμάκουμα, το, το φαρμάκωμα, η δηλητηρίαση. «Η σκύλους ψόφσι απού φαρμάκουμα».

φαρμακουμένους, ο, επίθ., 1. ο δηλητηριασμένος, «Λίγο νιρό βρε πιθιρέ γιατί είμαι φαρμακουμένη». Δημ. Τραγούδι. Νικήτης 2. (μεταφ.) ο λυπημένος. «Πέθανι η γναίκα τ’ κι είνι πουλύ φαρμακουμένους». φαρμακώνου, ρ., δηλητηριάζω. «Του φαρμάκουσι του σκ’λί κι ψόφ’σι».

φαρμακώνουμι, ρ., 1. δηλητηριάζομαι. «Πήρι αρσινκό κι φαρμακώθκι’. 2. λυπάμαι. «Πήρι η γιός μας μια ασμάζουχτ’! Καταφαρμακώθ’καμι ούλνοι». ΕΤΥΜ. < αρχ. φαρμακώ < φάρμακον.

φαρφαράς, ο, επίθ., ο λογάς, ο καυχησιάρης. «Δε σταματάει ντιπ η φαρφαράς. Ούλου κρέν’». ΕΤΥΜ. ηχομιμ. λέξη.

φασκιά, η, η πάνινη λωρίδα που τυλίγουν τα μωρά. «Του τύλ’ξα του μ’κρό μι τα φασκιά για να κοιμ’θεί». ΕΤΥΜ. < μτγν. φασκία < λατιν. faskia = δέσμη, ταινία, λωρίδα.

φασκιαμέντα, τα, λεπτά βοηθητικά στηρίγματα κυρίως λεπτές σανίδες που αγκαλιάζουν την κοιλιά του πλοίου κατά την καθέλκυση. «Καρφώστι τα φασκιαμέντα να ρίξουμι του πλοίου στ’ θάλασσα». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. φασκιά.

φασκιουμένου, το, μτχ., το τυλιγμένο με φασκιά. «Τώρα που του μ’κρό είνι φασκιουμένου κι καθαρό πάρ’ του να του β’ζάξ’».

φασκιώνου, ρ., τυλίγω το παιδί με τα λουρίδες πάνινες τα φασκιά. «Φάσκιουσί του του μ’κρό κι βάλ’ του στ’ν τρόκνια».

φασούλις, οι, τα φασόλια γίγαντες. «Θα βάλου στου φούρνου φασούλις να φάμι». ΕΤΥΜ. < μεσν. φασηόλιον υποκ. του φασήολος < λατιν. phaseolus < αρχ. φάσηλος.

φάτσα, η, η όψη, το πρόσωπο. «Του μ’κρό έχ’ τ’ν ίδια φάτσα μι σένα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. faccia = πρόσωπο, όψη < λατιν. facies = όψη.

φαφούλα, η, το εξάνθημα στα χείλη, ο έρπης. «Απού τ’ στιναχώρια μ’ έβγαλα στα χείλια μ’ φαφούλις». ΕΤΥΜ. < ίσως από τον ήχο φα-φου.

φέγγου, ρ., 1. φωτίζω, «Φέξι λιγάκ’ μι του φακό» 2. αδυνατίζω, «Ψόφ’σι απ’ τ’ πείνα κι έφιξαν τα μούτρα τ’». 4. ξημερώνω, «Είνι χ’μώνας κι αργάει να φέξ’». 5. Μου τυχαίνει κάτι σαν λαχείο, «Κέρδισις στου λαχείου κι σ’ έφιξι» 6. χτυπώ. «Σα σι φέξου καμιά θα διείς ισύ». ΕΤΥΜ. < μτγν. φέγγομαι < αρχ. φέγγος.

φέξ’,η, το πρώτο φώτισμα της ημέρας. «Απού τ’ φέξ’ θα πάμι στου χουράφ’» Υπάρχει και η φράση «Στ’ χάσ’ κι στ’ φέξ’». και σημαίνει σπάνια. «Μας θυμάσι στ χάσ κι στ φέξ».

φέραγγας, ο, ο λάκκος που κατεβάζει με τη βροχή ορμητικό νερό. Κατά διαστήματα δημιουργεί κοιλότητες και σταματάει πολύ νερό. «Πάμι στου φέραγγα να κουλ’μπήσουμι». ΕΤΥΜ. < μεσν. υποκ. του αρχ. φάραγξ.

φέρσαλου, το, το κουρελιασμένο ρούχο, το διαλυμένο. «Το ’καναν του στρώμα τα μπουντίκια φέρσαλου». ΕΤΥΜ. < από το ουσ. φάρσος = κομμάτι, τεμάχιο.

φέτου, χρ. επιρρ. φέτος, το τρέχον έτος. «Φέτου θα βγάλουμι πουλύ λάδ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. εφέτος < επί έτος < επέτος = φέτος.

φιδόπ’καμ’σου, το, το δέρμα που αλλάζει το φίδι. «Βρήκα κάτ’ απού τ’ πέτρα ένα φιδόπ’καμ’σου».

φιδούλα, η, το 1. το μακρόστενο ψωμί, «Ζύμουσα δυο φιδούλις κι τρία κ’λίκια». 2. το μακρόστενο καρπούζι. «Του μπουστάν’ είνι γιμάτου φιδούλις» ETYM. από τη λ. φίδι + κατ. ούλα.< μεσν φίδιν < μτγν. οφίδιον υποκ. του όφις.

φιλάκα, η, μεγάλη φέτα ψωμιού. «Έφαγα δυο φιλάκις μαρμιλάδα». ETYM. < από τη λέξη φελί = φέτα + μεγενθ. κατάληξη – ακα.

φιλί, το, 1. το φιλί, 2. η μικρή φέτα ψωμιού, καρπουζιού, πεπονιού κ. ά. «Δώσι κι μένα ένα φιλί καρπούζ’». ΕΤΥΜ. < από τη λ. φελί = φέτα <μεσν. οφέλλιον υποκ. του (ο) φέλλα < λατιν. offella, < αρχ. φίλημα.

φιλουμάννα, η, δεμένες μαζί πλάκες φελλού που μπαίνουν στο κέντρο του σάκου της τράτας. «Τιλειώνουμι του καλάρ’σμα. Φάν’κι η φιλουμάνα». ΕΤΥΜ. < φελός + μάνα.

φιράγγ’, το, το φαράγγι. Βλέπε λ. φέραγγας.

φίρμα, το, το κύμα αέρα και βροχής. «Έφιρι ένα φίρμα αλλά ήταν λίγου για τα γιννήματα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. firma = εταιρεία < λατιν. firmare <firmus = στερεός.

φιρμιλί, το, 1. το λεπτό ρούχο, 2. το πολύ τριμμένο. «Τι το ’βαλις αυτό του φιρμιλί; Θα ξιπαϊάεισς». ΕΤΥΜ. < αλβ. fermele κοντό γιλέκο.

φιτισ’νός, ο, επίθ., ο φετινός. «Έχου μπόλ’κου ρακί φιτισ’νό». ETYM. μτγν. < αρχ. φράση, επ’ έτος < εφέτος.

φ’κάρ’, το, το περίβλημα των οσπρίων. «Έλα να κάτσουμι να βγάλουμι τα φ’κάρια απ’ τα κ’κιά». ΕΤΥΜ. βλέπε λ. φουκάς.

φ’κέλ’, το, το δικέλι. «Έσκαψα καλά του αμπέλ’ μι του φ’κέλ’». ΕΤΥΜ. <αρχ. δικέλλα < δις = δυο+ - κελ- < ουσ. κελεΐς = αξίνα.

φ’κέντρα, η, η βουκέντρα. Μια βέργα μακριά που έχει μπροστά ένα καρφί για να κεντάει τα βόδια ο γεωργός για να δουλεύουν. «Μ’ έσπασι η φ’κέντρα κι δε σαλεύν’ τα βόδια ντιπ». ΕΤΥΜ. < μτγν. βούκεντρον < βους + κέντρον = κεντρί, οξύ άκρο.

φκιάκα, η, η φάρσα. «Τουν έκανα μια φκιάκα θα μι θ’μάτι».

φκιάκας, ο, ο φαρσέρ, ο γελοτοποιός. «Εί μιγάλους φκιάκας η Μήτσιους».

φκιάνου, ρ., 1. κατασκευάζω. «Τι φκιάν’ς αυτού πάλι»; 2. (μεταφ.) διηγούμαι κάτι αστείο. «Πώς τα φκιάν’ η κιαρατάς! Μιγάλους φκιάκας είνι». 3. στη φράση φκιάνου του κιφάλ’ = μεθώ 4. συνάπτω σχέσεις.

φκιασιά, η, η επιτυχία, το κατασκεύασμα. «Ντύθ’κι καρναβάλ’. Φκιασιά που το ’χι»! ΕΤΥΜ. < μεσν. φτειάνω < φθειάνω < φθειάζω < ευθειάζω = διορθώνω.

φκιασίδ’, το, η μάσκα προσώπου, το μακιγιάζ. «Έβαλι ένα κάρου φκιασίδια, γι αυτό φαίνιτι τόσου καλή». ΕΤΥΜ. < υποκ. του ευθείασις = διόρθωση < μεσν. ευθειάζω = διορθώνω.

φκιαστ’κό, το, επίθ., το καμωμένο με τα χέρια. «Αυτό του ψουμί δεν του αγόρασα. Είνι φκιαστ’κό». ΕΤΥΜ. < μεσν. φτιάνω < φθειάνω < μεσν. ευθειάζω = διορθώνω = παραγ κατάλ. – ικο.

φ’λλάδα, η, 1. κόλλα αναφοράς ή τετραδίου, «Φέρι μι μια φ’λλάδα να γράψου ένα γράμμα». 2. φύλλο χαρτιού. «Τύλιξι σι μια φ’λλάδα τα αρμυρόψαρα». ΕΤΥΜ. < αρχ. φυλλάς - άδος < φύλλον.

φ’λλαδίζ’ν, ρ., ανεμίζουν όπως τα φύλλα στον αέρα. Λέγεται γι’ αυτές που φορούν φαρδιά ρούχα, ή για τους παπάδες με το ράσο ή τα άμφια, ή γενικά όποιος περπατάει γρήγορα από ανήφορο σε κατήφορο.

φ’λεύου, ρ., φιλεύω, κάνω κάποιον τραπέζι. «Τι έχ’ς να μι φλέψ’ σήμιρα μουρέ μάκου»; ΕΤΥΜ. < από τη λ. φίλος.

φ’λέψ’μου, το, το τραπέζωμα. «Απού φλέψ’μου σι φλέψ’μου είσι αμακατζή»! ΕΤΥΜ. < ρ. φιλεύω αόρ. φίλεψα + παραγ. κατάλ.- ιμο

φλιατσιάρ’, το, παλιό παιδικό παιχνίδι. Μια αυτοσχέδια τρόμπα από καλάμι που μέσα εισχωρεί ένα ξύλο με στουπί στην άκρη. Τραβούσαν το νερό με το ξύλο και το πετούσαν στο πρόσωπο του άλλου. «Πάμι σι καμιά γούρνα μι νιρό να παίξουμι τα φλιατσάρια». ΕΤΥΜ. < από το ρ. φλιτάρω = ψεκάζω.

φλιέτσια, τα, τα φλούδια. «Έλα να βγάλουμι τα φλιέτσια απ’ τα μύγδαλα για να στιγνώσ’ν». ΕΤΥΜ. < από τη λ. φλοιίδιον υποκ. του αρχ. φλοιός.

φ’λλούδ’, το, 1. το φυλλαράκι, «Άρχισαν τα δέντρα να βγάζν’ φ’λλούδια». 2. το τσόφλι, «Βγάλι τα φ’λλούδια απου του αυγό». 3. πέτσα. «Τα φ’λλούδια απ’ τα μήλα να τα δώεισς στ’ γίδα».

φλόκ’, το, η μάλλινη φούντα φλοκάτης. «Άρχισαν κι μαδούν τα φλόκια απού τ’ φλουκάτ’». ΕΤΥΜ. < φλόκος.

φλόμουμα, το, το κάπνισμα. «Χουρίς φλόμουμα θα σι φάν’ οι μέλ’σσις». ΕΤΥΜ. < αρχ. φλόμος.

φλόμους, ο, χόρτο με ναρκωτικές ιδιότητες που ζαλίζουν τα ψάρια. «Έπιασα πέντι ουκάδις ψάρια μι του φλόμου».

φλουέρα, η, 1. η φλογέρα, ο ποιμενικός αυλός, «Ακούγιτι η τσιουμπάνους μι τ’ φλουέρα» 2. (μεταφ.) ο κενός, ο άδειος. «Του ψυγείου είνι φλουέρα». ΕΤΥΜ. < αλβ. flojera = η φλογέρα.

φλουμουμένους, ο μτχ., ο καπνισμένος. «Έλα κουντά στου μιλίσσ’ κι μη φουβάσι γιατί οι μέλ’σσις είνι φλουμουμένις κι δε τσ’μπούν».

φλουμώνου, ρ., 1. ζαλίζομαι από τον καπνό, «Πάρι απού δω του παλιουτσίγαρου σ’ γιατί μι φλόμουσις». 2. ζαλίζω κάποιον με την πολυλογία. «Σταμάτα γιατί μι φλόμουσις μι τ’ς κουσβάδις». ΕΤΥΜ. <μεσν. < αρχ. φλόμος.

φόβιους, ο, ο φοβερός, ο γιγάντιος. «Έτσ’ πως άφ’σις τα γένια σ’ είσι φόβιους». ΕΤΥΜ. < θ. φοβ- του ρ. φέβομαι = φοβούμαι.

φόκα, στη φράση, ντόνα-φόκα. Άνω – κάτω. «Ούλα τα πράγματα στου σπίτ’ είνι ντόνα-φόκα».

φόρτουμα, το, 1. φόρτωση. «Σι λίγου θα αρχίσ’ του φόρτουμα μι τα μιλίσσια». 2. σκοινιά για φόρτωση. «Φέρι του φόρτουμα να φουρτώσουμι τα ξύλα». ΕΤΥΜ. < μτγν. φορτώ < αρχ. φόρτος.

φουκάς, ο, στρόγγυλος τενεκές μεσαίου μεγέθους που έβαζαν μέσα διάφορα αντικείμενα ή τρόφιμα. Εκεί πάστωναν και τα αρμυρόψαρα. «Έφκιασα δυο φουκάδις αρμυρόψαρα να έχουμι για του χουράφ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. φηκάρι < θηκάριον υποκ. του αρχ. θήκη.

φουκιό, το, ο ερυσίπελας, ο έρπης «Κόλ’σι του μ’κρό φουκιό». Πιθ. από την ιταλ, λέξη fuoko < λατιν. focus = εστία.

φουκιόλουρου, το, το τομάρι της φώκιας, που το χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικούς σκοπούς. «Κάψι του φουκιόλουρου κι βάλ’ του στου κριθαράκ’ που έχ’ς στου μάτι σ’ για να πιράσ’». ΕΤΥΜ. < λουρί + φώκια.

φουλτάκα, η, η φουσκάλα από κάψιμο ή από τη χρήση σκαπτικών εργαλείων. «Ακούμπ’σα του σίδηρου αναμμένου κι έβγαλα φουλτάκις». ETYM. < από το αρχ. φλύκταινα, φολίς < φολιδάκιον < φολιτάκιον < φολιτάκα < φουλτάκα.

φουλτακιάζου, ρ., γεμίζω φουσκάλις. «Έσκαβα του αμπέλ’ μι του φ’κέλ’ κι φουλτάκιασαν τα χέρια μ’».

φουλτάκιασμα, το, γέμισμα με φουλτάκις. «Πουρπατούσα τρεις ώρις κι έχ’ν ένα φουλτάκιασμα τα πουδάρια μ’! Δε σι λέου τίπουτα».

φουλτακιασμένους, μτχ, γεμάτα από φουλτάκες. «Τα χέρια μ’ είνι φουλτακιασμένα απ’ του σκάψ’μου».

φουντάρ’σμα, το, 1. το ρίξιμο της άγκυρας στα ανοιχτά. «Δεν έκανις καλό φουντάρισμα του καΐκ’». 2. Αποτυχημένη δουλειά. «Δε πάει καλά η δ’λειά τ’. Πάει για φουντάρισμα».

φουνταρισμένου, μτχ., «Του καΐκ’ είνι φουνταρσμένου στα ανοιχτά»

φουντάρου, ρ., ρίχνω άγκυρα στα ανοιχτά. «Να φουντάρ’ς τ’ βάρκα μι μια άγκυρα».

φούντους, ο, 1. ο πυθμένας, ο πάτος, 2. η οικτρά αποτυχία. «Ό,τ’ κι αν έκανι στου τέλους απού τ’ς βλακείις πήγαν ούλα φούντου». ΕΤΥΜ. <λατιν. fudus = πυθμένας, πάτος.

φούρια, η, η βιασύνη. «Φύγι απού δω κι μη μι χασουμιράς γιατί έχου φούργις». ΕΤΥΜ. < ιταλ. furia = τρέλα.

φουριόζους, ο, επίθ., ο βιαστικός. «Βρήκα στου δρόμου του Γιάνν’ κι μι ίκρινι μι του ζόρ’ γιατί ήταν πουλύ φουριόζους». ΕΤΥΜ. < ιταλ. forioso = τρελός.

φούρκα, η, το διχαλωτό ξύλο. «Δέσι τα λάστιχα στ’ φούρκα να σκουτώσουμι κανένα π’λί». ΕΤΥΜ. < μτγν. φούρκα < λατιν. furca = δικράνι.

φουρκάλ’, το, η σκούπα για τις αυλές, από ειδικό θάμνο τη σμυριά. «Κόψι μιρικές σμυριές να κάνουμι φουρκάλια». ΕΤΥΜ. < μεσν. φλοκάλι < μτγν. φιλοκάλι(ο)ν < φιλοκαλώ.

φουρκαλίδια, τα, τα σκουπίδια. «Δεν έμασις τα φουρκαλίδια κι τα σκόρπ’σι ι αέρας».

φουρκαλίζου, ρ., σκουπίζω την αυλή με το φουρκάλι. «Φουρκάλ’σι καλά τ’ν αυλή γιατί θα έρτ’ κόσμους». ΕΤΥΜ. < μεσν. φροκαλώ < φλοκαλώ <φιλοκαλώ < φιλό - + καλός.

φουρκάλ’σμα, το, το σκούπισμα με το φουρκάλι. «Γιόμουσι η αυλή φύλλα κι θέλ’ φουρκάλ’σμα».

φουρκέτα, η, διχαλωτή καρφίτσα για να κρατάει τα μαλλιά. «Βάλι μια φουρκέτα για να μη σι πέτ’ν τα μαλλιά». ΕΤΥΜ. < ιταλ. υποκορ. της λ. forca.

φουρκίζουμι, ρ., θυμώνω, εκνευρίζομαι. «Πουλύ φουρκίσ’κα μ’ αυτά που μ’ είπι. ήμαν έτοιμους να τουν δείρου». ΕΤΥΜ. < μεσν. φουρκίζω = βασανίζω με τη φούρκα.

φουρκισμένους, ο, μτχ., ο θυμωμένος «Πουλύ φουρκισμένου σι βλέπου. Ποιος σι πείραξι πάλι».

φούρλα, η, κυκλική κίνηση του κορμιού επί τόπου, ή στο χορό. «Κάνι μια φούρλα να διούμι του φουστάνι σ’».

φουρλαντίζου, ρ., 1. πετάω κάτι με ορμή, «Του σήκουσι ψηλά κι τουν φουρλάτ’σι χαμ’λά». 3. αφήνω τη δουλειά μου. «Αγανάκτ’σι μι τ’ δ’λειά κι τα φουρλάτ’σι καταή κι ήφ’κι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. firlatmak = ανεμίζω, εκσφενδονίζω, διασκορπίζω.

φουρλάτ’σμα, το, το πέταμα με ορμή στο έδαφος. «Τουν πήραζι συνέχεια κι τουν έχ’ ένα φουρλάτ’σμα».

φουρνόξυλου, το, το ξύλο που δένουμε την πάνα και καθαρίζουμε το φούρνο. «Είνι κουντό του φουρνόξυλου κι κάηκαν τα χέρια μ’». ΕΤΥΜ. <μτγν. φούρνος < λατιν. furnus (φούρνος + ξύλο).

φουρνόπανα, η, η πατσιαβούρα δεμένη στο φουρνόξυλο. «Η φούρνους έκαψι καλά. Βούτηξι τ’ φουρνόπανα στου νιρό κι βγάλι τα κάρβ’να όξου». ΕΤΥΜ. < φούρνος + πανί).

φουρτιό, το, το φορτίο, το βάρος, το σύνολο του φορτίου που έχει το ζώο ή ο άνθρωπος στη πλάτη του. «Κουβάλ’σα απ’ του β’νό δυό φουρτιά ξύλα». ETYM. < μτγν. φορτώ < αρχ. φόρτος.

φουρτουσιά, η, βλέπε λ. φουρτιό.

φουρτουτήρα, η, το διχαλωτό ξύλο που φόρτωναν τα ζώα ξύλα. «Φέρι τα μιγάλ’ τα φουρτουτήρα να φουρτώσουμι γιατί του μ’λάρ’ είνι ψηλό».

φούρφ’λα, τα, τα ξερά και ελαφριά ξύλα. «Μάσι καμπόσα φούρφ’λα γιατί γιόμουσι η τόπους». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη.

φούτ’, το, το καπάκι ξύλινου βαρελιού, ο πάτος. «Σάπ’σι του ένα του φούτ’ απ’ του βαρέλ’ κι πρέπ’ να τ’ αλλάξου».

φουτιάζου, ρ., βάζω το καπάκι σε ανοιχτό ξύλινο βαρέλι. «Θα φουτιάσου του βαρέλ’ για να βάλου κρασί μέσα».

φουφ’τσιάρ’ς, ο, επίθ., ο φοβιτσιάρης. «Δεν κουλ’μπάει ανοιχτά. Είνι πουλύ φουφτσιάρ’ς». ETYM. < από τη λ. φόβος

φρακάρου, ρ., στριμώχνομαι. «Φρακάρ’σι η πόρτα κι δεν ανοίγ’». ΕΤΥΜ. < βεν. fracar = πιέζω < λατιν. frangere = συνθλίβω.

φρακάρ’σμα, το, το στρίμωγμα. «Του φρακάρ’σμα που έχ’ του καπάκ’ δε βγαίν’ μι τίπουτα».

φρακαρ’σμένου, το, μτχ., το στριμωγμένο. «Είνι φρακαρ’σμένου του καπάκ’ κι δε βγαίν’ μι τίπουτα».

φραμπαλά, ΕΤΥΜ. < από τη λ. φαρμπαλάς < γαλλ. farbala.

φράντσα, η, το το μαλλί που κρέμεται στο μέτωπο. «Κόψι λίγου τ’ φράντσα σ’ γιατί θα γκαβουθείς». ΕΤΥΜ. < ιταλ. frangia = ταινία με κρόσσια <γαλλ. frange.

φράστα-φρούστα, επίρρ., γρήγορα. «Δε σκούπ’σα καλά τ’ν αυλή. Τα πήρα φράστα-φρούστα». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη.

φρέτζιους, ο, το τσαρδάκι. Πρόχειρο σκεπαστό για τον ήλιο. «Θα κάνουμι στου μπουστάν’ ένα φρέτζιου να μη μας λιάζ’».

φρίξ’, η, ο τρόμος. «Τι φαΐ είνι αυτό που κάν’ς ; Πήρα φρίξ’» ΕΤΥΜ. <αρχ. φρίττω.

φρίχ’κα, ρ., παθ, αόρ, του φρίττω τρόμαξα. «Τι φαΐ είνι αυτό που έκανις; Σι φρίχ’κι του μάτι μ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. φρίξ-ικός < φρίκη.

φρόκαλου, το, το χαμηλού επιπέδου άτομο. Το σκουπίδι. «Η γ’ναίκα που πήρι η Γιώρ’ς είνι ένα φρόκαλου κι μ’σό». ΕΤΥΜ. < βλέπε λ. φουρκαλώ

φρουμάζ’, ρ., πάντα στο τρίτο πρόσωπο. Κυριολεξία για τα μουλάρια και τα άλογα. Φυσάει με τα ρουθούνια. «Φρουμάζ’ν τα μ’λάρια. Κανένα λύκου θα είδαν». ΕΤΥΜ. < από το ρ. φριμάζω < αρχ. φριμάσσω.

φ’σέκ’, το, 1. φυσέκι όπλου, 2. κοιλιά γεμάτη. «Έκανα τα βούζα μ’ φ’σέκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. fisek < αρχ. φυσίγγιον.

φ’σουκουπάει, ρ., αποκλειστικά για τον αέρα στο τρίτο πρόσωπο. «Δε μπουρούμι να κάψουμι τα κλαδιά. Φ’σουκουπάει η αέρας». ΕΤΥΜ. < αρχ. φυσώ < φύσα = φυσερό, πνοή.

φτασμένους, ο, μτχ., ο ώριμος. «Αγόρασι φτασμένα ρουδάκ’να κι σάπ’σαν ούλα». ETYM. < αρχ. φθάνω.

φτασμήτ’κου, το, το επτάζυμο ψωμί με ρεβυθομαγιά. Μ’ αυτό έκαναν την μπουγάτσα για τη νουνά το Πάσχα. «Δε φούσκουσι του φτασμήτ’κου φέτου κι του πέταξα. Ήθιλι κι άλλ’ μαγιά». ΕΤΥΜ. < μτγν. αυτόζυμος <αυτό - + - ζυμος < ζύμη.

φτινάδια, τα, τα λεπτά κομμάτια κρέατος από την περιοχή των πλευρών του ζώου αλλά και τα λαγαρά του ζώου. «Κάτσι να σι δώσου μιρικά φτινάδια για μιζέ». ΕΤΥΜ. < αρχ. φθίνω.

φτινός, ο, ο λεπτός. «Του σακάκ’ είνι πουλύ φτινό κι δε βαστάει ντιπ κρύου». ΕΤΥΜ.< από το ρήμα φθίνω.

φτουράει, ρ., επαρκεί, πιάνει τόπο, φεύγει η δουλειά. «Δε σι φτουράει ντιπ του σκάψιμου. Δέκα ώρις κάν’ς». ΕΤΥΜ. < λατιν. orduro = είμαι σκληρός.

φτουρακάει, ρ., πετάει. «Φουβήθ’καν οι κότις απ’ τα σκ’λιά κι φτουρακούσαν». ΕΤΥΜ. < αρχ. πτερόν < θ. πτ- = πέφτω + παραγ επίθημα - ερον.

φτουρακούδια, τα, τα γουρουνάκια. «Αγόρασα δυο φτουρακούδια να τα σφάξουμι τα Χριστούγιννα».

φ’τώ, ρ., φτύνω. «Μη φ’τάς καταή». ΕΤΥΜ. < μεσν. από τον αόρ. έπτυσα του αρχ. πτύω.

φυβγάλα, η, το τρέξιμο, η φυγή. «Είδα ένα σ’κλί άγριου κι το ’βαλα στ’ φυβγάλα κι γλίτουσα». ΕΤΥΜ. < φεύγω + παραγ. επίθημα - αλα.

φυβγιό, το, το τρέξιμο, η φυγή. «Μόλις μη βλέπ’ η γάτα του ρίχν’ στου φυβγιό».

φυλακουμένους, ο, μτχ., ο φυλακισμένος. «Είνι πέντι χρόνια φυλακουμένους». ΕΤΥΜ. < αρχ, φυλακή.

φυλακώνου, ρ., φυλακίζω. «Έκλιψι κι τουν φυλάκουσαν». ΕΤΥΜ. < αρχ. φυλακή = φύλαξη, φρούρηση.

φυλλάδα, η, ολιγοσέλιδο εκκλησιαστικό βιβλίο. «Για τουν Άγιου Μόδιστου έχ’ ξιχουριστή φυλλάδα».

φύρα, η, ζημία, η απώλεια. «Δεν είνι ούλου κέρδους. Έχ’ κι φύρα». ΕΤΥΜ. < αρχ. φυρώ.

φυράδα, η, η χαραμάδα, η ρωγμή, η σχισμή. «Η πόρτα είνι γιουμάτ’ φυράδις κι μπαίν’ αέρας».

φυράζ’, ρ., πάντα στο τρίτο πρόσωπο και σημαίνει ανοίγει το ξύλο από τη ζέστη. «Φύραξι του βαρέλ’ κι θέλ’ να του στανιάρου μι νιρό».

φυρός, ο, ο ανοιχτός, αυτός που δεν εφαρμόζει καλά. «Είνι φυριά η πόρτα απού δίπλα κι δεν ανοίγ’».