Λ
λάβα, ή λαβατουσιά, ή λαβατούρα η, η φασαρία. «Δεν έρχουμι σπίτι σ’ γιατί βαριούμι τ’ λαβατουσιά απ’ τα μ’κρά». ΕΤΥΜ. < ιταλ. lava = πλημμύρα < λατιν. lavo, βλάχ. λάβα = ομιλία, φλυαρία.
λαβατώνουντι, ρ., Πάντα στο γ΄ πληθ. κάνουν φασαρία. Στο τρίτο πρόσωπο. «Κάθι βράδ’ τα πιδιά λαβατών’τι γιατί δε μουνοιάζ’ν».
λαβίζου, ρ., κάνω φασαρία, γκρινιάζω. «Άσ’τουν τουν άνθρουπου ήσυχου κι μη τουν λαβίειζς συνέχεια». ΕΤΥΜ. από τη λέξη λάβα < ιταλ. lava = πλημμύρα με θόρυβο. < αρχ. λώβη = θόρυβος.
λαγαρά, τα, τα μαλακά μέρη της κοιλιάς. «Μ’ έδουσι μια κλουτσιά στα λαγαρά κι λιγώθ’κα απού τουν πόνου». ΕΤΥΜ. < αρχ. < λαγαίω = απολύω, αφήνω, χαλαρώνω < λάγος = χαλαρός, μαλακός.
λαγαρδουπάν’, το, ο ιστός της αράχνης. «Φέρι ένα καλάμ’ κι μια πατσιαβούρα να μάσου τα λαγαρδουπάνια». ΕΤΥΜ. < βλέπε λ. λόγαρος.
λαγαρός, ο, επίθ., υγρά καθαρά από προσμίξεις και θολούρα. «Του νιρό στου λάκκου μιτά απού τ’ βρουχή δεν είνι λαγαρό. Θέλ’ μέρις να ξιλαγαρίσ’».
λαγκεύου, ρ., επιθυμώ πολύ κάτι φαγώσιμο. «Λάγκιψα ένα ψάρ’. Έχου μέρις να φάου». ΕΤΥΜ. 1. από τη λ. λαγών/ λαγόνι = το κοίλωμα κάτω από τα πλευρά, η κοιλιά. 2. από το ρ. λαγκάζω = χαλαρώνω.
λαγκόνια, τα, οι λαγόνες. «Μη χτυπάς τ’ γίδα στα λαγκόνια γιατί είνι γκαστρουμέν’ κι θα απουρρίξ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. λαγών - ονος, λάγος = χαλαρός, μαλακός.
λαγκουδέρνου, ρ., πονούν τα λαγόνια μου από το πολύ φαγητό. «Έφαγα πουλύ κι λαγκουδέρνου». ΕΤΥΜ. < από το δέρνω + λαγόνι < αρχ. λαγών –ονος < λάγος = χαλαρός, μαλακός.
λαγούμ’, το, ο λάκκος. «Ούλ’ τ’ν αυλή η σκύλους τ’ν έκανι λαγούμια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. lâgim = αποχέτευση, υπόνομος.
λαγουνίκα, η, το θηλυκό λαγωνικό σκυλί. «Είνι καλή λαγουνίκα η σκύλα. Κάθι φουρά βγάζ’ λαγό». ETYM. μεσν. < αρχ. λαγωνικός (κύων). Παρετυμολογία του λαγός.
λαγουπόδαρου, το, το μαλλιαρό πόδι του λαγού, που το χρησιμοποιούσαν και σαν σπόγγο στο σχολείο, για να καθαρίζουν τον πίνακα. «Σβήσι τουν πίνακα μι του λαγουπόδαρου».
λαδαριό, το, το ελαιοτριβείο. «Θα πάου τ’ς ιλιές στου λαδαριό να βγάλου λιγάκ’ λάδ’». ΕΤΥΜ. < από τη λ. λάδι.
λαδ’κό, το, μικρό δοχείο για λάδι, το ροΐ. «Βάλι στου τραπέζ’ του λαδ’κό».
λαδουκόπανα, η, η μεγάλη ξύλινη σκάφη που αποθηκεύονταν το λάδι στο ελαιοτριβείο. «Ακόμα του λάδ’ είνι στ’ λαδουκόπανα. Θα βγει σι καμιά ώρα».
λαδουφτύνα, η, η γεμάτη λεκέδες από λάδι. «Πού του λιέρουσις του φουστάνι σ’ μαρή λαδουφτύνα»;
λαδρόν’, το, ο απατεώνας. «Μην τουν ιμπιστέβισι. Είνι μιγάλου λαδρόν’». ΕΤΥΜ. < γαλλικό ladron.
λαδρουνιά, η, η απαταιωνιά. «Δεν είνι καλός άνθρουπους. Ούλου λαδρουνιές είνι».
λαήν’, το, το λαγήνι, το μικρό κανάτι. «Φέρι λίγου νιρό μι του λαήν’». ΕΤΥΜ. < αρχ. λάγηνος και λάγυνος = διπλότυπο < μτγν. λαγύνιον υποκ. του αρχ. λάγυνος < μτγν. λάγηνος. Λάγυνος τη Θεσσαλία, στην Αττική λάγυνος.
λαϊάζου, ρ., μαζεύομαι, ζαρώνω σαν το λαγό. «Κυνηγούσι η σκύλους του λαγό κι τουν έχασι γιατί λάϊασι σι ένα σκίνου». ΕΤΥΜ. < αρχ. λαγώς <λαγωός < λάγος = χαλαρός.
λάϊασμα, το, το ζάρωμα. «Διε τουν λάϊασμα που έχ’! Ούτι κ’νιέτι».
λαϊασμένους, ο, μτχ., ο κρυμμένος σε θάμνο, ο ακινητοποιημένος. «Ιδώ στου σκίνου ήταν λαϊασμένους ένας λαγός».
λάκκα, η, ο μεγάλος λάκκος. «Έχου ένα χουράφ’ στ’ Καραλή τ’ λάκκα». ΕΤΥΜ. < αρχ. < λάκfος = λίμνη, λακκούβα με νερό < λατιν. lacus = λάκκος, λίμνη < σλαβ. loky = λάκκος.
λακίζου, ρ., φεύγω γρήγορα «Ιδώ ήταν η γίδα αλλά ξαφνικά λάκ’σι». ΕΤΥΜ. < αρχ. λακίζω και λακιδόω = σχίζω, διαρρηγνύω < λακίς - ίδος = σχίσμα, λάκισμα – σχισμένο.
λάκισμα, το, σκίσιμο στη νεοελληνική, εξαφάνιση. «Η γάτα μι του πρώτου λάκισμα απ’ του σπίτ’ δε γυρίζ’ πίσου».
λακριντί, το, η ομιλία, η ασταμάτητη κουβέντα. «Αν σι πιάσ’ η γ’ναίκα μ’ στου λακριντί κάηκις»! ΕΤΥΜ. < τουρκ. lâkirdi = συνομιλία, φλυαρία.
λαλαΐτα, η, η τηγανίτα. «Έκανα λαλαΐτις κι κέρασα στ’ γιουρτή μ’». ΕΤΥΜ. < μτγν. λαλάγγη < αρχ. λαλαγώ = θορυβώ, αντηχώ < λαλώ + άγω
λαλούμινα, τα, τα μουσικά όργανα για τα πανηγύρια. «Πάμι στου παναΐρ’. Ακούγ’ντι απού δω τα λαλούμινα». ΕΤΥΜ. < αρχ. λαλώ < λατιν. lollare = νανουρίζω < ρωσ. lala = φλύαρος.
λάμνα, η, μεγάλη φλόγα και καπνός μαζί. «Μαύρισι του καζάν’ απ’ τ’ λάμνα».
λαμνί, το, ο σωρός μετά το αλώνισμα για λίχνισμα. «Θα κάνουμι ούλου του αλών’ δυο λαμνιά για λίχνισμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. λάμνω = κάνω κουπί.
λαμνίζου, ρ., καπνίζω. «Πέταξι τ’ς δαυλοί γιατί θα λαμνίεισς του σπίτ’». ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. ελαύνω (νήα) = κινώ πλοία με τα κουπιά.
λαμνίλα, η, η καπνίλα. «Μυρίζ’ν οι μπριτζιόλις λαμνίλα».
λάμνισμα, το, το κάπνισμα. «Η ρέγγα δε δαγκάνιτι απ’ του λάμνισμα».
λαμνισμένου, το, μτχ., το καπνισμένο. «Η ρέγγα είνι λαμνισμέν’».
λαμνός, ο, βλέπε λ. λάμνα.
λαμπαδιάζ’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο, καίει σα λαμπάδα. «Η φουτιά στου δάσους ακόμα λαμπαδιάζ’».
λαμπάδιασμα, το, το κάψιμο σα λαμπάδα. «Έχ’ του δάσους ένα λαμπάδιασμα»! ΕΤΥΜ. < αρχ. λαμπάς - άδος. < λάμπω.
λαμπίκους, ο, επίθ., ο πεντακάθαρος. (για όλα τα γένη). «Έκανα του σπίτ’ λαμπίκους». ΕΤΥΜ. < βεν. lambico < αραβ. al-ampig < αρχ. άμβυξ = αποστακτήριο.
λαμπουγυάλ’, το, το γυαλί της γκαζόλαμπας. «Καθάρ’σι μάνα του λαμπουγάλ’ για να βλέπουμι καλά»! ΕΤΥΜ. < λάμπω + γυαλί.
λανάρια, τα, δυο ξύλινες επιφάνειες με καρφιά που έγνεθαν το μαλλί. «Φέρι τα λανάρια να γνέσουμι του μαλλί». ΕΤΥΜ. < μεσν. επίθ. λανάριος < λατιν. lanarius < λάνα = μαλλί.
λαναρίζου, ρ., καθαρίζω και ανοίγω το μαλλί. «Θα λαναρίσου του μαλλί να πλέξου μια μπλούζα».
λανάρ’σμα, το, η επεξεργασία του μαλλιού με τα λανάρια. «Του μαλλί θέλ’ λανάρ’σμα».
λαντούρα, η, ο ψεκασμός, ο σίφουνας, η αντάρα. «Έχ’ όξου μιγάλ’ λαντούρα. Δε βλέπ’ς του δάχλου σ’». ΕΤΥΜ. < ρ. λαντουρώ = ψεκάζω <μεσν. λαντουρώ < ραντουρώ < ραντίζω.
λάντσα, η, 1. η γενική καθαριότητα, «Σήμιρα θα κάνου του σπίτ’ λάντσα». 2. το μηχανοκίνητο μικρό σκάφος, για μεταφορά εφοδίων και διακίνηση προσώπων στα αγκυροβολημένα πλοία. «Θα κουβαλήσου στου καΐκ’ τουν κόσμου μι τ’ λάντσα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. lenza νερό, ψιλόβροχο.
λάου- λάου, επίρρ., σιγά-σιγά. «Δε βιάζιτι. Σκάβ’ τουν κήπου λάου-λάου». ΕΤΥΜ. λάγου - λάγου (γενική του ουσ. λαγός με ανέβασμα του τόνου.)
λαπαβίτσα, η, η ψιλή χειμωνιάτικη βροχή. «Ρίχν’ όξου μια λαπαβίτσα»!
λαπαδιάζου, ρ., γίνομαι σαν το λαπά. «Λαπάδιασι του ρύζ’ κι δε τρώγιτι».
λαπαδιασμένου, μτχ. αυτό που έγινε σα λαπάς. «Του φαί δεν τρώγιτι. Είνι λαπαδιασμένου».
λαπάς, ο, βρασμένο πηχτό ρύζι. «Βράσι λαπά να φάου γιατί μι πουνάει του στουμάχ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. lapa.
λάστιχα, τα, 1. τα λάστιχα, 2. η σφενδόνη που κυνηγούσαν τα πουλιά. «Σκότουσα μι τα λάστιχα πέντι καλουϊανοί». ΕΤΥΜ. < ιταλ. elastiko <λατιν. elasticus < ελλην. ελαστός < ελαύνω.
λατίν’ το, τύπος τριγωνικού πανιού. «Άραξαν στ’ν απουβάθρα τρία λατίνια». ΕΤΥΜ. < ιταλ. vela latina = πανί λατινικό.
λαχαναρμιά, η, λάχανο τουρσί. «Έκανα ένα βαρέλ’ λαχαναρμιά για να πίνουμι κανένα ρακί». ΕΤΥΜ. < λάχανο + άλμη < άρμη.
λαχούρ’, το, μαντήλι καλής ποιότητας. «Του λαχούρ’ η γιαγιά μ’ του φουρούσι κάθι μέρα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. lâhurî (Από τη πόλη Λαχώρη του Πακιστάν που παράγονταν τα λαχούρια).
λέϊσ’μου, το, προηγείται η πρόθεση «για». Να ειπωθεί, να γίνει λόγος. «Τι μαρή σι είπι; Άφ’στα! δεν είνι για λέισμου». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. λέγω = συλλέγω, συγκεντρώνω < λατιν. lego.
λειτρουιά, η, 1. το πρόσφορο. «Πάεινι μια λειτρουϊά στ’ν ικκλησία κι δώσει κι τα ουνόματα». 2. το αντίδωρο. «Θα πάρουμι λειτρουιά απ΄τουν παπά».
λειώμα, επίρρ., 1. τα πολύ ώριμα, «Τα αχλάδια έγιναν λιώμα». 2. τα παραμορφωμένα, «Θα σι κάνου λιώμα στου ξύλου». 3. (μεταφ.) ο υπερβολικά κουρασμένος. «Είμι λιώμα απ’ τ’ κούρασ’». 4. Τα πολύ βρασμένα «Έγιναν λιώμα τα φασούλια. Ήταν πουλύ βραστιρά». ΕΤΥΜ. <αρχ. λειώμα = το κοπανισμένο, το τριμμένο, μεσν. λειώνω < λείος.
λέλικας, ο, ή λιλέκ’, το, το λελέκι. «Κάθι χρόνου έρχιτι στου χουριό ένα λιλέκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. leylek.
λένις, οι, οι μικρές γλώσσες στεριάς μέσα στη θάλασσα, κυρίως αμμουδερές, που είναι καλοί ψαρότοποι. «Θα ρίξουμι τα δίχτυα τ’ς λένις».
λέσ’, το, 1. το ψοφίμι, «Σά λέσ’ μυρίζ’». 2. το πολύ μεγάλο πεύκο. «Έκουψα ένα λέσ’ τρείς τόν’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. leş = ψοφίμι.
λέτσιους, ο, ο βρωμιάρης, ο άπλυτος. «Βάλι καλά ρούχα κι μη γυρίειζς σαν του λέτσιου». ΕΤΥΜ. < ιταλ. lezzo = βρωμιά.
λημνιό, το, το γνωστό κρασοστάφυλλο από τη Λήμνο. «Έχου ένα αμπέλ’ μι λημνιά σταφύλια». ETYM. < αρχ. Λήμνος.
λημόρ’, το, το μνήμα. «Κι ένα λημόρι χουριστό ξιχουριστό απ’ τ’ άλλα». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < μεσν. μνημούρι(ν) < μτγν. μνημόριον λατιν. memorium, memoria = μνήμη.
ληστί, το, το ψάρι της λίμνης που συνήθως το παστώνουν. «Αγόρασα πέντι ουκάδις ληστιά να τα παστώσου». ΕΤΥΜ. < αρχ. ληστής/ληιστής < λεία.
λιανίζου, ρ., 1. κομματιάζω, «Ιλάτι να λιανίσουμι του κρέας για του κουρμπάν’». 2. (μεταφ.) κερδίζω κάποιον, σε παχνίδι. «Θα σι λιανίσου στ’ ξηρή». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. λείος + παραγ. επίθημα - ανός.
λιάνισμα, το, το κομμάτιασμα. «Τέτοιου λιάν’σμα που του κάν’ς του κρέας θα λιώσ’ μέσα στου καζάν’».
λιανουπούλ’, το, η λιανική πώληση. «Τα σταφύλια δε τα π’λώ μαζιμένα αλλά λιανουπούλ’». ETYM. < λιανός + πουλώ.
λιανουφάσ’λα, τα, τα μαύρα φασόλια. «Του μισ’μέρ’ θα φάμι λιανουφάσ’λα». ΕΤΥΜ. < λιανά (λεπτά ) + φασόλια.
λιαν’σμένου, το, μτχ., το κομματιασμένο. «Του κρέας για του κουρμπάν’ πρέπ’ να είνι λιανισμένου απού βραδύ».
λιανώματα, τα, τα χρήματα, τα κέρματα. «Πόσα λιανώματα κάν’ του αμάξ’».
λιάστρα, η, η καλαμωτή ή η σανίδα που έλιαζαν σύκα. «Πάρι τα σύκα απ’ τ’ λιάστρα γιατί ψιχαλίζ’». ΕΤΥΜ. < θ. λιασ- ( < λιάζω, ομαι) + παραγ. επίθημα - τρα.
λίγδα, η, το χοιρινό λίπος. «Γιόμουσα δυο βουτ’νάρις λίγδα απ’ του γ’ρούν’». ΕΤΥΜ. < μτγν. < αρχ. λίγδην = με τριβή.
λιγδιάρ’ς, ο, επίθ., ο βρώμικος. «Άντι ρε λιγδιάρ’ πάεινι να πλυθείς».
λιγδιασμένους, ο, μτχ., ο πολύ λερωμένος, ο λαδωμένος. «Βγάλι του π’κάμ’σου να του πλύνου γιατί είνι πουλύ λιγδιασμένου».
λιγουρεύουμι, ρ., επιθυμώ, λαχταρώ, με πέφτουν τα σάλια. «Μη τ’ λιγουρέβισι τ’ν Άννα. Τ’ν έχ’ άλλους». ΕΤΥΜ. < λιγώνω + παραγ. επίθημα - ούρα μεσν < μτγν. ολιγώ < αρχ. ολίγος.
λιγουριάρ’ς, ο, αυτός που τον πιάνει λιγούρα, και με το παραμικρό έχει τάσεις για εμμετό. «Βρε του λιγουριάρ’! Είνι έτοιμους να ξιράσ’ πάλι».
λιγούρ’ς ο, επίθ., αυτός που λιγορεύεται, που επιθυμεί πράγματα που ανήκουν σε άλλον. «Βρε λιγούρ’! ΄Ο,τ’ δγιείς σι πέφτ’ν τα σάλια».
λιέρα, η, 1. η βρωμιά, «Του π’κάμ’σου σ’ είνι γιμάτου λιέρα». 2. η κοπριά των ζώων, «Έριξα λιέρα τ’ς ιλιές». 3. (μεταφ.) Το αλάνι. «Η μ’κρος είνι μιγάλ’ λιέρα».
λιλί, το, το μεταλλικό νόμισμα. «Να λιλί δόμ’ τσιτσί». ΕΤΥΜ. < νηπ. Φράση.
λιλίτσια, τα, τα κομματάκια από πιάτο. Ήταν παιδικό παιχνίδι και το έπαιζαν ζυγά-μονά. «Τα μ’κρά παίζ’ν στ’ν αυλή τα λιλίτσια». ΕΤΥΜ. <από τη νηπιακή λέξη λιλί = χρήμα. Ονοματοποιημένη λέξη της παιδικής ηλικίας.
λίμα, ο, 1. η λίμα που τροχίζουμε, « Ακόν’σι μι τ’ λίμα του μαχαίρ’». 2. ο λιμός, η πείνα. «Θα πέσ’ μιγάλ’ λίμα»
λιμάζου, ρ., πεινώ πολύ. «Στ’ κατουχή λίμαζι η κόσμους απ’ τ’ πείνα». ΕΤΥΜ. < μεσν. λιμάζω < μτγν. λιμώσσω < αρχ. λιμός.
λιμαριά, η, το μέρος της σαγής γύρω από το λαιμό. «Γιόμουσι τ’ λιμαριά μι σαμάκου να μη πληγών’ του μ’λάρ’». ETYM. < από τη λ. λαιμός.
λιμασμένους, ο, μτχ., ο πολύ πεινασμένος. «Φάει σιγά-σιγά. Σα λιμασμένους κάν’ς».
λιμαχτάρ’κου, το, επίθ., το λαίμαργο, το αχόρταγο. «Έχου ένα σκ’λί δε του χουρταίνου φαΐ. Είνι πουλύ λιμαχτάρ’κου».
λιμόν τουζού, το, το κιτρικό οξύ σε κρυστάλλους. «Βάλι τ’ς πράσινις ιλιές λίγου στου λιμόν τουζού». ΕΤΥΜ. < γαλλικό lemon tougours.
λιμουκουντόρους, ο, ο αδύνατος και ψηλός νέος. «Φάι βρε λιμουκουντόρι!» ΕΤΥΜ. < λαιμός + κόντε.
λιμούρ’, το, το μαξιλαράκι σε σχήμα πετάλου γεμισμένο με σικαλιά που δένεται στο λαιμό του αλόγου. Από τους κρίκους έδεναν σκοινιά ή αλυσίδες για το τράβηγμα του αλετριού, της αδοκάνης, κ.λ.π. «Πέρνα στα ζώα τα λιμούρια να ουργώσουμι». ΕΤΥΜ. < από τη λ. λαιμός.
λιμπίδα, η, το μαχαίρι χωρίς χερούλι. «Μ’ έσπασι του μαχαίρ’ κι απόμ’νι μουνάχα η λιμπίδα». ΕΤΥΜ. < αρχ. λεπίς - ίδος υποκ. του λέπος = φλοιός, κέλυφος, λέπω = αποφλοιώνω.
λιμπίζουμι, ρ., ορέγομαι, θαυμάζω κάποιον. «Τα βλέπου τα πιδιά σ’ κι τα λιμπίζουμι». ΕΤΥΜ. < μεσν. λιμβίζω < μτγν. λιμβός = ελκυστικός λατιν. lipo = δοκιμάζω.
λιμπόν’ ή λέμπουνας, το πολύ μικρό μυρμήγγι. «Γιόμουσι του σπίτ’ λιμπόνια».
λιουτρίβ’, το, το ελαιοτριβείο. «Πήγα στου λιουτρίβ’ τριάντα τσιουβάλια ιλές».
λιπιτσίνα, η, η πέτσα με λίγο κρέας. «Έφαγις ισύ του κρέας κι μένα μ’άφ’σις τ’ς λιπιτσίνις». ΕΤΥΜ. < λέπι + πέτσα.
λιράδ’, το, η βέργα. «Σαν αρπάξου ένα λιράδ’ κι σι πιρ’λάβου»! ΕΤΥΜ. <μεσν. λουρίν < μτγν. λωρίον υποκ. του λώρος = ζώνη < λατιν. lorum.
λιρουφουρώ, ρ., πενθώ φορώντας μαύρα. «Κι γώ θα σι λιρουφουρώ κι γώ θα σι προυσέχου». Δημ. τραγ. Πολυγύρου. ΕΤΥΜ. < λέρα + φορώ. < μτγν. ολερός = ακάθαρτος.
λισβός, ο, επίθ., ο κούφιος ξηρός καρπός. «Τα μύγδαλα που έσπασα τα μ’σά ήταν λισβά».
λιφτόκαρου, το, το φουντούκι. «Σπάσι μιρικά λιφτόκαρα να βάλουμι στου γλυκό». ΕΤΥΜ. < αρχ. λεπτοκάρυον.
λιφτουκαριά, η, η φουντουκιά. «Του Άγιου Όρους είνι γιμάτου λιφτουκαριές».
λιχνίζου, ρ., λιχνίζω. Ρίχνω προς τα πάνω το μείγμα σιταριού και άχυρου για να ξεχωρίσουν με τον αέρα. «Έλα να λιχνίσουμι του λαμνί τώρα που φ’σάει η αέρας». ΕΤΥΜ. < αρχ. λικμάω, ουσ, λίκμησις μτγν. λικμίζω, λικμώ < λίκνο = κούνια.
λίχνισμα, το, το λίχνισμα. «Όταν τιλειώσ’ του λίχνισμα βάλτι του σ’τάρ’ στα τσιουβάλια».
λιχνισμένου, το μτχ., το λιχνισμένο. «Του λαμνί που είνι λιχνισμένου κουσκ’νίστι του».
λιχνιστής, ο, αυτός που λιχνίζει. «Ικεί λιχνούσαν δώδικα, δώδικα λιχνιστάδις». Δημ. τραγ. Νικήτης.
λιχούνα, η, η λεχώνα. «Για σαράντα μέρις δε κάν’ να πας σι λιχούνα». ΕΤΥΜ. αρχ. < λεχώ.
λιχτούρ’, το, αυτός που αρπάζει κάτι από λαιμαργία. «Μόλις δείτι φαΐ δε καρτιριέστι. Σα λιχτούρια κάν’τι». ΕΤΥΜ. < μτγν. αλυκτώ < αρχ. υλακτώ = ουρλιάζω.
λόιδου, το, η τούφα μαλλιών που εξέχει. «Σ’μάσι τα λόιδα σ’ γιατί έγιναν σαν παλαβά».
λόμουμα, το, η επιχωμάτωση με βούρκο. «Η θάλασσα είνι θουλή απού του λόμουμα».
λόου, του, αντων, του λόου μ’, του λόου σ’, κ. λ. π. = εγώ, σύ, αυτός, κ. λ. π. «Του λόου τ’ς βγάζ’ τ’ν ουρά τ’ς απ’ όξου».
λόρδα, η, η πείνα. «Δεν πήρα πουλύ φαΐ κι πέφτ’ λόρδα». ΕΤΥΜ. < βεν. lorda < επίθ. lordo = ρυπαρός, βρόμικος < λατιν. lordus = αργός, κουτσός <αρχ. λόρδος = εμπρόκλιτος.
λότσ’κα, η, το λασπόνερο. «Πάτσα σι μία λότσ’κα κι έγινα σαν του γρούν’». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. λούτσα.
λουβιάζου, ρ., γεμίζω πληγές. «Τι αρρώστεια είνι αυτή! Λούβιασι του κουρμί τ’ ούλου». ΕΤΥΜ. < από το λώβα < αρχ. λώβη = μάστιγα, λέπρα.
λούβιασμα, το, η πληγή με πύο. «Διε τουν λούβιασμα που έχ’ του σώμα τ’».
λουβιασμένους, ρ., ο πληγωμένος. «Μαγάρσι κι ούλου του σώμα τ’ είνι λουβιασμένου».
λουβίδ’, το, το τσόφλι από τα όσπρια. «Βγάλι τα κ’κιά απ’ τα λουβίδια». ΕΤΥΜ. < μεσν. λοβίον < μτγν. λόβιον υποκ. του αρχ. λοβός.
λουϊού - λουϊού, λογιών λογιών, διάφορα. «Στουν κήπου έχου λουϊού-λουϊού λουλούδια». ΕΤΥΜ. < μτγν. λογή = είδος < αρχ. λέγω.
λουιός, επίθ., λογής. «Τι λουιός άνθρουπους είσι».
λούκ’, το, 1. ο σωλήνας για μεταφορά νερού ή για αποχέτευση, 2. (μεταφ.) η ρέγουλα, ο προγραμματισμός, η τάξη. «Τουν κατάφιρι κι τουν έβαλι στου λούκ’ κι δ’λέβ’ συνέχεια». 3. η υδροροή. «Στούμπουσαν τα λούκια απ’ τ’ σκιπή» ΕΤΥΜ. < τουρκ. oluk = νεροσωλήνας.
λούκα, η, το πρώτο μετάξι το ακατέργαστο. Μετάξι δεύτερης ποιότητας. «Δεν είνι μαξούλ’(το καλύτερο) του μιτάξ’. Είνι λούκα».
λουκαν’κήθρα, η, το μικρό χωνί για να κάνουν τα λουκάνικα. «Κράτα τ’ λουκαν’κήθρα για να γιουμίσουμι μιρικά λουκάν’κα». ETYM. < μεσν. λουκάνικον < λατιν. lukanicum = είδος αλαντικού.
λουκουντιούμι, ρ., κοντοστέκομαι για να μάθω κάτι. «Λουκουντιέτι συνέχεια για να ακούσ’ τι λέμι».
λουλάδα ή λουλαμάρα, η, η τρέλα. «Άσ’ τουν μη τουν πειράειζς. Τουν τσάκουσι λουλάδα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. ολωλής.
λουλαίνουμι, ρ., τρελαίνομαι. «Πήγα τα μ’κρά στ’ θάλασσα για μπάνιου κι λουλάθ’καν».
λουλάκ’, το, το λουλάκι. «Βάλι λίγου λουλάκ’ στουν ασβέστ’, για να ασπρίσ’ καλύτιρα του σπίτ’». ΕΤΥΜ. < μτγν. λουλάκιον < αραβ. lilak.
λουλακιάζου, ρ., βάζω λουλάκι στο πλύσιμο «Θα λουλακιάσου τα ρούχα να βγούν πιο γλήγουρα».
λουλός, ο, ο τρελός. «Πουλύ μι αγαπάει η Κώτσιους! Κάν’ σαν του λουλό όταν μι διεί». ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. ολωλώς μετχ. παρακ. του ρ. όλλυμι = καταστρέφω, χάνω.
λουλουμάνταρου, το, δηλητηριασμένο μανιτάρι. «Πρόσιξι μη φάς κανένα λουλουμάνταρου».
λουλουπαρμένους, επίθ. αυτός που έχει έπαρση. «Μη τουν κάν’ς παρέα. Είνι πουλύ λουλουπαρμένους».
λουμουμένου, το, επίθ., το γεμισμένο από λάσπη ή άμμο. «Του π’γάδ’ είνι λουμουμένου».
λουμών’, ρ,. στο τρίτο πρόσωπο. Γεμίζει άμμο και λάσπη από τη βροχή. «Λόμουσι του αμπέλ’ απ’ τ’ βρουχή».
λούν’, η, 1. θολό νερό, νερουλή λάσπη, 2. κατακάθι. «Του λάδ’ φέτου έχ’ πουλύ λούν’».
λούρα, η, βέργα για χτύπημα. «Η δάσκαλους όταν πάειναμι στου σκουλειό μας έδιρνι μι μια λούρα». ΕΤΥΜ. < μεσν. λουρίν < λωρίον υποκ. του μτγν. λώρον < λατιν. lorum.
λούτα, επίρρ., μούσκεμα. «Έγινα λούτα απ’ τ’ βρουχή». ΕΤΥΜ. < βλ. λ λούτσα.
λουτζίκα, , η, το λασπόνερο. βλέπε λ. λότσκας.
λούτσα, η, η μικρή γούρνα με θολά νερά. «Πάτσα μια λούτσα κι έγινα χάλια». ETYM. < σλαβ. luza = νερόλακκος.
λουτσιάρ’ς, ο, επίθ., ο βρωμιάρης. «Άντι βρε λουτσιάρ’ φύγι απού δω. Βρουμουκουπάς».
λουτ’φάδα, η, η χαζομάρα. «Αυτό πό’κανις είνι μιγάλ’ λουτ’φάδα».
λουτ’φός, ο, επίθ., ο αγαθός, ο χαζός. «Άστουν αυτόν δε ξέρ’ τι τουν γίνιτι. Είνι πουλύ λουτ’φός».
λουφάζου, ρ., κάθομαι σε μια άκρη και δε μιλώ. «Τι λούφαξις κι δεν ακούισι»; ΕΤΥΜ. < μεσν. λωφάζω < αρχ. λοφώ = σταματώ.
λουχεύου, ρ., στη φράση «μι λόχιψι», μ’ έπιασε ξαφνικός πόνος. «Μ’ ήρτι ένας ξαφνικός πόνους. Μι λόχιψι». ΕΤΥΜ. < από τη λ. λόγχη.
λουχιράδα, η, η τρυφεράδα. «Διές λουχιράδα πο ’χ’ του αμπέλ’»!
λουχιραίν’, ρ., πάντα στο τρίτο πρόσωπο, πρασινίζει. «Του πουλύ του νιρό τα λουχιρέν’ τα φυτά».
λουχιρός, ο, επίθ., ο τρυφερός. «Πουλύ λουχιρά είνι τα δέντρα που φύτιψις». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. επίθ. χλοερός, με προοδευτική μετάθεση του χ, χλοερός >λοχερός >λουχιρός.
λυσσιακά, τα, πάντα με το ρήμα έφαγι. Έγινε έξω φρενών , έκανε το πάν να γίνει το δικό του «Έφαγι τα λυσσιακά τ’ απ’ του προυί».
λυσσιάρ’κους, ο, επίθ., ο λυσσασμένος σκύλος. «Του σκώτουσι του σκ’λί γιατί ήταν λισσιάρ’κου». ΕΤΥΜ. < ρ. λυσσάω, ουσ. λύσσα.