(Δ) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δ. ΔΗΜΑΡΑΣ ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ( ΝΙΚΗΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ)

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

Δ

δάγκαμα, το, το δάγκωμα. «Μ’ έκανι ένα δάγκαμα η γάδαρους»!

δαγκαμασιά, η, η δαγκωματιά. «Δώσι μι μια δαγκασιά απού του μήλου».

δαγκαμένου, το, μτχ., το δαγκωμένο. «Δε τρώου του μήλου γιατί είνι δαγκαμένου».

δαγκάνου, ρ., δαγκώνω. «Μι δάγκασι ένα σ’κλί». ΕΤΥΜ. < μεσν. δακώνω < αρχ. δάκος = ζώο με επικίνδυνο δάγκωμα.

δαγκασιάρ’κους ή, δαγκασιάρ’ς, ο, επίθ., αυτός που δαγκώνει. «Του σκ’λί σ’ είνι πουλύ δαγκασιάρ’κου».

δαμάλ’, το, ο νεαρός ταύρος ή το μοσχάρι. «Έχου δέκα γιλάδια κι τρία δαμάλια». ΕΤΥΜ. < αρχ. λ. δάμαλις.

δαμαλίδ’, το, βλέπε λ. δαμάλ’.

δαρτός, ο, ο χτυπημένος. «Έφυγι δαρτός απού του δάσκαλου». ΕΤΥΜ. <μεσν. < αρχ. δέρω = σχίζω, γδέρνω.

δαυλί, το, δαυλός, ο, μισοκαμμένο ξύλο. «Σμπρώξι του δαυλί παραμέσα να μη καπνίζ’ του τζιάκ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. δαυλός < δαFελός < αρχ. δαίω = χωρίζω, μοιράζω.

δαυλός, ο, βλέπε λ. δαυλί.

δαχ’λάς, ο, ο αντίχειρας. «Έκουψα του δαχλά μ’ κι μι πουνάει».

δαχ’λήθρα, η, η δαχτυλήθρα. «Δώσι μι τ’ δαχ’λήθρα να μη γκιλουθώ μι του ράψιμου».

δαχ’λιά, η, 1. η δακτυλιά, το αποτύπωμα δακτύλου, «Μη πιάν’ς τα τζιάμια τα γιόμουσις δαχ’λιές». 2. η ποσότητα ενός δακτύλου. «Δώσι μι μια δαχ’λιά μέλ’ να φάου».

δαχ’λίδ’, το, το δαχτυλίδι, η βέρα. «Έγινα κουμπάρους κι θα τ’ς αλλάξου τα δαχ’λίδια».

δάχ’λου, το, 1. το δάχτυλο. «Μι πουνούν τα δάχ’λα μ’ απ’ τη δ’λειά». 2. μέσο. «Έχ’γιρό δάχλου κι βρίσκ’ δ’λειά». ΕΤΥΜ. < μεσν. δάχτυλον < αρχ. δάκτυλος.

δγιέ, ρ., δες, κοίταξε. «Δγιέ του λιγάκ’ του φαΐ αν έβρασι». ΕΤΥΜ. < αρχ. ορώ, β΄ αόρ. είδον.

δγιουλί, το, το βιολί. «Ιγώ τουν φουνάζου να ’ρτ’ κι αυτός του δγιουλί τ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. υποκ. του βιόλα.

δειαφίζου, ρ., θειαφίζω, ρίχνω θειάφι. «Θα δειαφίσου του αμπέλ’». ΕΤΥΜ. < από τη λ. θείον.

δειάφ’σμα, το, η εργασία του θειαφίσματος. «Του κλήμα θέλ’ δειάφ’σμα».

δείξιους, ο, μόνο στη φράση : η ποίσιους, κι η δείξιους. Το λέμε όταν κάποιος κακολογεί τους πάντες. ΕΤΥΜ. < ρ. δείχνω.

δέντρου, το, 1. το κάθε δέντρο, 2. Η δρυς. «Του ουνόμασαν διντρούδ’ γιατί είχι ένα μικρό δέντρου (δρυς)».

δέξια, επίρρ. ευνοϊκά, κατ’ ευχήν. «Ανάψαμι τα καντήλια στ’ Παναγία τ’ Δέξια». ΕΤΥΜ. < από το ρ. δέχομαι.

δέουντα, τα, τα πρέποντα ή τα χαιρετίσματα. «Άμα πας στουν Κώτσιου δώσ’ τουν κι απού μένα τα δέουντα». «Δεν έκανα τίπουτα παραπάν’ απού τα δέουντα». ΕΤΥΜ. < μτχ. ενεστ. του αρχ. δέω – ομαι.

δέρν’, ρ., 1. μτβ. χτυπάει «Μη του δέρν’ς του μ’κρό». 2. αμτβ. πονάει. «Χτύπ’σα του πουδάρι μ’ κι τώρα μι δέρν’ συνέχεια».

δέχουμι ή διχάου, ρ, 1. δέχομαι, 2. υποβαστάζω. «Έλα να κουβαλήσουμι τα ξύλα μι του μ’λάρ’ κι να δέχισι απ’ τη μια μιριά να μη γύρ’». ΕΤΥΜ. <αρχ. δέχομαι, δέκομαι.

διαβαίνου, 1. περνώ, «Κάθι προυί διαβαίν’ απ’ του σπίτι μας». 2. είμαι καλύτερος από κάποιον. «Σι διαβαίν’ η Γιώρ’ς στα γράμματα». ΕΤΥΜ. <αρχ διαβαίνω.

διαβασμένους, ο, μτχ., 1. ο διαβασμένος, 2. ο δασκαλεμένος. «Ήταν απού κάπου διαβασμένους κι τα έλιγι ούλα αυτά». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. διαβιβάζω.

διάζουμι, ρ., ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό. «Διάσ’κα πουλύ νήμα γιατί θέλου να υφάνου πουλλές καρπέτις». ΕΤΥΜ. < αρχ. διάζομαι = διευθετώ το νήμα του αργαλειού.

διαλέου, ρ., καθαρίζω, διαλέγω, επιλέγω. «Φέρι να διαλέξουμι τα αρβύθια γιατί έχ’ν πέτρις». «Πού τουν διάλιξις κι τουν πήρις τουν αχαΐριφτου». ΕΤΥΜ. < αρχ. διαλέγω.

διασίδ’, το, το στημόνι για τον αργαλειό. «Έλα να βάλουμι του διασίδ’ στουν αργαλειό». ΕΤΥΜ. < υποκ. του ουσ. διάσμα < διάζομαι.

διασιμί, το, το γιασεμί. «Μουσχουβουλάει του διασιμί που έχ’ς στ’ν αυλή σ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. ίασμος.

διαστατά, τα, τα νεύρα. «Φύγι απού δω γιατί μ’ έχ’ν πιάσ’ τα διαστατά». ΕΤΥΜ. < αρχ. διίσταμαι.

διαστραμμένους, ο, μτχ., ο ανάποδος. «Δε βουλέβιτι η άντρας μ’ μι τίπουτα. Είνι πουλύ διαστραμμένους». ΕΤΥΜ. < μτχ. παθ. παρακ. του αρχ. διαστρέφω.

διάτανους, ο, ο διάβολος. «Τι στου διάτανου έκανις τόσην ώρα κι δε τιλείουσις»; ΕΤΥΜ. < από συμφυρμό των λέξεων (διά) βολος + σα (τανάς).

διάφουρου, το, το ενδιαφέρον, το δικαίωμα. «Δεν έχ’ κανένα διάφουρου του πράμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. διαφέρω = υπερισχύω σε κάτι, συνήθως σε περιουσία.

δικανίκ’, το, 1. το μικρό και λεπτό ξύλο, «Κόψι ένα δικανίκ’ να τ’νάξουμι τ’ς ιλιές απ’ τα κλαδιά». 2. ο ξυλοδαρμός. «Άμα σι πιάσου θα σι ρίξου ένα δικανίκ’ να του θ’μάσι». ΕΤΥΜ. < μεσν. δεκανίκιον < μτγν. δεκανός = αρχηγός δέκα ανδρών < αρχ. δέκα.

δικανίκα, η, το μεγάλο δεκανίκι. «Σαν αρπάξου τ’ δικανίκα θα σι πω ιγώ»!

δικάν’κουμα, το, ο ξυλοδαρμός. «Του σακάτιψαν στου δικάν’κουμα».

δικαν’κώνου, ρ., δέρνω. «Κάτσι καλά γιατί θα σι δικαν’κώσου».

δικράν’, το, το διχαλωτό ξύλο. «Φέρι του δικράν’ να κατιβάσου τα διμάτια απ’ τ’ θυμουνιά». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. δίκρανος.

διμάτ’, το, η μεγάλη δέσμη από καλαμιές με στάχυα. «Έχου να κουβαλήσου στ’ θημουνιά ούλα τα διμάτια». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μτγν. δεμάτιον υποκ. της αρχ. λέξης δέμα.

διματιάζου, ρ., κάνω δεμάτια τα σκόρπια στάχυα. «Πατέρα! Ισύ άρχισι να διματιάειζς κι ιγώ θα θιρίσου λιγάκ’ ακόμα».

διματ’κό, το, η δέσμη από πλεγμένες καλαμιές για το δέσιμο των δεματιών. «Πάεινι κι βρέξι λιγάκ’ τα διματ’κά για να δέσουμι τα διμάτια».

διμόν’σμα, το, ο θυμός, ο εκνευρισμός. «Τι έπαθις κι σ’ έπιασι του διμόν’σμα».

διμουνίζου, - ουμι, ρ., θυμώνω, εκνευρίζομαι. «Σταμάτα μ’κρέ μη μι διμουνίεισς κι θα σι τ’ς βρέξου». ΕΤΥΜ. < αρχ. δαίμων < δαίομαι = μοιράζω, χωρίζω.

διμουνισμένους, ο, επίθ., ο θυμωμένος, ο εκνευρισμένος. «Μη λες τίπουτα γιατί είνι πουλύ διμουνισμένους σήμιρα».

διπλαριά, η, τρόπος πλοήγησης, έχοντας τον καιρό από δίπλα. «Πηγινα τ’ βάρκα διπλαριά για να μη τουμπάρουμι».

διπλουχάχαλους, ο επίθ. ο πετεινός που έχει διπλό λειρί. «Σήμιρα έσφαξα έναν πιτνό διπλουχάχαλου».

διρμάτ’, το, το τουλούμι, το ασκί. «Θα ρίξου του γάλα στου διρμάτ’ για να κάνου κατοίκ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. δέρω = σχίζω, γδέρνω.

διρματιάζου, ρ., ρίχνω γάλα στο τουλούμι για να κάνω τυρί τουλουμίσιο. «Μη διρματιάειζς ούλου του γάλα. Άφ’σι κι λίγου να φάν’ τα μ’κρά».

διρμάτιασμα, το, το πήξιμο του γάλακτος σε τουλούμι. «Τιλείουνι του διρμάτιασμα γιατί έχουμι κι άρμιγμα».

διρμόν’ ή δρουμόν’, το, το κόσκινο από δέρμα ή τενεκέ. «Φέρι του διρμόν’ να κουσκνίσου τα σκύβαλα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. δρόμος. Δρομόνι <δρομόνι < δριμόν’.

διρμόνιασμα, το, το κοσκίνισμα με το «δρουμόν’» «Μιτά του δρουμόνιασμα θα τσιουβαλιάσουμι του σ’τάρ’».

διρμουνιάζου, ρ., κοσκινίζω με το «δρουμόν’». «Του λίχνισμα τιλείουσι. Έλα να δρουμουνιάσουμι του σ’τάρ’».

διρπάν’, ή δριπάν’, το, το δρεπάνι. «Θα ακουνίσου τα διρπάνια για του θέρου». ΕΤΥΜ. < μτγν. δρεπάνιον υποκ. του αρχ. δρέπανον < δρέπω= θερίζω, κόβω, ουσ. δρεπάνη και δρέπανον.

δίφουρου, το, το φρούτο που παράγεται δεύτερη φορά ή ο μικροσκοπικός καρπός της ελιάς που υπάρχει στο δέντρο, παράλληλα με τον κανονικό. «΄Εχου μια ιλιά είνι δίφουρ’». ΕΤΥΜ. < δις + φέρω.

διφτέρ’, ή τιφτέρ’, το, το κατάστιχο. «Η μπακάλ’ς γράφ’ βιρισέ στου διφτέρ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. διφθέριον υποκ. του αρχ. διφθέρα.

διφτέρ’σμα, το, το δεύτερο σκάψιμο του αμπελιού. «Του αμπέλ’ γιόμουσι χουρτάρια κι θέλ’ διφτέρ’σμα». ΕΤΥΜ. < μτγν. δευτερώ < αρχ. δεύτερος.

διφτιρίζου, ρ., σκάβω δεύτερη φορά το αμπέλι. «Αύριου θα διφτιρίσου του αμπέλ’».

διχάου, ρ, στηρίζω από τη μια μεριά του ζώου το φορτίο. «Δέχα τα διμάτια απού τη μια μιριά να μη γύρν’». ΕΤΥΜ. < από το ρ. δέχομαι.

δόγα, η, ένα από τα πολλά σανίδια του βαρελιού. «Σάπ’σαν δυο δόγις στου βαρέλ’ κι θα του πάου στου μάστουρα να του κάν’». ΕΤΥΜ. μεσν. < ιταλ. doga = δοχείο.ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

δοιάκ’ το, η λαγουδέρα, η οριζόντια ξύλινη λαβή του τιμονιού. «Μ’ έπισι του δοιάκ’ στ’ θάλασσα κι δε μπουρούμι να ψαρέψουμι». ΕΤΥΜ. < αρχ. οίαξ = τιμόνι.

δόλιους, ο, επίθ., ο φουκαράς, ο ταλαίπωρος, ο κακόμοιρος. «Δε θα μι κλάψ’ η μάνα μου κι η δόλια η αδερφή μου». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < αρχ. δόλος < δόλιος = κακομοίρης.

δο μ’, ρ., δος μου. «Δό μ’ κι μένα μπάρμπα».

δόξα, η, 1. η δόξα, 2. το ουράνιο τόξο η ίριδα. «Δόξα (ίριδα) απού βραδύ καλουσύν’ του προυΐ». Λαϊκή ρήση.

δουκιούμι, ρ, θυμάμαι. «Χτές που κάθουμαν δουκήθ’κα του σ’χουρημένου του Γιώρ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. δοκώ = νομίζω, πιστεύω.

δουκράν’, το, το διχαλωτό ξύλο που κάρφωναν τα δεμάτια ή που αναποδογύριζαν τα τριμμένα στάχυα με το άχυρο, το δικράνι. «Φέρι του δουκράν’ να κατιβάσουμι τα διμάτια απ’ τ’ θημουνιά». ΕΤΥΜ. < υποκ. του μτγν. δίκρανον < αρχ. δίκρανος < δι + κράνος.

δόχ’, το, η ενέδρα. «Φύλαγι στου δόχ’ κι τουν ίδειρι». ΕΤΥΜ. < από το ρήμα δέχομαι.

δράκους, ο, 1. ο δράκος, 2. το ρίξιμο του δρεπανιού στο χώμα μετά το τέλος του θερισμού. Άν έπεφτε βολικά σήμαινε ότι θα ξαναθέριζες, το αντίθετο αν έπεφτε ανάποδα. «Να ρίξουμι του δράκου να δούμι αν θα ξαναθιρίσουμι». ΕΤΥΜ. < αρχ. δράκων.

δρασκιλνώ, ρ., ανοίγω τα σκέλη και περνώ απέναντι. «Δρασκέλσι του χαντάκ’ κι πέρνα απέναντι». ΕΤΥΜ. < αρχ. διασκελίζω, ανοίγω τα σκέλη μου.

δρασκ’λειά, η, ο διασκελισμός, το βήμα. «Μια δρασκλιά τόπους είνι».

δρασπέτ’, το, το πολύ ξυνό. «Δε τρώγ’ντι τα κουρόμ’λα, γιατί είνι δρασπέτ’». ΕΤΥΜ. < (δραπέτι) από το δραπέτης (οίνος) = ο οίνος που έφυγε από το μπουκάλι και έγινε ξύδι. δρουμί, το, η χειροβολιά κομμένου σιταριού με το δρεπάνι η δραξιά. «Θα κάνουμι του θιρισμένου σ’τάρ’ δρουμιά κι μιτά διμάτια». ΕΤΥΜ. < αρχ. δράγμα, από το ρ. δράττομαι.

δρουσιό, το, η δροσιά. «Θα πάμι του βράδ’ βόλτα μι του δρουσιό». ΕΤΥΜ. < αρχ. δρόσος, η, ρ. δροσίζω.

δρουτσήλ’, το, το υδρωτήριο, τα σπυράκια που βγαίνουν όταν υδρώνουμε πολύ. «Έσκαβα μέσ’ στουν ήλιου κι γιόμουσα δρουτσήλια». ΕΤΥΜ. <αρχ. ιδρώς - ότος. < ιδρωτήρια < ιδρουτσήλια < δρουτσίλια.

δυνάζουμι, ρ., μπορώ, μπορώ κάτι με στις δυνάμεις μου. «Είνι πουλύ βαρύ του πιδί. Δε του δυνάζουμι». ΕΤΥΜ. < αρχ. δύναμαι = μπορώ.

δυναμάρια, τα, οι δυνάμεις. «Μι κόπ’καν τα δυναμάρια κι δε μπουρώ να κάνου τίπουτα». ΕΤΥΜ. < μεσν. δυναμάρι(ν) < δύναμις + παραγ. επίθ. - άριον.

δυναμάρκους, ο, επίθ., ο δυνατός. «Του ένα του πιδί είνι πουλύ δυναμάρ’κου».

δυούλα, η, το κουμπί που ισοδυναμούσε σύμφωνα με το μέγεθό του με το νούμερο δύο (παλιό παιδικό παιχνίδι «τα κουμπιά») «Έχου πέντι δυούλις κι τρία μουνούσια».

δυχατέρα, η, η θυγατέρα. «Ξένε μ’ τη δυχατέρα μου την έχω συδεμένη». Δημ. τραγ, Νικήτης. ΕΤΥΜ. < αρχ. θυγάτηρ.

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ