Ψ
ψακουτζίκανα, τα, οι ξερές βελόνες των πεύκων. «Μάσι καμπόσα ψακουτζίκανα να κάψουμι τα κλαδιά».
ψαλίδα, η, 1. το μεγάλο ψαλίδι. 2. το έντομο. «Οι μπαμπούσκ’ γιόμουσαν ψαλίδις». 3. ο έλικας στα κλήματα. 4. η ψαλλίδα (αρώστεια) των μαλλιών. «Έχ’ν τα μαλλιά σ’ ψαλίδα». ΕΤΥΜ. < μτγν. ψαλίδιον υποκ. του αρχ. ψαλίς - ιδος.
ψαρές, οι, η μυρωδιά από ψάρια. «Μυρίζ’ του σπίτ’ ψαρές». ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. οψάριον υποκ. του όψον = μαγειρεμένο φαγητό.
ψαριά, η, 1. το σύνολο των ψαριών ενός ψαρέματος, «Είχα καλή ψαριά σήμιρα μι τα δίχτυα». 2. το στρίψιμο του διχτυού από ψάρι. «Μι γάνιασι του δίχτ’ στου ξιψάρ’σμα γιατί ήταν γιουμάτου ψαριές».
ψειρόσκουν’, η, η σκόνη για ψείρες. «Φέρι τα ψειρόσκουν’ να σι βάλου στου κιφάλι σ’ για να φύγ’ν οι ψείρις». ΕΤΥΜ. < ψείρα + σκόνη, μεσν. <ψείρα < φθείρα αιτ. ενικ. του αρχ. φθείρ - ρός.
ψειρούκια, τα, οι μικροί βώλοι από ζυμάρι που τους έβραζαν με κρεμμύδια και λάδι. «Κάθι προυί προυτού πάμι στου χουράφ’ τρώμι ψειρούκια».
ψηφώ, ρ., λογαριάζω το αντίθετο, αψηφώ. «Δε τουν ψηφάει τουν κίνδυνου». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. ψηφίζω < ψήφος.
ψιάκουμα, το, η παράλυση από τη ζέστη. «Έχου ένα ψιάκουμα απού τ’ ζέστ’»!
ψιακουμένους, ο, μτχ., ο εξαντλημένος. «Είμι ψιακουμένους απού τ’ κούρασ’».
ψιακώνου-ουμι, ρ., παραλύομαι από τη ζέστη ή το κρύο ή από δηλητήριο. «Μας ψιάκουσι η ζέστα κι απαράτ’σαμι του σκάψ’μου». «Τα ψιάκουσι ντιπ τα χουρτάρια του φάρμακου». ΕΤΥΜ. < από το ουσ. ψιακή = δηλητήριο + κατάλ.- ώνω.
ψιμάδ’, το, το όψιμα γεννημένο κατσίκι. «Έχου στου κουπάδ’ τρία ψιμάδια». ΕΤΥΜ. < αρχ. < οψέ = βράδυ.
ψισ’νός, ο, επίθ., ο χθεσινοβραδυνός. «Θα φάμι του μισ’μέρ’ του ψισ’νό του φαΐ». ΕΤΥΜ. < μεσν. < οψές < αρχ. οψέ = αργά, βράδυ.
ψουμουμένους, ο, μτχ., ο μεστωμένος, ο δυναμωμένος. «Τα σ’τάρια φέτου είνι πουλύ ψουμουμένα».
ψουμώνου, ρ., μεστώνω, δυναμώνω. «Ψώμουσαν καλά τα στάχια». ΕΤΥΜ. < μτγν. < ψωμίον υποκ. του αρχ. ψωμός = κομμάτι, μπουκιά.
ψουνίζου, ρ., 1. αγοράζω, «Τι ψούν’σις σήμιρα στου παζάρ»; 2. κάνω οικονομία τρώγοντας λίγο. «Δε του ψουνίζ’ν ντιπ του τυρί τα μ’κρά λες κι έχουμι του κουπάδ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. (ο)ψωνίζω < αρχ. οψώνης = αγοραστής τροφίμων < όψον = τροφή, προσφάγι + - ώνης < ωνούμαι = αγοράζω.
ψουράκα, η, η πικροδάφνη. «Έχου φυτέψ’ στ’ν αυλή δυό ψουράκις». ΕΤΥΜ. < από το ψώρα. αρχ. (με παραγ. επίθημα - ρα) < θ. ψω. ψουραφίτ’ς, ο, το εξάνθημα, η ψώρα. «Κάτου απού τ’αυτί έβγαλα έναν ψουραφίτ’».
ψουριάρ’ς, ο, επίθ., 1. αυτός που έχει ψώρα, «Λούσι τα μαλλιάσ’ ρε ψουριάρ»! 2. ο τιποτένιος, «Άσ’ τουν του ψουριάρ’ μη τουν κρέν’ς γιατί θα βρεις του μπιλιά σ’». 3. ο ψωροπερήφανος. «Είνι πουλύ ψουριάρς. Μι κανένα δε κρέν’». 4. ο μικρός στην ηλικία. «Μαζεύ’ντι ούλ’ οι ψουριαροί κι παίζ’ν μπάλα κι δε μα αφήν’ να κοιμ’θούμι».
ψουφίμ’, το, 1. το ψόφιο ζώο, «Η λάκους μυρίζ’ ψουφίμ’». 2. (μεταφ.) το ανίκανο ζώο. «Έχου ένα γαδούρ’ κι του ψουφίμ’ ντιπ δε σαλεύ’».
ψουφουγάδαρου, το, το γαϊδούρι που λόγω ηλικίας είναι ανίκανο για δουλειά. «Προυχτές σκιάχ’κι του ψουφουγάδαρου κι μι γκράμισι».
ψουφουλουγώ, ρ., αρρωσταίνω, βρίσκομαι στα τελευταία μου. «Του μ’λάρ’ ψουφουλουγάει στου σταύλου». ΕΤΥΜ. < ψόφος + - λογώ < λέγω.
ψόφιους, ο, επίθ., 1. ο πεθαμένος, «Πέταξι του γιατί είνι ψόφιου». 2. ο εξουθενωμένος, «Είμι ψόφιους απ’ τα κούρασ’». 3. αυτός που επιθυμεί πολύ κάτι. «Είμι ψόφιους απόψι για ταβέρνα».
ψόφους, ο, 1. ο θάνατος, «Να σι φάει η ψόφους η κακός». 2. το πολύ κρύο. «Έχ’ όξου έναν ψόφου! Πάγουσαν ούλα». ΕΤΥΜ. μεσν. <αρχ. ψοφώ.
ψυχόπιασμα, το, το ψυχοπλάκωμα. «Στιναχουρέθ’κα κι μ’ έπιασι ψυχόπιασμα».
ψυχουπιάνουμι, ρ., παίρνω δύναμη τρώγοντας. «Έφαγα λίγου κι ψυχουπιάσ’κα. Δε μπουρούσα να σταθώ στα πουδάρια μ’ απού τα πείνα». ΕΤΥΜ. < ψυχή + πιάνομαι < αρχ. ψυχή = πνοή, ζωή, ανάσα <ψύχω = πνέω.
ψυχουπλάκουμα, το, η απότομη στενοχώρια. «Ήμαν μέρις κλεισμένους του σπίτ’ κι μ’ έπιασι ψυχουπλάκουμα». ΕΤΥΜ. < ψυχή + πλακώνω.
ψυ(χ)ουχάρτ’, το, το χαρτί που είναι γραμμένα τα ονόματα των νεκρών ή των ζωντανών. «Θα πάου στ’ν ικκλησία μια λειτρουιά κι ένα ψυχουχάρτ’». ΕΤΥΜ. < ψυχή + χαρτί.
ψυχτάλια, τα, τα υπερώριμα σύκα. «Η σκιά μας είνι απού κάτ γιουμάτ’ ψυχτάλια».
ψώλους, ο, 1. ο γρύλος της θάλασσας, 2. το ανδρικό μόριο. «Θα μάσουμι ψώλ’ για του παραγάδ’» ΕΤΥΜ. < αρχ. ψωλή = ανδρικό μόριο τεντωμένο, θηλ. του επιθ. ψωλός = με γυμνό βάλανο.