Π
πα, 1. πάω. «Πα να πουτίσου τ’ς ιλιές».
πα, πάν’ ή απάν’ ή απά, ή επάνω. «Του κλειδί του έβαλα απά(ν) στου τζιάκ’». «Πα στουν απάνου μαχαλά στην παινεμένη χώρα» Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < πρόθ. επ(ί) + άνω.
παγάδα, η, ο ήσυχος καιρός, η νηνεμία. «Έχ’ απόψι η θάλασσα μια παγάδα! Βάρκα δε κ’νιέτι». ETYM. < αρχ. πάγος = βράχος, κάτι το στερεό που δεν κουνιέται.
παγάνα ή παγανιά, η, η ενέδρα για κυνήγι. «Απόψι θα βγούμι παγάνα για αγρέγρουνα». ΕΤΥΜ. < μεσν. παγανέα/παγάνα < παγανεύω < λατιν. paganus = χωρικός.
παγκάρ’, το, το έπιπλο με συρτάρια και ντουλάπια δεξιά από την είσοδο της εκκλησίας που πουλούν οι επίτροποι κεριά. «Μπήκαν ψες στ’ν ικκλησία κλέφτις κι ξιάφρισαν του παγκάρ’». ΕΤΥΜ. < μεσν παγκάριον υποκ. του ους. πάγκος.
πάεισι, ρ, στο τρίτο πρόσωπο, πήγε. «Κυρά μ’ δεν είνι δω πάεισι στη βρύση για νιρό». Δημοτικό τραγούδι Χαλκιδικής. ETYM. < ρ. πηγαίνω.
παζάρ’, το, 1. η κεντρική πλατεία, «Πάμι στου παζάρ’ για ψώνια». 2. η διαπραγμάτευση. «Μη τ’ αγουράεισς όσου σι πεί. Κάν’ τουν παζάρ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. παζάριον < τουρκ. pazar < περσ. pazar = αγορά.
παζαρεύου, ρ, διαπραγματεύομαι. «Αυτές τ’ς μέρις παζαρεύου ένα μλάρ’».
παζάριμα, το, η διαπραγμάτευση. «Θα πλήσου του χουράφ’. Είμι στα παζαρέματα».
παζαριμένους, μτχ., 1. καπαρωμένος για αγορά, «Μη του βέπ’ς του μ’λάρ’. Καπαρουμένου είνι». 2. λογοδοσμένος για αρραβώνα. «Μην τ’ν αγριματιάειζς ντιπ. Είνι παζαριμέν’».
παθνιότ’ς, ο, η πήλινη κατσαρόλα για βράσιμο φαγητού. «Φέρι μαρή τουν παθνιότ’ να βράσουμι του γάλα». ΕΤΥΜ. < παθν-ίον υποκ. του μτγν. πάθνη = κοίλη εσοχή.
πάι , το, το μερίδιο, μετοχή. «Ισύ έχ’ς λίγα χουράφια. Ιγώ έχου δυο πάια απού σένα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. pay = κλήρος, μερίδιο.
παϊβάνια, τα, δυο σκοινιά δεμένα σταυρωτά με τα οποία έδεναν τα ζώα για να μην απομακρυνθούν. Είδος ποδάγρας. «Bάλι στα μ’λάρια τα παϊβάνια για να μη μπουρούν να φύβ’ν». ΕΤΥΜ. < παγίδα < παΐδα < παϊδάνια <παϊβάνια.
παΐδ’, το, το πλευρό. «Χτύπ’σα στα παΐδια μ’ κι μι πουνούν πουλύ».
παΐδα, η, η παγίδα. «Στήσι τ’ μπουτ’κουπαΐδα να πιάσουμι τ’ς μπουτ’κοί». ΕΤΥΜ. < αρχ. παγίς - ίδος < πάγη = παγίδα.
παίδιμα, το, η ταλαιπωρία, ο βασανισμός. «Κι αυτό του κλάδιμα σκέτου παίδιμα είνι». ΕΤΥΜ. < αρχ. παιδεύω = εκπαιδεύω, ανατρέφω <παις, παιδός μεταγεν. σημασία: επιβάλλω ποινή.
παλαβάδα, η, η τρέλα «Μη τουν ζ’γών’ς. Τουν έπιασι παλαβάδα».
παλαβός, ο, επίθ., ο τρελός. «Τιλικά είσι πουλύ παλαβός άνθρουπους». ΕΤΥΜ. < μεσν. πιθ. από το παλαλός < αρχ. απολωλός μετ. παρακ. του απόλλυμι = καταστρέφομαι, χάνω.
παλαβουμάρα, η, η τρέλα. «Του δέρ’ν μιγάλ’ παλαβουμάρα».
παλαβουσιά, η, η τρέλα. «Αυτό που κάν’ς είνι μιγάλ’ παλαβουσιά».
παλαβώνου, ρ., 1. κάνω κάποιον παλαβό, «Αμάν, αμάν, θα μι παλαβώσ’τι»! 2. γίνομαι παλαβός, Είσι πουλύ παλαβός». 3. επί φυτών, αναπτύσσομαι υπερβολικά. «Παλάβουσαν οι ιλιές απού τ’ς βρουχές». παλαι - , ως πρώτο συνθετικό. Παλιό π.χ. παλαίβουδου.
παλαμάρ’, το, το χοντρό σκοινί με το οποίο δένεται το σκάφος. «Δώσι μι τα παλαμάρια να δέσου του καΐκ’».
παλαμαριά, η, το ξύλινο γάντι που το περνούσε στα τέσσερα δάχτυλα του αριστερού χεριού ο θεριστής, για να μην κόβεται από το δρεπάνι. «Βάλι Μαρίγια τ’ παλαμαριά γιατί θα κόψ’ κανένα δάχ’λου». ΕΤΥΜ. < μεσν. <τουρκ. palamar < ιταλ. palamaro.
παλαμουδέρνου, ρ., αγχώνομαι περιμένοντας. «Τι παλαμουδέρν’ς. Όπ’ να ’νι θα φανεί του πιδί» ΕΤΥΜ. < παλάμη + δέρνω.
παλιμουσκάς, ο, το αρσενικό βόδι. «Έχου δέκα αγιλάδις κι τρεις παλιμουσκάδις». ETYM. < παλιός + μόσχος.
παλιου-, ως πρώτο συνθετικό. Παλιός, παλιά, παλιό. «Βγάλι αυτό του παλιουσάκακου».
παλιουρουκόπους ή κλαδουκόπους, ο, το μεγάλο κλαδευτήρι με μακρύ ξύλινο στυλιάρι για την κοπή αγκαθωτών θάμνων. «Φέρι τουν παλιουρουκόπου να κόψουμι τα αγκάθια». ΕΤΥΜ. < κόπτω + παλιούρι.
παλνοί, οι, επίθ., οι παλιοί, οι ηλικιωμένοι, οι πρόγονοι. «Ιμείς δε τα προυλάβαμι αυτά. Οι παλνοί τα θ’μούντι». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. παλαιός.
παλπάνου, η, η ατημέλητη. «Πήρι η Μήτσιους μια παλπάνου, ούλου ασμάζιφτ’ είνι».
πάνα, η, 1. το πανί που τυλίγουν τα μωρά, «Φάσκιουσι του μ’κρό μι τα’ πάνα».2. το πανί που καθαρίζουν το χωριάτικο φούρνο, η φουρνόπανα, «Βρέξι τ’ φουρνόπανα να βγάλουμι όξου τα κάρβ’να»». 3. τα τρίχινα κομμάτια που έδεναν τα κοφίνια στη μεταφορά. «Δέσι καλά τ’ς πάνις γιατί θα μας φύβ’ν οι μέλ’σσις στου δρόμου».
πανάδα, η, οι φακίδες του προσώπου. «Του μούτρου τ’ς Μαρίγιας είνι γιουμάτου πανάδις».
παναΐρ’, το, 1. το πανηγύρι. 2. εντάξει, με το παραπάνω. «Στου παναΐρ τουν Αη - Νικήτα έβρασαν γίδα».
ΕΤΥΜ. < μεσν. πανηγύριον υποκ. του αρχ. πανήγυρις < παν- + άγυρις = συνάθροισις, αγορά.
παναϊργιώτ’ς, ο, επίθ., αυτός που συμμετείχε στο πανηγύρι. «Είμαστι παναϊργιώτις. Πήγαμι στουν Αη - Μάμα».
πανάρ’, το, το χαρτόνι στα εξώφυλλα των βιβλίων. «Μη του σκίεισς του πανάρ’ απού του βιβλίου γιατί θα χαλάσ’». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. πανί.
παναρώνου, ρ., ντύνω το εξώφυλλο του βιβλίου. «Πανάρουσι τα βιβλία να μη χαλάσ’ν».
πανί, το, 1. το ύφασμα, «Έβανα πανί στουν αργαλειό». 2. η λινάτσα για τις ελιές, «Οι ιλιές τιλείουσαν κι θα μάσουμι τα πανιά». 3. Στη φράση: του μαζεύ’ του πανί = είναι έτοιμος να φύγει, «Δε κάθιτι άλλου η γναίκα τ’. Του μαζεύ’ του πανί». 4. διπλασιαζόμενο με το «με» στη μέση σημαίνει αναπαραδιά. «Δεν έχου φράγκου. Είμι πανί μι πανί». ΕΤΥΜ. < μτγν. παν(ν)ίον υποκ. του πάν(ν)ος < λατιν. panus = κομμάτι υφάσματος, ταινία.
πανιάζ’, ρ., στο τρίτο πληθ. πρόσωπο, κυριολεκτικά για τα μάτια. Θαμπώνει. «Έχου μια ζάλ’ κι πανιάζ’ν τα μάτια μ’».
πάνιασμα, το, το θάμπωμα των ματιών. «Τέτοιου πάνιασμα που έχ’ν τα μάτια μ’ δε βλέπου ούτι ισένα».
πανίζου, ρ., κυριολεξία για τον φούρνο. Καθαρίζω με βρεγμένη φουρνόπανα το φούρνο από τα κάρβουνα και τις στάχτες. «Πάινι να πανίεισς του φούρνου γιατί σι λίγου θα ρίξουμι μέσα τα πλαστά». ΕΤΥΜ. βλέπε λ. πανί.
πανουγόμ’, το, 1. πανωσάμαρα, «Ρίξι τ’ς κάπις πανουγόμ’ στου μ’λάρ’ κι χώσι απού πάν’ καβάλα». 2. οτιδήποτε παραπανίσιο, «Μ’ έτυχι κι αυτή η δ’λειά πανουγόμ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. επανωγόμιον < επάνω + γόμος = φορτίο κτήνους.
πανουγράφου, ρ., γράφω σε βιβλίο ή σε μπλόκ παραπάνω από ό,τι με οφείλουν. «Πρόσιξι του λουγαριασμό γιατί του γκαρσόν πανουγράφ’».
παντατίφ, το, είδος μενταγιόν. «Πουλύ ουραίου παντατίφ έχ’ς κριμασμένου στου λιμό σ’». ETYM. < γαλλ. pentatif.
παντρουλόημα, το, το γάμπρισμα η ερωτοτροπία. «Η Λιμουνούδα τράνιψι. Κι άρχισι τα παντρουλουήματα».
παντρουλουιέμι, ρ., γαμπρίζω. «Ακόμα δεν πέθανι η γ’ναίκα τ’ κι άρχισι να παντρουλουιέτι». ΕΤΥΜ. < μεσν. < υπανδρεύω < μτγν. ύπανδρος.
παπάδ’, το, η βάλανος του πέους. «Δεν του έπλινα του μικρό κι κουκίν’σι του παπάδι τ’ απ’ τ’ κατρουλιά».
παπαδιά, η, 1. η παπαδιά, «Κουντουκαρτέρι παπαδιά δυο λόγια νε σι κρίνου». Δημ. τραγ. Νικήτης. 2. η σανίδα που δένεται κάθετα με ένα μεγάλο στυλιάρι. Μ’ αυτή έκαναν σωρό (λαμνί) το σιτάρι στο αλώνι που ήταν ανακατεμένο με άχυρα. «Μάσι μι τ’ παπαδιά του στάρ’ κι κάν’ του λαμνί». ΕΤΥΜ. < μεσν. παππάς < αρχ. πάππας.
πάπαλα, το τέρμα, τελείωσαν. «Πάπαλα! Δεν έχ’ άλλα». ΕΤΥΜ. < παιδ. λέξη.
παπαλούδα, η, 1. η ψίχα από ξηρούς καρπούς, «Σπάσι τα μύγδαλα κι πάρι τ’ς παπαλούδις». 2. (μεταφ.) ο φαλακρός. «Του κιφάλι τ’ δεν έχ’ ντιπ μαλλιά. Σκέτ’ παπαλούδα είνι».
παπάρα, η, 1. το πρόχειρο πρωινό φαγητό από ξερά κομμάτια ψωμιού, βρασμένα με νερό λάδι και ξύδι, «Μη πιτάτι τα ξηρά τα κουμμάτια απ’ του ψουμί γιατί θα τα κάνουμι παπάρα». 2. το χαμαλίκι κοροϊδία. «Έφαγα μιγάλ’ παπάρα μι του σπίτ’ οου πήρα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. papara < σλαβ. popara < poparium = ζεματίζω.
παπαρδέλα, η, η φλυαρία. «Ούτι σταματάει μι τ’ παπαρδέλα». ΕΤΥΜ. <ιταλ. pappardelle (πληθ.) = λαζάνια, μακροσκελές κείμενο < λατιν. papara = τροφή.
παπαρδιλάς, ο, επίθ., ο φλύαρος. «Η μ’κρότιρους η γιός μ’ είνι ένας παπαρδιλάς! Δε σταματάει η στόμας τ’».
παπάρια, τα, 1. τα αρχίδια, «Ούλ’ μέρα δε κάν’ τίπουτα. Ξύν’ τα παπάρια τ’». 2. (μεταφορικά) τίποτα. «Φέτου απού του λάδ’ θα πάρουμι τα παπάρια μας». ΕΤΥΜ. < τουρκ. papara σλαβ. < popara / popariam = ζεματίζω. Εξού και παπάρα.
παπίλα, η, τα εξανθήματα στα χείλη από πυρετό, αφυδάτωση, ή άλλη αιτία. «Φούντουσι στουν πυριτό κι έβγαλι στα χείλια τ’ παπίλα».
παπ’λιάζου, ρ, με πιάνει παπίλα. «Μι του παραμικρό παπλιάζου».
παπ’λιάκας, ο, ο παπούς προχωρημένης ηλικίας. «Είσι ντιπ παπλιάκας κι μι κάν’ς του νέου».
παπλιάρ’ς, ο, αυτός που τον έχει πιάσει παπίλα. «Μάσι τα σάλια σ’ ρε παπλιάρ’!».
παπόρ’, το, το βαπόρι. «Δεν ανιβαίνου σι παπόρ’ γιατί μι ζαλίζ’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. varore = ατμός, ατμόπλοιο < λατιν. vapor = ατμός.
παπούρα, η, 1. το όψιμο μικρόσωμο κατσίκι, «Σφάξι αυτήν τ’ παπούρα να τ’ φάμι». 2. ο κοντός και ζαρωμένος άνθρωπος. «Παντρέφ’κι η Γιάνν’ς κι πήρι μια παπούρα μέχρι τ’ μέσ’ τουν πααίν». ΕΤΥΜ. < μεσν. <παππούς/πάππους < παππούας < αρχ. παππίας υποκ. του πάππας.
παπουριάζου, ρ., καμπουριάζω, διπλώνομαι. «Στα νιάτα τ’ ήταν πουλύ ουραίους. Τώρα ντίπ παπούριασι».
παπουριασμένους, ο, μτχ., ο καμπουριασμένος. «Ούλα τα όψιμα κατσίκια είνι παπουριασμένα».
παππούδ’, το, τα μαύρα φασόλια. «Βράσι του μισ’μέρ’ παπούδια να φάμι». ΕΤΥΜ. < αρχ. πάππος = σπόρος + υποκ κατάληξη ούδα.
παπ’τσής, ο, ο τσαγκάρης, «Πήγα τα παπούτσια στουν παπ’τσή». ΕΤΥΜ. < μεσν. παπούτσιν < τουρκ. rapuc = υπόδημα.
παρά, πρόθ. σύνθετο με ρήματα για να δείξει: 1. υπερβολή: παρατρώου, παραπίνου. «Παρά ήπια σήμιρα ρακί». 2. συναγωνισμό: παραβγαίνου. «Έλα να παραβγούμι στη δ’λειά».
πάρα, επίρρ., πολύ. π. χ. πάρα καλός, πάρα τσιόκ.
παραγινουμένου, το, μτχ., πολύ ώριμα. «Πρέπ’ να τρυγήσουμι τ’ αμπέλ’ γιατί τα σταφύλια είνι παραγινουμένα».
παραγίνουμι, ρ., Απαντάται στο τρίτο πρόσωπο. 1. το παρακάνω, «Παραγίν’κι του κακό». 2. ωριμάζω πολύ. «Παραγίν’καν τα ρουδάκ’να». ΕΤΥΜ. μτγν. < αρχ. παρά + γίγνομαι.
παραγγόνια, τα, τα μη κανονικά εγκόνια. «Μι τ’ δεύτιρ’ τ’ γναίκα που πήρι η Μήτσιους η Ντιμαράς έχ’ τρία παραγγόνια» ΕΤΥΜ. < πρόθ. παρά + αρχ. έγγονος < εκ + γόνος.
παραγκώμ’, το, το παρατσούκλι. «Κάθι Νικητιανός έχ’ κι ένα παραγκώμ’». ETYM. < πρόθ. παρά + εγκώμιον ουδ. του επιθ. εγκώμιος <εγ < εν + - κώμιος < κώμος = είδος τιμητικής γιορτής.
παραδάγκαλου, το, το ερεθισμένο γάγγλιο. «Κούτσινα γιατί έβγαλα παραδάγγαλου στου πουδάρ’». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. παρά + γαγγάλιον <γάγγλιον.
παραδέρνου, ρ., παλεύω κάτω από δύσκολες συνθήκες. «Μη παραδέρν’ς. Κάτ’ θα γίν’». ΕΤΥΜ. < παρά + δέρω < δέρνω.
παρακιντές, ο, άχρηστος, παράσιτος. «Δεν είνι σόι άνθρουπους είνι παρακιντές» ΕΤΥΜ. < τουρκ. perakende = ανοργάνωτα.
παραλαλώ, ρ., παραμιλώ, λέω ανοησίες. «Άσ’ τουν παραλαλάει. Λέει τα θ’κά τ’». ΕΤΥΜ. < παρά + αρχ. λαλώ.
παραλλάσσου, ρ., 1. αλλάζω μορφή, αλλάζω χαρακτήρα, «Δεν του γνουρίζου του Μήτσιου. Πουλύ παράλλαξι». 2. στη ναυτική ορολογία σημαίνει παραπλέω το ακρωτήριο. «Έχου τριάντα χρόνια να σι δω κι δε παράλλαξις ντίπ». ΕΤΥΜ. < παρά + αλλάσσω.
παραλουνίτ’ς, ο, αυτός που δούλευε με μεροκάματο στο θέρο και στ’ αλώνια. «Δέκα χρόνια δούλιψα παραλουνίτ’ς στου θέρου». ΕΤΥΜ. <παρά + αλώνι. μεσν. < αλώνιον υποκ. του μτγν. άλων < αρχ. άλως = αλώνι.
παραλουν’κό, το, το αποτέλεσμα του αλωνίσματος, η σοδειά. «Μαζεύ’κι πουλύ παραλουν’κό στου αλών’».
παραμάζουμα, το, η επίπληξη. «Δεν κρατιέσι. Του παραμάζουμα του έχ’ς απάν’- απάν’».
παραμαζώνω, ρ., αποπαίρνω, παίρνω σβάρνα τα πράγματα, χτυπώ, ζορίζομαι. «Μη του παραμαζών’ς του πιδί μπρουστά στουν κόσμου γιατί ντρέπιτι». ΕΤΥΜ. μεσν. < μτγν. ομαδεύω = αθροίζω < ομάς – άδος.
παραμαζώνουμι, ρ., είμαι ανήσυχος, ανυπομονώ. «Τι παραμαζώνισι. Δεν είνι τίπουτα» .
παραμάσχαλα, επίρρ., κάτω από την μασχάλη. «Τουν άρπαξι παραμάσχαλα κι τουν πήγι στου σπίτι τ’». ΕΤΥΜ. < παρά + αρχ. μάλη = μασχάλη.
παραματίζου, ρ., περνώ το στημόνι στα μυτάρια. «Θα παραματίσου του πανί κι θα αρχίσου να υφαίνου». ΕΤΥΜ. < παρά + μτγν. αμματίζω = δένω, συνδέω < αρχ. άμμα = κόμπος, δεσμίς < άπτω.
παραμάτ’σμα, το, το πέρασμα του στημονιού στο μυτάρι. «Τιλείουσι του παραμάτ’σμα. Αύριου θα αρχίσου να υφαίνου».
παραμάχαλα, επίρρ., έξω από το μαχαλά, απόκεντρα. «Δε κάθιτι στου κέντρου αλλά παραμάχαλα». ΕΤΥΜ. < παρά + μεσν. < τουρκ. mahalle = γειτονιά.
παρανόμ’, το, το παρατσούκλι. «Στου χουριό ούλνοι έχ’ν κι απού ένα παρανόμ’». ΕΤΥΜ. < παρά + όνομα.
παράνουμα, το, το επώνυμο. «Πως είνι είπαμι του παράνουμα σ’»;
παραόξου, επίρρ., 1. πιο έξω, «Μαρίγια! Έλα παραόξου να σι κρίνου». 2. εκτός από τους φίλους ή οικείους. «Παρά όξου δεν κάν’ παρέα αυτός. Μου μι τ’ς θ’κοί τ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. επίρρ. έξω.
παράουρα, επίρρ., πάρωρα, στην ακατάλληλη ώρα. «Φύγι κι έλα αύριου. Παράουρα ήρτις». ΕΤΥΜ. < παρά + αρχ. ώρα.
παραπαίδ’, το, το παιδί από άλλον πατέρα, ο παραγιός, ο μισθωτός στο κτήμα. «Η Γιάνν’ς έχ’ ένα παραπαίδ’ απού τ’ δεύτιρ’ τ’ γ’ναίκα που πήρι». ΕΤΥΜ. < παρά + παίς – δός.
παραπαίρνου, ρήμ,. μαλώνω. «Κάνι κι λίγου του χαζό. Μην τουν παραπαίρν’ς μι του τίπουτα». ΕΤΥΜ. < παρά + παίρνω.
παραπατ’λώ ρ, παραπατώ, περπατώ και κινδυνεύω ανά πάσα στιγμή να πέσω από ζάλη ή μέθη. «Πρόσιχι γιατί παραπατ’λάς απ’ του μιθύσ’». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. πατέλ’ς.
παραπόρτ’, το, ή παραπουρτούδ’, το, ή πουρτούδ’, το, ή παραπουρτούλα, η, το μικρό πορτάκι που οδηγούσε σε αποθήκη ή στην ύπαιθρο. «Γειτόνισσα δαιμόνισσα κακιά γυτονοπούλα όπ’ ήρτα και δε μ’ανοιξες απ’ την παραπουρτούλα». Δημ. τραγούδι Νικήτης.
παράς, ο, το χρήμα «Αυτό του χουράφ’ αξίζ’ πουλνοί παράδις». ΕΤΥΜ. <τουρκ. para < περσ. para = κομμάτι, τμήμα, νόμισμα.ψ
παρασκάρου, ρ., 1. βόσκω τη νύχτα τα ζώα, «Θα παρασκάρου τα γίδια τ’ νύχτα κανά δυο ώρις να φάν’». 2. σηκώνομαι τη νύχτα από τον ύπνο και τρώγω. «Η μάνα μ’ ανοίγ’ του βράδ ψυγείου κι παρασκάρ’». ΕΤΥΜ. <παρά + μτγν. < αρχ. σκαίρω = χορεύω, χοροπηδώ < σκάρος = έξοδος κοπαδιού για βοσκή.
παρασκάρ’σμα, το, το βόσκημα κατά τη δάρκεια της νύχτας. «Μιτά του παρασκάρ’σμα φέρι τα γίδια στου μαντρί».
παρασόλ’, το, η ομπρέλλα. «Πάρι κουντά του παρασόλ’ γιατί θα σι κάν’ η βρουχή παπί». ΕΤΥΜ. < ιταλ. parasale < para - ( < parare = καλύπτω, προστατεύω < λατιν. paro+sole = ήλιος < λατιν. sol.
παρασούμ’ το, το παρατσούκλι. «Γιατί τουν φουνάειζς μι του παρασούμ’ κι δε τουν φουνάειζς μι του όνουμα». ΕΤΥΜ. < μεσν. σουσούμι <σύσσημον = χαρακτ. προσώπου.
παραστάμ’, το, η στάμνα μεσαίου μεγέθους. «Πάρι του παραστάμ’ κι πήγινι στη βρύσ’ να φέρ’ς νιρό». ETYM. < παρά + στάμνα < αρχ. σταμνός = δοχείο που στέκεται όρθιο.
παραστατό, το, το πάνω μέρος από το κούφωμα. «Στου παραστατό έχου κριμμάσ’ τα διρπάνια. Πάρτα να πάμι για θέρου».
παραστάτ’ς, ο, η εσοχή του παραθυριού. «Ακούμπα τ’ κανάτα μι του νιρό στουν παραστάτ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. παρίσταμαι < παρ(α) - + ίσταμαι.
παράτιρου, το, το ανόμοιο, το παράταιρο. «Αυτά τα γάντια πήγινί τα πίσου γιατί είνι παράτιρα». ΕΤΥΜ. < παρά - + - ταιρος < ταίρι
παρατόρ’σα, ρ., ξεθεώθηκα. «Θα κάτσου λίγου γιατί παρατώρσα απ’ τη δ’λειά».
πάρα τσιοκ, πάρα πολύ, υπερβολικά. «Αυτό του χ’νέρ’ που έπαθα είνι πάρα τσιοκ».
παρατσ’νάδ’, το, το κλωρίζι. «Όταν κλαδέψ’ τ’ς ιλιές κόψι κι τα παρατσ’νάδια». ΕΤΥΜ. < μεσν. τσίνω < τίνω < τινάζω.
παραφέρνου, ρ., παρομοιάζω. «Σι παραφέρνου μι ένα φίλου που είχα στου στρατό». ΕΤΥΜ. < παρά + αρχ. φέρω.
παραφκιάνου, ρ., 1. υπερβάλλω, «Ιδώ π’ τα λέμι δεν είνι έτσ’. Τα παραφκιάν’ς λιγάκ’». 2. ετοιμάζω κάτι παραπάνω από όσο πρέπει. «Παράφκιασις φαΐ». ΕΤΥΜ. < παρά + φτειάνω < μεσν. φτειάνω <φθειάνω.
παραφ’λάου, ρ., 1. στήνω ενέδρα σε κάποιον, «Τουν παραφύλαξι στ’ν απιγκουνή κι τουν ίδιρι». 2. βόσκω τα γίδια. «Η Γιάνν’ς δεν είνι ιδώ. Παραφ’λάει τα γίδια στου β’νό». ΕΤΥΜ. < παρά + φυλάγω < αρχ φυλάκ-jω < φύλαξ – ακος.
παράχουμα, το, το σκέπασμα με χώμα, ο ενταφιασμός. «Μιτά του παράχουμα θα θυμιάσουμι κι λίγου».
παραχουμένους, μτχ ο, ο σκεπασμένος με χώμα, ο ενταφιασμένος. «Είσι παραχουμέν’ φουτιά».
παραχώνου, ρ., 1. χώνω κάτι στη γη, «Θα παραχώσου του καλουκαίρ’τα πουδάρια μ’ στ’ν αμμούδα γιατί μι πουνούν». 2. ενταφιάζω. «Τουν παράχουσαν σήμιρα του μακαρίτ’ του Νίκου» ΕΤΥΜ. < αρχ. παραχώνυμι < παρά - + χώνυμι.
παραψιακώνουμι, ρ., 1. παραδίνομαι από τη μεγάλη κούραση στη νύστα. «Παραψιακώθ’κα σήμιρα απ’ τη δ’λειά κι νυστάζου» 2. κουράζομαι από τον καυτό ήλιο. «Τουν παραψιάκουσι η ήλιους». ΕΤΥΜ. < ψιακή = δηλητήριο + κατάλ.- ώνω < ψιακί < ψιάκιον υποκ. του μτγν. ψίαξ = δηλητήριο.
παρδάλου, η, επίθ., παρδαλή κατσίκα. «Έχου μια παρδάλου στου κουπάδ’ κι βγάζ’ πουλύ γάλα». ΕΤΥΜ. < παρδαλέη = πολύχρωμο δέρμα.
παρέκ’, επίρρ,. πιο κεί και με το «σια» μπροστά έχει την έννοια του τερματισμού ενός γεγονότος. «Πήγινι παρέκ’ γιατί δε χουράμι». «Του έφαγις ούλου του φαΐ; Τώρα! Σια παρέκ’». ΕΤΥΜ. < παρά + εκεί < αρχ. εκεί < ε - + -κει.
παρηγουριά, η, 1. η παρηγοριά, «Παρηγουριά δεν το ’χ’ που τουν γέλασαν». 2. το νεκρόδειπνο. «Μιτά τ’ κηδεία να έρθητι στ’ παρηγουριά». ΕΤΥΜ. < αρχ. παρ(α) - + - ήγορος < αγορά < αγορεύω.
παρίπια, τα 1. τα ξύλα για τη καθέλκυση του σκάφους, 2. είμαστε στα παρίπια = είμαστε έτοιμοι για κάτι. «Φέρι τα παρίπια να βγάλουμι όξου τ’ βάρκα».
παρτάλ’, το, το κουρελιασμένο ρούχο. «Αυτό του παντιλόν’ που φουράς είνι σκέτου παρτάλ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. partal = το φθαρμένο.
παρτάλ’ς, ο, επίθ., ο ρακένδυτος, ο ατημέλητος. «Ένα καλό ρούχου δε βάζ’. Σαν παρτάλ’ς κατιβαίν’ στου καφινείου».
παρτσιάδια, τα, τα κομμάτια βρασμένου κρέατος. «Έμεινι κανένα παρτσιάδ’ ή τα χαψάρουσίτι ούλα»; ETYM. < τουρκ. parça < περσ. parca = κομμάτι.
παρτσιακ’λό, το, επίθ., το χαζοχαρούμενο, το ανήσυχο. «Δε ξέρ’ τι θέλ’. Ντιπ παρτσιακ’λό είνι». ETYM. < τουρκ. pörsük = κουρελιασμένος γερασμένος.
παρ’τσόλ’, το, κουρέλι, το ξεσχισμένο ρούχο. «Καμιάφουρα δε ντύνιτι καλά. Ούλου παρτσόλια φουράει». ΕΤΥΜ. < πρόθ. παρά + τσουλί < τσόλι = κιλίμι, κουρέλι, < μεσν. τσούλιν, τουρκ. cul.
πάσα ένας, (φράση) ο καθένας. «Μη δίν’ς του μ’λάρ’ στουν πάσα ένα».
πασάρου, ρ., 1. δίνω πάσα, 2. πουλώ ξεγελώντας κάποιον. «Τουν πασάρ’σαν ένα αμάξ’! Ντιπ σαράβαλου είνι». ΕΤΥΜ. < ιταλ. passar = περνώ < λατιν. passare < passus = ρήμα.
πασούμ’ ή πασουμάκ’, το, είδος παντόφλα γυναικείας. ΕΤΥΜ < τουρκ. pasmak. «Έκανα δώρου τα’ γναίκα μ’ ένα ζιβγάρ’ πασουμάκια».
πασπαλάς, ο, το βρασμένο χοιρινό κρέας με χοιρινό λίπος (λίγδα) και φυλαγμένο σε πήλινα δοχεία (βουτνάρις) «Του μ’σό του γ’ρούν’ θα του κάνουμι πασπαλά για του χ’μώνα». ΕΤΥΜ. < αρχ. πασπάλη.
πασπαλίζου, ρ., ρίχνω σε γλυκά διάφορες αρωματικές σκόνες ή μπαχαρικά. «Πασπάλ’σι τ’ς κουραμπιέδις μι λουκουμόσκουν’».
πασπάλισμα, το, η εργασία πασπαλίσματος. «Δε θέλ’ν τα γλυκά πουλύ πασπάλισμα».
πασπαλ’σμένους, έν’, ένου, μτχ., πασπαλισμένος. «Οι κουραμπιέδις είνι πασπαλ’σμέν’ μι λουκουμόσκουν’».
πασπατεύου, ρ., ψαχουλεύω, ανιχνεύω. «Τι πασπατεύ’ς τόση ώρα κι έκανις άνου κάτ’ του σπίτ’»; ΕΤΥΜ. < μεσν. πιθ. < πασπαλεύω < αρχ. πασπάλη.
πασπάτιμα, το, το ψαχούλευμα. «Τα έχασα τα γάντια μ’ αλλά θα τα βρω μι του πασπάτιμα».
παστός, ο, ο παστωμένος με άλας αλλά και το χοιρινό λίπος. «Τουν παστό απ’ του γ’ρούν’ θα τουν κάνουμι τσιγαρίδις». ΕΤΥΜ. < αρχ. παστός = αλατισμένος < πάσσω = ραίνω.
πάστρα, η, το καθάρισμα. «Δυο μέρις έφαγα μι τ’ν πάστρα».
παστρεύου, ρ, καθαρίζω. «Τώρα του Πάσχα θα παστρέψουμι καλά του σπίτ’». ΕΤΥΜ. μεσν. < σπαρτεύω = καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο, σπαστρεύω >σπάστρα >πάστρα.
παστρίκου, η, η πολύ καθαρή γυναίκα. «Η Γιώρ’ς πήρι μια παστρίκου»!
πάστριμα, το, βλέπε λ. πάστρα.
πατατούκα, η, το ημίπαλτο μάλλινο, ή από τσόχα. «Θα φουρέσου στου χουράφ’ τ’ πατατούκα γιατί κρυάδιασι». ΕΤΥΜ. < βεν. Patatuco.
πατέλ’ς, ο, επίθ., ο κουτσός. «Δε μπουρεί να πουρπατήσ’ καλά γιατί είνι πατέλ’ς». ΕΤΥΜ. < λατιν. ratella υποκ. του pateo = είμαι ανοιχτός.
πατήτρις, οι, τα προσδεμένα με σχοινιά σανίδια σε σχήμα πατούσας, στα μυτάρια του αργαλειού, που στην ύφανση ανεβοκατεβαίνουν για να περάσει η σαΐτα. «Να πατάς καλά τ’ς πατήτρις για να πιρνάει η σαΐτα». ETYM. < αρχ. πατώ.
πατιρίτσα, η, η ποιμαντορική ράβδος, το μπαστούνι. «Φέρι τ’ πατιρίτσα μ’ να πάου στ’ν ικκλησία». ΕΤΥΜ. < πατεριτσή < μεσν. πατερική (ράβδος)
πατιρντί, το, η φασαρία , το γλέντι με φασαρία. «Χτές του βράδ’ στου σπίτ’ είχαμι μιγάλου πατιρντί». ΕΤΥΜ. < τουρκ. patirdi = θορυβώδης εργασία.
πάτιρου, το, η χοντρή σανίδα στο πάτωμα ή το κάθετο δοκάρι που στηρίζει τη στέγη. Συναντάται πάντα στερεότυπα με τη φράση: «Κουλουκύθια στου πάτιρου». Λέγεται όταν κάποιος αμφιβάλει τα λεγόμενα του συνομιλητή του. ΕΤΥΜ. < όψιμο μεσν. πάτερον < αρχ. πάτος + παραγ. επίθημα - έρον.
πατ’λιάρ’ς, ο, αυτός που κουτσαίνει ελαφριά. «Πουρπάτα καλά ρε πατλιάρ’»!
πατ’λίζου, ρ., κουτσαίνω προσωρινά. «Του πατ’λίζου λίγου του ένα του πουδάρ’ γιατί πάτ’σα ένα αγκάθ’».
πατ’λό, το, το μη σταθερό. «Βάλι μια πιτρούδα κάτ’ απ’ του τραπέζ’ γιατί είνι πατ’λό». ΕΤΥΜ. < ιταλ. patelea = γαβάθα.
πατόζα,η, η αλωνιστική μηχανή. «Κάθι χρόνου δούλιβα στ’ πατόζα».
πατουμένου, ρ., το ασπρισμένο, «Του δουμάτιου είνι πατουμένου»
πατούμινου, το, το παπούτσι. «Αμ’ τι καλά πατούμινα πήρις»; ΕΤΥΜ. βλέπε πατούνα.
πατούνα, η, το πέλμα, η πατούσα. «Πάτ’σα ένα αγκάθ’ κι μι πουνάει η πατούνα μ’». ΕΤΥΜ. < από το πατώ.
πατουσιά, η, το πρόχειρο δωμάτιο παλιού σπιτιού στο ισόγειο ή στον ημιόροφο. «Άναψι του τζιάκ’ που είνι στ’ πατουσιά για να σας κάνου τ’ πίτα».
πατώνου, ρ., 1. ακουμπώ με τα πόδια μου τον πάτο της θάλασσας, «Ιλάτι δω που πατώντι να κάν’τι μπάνιου». 2. ασβεστώνω, «Θα πατώσου του σπίτ’ μι ασβέστ’» 3. αλείβω το σταύλο ή το αλώνι με αργιλόχωμα, ανακατεμένο με βουνιές. «Του Πάσχα θα πατώσουμι ούλου του κατώι’». ΕΤΥΜ. < βλέπε πατούνα.
πατσάρας, ο, ο κεφάλας, ο κουτός, ο εγωιστής. «Τι πατσάρας είσι! Δε γυρίζ’ ντιπ του πατσί σ’».
πατσί, το, το κεφάλι. «Έχ’ ένα χουντρό πατσί! Ούτι γυρίζ’». ΕΤΥΜ. από το πατσάς. < τουρκ. paca < περσ. paca = πόδια και κεφάλι μαγειρεμένα .
πατσιά, η, η πατημασιά, η πατησιά. «Απού δω πέρασι αγρέγ’ρουνου. Γνουρίζου τ’ς πατσιές». ΕΤΥΜ. < αρχ. πάτος. Στην ποντιακή, το παθενί.
πατσιαβούρα, η, το πρόχειρο σφουγγαρόπανο. «Φέρι τ’ πατσιαβούρα να μάσουμι τα νιρά». ΕΤΥΜ. < βεν. pazza(d)ura < ρ. spazare = σκουπίζω, καθαρίζω. Αρχ. σημασία, αδειάζω, κενώνω < λατιν. spatium = χώρος.
πατσούρα, η, η ατημέλητη γυναίκα περασμένης ηλικίας. «Που τ’ βρήκις αυτή τ’ πατσούρα κι τ’ πήρις»; ΕΤΥΜ. < πιθ. από το πατσα(β)ούρα ή από το θηλ. του επιθ. πατσούρης/πατσουρός = πλακωτός – κουτσομύτης <πατσός + σίμος.
πάτσους, ή πάτσαρους ο, το μεγάλο κεφάλι. «Πήρα έναν πάτσαρου μουσχαρίσιου! Τρεις μέρις τουν τρώγαμι».
παχνί, η, η φάτνη. «Δέσι τα βόδια στου παχνί». ΕΤΥΜ. < παθν-ίον υποκ. του μτγν. πάθνη = κοίλη εσοχή.
παχνιάζου, ρ., βάζω στο παχνί τροφή για τα ζώα. «Θα παχνιάσου τα μ’λάρια κι έρχουμι».
πε, ρ. , πες. «Αν πας βόλτα, πε κι μένα».
πέλα, η, η λεπτή σανίδα μικρού μήκους. «Σήμιρα η μάστουρας τιλειών τ’ς πέλις κι αύριου αρχίζ’ τα κιραμίδια». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη πάλα = πλατύ μέρος του κουπιού.
πέρ’γυρους, ο, ο αυλόγυρος. «Στου σπίτι μ’ έχου πουλύ μιγάλου πέρ’γυρου». ΕΤΥΜ. < από το περίγυρος περί + γύρος < μτγν. γύρος = στρογγυλός < αρχ. γύη = καμπύλη.
πέταυρου, το, η λεπτή και μακρόστενη σανίδα ακατέργαστη για πρόχειρες κατασκευές. «Έφκιασα μια απουθήκ’ μι πέταυρα να βάζου μέσα τα ιργαλεία». ΕΤΥΜ. < αρχ. πέταυρον = σανίδα για κάθισμα των ορνίθων, <πεταυρίζω < πεταρίζω = πετώ με αστάθεια.
πέτ’νους, το, ο μεγάλος πετεινός. «Θα σφάξουμι έναν πέτ’νου να φάμι του μισ’μέρ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. πέτομαι = πετώ.
πέτσ’κους, ο, επίθ. ο τσαλακωμένος, ο στραβός, ο κακοφτιαγμένος. «Ούλα τα σανίδια που πήρις είνι πέτσ’κα». ΕΤΥΜ. < πιθ από τη λέξη πετσί.
πέτσουμα, το, 1. το πέτσωμα, η επένδυση με σανίδες ή άλλο υλικό, «Άμα τιλειώσου του πέτσουμα θα βάψουμι τ’ς σανίδις». 2. το χόρτασμα. «Τι πέτσουμα ήταν αυτό! Μι πουνάει η κοιλιά μ’».
πεύκ’, το, η μικρή υφαντή κουβέρτα. «Του στρώνου πεύκια δώδικα γιουρδάνια δικατέσσιρα». Δημ. τρ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < μεσν. πεύκι <μτγν. επεύχιον = χαλί που πάνω προσεύχονται.
πηρέτιου, το, η εξυπηρέτηση ειδικά σε ηλικιωμένα άτομα. «Γέρασα κι σι λίγου θέλου πηρέτιου». ΕΤΥΜ. < αρχ. υπηρέτης = κωπηλάτης < ερέτη = κωπηλάτης.
πηχούδ’, το, το νήμα που είναι τυλιγμένο στο «τ’λιγάδ’» και πρόκειται να μπει στην ανέμη. «Βάλι του πηχούδ’ στ’ν ανέμ’ να του μασουρίσουμι». ΕΤΥΜ. < αρχ. πήχυς + υποκ. επίθημα ούδ(ι).
πηχτή, η, το βρασμένο κεφάλι γουρουνιού. «Του γρουνουπάτσ’ του κάναμι πηχτή». ΕΤΥΜ. < μτγν. πηχτή, ουσιαστικοποιημένο θηλ. του αρχ. επιθ. πηκτός.
π’θαμάρ’κου, το, επίθ., όσο μια πιθαμή, κοντό. «Για διε τουν του π’θαμάρκου που μας κάν’ κι τουν καμπόσου»! ΕΤΥΜ. < αρχ. με παραγ. επίθημα - μη < πιθ. από το σπιδής, σπιδύς = μακρός.< σπίζω = εκτείνω.
πιάνουμι, ρ., 1. μουδιάζω, κουράζομαι, «Πιάσ’καν τα χέρια μ’ απού του σκάψ’μου». 2. κάνω συμφωνία για να δουλέψω κάπου, «Δε μπουρώ να σι βουηθήσου, γιατί πιάσ’κα στ’ πατόζα». 3. υπολογίζω. «Γιατί ρε; Δε σι πιάνουμι κι δε μι παiρν’ς στη δ’λειά; ΕΤΥΜ. < από τον αόριστο έπιασα του αρχ. ρήμ. πιάζω.
πιδέξιους, επίθ., ο επιδέξιος. «Είνι πουλύ πιδέξιου πιδί. Ούλα τα καταπιάνιτι» ΕΤΥΜ. < επί + δέχομαι.
πιδί, το, 1. το παιδί, 2. το αγόρι. «Έχου ένα πιδί κι ένα κουρίτσ’».
πιδιμός, ο, το βασάνισμα, ο παιδεμός. «Αυτό του αμπέλ’ σκέτους πιδιμός είνι. Θέλ’ πουλύ δ’λειά». ΕΤΥΜ. < αρχ. παιδεύω.
πιεί, το, η πόση οινοπνευματωδών. «Τώρα τιλιφταία το ρ’ξαμι πουλύ στου π’χι. Δε μας κόβ’ να σταματήσουμι». ΕΤΥΜ. < πιοτό < πίνω.
πιθαμός, ο, ο θάνατος. «Έπισι στου κριβάτ’ απ’ τ’ στιναχώρια για πιθαμό». ΕΤΥΜ. < απεθαίνω < αρχ αποθνήσκω.
πιθιρ’κά, τα, τα πεθερικά. «Τα πιθιρκά μ’ μι βου’ηθσαν πουλύ».
πικράγγουρου, το, ο καρπός πικραγγουριάς. «Βάλι καμπόσα πικράγγουρα να σι πιράσ’ του στραμπούληγμα».
πικρακόλλα, η, το αγριοχόρταρο σαν το ραδίκι που έχει πικρή γεύση. «Δε βρήκα πουλλά ζουχιά κι έμασα κι πικρακόλις». ΕΤΥΜ. < πικρός + κόλλα < αρχ. κολ-jα.
πιλαΐζου, ρ., 1. ανοίγομαι στο πέλαγος, «Ούλ’ τ’ν νύχτα πιλάιζα κι ψάρ’ δεν έπιασα». 2. αγωνίζομαι, ασχολούμαι κάτι με τις ώρες. «Τι πιλαΐειζ ούλ’ μέρα κι δε τιλειών’ς»; ΕΤΥΜ. < αρχ. πελαγίζω = διαπλέω το πέλαγος.
πιλατεύου, ρ., γυροφέρνω κάποιον για καλόπιασμα. «Για να τουν πιλατεύ’ τόση ώρα, κάτ’ θέλ’». ΕΤΥΜ. < από το Πιλάτος < λατιν. pilatus = οπλισμένος με ακόντιο pilum = ακόντιον.
πιλέκ’, το, το μικρό και πλατύ κομμάτι ξύλου, «Μάσι κάμπουσα πιλέκια για να ανάβουμι τ’ φουτιά».
πιλέκα, η, το μεγάλο πελέκι. «Κάνι ένα κούτσουρου μι του τσ’κούρ’ πιλέκις για προυσανάμματα».
πιλέκ’μα, το, το πελέκημα ξύλων ή πεύκων για την εξαγωγή ρυτίνης. «Ούλου του καλουκαίρ’ ασχουλούμι μι του πιλέκ’μα».
πιλικάου, ρ., 1. ισιάζω με το τσεκούρι ένα ξύλο, «Θα πιλικίσου λίγου του στυλιάρ’ γιατί δε χουράει στου τα’κούρ’». 2. πληγώνω το πεύκο με το σκεπάρνι για να τρέχει το ρετσίνι. «Θα πιλικίσου τα πεύκα γιατί άρχισι κι τρέχ’ η ριτσίν’».
πιλικημένους, μτχ. πελεκημένος. «Τα τσιάμνια αυτό τουν κιρό είνι πιλικημένα».
πιλικούδ’, το, το πολύ μικρό πελέκι. «Θα καεί του πιλικούδ’». ΕΤΥΜ. <υποκορ. του μεσν. πελεκούδα < πελεκίδα < αρχ. πελεκώ.
πινισιάρ’ς, αυτός που πενεύεται, ο καυχησιάρης. ΕΤΥΜ < λ. έπαινος «Σταμάτα κι λίγου ρε πινισιάρ’»!
πινώ, ρ., επαινώ. «Μη τουν πινάς τόσου πουλύ γιατί θα του πάρ’ απάνου τ’». ΕΤΥΜ < λ. έπαινος.
πινεύουμι, ρ., πενεύομαι. «Σι βαρέθ’κα συνέχεια να πινέβισι».
πιπιλιά, η, η στάχτη. «Πέταξι απ’ του τζιάκ’ τ’ πιπιλιά». ETYM. < μεσν. <ιταλ. pipilare ή από το αρχ. παιπάλη >παιπάλη >πεπελιά >πιπιλιά.
πιπιλιάρ’ς, ο, επίθ., αυτός που δε ζεσταίνεται εύκολα. «Άσ’ τουν τουν πιπιλιάρ’. Ούλου κουντά στου τζιάκ’ κάθιτι».
πιπιλιασμένους, ο, μτχ., ο γεμάτος στάχτη. «Τα λουκάν’κα έπισαν στ’ φουτιά κι είνι ούλα πιπιλιασμένα».
πιπιλόγατους, ο, ο γάτος που κάθεται δίπλα στο τζάκι. «Βγάλι όξου στ’ν αυλή τουν πιπιλόγατου».
πιρασιά, η, το οριζόντιο δοκάρι στο σκεπαστό. «Πρώτα θα βάλουμι τ’ς πιρασιές κι ύστιρα τα τσ’μπίδια». ΕΤΥΜ. < από το ρ. περνώ.
πιραστ’κά, τα, το κοπάδι που φεύγει από τον ένα τόπο και πηγαίνει στον άλλο. «Πιρνούν τα πιραστ’κά. Είδα τ’ σκόν’ απού μακριά». ΕΤΥΜ. < θ. περασ- ( από τον αόρ. πέρασα του ρ. περνώ) + παραγ. επίθημα - τος.
πιράτουμα, το, το αμπάρωμα. «Δε φτάν’ μουνάχα του πιράτουμα τ’ς πόρτας . Θέλ’ κι κλείδουμα».
πιρατουμένου, το, μτχ., το αμπαρωμένο, το κλειδωμένο. «Όταν φύγ’ς απ’ του σπίτ’ να προυσέξ’ς αν είνι καλά πιρατουμένου». ΕΤΥΜ. < αρχ. περατώ <πέρας.
πιράτ’ς, ο, η αμπάρα, το σίδερο ή το ξύλο που ασφάλιζε τη πόρτα από μέσα. «Όποιους μπαίν’ τιλιφταίους στου σπίτ’ να βάζ’ τουν πιράτ’». ΕΤΥΜ. < μτγν. περάτης < περατής < περώ.
πιρατώνου, ρ., αμπαρώνω. «Πιράτουσαν τ’ πόρτα κι τώρα πρέπ’ να φουνάξουμι να μας ανοίξ’ν». ΕΤΥΜ. < αρχ. περατώ < πέρας
πιργέλιου, το, το κορόιδεμα. «Δεν μπουρείς να κρίν’ς μι του Γιώρ’. Ούλου στου πιργέλιου του ρίχν’».
πιργιλάου, ρ., κοροϊδεύω. «Μην πιργιλάς γιατί μπουρεί να πάθ’ς του ίδιου». ΕΤΥΜ. < περί + γελώ < αρχ. γελώ = λάμπω, γελώ.
πιρδίκλα, η, 1. το σχοινί που έδεναν τα πόδια των ζώων για να μη φύγουν «Βάλι τα μ’λάρια τ’ς πιρδίκλις να μη μας φύβν’», 2. το εμπόδιο που βάζουμε σε κάποιον για να πέσει κάτω. «Βάλ’ τουν μια πιρδίκλα να πέσ’ κάτ’ να γιλάσουμ». ΕΤΥΜ. < αρχ. πέδη < μεσν. πέδικλον < λατιν. pedikulus υποκ. του pes = πόδι.
πιρδίκλουμα, το, το δέσιμο των ζώων από τα πόδια για να μην απομακρυνθούν. «Έπισι του μ’λάρ’ στου γκρέμνου απ’ του πιρδίκλουμα».
πιρδικλουμένου, το, μτχ., δεμένα τα μπροστινά πόδια. «Η γάδαρους είνι πιρδικλουμένους κι δε μπουρεί να σαλέψ’».
πιρδικλώνου, ρ., 1. βάζω την πεδίκλα στα ζώα, «Πιρδίκλου τα μ’λάρια να μη φύβ’ν». 2. βάζω το πόδι μου μπροστά σε κάποιον για να πέσει. «Πιρδίκλουσί τουν να πέσ’ να γιλάσουμι.
πιριδρουμιάζου, ρ., τρώω πολύ. «Δεν αφήν’ τα πιδιά τίπουτα στου σπιτ’. Τα πιριδρουμιάζ’ν ούλα».
πιρίδρουμους, ο, το πολύ και καλό φαγητό. «Μας κάλισαν για τραπέζ’ κι φάγαμι τουν πιρίδρουμου». ETYM. < αρχ. ουσιαστικοποιημένο του επιθ. περίδρομος < περί - +δρόμος.
πιρικνάδα, η, η φακίδα. «Του κουρτσούδ’ είνι γιουμάτου πιρικνάδις». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. περικνός.
πιριμινίτι μι, ρ., να με περιμένετε. «Πιριμινίτι μι κι ’μένα»
πιριπλουκάδα ή πιρικουκλάδα. η, η περικοκλάδα. «Οι πιριπλουκάδις σκαρφάλουσαν απάν’ στου πλατάν’». ΕΤΥΜ. < περιπλοκάδα (παρετυμ. επίδρ. της λέξης κλαδί).
πιρισσιβούμινα, τα, μτχ., τα περισσεύματα. «Έχου λιφτά πιρισσιβούμινα. Αν θέλ’ς σι δανείζου». ΕΤΥΜ. < αρχ. περισσός.
πιρίσσιμα, το, το περίσσευμα. «Έχ’ φαΐ πιρίσσιμα. Όποιους θέλ’ μπουρεί να φάει».
πιριχώ, ρ., περιχύνω, χύνω κάποιο υγρό γυρω-γύρω. «Θα σι πιριχύσου νιρό να λουστείς». ΕΤΥΜ. < μτγν. < αρχ. περιχέω < περί - +χέω.
πιρ’λαβαίνου, ρ., 1. καταπιάνομαι, «Πιρίλαβα του σπίτ’ απού του προυί». 2. χτυπώ, «Σα σι πιριλάβου στου κουντουρούπ’ θα σι μάθου ιγώ». 3. γλωσσοκοπώ, «Τουν πιρίλαβα στα λόια. Ούτι θ’μάμι τι τουν είπα». 4. αναλαμβάνω. «Άστου του σκάπσ’μου, Θα του πιριλάβου ιγώ». ΕΤΥΜ. <περί + λαμβάνω.
πιρουνιάζου, ρ., 1. τρυπώ κάτι με πηρούνι, «Πηρούνιασι του κρέας κι μη του τρώς μι τα χέρια». 2. διατρυπώ, διεισδύω. «Άναψι του τζιάκ’ γιατί μας πιρούνιασι του κρύου». ΕΤΥΜ. < αρχ. περονάω = τρυπώ με περόνη.
πιρπατ’σιά, η, η περπατησιά. «Έχ’ γλήγουρ’ πουρπατσιά του μ’λάρ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. από τον αόρ. περπάτησα του ρ. περπατώ+επίθημα - ια.
πιρ’σσεύου, ρ., περισσεύω. «Σι πιρ’σσεύ’ν παράδις να μι δώεισς»;
πιρτσίν’, το, το ειδικό καρφί που έχει κεφάλι και από τις δυο μεριές και συγκρατεί δυο αντικείμενα ενωμένα. «Βάλ’ του δυο πιρτσίνια του μαχαίρ’ να μη κ’νιέτι». ΕΤΥΜ. < μεσν. πίρος < ιταλ. piro. < τουρκ. perçin = πιρτσίνι
πισκέσ’, το, το δώρο, το φιλοδώρημα. «Κάθι φουρά που πηγαίνου στ’ γιαγιά μ’ μι δίν’ πισκέσια». ΕΤΥΜ. < μεσν. πεσκέσιον < τουρκ. peşkeş <περσ. peskas = δώρο.
πισκίρ’, το, η πετσέτα. ΕΤΥΜ. < τουρκ. peşkir = μεγάλη βαμβακερή πετσέτα. «Βάλι του ψουμί μέσα στου πισκίρ’».
πισκιώνου, ρ., φιλοδωρίζω. «Όμπουτι πάου στ’ γιαγιά μ’ μι πισκιών’». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. πισκέσ’.
πισώκουλα, επίρρ., όπισθεν. «Έρχουνταν μι του τρακτέρ πισώκουλα κι παράμασι του πιδί. Ιφτυχώς που δεν έπαθι τίπουτα». ΕΤΥΜ. < πίσω + κώλος < αρχ. κώλον.
πιστάρια, τα, τα πίσω καμαρωτά ξύλα του σαμαριού. «Τιλείουσα κι τα πιστάρια στου σαμάρ’». ΕΤΥΜ. < από το επίρρ. όπισθεν.
πιτακάς, ο, το πουλί στην αρχή του πετάγματος. «Έχ’ στου πεύκου μια φουλιά μι πέντι πιτακάδις». ΕΤΥΜ. < από το ρ. πετώ < μεσν. πετώ < αρχ. πετάννυμι.
πιτανάρ’, το, η λεπτή πλάκα. «Τιλείουσαν οι καλές οι πέτρις κι απόμ’ναν τα πιτανάρια». ΕΤΥΜ. < μεσν. πετώ < αρχ. πετάνυμι = απλώνω, ανοίγω.
πιτιά, η, η επιτυχία , η επίτευξη του στόχου. «Πιτιά που του είχα του φαϊ σήμιρα!» ΕΤΥΜ. < από τη λ. επιτυχία.
πιτήδιους, επιθ. επιτήδειος. «Η Γιάνν’ς ούλα τα βουλεύ’. Είνι πουλύ πιτήδειους».
πιτ’νάρ’, το, ο μικρός πετεινός. «Έχου δέκα πλάδις κι δέκα πιτ’νάρια». ΕΤΥΜ. < πετεινόν, πετινάριον.
πιτούμινου, το, ο χαρταετός. «Τ’ Καθαρή Διφτέρα θα πιτάξου του πιτούμινου».
πιτριά, η, 1. το πετροβόλημα, «Κάτσι καλά θα σι μάσου μι πιτριές». 2. η σπόντα για απόσπαση πληροφοριών. «Θα τουν ρίξου μια πιτριά για τ’ν Άννα να διω τι θα μι πει».
πιτρουζούλ’μα, το, το σκληρό ζούλημα στο πέλμα από πέτρα. «Χτύπ’σα του πουδάρ’ σι μια πέτρα κι έχου πιτρουζούλ’μα». ΕΤΥΜ. < από το πέτρα + ζουλώ < μεσν. ζουλίζω < αρχ. διυλίζω.
πιτρουτός, ο, επίθ., ο πολύχρωμος, ο πιτσιλωτός. «Έχου δέκα πιτρουτές πλάδις».
πιτσ’κάρ, το, βλέπε λ. πίτσκου.
πιτσ’κάρου, ρ., παίρνω κυρτό σχήμα, λυγίζω. «Πιτσκάρ’σι η πόρτα κι δεν ανοίγ’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. pizzicare = τσιμπώ < pizzo = αιχμή, κορυφή.
πιτσ’κάρσμα, το, το λύγισμα, η κύρτωση. «Διέ πιτσκάρ’σμα που έχ’ η κλαβανή. Δε κλείν’ μι τίπουτα».
πιτσ’καρ’σμένου, το, μτχ., το κυρτωμένο. «Ούλα τα σανίδια απ’ του πάτουμα είνι πιτσ’καρ’σμένα».
πίτσ’κου, το, πολύ μικρό. «Δε ντρέπισι κι έδειρις αυτό του πίτσκου»; ΕΤΥΜ. < από το πίτσικος < τουρκ. piç + παραγ. επίθημα.- ικος = μπάσταρδος.
πιτσόκουμα, το, το κομμάτιασμα. «Τι πιτσόκουμα είνι αυτό ρε Γιώρ’. Ούτι να ξουριστείς δε νουγάς».
πιτσουκόβου, ρ., κομματιάζω, κόβω άτσαλα. «Τ’ς πιτσόκουψα πουλύ τς’ ιλιές. Δεν άφ’σα τίπουτα». ΕΤΥΜ. < μεσν. πετσίν υποκ. του ιταλ. pezzo = κομμάτια < pezza = πέτσα < πέσκιον υποκ. του μτγν. πέσκι.
πιτσουκουμένου, το μτχ. το κομματιασμένο. «Πήγα να κόψου ένα τσιάμ’ κι του βρήκα πιτσουκουμένου».
πιτσουμένου, το, μτχ., το καλυμμένο, το επενδυμένο. «Ούλα τα ταβάνια απού του σπίτ’ είνι πιτσουμένα».
πιτσώνου, ρ., 1. δέρνω, «Δε κά’νταν καλά στου σχουλείου κι τουν πέτσουσι η δάσκαλους». 2. χορταίνω, «Είχαμι σήμιρα κρέας κι τ’ πέτσουσα για τα καλά». 3. καλύπτω κάτι με σανίδες, «Θα πιτσώσου του ταβάν’ να μη χάσκ’». 4. κάνω έρωτα (μόνο επί ανδρών). «Μιτά του φαΐ τ’ς τουν πέτσουσα τ’ Συρίγου». ΕΤΥΜ. < μεσν. πετσίν, υποκ. του ιταλ. pezzo = κομμάτι < pezza < πέσκιον υποκ. του πέσκος = δέρμα, φλούδα.
πιτ’χαίνου, ρ., επιτυγχάνω, συναντώ. «Αν σι πιτύχου πουθινά θα σι σπάσου στου ξύλου». ΕΤΥΜ . < αρχ. επιτυγχάνω.
πιτ’χιά, η, η επιτυχία, η συνάντηση, η ευστοχία. «Πιτ’χιά που τουν είχα του λαγό. Στου κιφάλ’ τουν κουπάν’σα».
πλάδα ή απλάδα, η, η πουλάδα, η νεαρή κότα. «Είνι ακόμα π’λάδις κι δε γιννάν’ αυγά». ΕΤΥΜ. < πουλί + παραγ. επίθημα - άδα.
πλάζιτι, ρ, πάντα στο τρίτο πρόσωπο, είναι, υπάρχει. «Δε πλάζιτι ψυχή». ΕΤΥΜ. < ρ. πλάθω από τον αόριστο έπλασα του αρχ. πλάσσω, ομηρ. πλάζω < πλάττω < πλάθω.
πλαϊάζου, ρ., 1. πλαγιάζω, «Του τσιάμ’ πλάιασι απ’ τουν αέρα». 1. πέφτω να κοιμηθώ, «Θα πλαϊάσου μια ώρα του μισμέρ’ γιατί πόστασα». ΕΤΥΜ. <μεσν. πλαγι(ν) < αρχ. πλάγιον ουσ. του επιθ. πλάγιος.
πλάϊασμα, το, το πλάγιασμα , η κατάκληση. «Διέ του του τσιάμ’ πλάϊασμα που έχ’. Όπ’ νάνι θα πέσ’».
πλαϊασμένου, το, μτχ., το πλαγιασμένο. «Του τσιάμ’ είνι πλαϊασμένου απ’ τουν αέρα».
πλακουτήρα, η, η παγίδα για πουλιά με μια πλάκα ή καλάμια ενωμένα. «Έπιασα πέντι κουτσ’φοί μι τ’ πλακουτήρα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μτγν. πλακώ = επιστρώνω με μαρμάρινες πλάκες < αρχ. πλάξ - κός.
πλάλ’μα, το, το τρέξιμο, το πιλάλημα. «Λαχάνιασα απού του πλάλ’μα».
πλάλους, ο, ή πλάλα η, το τρέξιμο. «Μπαρμπαρίσ’καν (συναγωνίστηκαν) στουν πλάλου ποιος θα πιράσ’ τουν άλλου».
πλαλώ, ρ., τρέχω. «Έλα να πλαλήξουμι να διούμι ποιος θα διάβ’ τουν άλλου». ΕΤΥΜ. < αρχ. πιλαλώ = τρέχω.
πλαντάζου, ρ., σκάω από το κακό μου. «Στου τέλους ήρτα κι πλάνταξα». ΕΤΥΜ. < μεσν. πλαντλάσσω < πλατάσσω = χτυπώ μεταξύ τους δυο επίπεδα σώματα < αρχ. πλατός.
πλαρ’ ή πλαρίν’, το, πουλάρι, το μικρό γαϊδουράκι. «Άστου του πλάρ’ απουλ’τό. Ακ’λουθάει τ’ γαδούρα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. πωλάριον υποκ. του ουσ. πώλος.
πλαστήρ’, το, το στρογγυλό σανιδένιο επίπεδο με ένα χερούλι, που πάνω εκεί έβαζαν την πίτα για να την γυρίσουν ή έπλαθαν το ζυμάρι. «Γίν’κι η πίτα απού τη μιά μιριά. Θα τ’ γυρίσου μι του πλαστήρ’ κι απ’ τ’ν άλλ’ για να ψηθεί». ΕΤΥΜ. < μεσν. πλαστήριον < αρχ. πλάσσω + παραγ επίθημα - τήρι.
πλαστό, το, 1. το μη γνήσιο, 2. το ψωμί, το καρβέλι. «Βάλι τα πλαστά στ’ π’νακουτή να τα φουρνίσουμι».
πλάτ’, η, 1. η πλάτη, 2. (μεταφ.) το στήριγμα. «Έχ’ς πλάτις πίσου γι’αυτό τα κάν’ς αυτά». ΕΤΥΜ. < αρχ. < πλάτη θηλ. του πλατύς.
πλατάρ’, το, το οι φτερούγες των πουλερικών. «Αγόρασα να φάμι πλατάρια». ΕΤΥΜ. < πλάτος + υποκ. κατάλ. – άριον.
πλατσουμύτου, η, αυτή που έχει πεπλατυσμένη μύτη. «Αμάν ρε Νίκου! Που τ’ βρήκις αυτή τα πλατσουμύτου κι τ’ν πήρις»;
πλειότιρους, επίθ., ο περισσότερος. «Τώρα κάτ’ γίνιτι μι του λάδ’. Βγάζου πλειότιρου». ΕΤΥΜ. < αρχ. πλείων.
πλέξ’, η, 1. το πλέξιμο, «Φέρι να διω τ’ πλέξ απ’ τ’ μπλούζα 2. το κολύμπι. «Ξέρ’ καλή πλέξ’. Παίρν’ μέρους στου Διάπλου». ΕΤΥΜ. < από το πλέω.
πλια, επίρρ., πλέον, πια. «Αμάν πλιά! Δε βουλέβισι μι τίπουτα». ΕΤΥΜ. <μεσν. πλιό < πλέο < αρχ. πλέον.
πλιάκαρου,το, το πολύ μικρό, το τιποτένιο. «Πήρι η Γιώρ’ς ένα πλιάκαρου! Που του βρήκι»; ΕΤΥΜ. < από το ρ. πλακώνω. Αυτός που μοιάζει με πλάκα.
πλιατσαρίζου, ρ., κάνω πλατς- πλάτς πατώντας σε νερό. «Μη πλιατσιαρίειζς μι τα νιρά θα γίν’ς μούσκιμα».
πλιατσάρσμα, το, ο θόρυβος από το πλάτς- πλάτς. «Δε χόρτασίτι του πλιατσιάρ’σμα ούλ’ μέρα»; ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη.
πλιάτσ’κα, τα, το νοικοκυριό του εργένη, τα προσωπικά του αντικείμενα. «Άμα δε σι αρέζ’ μάσι τα πλιάτσ’κα σ’ κι φύγι». ΕΤΥΜ. < αλβαν. plaçka <σλαβ. pliatska.
πλιάτσ’κου, το, το λάφυρο, το προϊόν της κλοπής. «Τα έχου ούλα απού πλιάτσ’κου». ΕΤΥΜ. < σλάβ. platska < αλβαν. plaçkë = λεία.
π’λιάφ’, το, το πιλάφι. «Μι πουνάει του στουμάχ’ κι θα φάου πλιάφ’» ΕΤΥΜ. < τουρκ. pilâv.
πλιθιά, τα, τα τούβλα από λάσπη και άχυρα. «Στου Κιραμαριό παλιά έκαναν πλιθιά». ΕΤΥΜ. < αρχ. πλίνθος.
πλιμάτ’, το, το δίχτυ. «Έχου στ’ βάρκα τρία πλιμάτια αλλά θα ρίξου του ένα». ΕΤΥΜ. < αρχ. πλεγμάτιον υποκ. του ουσ. πλέγμα.
πλόκ’, το, ο μεσότειχος με άχυρα ή πρόχειρα υλικά. «Θα γκριμίσουμι τα πλόκια κι θα του χτίσουμι μι τούβλα». ETYM. < αρχ. < πλέκω.
π’λούδ’, το, 1. το μικρό πουλάκι, «Η φουλιά έχ’ πλούδια». 2. το μελίσσι που έχει βασίλισσα. «Έχου πέντι μιλίσσια άμανα κι πέντι π’λούδια».
πλουκάρ’, το, ολόκληρο το μαλλί από το πρόβατο. «Φέρι τα πλουκάρια να τα πλύνουμι για να τα πιράσουμι στα λανάρια». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη πλόκαμος = πλεξούδα μαλλιών. Αρχ. θ. πλοκ + παραγ επίθημα –αμος`
πλουμίδια, τα, τα στολίδια. «Πουλά πλουμίδια έχ’ του φουστάνι σ’ Μαρίγια». ΕΤΥΜ. < πλουμί + ίδι.
πλουμιδάτους, τ’, του, επίθ. ο πολύχρωμος. «Αγόρασα ένα φουστάν’ πμουμιδάτου».
πλούχ’ το, το σιδερένιο αλέτρι. «Ζέψι στα άλουγα του πλούχ’ να ουργώσουμι του χουράφ’».
π’λύχουρου, το, επίθ., το ευρύχωρο. «Είνι πουλύ πλύχουρου του παντιλόνι μ’». ΕΤΥΜ. < από το πολύχωρο, το απλόχωρο, πολύ + χώρος.
π’νακουτή, η, η πινακωτή, κορμός δέντρου λαξευμένος σε χωρίσματα, στα οποία τοποθετούσαν τα ψωμιά μετά το πλάσιμο και τα μετέφεραν στο φούρνο. «Φέρι του μισάλ’ να του απλώσουμι στ’ π’νακουτή». ΕΤΥΜ. ουσιαστικοποημένο θηλ. του επιθ. πινακωτός. < αρχ. πινάκιον = πιάτο.
πόρδους, ο, η πορδή. «Τουν στοίβαξις τουν πόρδου κιαρατά»! ΕΤΥΜ. <αρχ. πέρδομαι = κλάνω, αερίζομαι.
που, πρόθ. από. Που πάν’ που κάτ’ = από πάνω από κάτω.
πουγάλια ή απογάλια, επίρρ., σιγά-σιγά. «Πουγάλια γιαγιά θα πέεισς». ΕΤΥΜ. < μεσν. αγάλη(ν) < αγάληνα < αγαληνά < γαληνά, επίρρ. του αρχ. επιθ. γαληνός = ήμερος.
πουδαγριά, η, ακινητοποίηση των ποδιών από υπερβολικό φόβο. «Απού του φόβου μ’ έπιασι πουδαγριά κι δεν μπουρούσα να σαλέψου». ΕΤΥΜ. <αρχ. ποδάγρα = παγίδα για τα πόδια < ποδ(ο) - ( < πους, ποδός + άγρα = κυνήγι, σύλληψη.
πουδιά, η, 1. η οποιαδήποτε ποδιά, «Οι μαθήτριις ικείνα τα χρόνια πήγιναν στου σκουλειό μι τ’ πουδιά». 2. τα χαμηλά κλωνάρια της ελιάς που φτάνουν σχεδόν στο έδαφος. «Μη κόβ’ς τ’ς πουδιές στου κλάδιμα γιατί κάν’ καρπό». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ποδέα < αρχ. ποδείον = ταινία τυλιγμένη στα πόδια < πους, ποδός.
πουδόσταμου, το, το μπροστινό χοντρό μαδέρι του πλοίου που ξεκινάει από την καρίνα και καταλήγει στην πλώρη λίγο πιο πάνω από το κατάστρωμα. «Κουπάνσα του καράβ’ σι βράχια κι έσπασι του πουδόσταμου» ΕΤΥΜ. < πόδι + ίσταμαι = στέκομαι.
πουλ- πουλ, επιφώνημα για τις κότες να μαζευτούν. «Πάρι σ’τάρ’ κι φώναξι τα κότις πουλ, πουλ, να φάν’». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη.
πουλακαμένους, επίθ., φουκαράς, ταλαίπωρος. «Άσ’ τουν μη τουν πειράειζς. Είνι ντιπ πουλακαμένους». ΕΤΥΜ. < πολύς + καημένος
πουλακαμός, Χρησιμοποιείται στην κουβέντα όταν κάποιος λέει πολλά ψέματα. «Πουλακαμός»!
πουλιμάου, ρ., 1.. πολεμώ 2. προσπαθώ, καταβάλλω προσπάθειες,. «Τι πουλιμάς τρεις ώρις αυτού κι δε τιλειών’ς». ΕΤΥΜ. < αρχ. πόλεμος, ρ. πολεμάω-ώ.
πουλ’τώρα, ή ταπουλτώρα, επίρρ., πριν από λίγο. «Πού ήσαν πουλτώρα κι σι γύρ’βα»; ΕΤΥΜ. < πολύ(ώρα) + τώρα.
πουλ’φουμένους, ο, μτχ., ο διαλυμένος από κούραση, ο πεινασμένος. «Είμι πουλ’φουμένους απ’ τ’ πείνα».
πουλ’φώνουμι, ρ., πέφτω σε κόμμα, σε λήθαργο απο κούραση ή από πείνα. «Πουλφώθ’κα απ’ τ’ πείνα».
πουρδιάς, ο, ο κλανιάρης. «Ψόφ’σι στου κλάσ’μου η πουρδιάς». ΕΤΥΜ. <βλ. λ. πόρδους.
πουρδου- (ως πρώτο συνθετικό) σημαίνει το μικρό, το άχρηστο. «Αυτό του πουρδουράκ’ μι έφιρις να πιώ»;
πουρδουβούλουμα, το, ο άσημος άνθρωπος. «Ισύ πουρδουβούλουμα μη κρέν’ς».
πουρεύου, ρ., τα βολεύω, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα προσωρινά. «Θα πουρέψου όπους, όπους, μ’ αυτά που έχου κι μιτά θα πάρου κινούρια». ΕΤΥΜ. < αρχ. πορεύω, πορεύομαι < πόρος.
πουρτάρα, η, εξωτερική πόρτα αυλόγυρου. «Κλείσι τ’ πουρτάρα να μη μπει κανένας». ΕΤΥΜ. < μεγενθ. του πόρτα. < μεσν. πόρτα < λατιν. porta.
πουρτούδ’, το, το μικρό πορτάκι σε μεσοπάτωμα που δεν το πολυχρησιμοποιούσαν. «Βγάλι τα πράματα απ’ του πουρτούδ’».
πούσ’, το, η ομίχλη, η καταχνιά, η αντάρα. «Έπισι πουλύ πούσ’ κι δε μπουρώ να πουρπατήσου». ETYM. < τουρκ. pus. Είδος ομίχλης.
πουσταίνου, ρ., κουράζομαι, παύω από τη δουλειά από κούραση. «Έσκαβα του αμπέλ’ κι πόστασα πουλύ». ΕΤΥΜ. < μεσν. αποστέκω < αρχ. αφίσταμαι < παθ. αόριστος αποστάθηκα.
πουτσούλας, ο, καλοπερασάκιας. ΕΤΥΜ. < υποκ. της λ. πούτσος. «Δε δλέβ’ ντιπ. Τ’ν πιρνάει σαν πουτσούλας».
πρακόν’, το, η λίμα για τρόχισμα. «Φέρι μι του πρακόν’ να τρουχίσου τ’ τσ’κούρα».
πράμα, 1. το αντικείμενο, «Μάσι τα πράματα σ’». 2. το ζώο, κυρίως το υποζύγιο, γαϊδούρι, μουλάρι. «Πάεινι κι πότ’σι τα πράματα στ’ κουπάνα». ΕΤΥΜ. < αρχ. πράγμα < θ. πραγ- του ρ. πράττω.
πραματειά, η, το εμπόρευμα γυρολόγου. «Πάμι τ’ς πραματειές να αγουράσουμι τίπουτα για τα μ’κρά». ETYM. < αρχ. πραγματεία.
πραματιφτής ο, ο γυρολόγος, ο πραματευτής. «Πραματιφτής επέρασε κι έβαψε η πραματειά του». Δημ. τραγ. Νικήτης.
πρασ’νιάρ’ς, ο, επίθ., ο αρρωστιάρης. «Πήρι η Μαρίγια έναν πρασ’νιάρ’ κι είνι ούλου άρρουστους». ΕΤΥΜ. < πράσινος + παραγ επίθημα - άρης.
πρατσαλίζ’, ρ., πάντα στο τρίτο πρόσωπο. Κυριολεξία για τα κλαδιά που καίγονται στη φωτιά και κάνουν πράτς, πράτς. «Πουλύ πρατσαλίζ’ν τα κούτσουρα όταν είνι μι τα π’τίκια». ΕΤΥΜ.. < ηχομιμ. λέξη πράτς, πράτς.
πρατσάλ’σμα, το, ο ήχος πράτς, πράτς. «Βαριτό είνι του πρατσάλ’σμα στου τζιάκ’ απού τα κλαδιά».
πρίσκ’λις, οι, τα αγίνωτα αγριόσυκα. «Έμασα πρίσκ’λις κι θα κάνου γλυκό».
πρόπουλ’, η, η πρόπολη. Υλικό από ρετσίνι το οποίο οι μέλισσες κλείνουν ανοίγματα. «Κουβάλ’σαν οι μέλ’σσις ένα κάρου πρόπουλ’». ΕΤΥΜ. < προ της πόλης (των μελισσών).
πρόσφουλου, το, το αυγό που είναι πάντα στην κατιά για να μη ξενογεννούν οικότες. «Πήρις του πρόσφουλου απ’ τ’ κατιά κι οι κότις ξινουκατιάζ’ν». ΕΤΥΜ. < προς- + φωλό < αρχ. φωλεά < φωλιά.
πρόσφουρου, το, η λειτουργιά,το πρόσφορο. «Παρήγγειλα στου φούρνου ένα πρόσφουρου για τ’ν ικκλησία». ΕΤΥΜ. < αρχ. προσφέρω.
προυγούλ’, το, το λίπος γύρω από το λαιμό. «Σταμάτα του φαΐ γιατί έχ’ς κάν’ κάτ’ προυγούλια»! ΕΤΥΜ. < πρόθ. προ + γούλα = λαιμαργία < μεσν. γούλα < λατιν. gula.
προυζύμ’, το, το προζύμι. «Φέρι του προυζύμ’ να ξαξανώσουμι». ΕΤΥΜ. <μτγν. προζύμιον < προ- + - ζύμιον < ζύμη.
προυμήθεια, η, 1. η προμήθεια, 2. η συμβουλή. «Ούλου προυμήθεια είσι. Κάνι κι καμιά δ’λειά».
προυμ’θεύου, ρ., 1. συμβουλεύω. «Μέχρι πότι θα ζω να σι προυμ’θεύου»; 2. τροφοδοτώ. «Κάθι χρόνου τουν προυμ’θεύου ιγώ ρακί». ΕΤΥΜ. < μτγν. < αρχ. προμηθής = προνοητικός, < νεοελλ. προμήθεμα.
προυμηθιμένους, μτχ., 1. εφοδιασμένος, 2. μιλημένος εκ των προτέρων για κάτι. «Δεν τουν γιλάς. Είνι απού μπρουστά προυμιθιμένους».
προυμί, επίρρ., προτού. «Του ήξιρα προυμί μι του πεις».από την πρόθεση προ = προηγούμενα.
προύνα, τα, ο καρπός της προυνιάς. «Έφαγα πουλά προύνα κι στούμπουσι η κώλους μ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. προύνον < λατιν. ptunus < ελλ. προύμνις = δαμάσκηνο.
προυνιά, η, είδος θάμνου. «Οι λάκκ’ είνι γιουμάτ’ προυνιές».
προυσκέφαλου, το, το μαξιλάρι. «Φέρι ένα προυσκέφαλου να κοιμ’θώ». ΕΤΥΜ. < μτγν. προσκέφαλον < προς- + - κέφαλον < κεφαλή.
προυσκιφαλάδις, οι, τα μεγάλα προσκέφαλα. «Έχου στουν καναπέ δυο προυσκιφαλάδις».
προυσκώνουμι, ρ,. 1. υποβαστάζω, «Προυσήκου λίγου του τσιουβάλ’ να του βάλου στ’ πλάτ’». 2. σηκώνομαι όρθιος για να τιμήσω κάποιον. «Όταν πιρνάει απού δίπλα η Γιάνν’ς τουν προυσ’κώ’ντι ούλνοι». ΕΤΥΜ. < προς + σηκώνομαι.
προυσ’λιάδ’, το, το προσήλιο. «Έλα να φάμι στου προυσ’λιάδ’ γιατί έχ’ κρύου». ΕΤΥΜ. < προς + ήλιος.
προυσφάι, το, η ξηρή τροφή με ψωμί. «Μη φκιάν’ς φαΐ για αύριου. Θα πάρουμι κουντά προυσφάι». ΕΤΥΜ. < μτγν. προσφάγιον < προς- + - φάγιον < θ. φαγ του αρχ. απαρεμφ. φαγείν.
προυσώπατα, επίσημα πρόσωπα. «Είχι στ’ δουξουλουγία πουλλά προυσώπατα». ΕΤΥΜ. < αρχ. ομηρ. προσώπατα = πρόσωπα.
προυτσιάδ’, το, ο επιβήτορας τράγος. «Τουν Αύγουστου θα απουλύκουμι τα προυτσιάδια να προυτσίσ’ν τ’ς γίδις». ETYM. < σλαβ. prici, αλβ. perç, βλάχ. πρίτσου = ο τράγος.
προυτσιαδίλα, η, η μυρουδιά του τράγου την περίοδο του οργασμού. «Του κρέας δε τρώγιτι Μυρίζ’ προυτσιαδίλις».
προυτσίζου, ρ., βατεύω για τράγους ή κριάρια. «Τι έγινι Φιουρούλα; Προυτσίσ’κι η γίδα σ’»;
προυτ’σμένα, τα, μτχ., αυτά που προτσίστηκαν. «Ούλις οι γίδις στου κουπάδ’ είνι προυτσ’μένις».
προυφαντά, τα, τα πρώιμα. «Τα αχλάδια είνι προυφαντά». ΕΤΥΜ. < αρχ. επίθ. πρόφαντος, (προφαίνομαι).
προυφούτ’μα, το, 1. το φτύσιμο, 2. το απότομο ξέσπασμα σε γέλιο. «Κάναμι ένα προυφούτ’μα απ’ τα γέλια»!
προυφταίνου, ρ., 1. προφθάνω, «Όσου κι αν π’λαλήξ’ς θα σι προυφτάσου». 2. προλαβαίνω και τελειώνω μια δουλειά. «Μην έρχισι στου αμπέλ’. Του προυφταίνου κι μουνάχους». ΕΤΥΜ. < από τον αόρ. β΄ πρόφτασα του ρ. προφτάνω < αρχ. προφθάνω.
προυφτάου, ρ., 1. φτύνω το νερό που έχω στο στόμα μου, «Πήγα να πιω νιρό κι ήταν κατρουλιά κι του προυφούτσα». 3. ξεφουσκώνω στα γέλια. «Αυτός έλιγι κι οι άλνοι προυφτούσαν απ’ τα γέλια». ΕΤΥΜ. < προ + φτύνω < μεσν. από τον αόριστο έπτυσα του αρχ. πτύω.
προυφταστήρα, η, μικρό ψωμί που το έβαζαν στο φούρνο να ψηθεί πιο γρήγορα από τα άλλα για να το φάνε. «Ζύμουσα πέντι πλαστά, δυο προυφταστήρις, τρία κλίκια, μια φιδούλα, κι δυο ξούνις». ΕΤΥΜ. < από την πρόθ. προ + το ρ. φθάνω < φτάνω.
προυχείμ’, το, το φθινόπωρο. «Φέτου του προυχείμ’ θα σπείρου δέκα στρέμματα». ΕΤΥΜ. < προ + χειμώνας < αρχ. χειμών - ώνος.
πρόφτασμα, το, κάτι το γρήγορο. «Ως που να γίν’ του μισμέρ’ του φαΐ πάρι τίπουτα για πρόφτασμα». ΕΤΥΜ. < προ + φθάνω.
π’στιά, η, το λουρί που συνδέει το σαμάρι και τα άλλα λουριά που είναι στα καπούλια του ζώου. «Κόπ’κι στου δρόμου η π’στιά, ίγυρι του σαμάρ’ κι έπισαν τα διμάτια». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. οπίσω/οπίσσω < οπιστιά <πιστιά < π’στιά.
π’στιάρια, τα, τα πισινά ξύλα του σαμαριού. Τα αντίστοιχα μπρος λεγόταν μπρουστάρια. «Τιλείουνι τα μπρουστάρια στου σαμάρ’ κι μιτά κάνι τα π’στιάρια».
π’τιάρ’, το, το λειψό ψωμί. «Θα αφήσου στ’ν άκρη ένα π’τιάρ να σι κάνου λειψό». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ιταλ. pitta < λατιν. picta < αρχ. πηκτή θηλ.του πηκτός.
π’τίκ’, το, η ξερή φλούδα του πεύκου. «Τα κούτσουρα που έκουψα είνι μι του πτίκ’. Φέρι του τσ’κούρ’ να τα βγάλουμι». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. ουσ. πίτυς = κουκουναριά.
π’τούδα, η, η μικρή πίτα. «Αμ τι π’τούδα είνι αυτή! Μια κατσιά είνι».
πυκνάδα, η, το πολύ πυκνό κόσκινο που κοσκίνιζαν το αλεύρι, η σήτα. «Κατέβα τ’ πυκνάδα να κουσκ’νίσου του αλεύρ’ για να σας κάνου κουραμπιέδις». ΕΤΥΜ. < αρχ. πυκνός/πυκινός.
πυρμασέλα, η, το σούρουπο. «Κάτσαμι ούλ’ τα’ μέρα στου χουράφ’ κι ήρταμι σπίτ τ’ πυρμασέλα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. πυρ.
πύρουμα, το, το ζέσταμα, το πύρωμα. «Άμα ανάψ’ του τζιάκ’ κάν’ μιγάλου πύρουμα».
πυρουστιά, η, η πυροστιά, ο χαμηλός τρίποδας που έβαζαν πάνω τις κατσαρόλες και έβραζαν το φαγητό τους. «Βάλι τουν παθνιότ’ στ’ πιρουστιά να βράσουμι του φαΐ». ΕΤΥΜ. < μεσν. πυροστία < μτγν. πυρεστία = τζάκι, θερμάστρα, πυρ + εστία.
πυρώνου, πυρώνουμι, ρ., ζεσταίνω, ζεσταίνομαι. «Πυρώθ’κα καλά τώρα. Είχα ξιπαϊάσ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. πυρώ < πυρ.
πχί, το, το πιοτό. «Το ’ριξι στου πχι μέρα - νύχτα» ΕΤΥΜ. <ρ. πίνω.