Ι
ι-, αύξηση αντί του ε- σε πολλά δισύλλαβα παροξύτονα ρήματα. : π. χ. ίπνιξα αντί έπνιξα
ι- , πρόσφυμα που μπαίνει συνήθως πριν από χρον. επίρρ. : ιψές αντί ψες, ιχτές αντι χτες.
ιά, ναι. «Πήγις για μπάνιου»; «Ιά»!
ία, στην αρχή. «Είσι ακόμα στα ία κι γώ νόμζα ότι τιλείουσις».
ιβγένεια, η, η ευγένεια. «Ούλου ιβγένειις είνι η Γιάνν’ς».
ιβουδιάζ’, ρ., ευωδιάζει. «Αμ τι τρ’αντάφ’λλα είνι αυτά που έχ’ς! Ιβουδιάζ’ ούλους η τόπους».
ΕΤΥΜ. < μτγν. ευωδώ < αρχ. ευώδης = μυρωδάτος.
ιβουδίασμα, το, η μυρωδιά, η ευωδία. «Κάν’ ένα ιβουδίασμα του αγιόκλημα, σι ζαλίζ’ όταν πιρνά δίπλα».
ίγκλα, η, το λουρί που περνά κάτω από την κοιλιά του ζώου και δένεται με το σαμάρι για να το στερεώσει. «Σφίξι τ’ν ίγκλα γιατί θα πέσ’ του σαμάρ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ζίγκλα < κίγκλα < λατιν. singla < cingula = ζώνη.
ιγκλώνου, ρ., περνώ την ίγκλα. «Θα ιγκλώεισς καλά τα μ’λάρια κι μιτά θα τα φουρτώεισς αλλιώς θα πέσ’ του σαμάρ’».
ίδρους, ο, ο ιδρώτας. «Απού τ’ σκασίλα μ’ μ’ έπιασι ψιλός ίδρους». ΕΤΥΜ. < αρχ. ιδρώς, ιδρόω.
ιδώια, επίρρ., εδώ κοντά. (όταν δείχνουμε το μέρος) «Πού μαρή πήγι του γκ’βάρ’; Ιδώια του είχα». ΕΤΥΜ. < μεσν. εδώ < αρχ. ώδε = έτσι.
ίισα, αόρ., του χύνω. «Του ίισις μαρή του λάδ’»!
ικείια, επίρρ. εκεί δα. (δείχνουμε) «Ικείια του βρήκα του χιλιάρκου».
ικείνουια, εκείνο (όταν το δείχνουμε).
ιλές, οι, (καρπός + δέντρο) «Έμασα τς ιλές». «Θέλ’ν ράντ’σμα οι ιλές». ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. ελαία < ελιά.
ιλιάτσ’, το, το γιατροσόφι, το φάρμακο, η θεραπεία. ΕΤΥΜ. < αρχ. ιλάσκομαι, ιλασμός = το γιατροσόφι, το φάρμακο. «Ισύ ξέρς κι κάν’ς πουλλά ιλιάτσια. Κάνι κι μένα ένα γιατί μι πουνάει του στουμάχ’».
ιμά, ή ιμαλέει, η, η μαμά, η μητέρα. (λέγεται μόνο όταν καλούμε τη μάνα.) «Μουρέ ιμά δεν ακούς»; ΕΤΥΜ. < μεσν. μαμμά < μτγν. μάμμη.
-ίνα, κατάλ. στα επώνυμα γυναικών. π.χ. Ντιμαράδινα = η γυναίκα του Δημαρά.
ιξόν, εκτός. «Έλα μαζί μ’, ιξόν κι αν δε θέλ’ς». ΕΤΥΜ. < μεσν. ουδ. μτχ. του αρχ. έξεστι = επιτρέπεται , είναι δυνατό.
ιπέρσ’, επίρρ., πέρυσι. «Ιπέρσ’ τέτοιου κιρό χιόν’ζι». ΕΤΥΜ. < αρχ. πέρυσι.
ιπρόπιρσ’, επίρρ., πρόπερσι. «Απ’ τα ιπρόπιρσ’ έχου να τουν διώ».
ιπρουχτές, επίρρ., προχτές. «Ιπρουχτές πήγα στ’ Σαλουνίκ’ για ψώνια». ΕΤΥΜ. < αρχ. χθες.
ίσκα, η, η ίσκα. Τη χρησιμοποιούσαν στα τσακμάκια. Του τσιακμάκι μ’ ανάβ’ μι ίσκα». ΕΤΥΜ. < μεσν. ίσκα < λατιν. eska.
ιτούτουια, επίρρ., αυτό εδώ (το δείχνουμε) «Ιτούτουια του φαΐ θα φας».
ίτς, επίρρ., καθόλου. «Ίτς δε σι κόβ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. < hiç = καθόλου.
ίυσα, ρ., έχυσα. «Δε πρόσιξα κι του ίυσα του γάλα». ETYM. < αρχ. χέω = χύνω.
-ιτς, -ίτσα, κατάλ. εθνικών : Λουκουβίτς, Λουκουβίτσα.
ιχτές, επίρρ., χθες. «Ιχτές ήμαν στη μάνα μου προυψές στην αδερφή μου». Δημ. τραγ, Νικήτης.
ιψές, επίρρ., χτες το βράδυ. «Ιψές παραβραδιάστηκα κόρη μ’ στη γειτονιά σου». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < όψιμο < μεσν. οψές < αρχ. οψέ = αργά.