ΔΗΜΑΡΑΣ 'ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ" Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΣΤΑ ΝΙΚΗΤΙΑΝΑ

 


Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ Α. Κείμενο

   ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

Γ. Ελεύθερη απόδοση στα «Νικητιανά»

Μια φουρά κι έναν κιρό ήταν ένας άνθρουπους κι είχι δυο πιδιά κι μια μέρα η μ’κρότιρους λέει τουν πατέρα τ’: «Πατέρα! Δόσι μι του μιρτικό μ’», κι ικείνους τ’ς τα μοίρασι. Η μ’κρός μιτά απού λίγις μέρις έφυγι πουλύ μακριά απού του χουριό τ’. Ικεί που πήγι σκόρπσι τ’ πιριουσία τ’ κι πιρνούσι άσουτ’ ζουή. Όταν τα έφαγι ούλα έπισι στου μέρους ικείνου πείνα φαρμακουμέν’ κι άρχισι κι αυτός σιγά - σιγά να π’νάει. Για να μη π’νάει κόλλ’σι έναν να τουν βρει δ’λειά κι ικείνους τουν έκανι γρουνάρ’, κι προυσπαθούσι να γιμήσ’ τ’ βούζα τ’ μι τα ξυλουκέρατα που έτρουγαν τα γρούνια κι κανένας δεν τουν έδινι να φάει ούτι μια χαψιά. Τιλικά συνήλθι απού του μασκαραλίκ’ που έπαθι κι μουνουλουγούσι: «Πόσνοι ιργάτις τ’ πατέρα μ’ τρών’ παραπανίσιου ψουμί κι ιγώ ψουφώ απ’ τ’ πείνα; Θα σκουθώ κι θα πάου στουν πατέρα μ’ κι θα τουν πω: πατέρα αμάρτησα σι σένα κι στου Θειό κι δεν αξίζου να λέγουμι γιος σ’, κάνι μι σαν ένα απ’ τ’ς δούλ’». Σ’κώθ’κι του λοιπόν κι πήγι στουν πατέρα τ’.

Ινώ ακόμα ήταν μακριά απού του σπίτι τ’ τουν πήρι χαμπάρ’ η πατέρας τ’ κι πλάλ’ξι κι τουν αγκάλιασι κι έπισι στου σβέρκου τ’ κι τουν καταφίλ’σι. Τότι η γιος τ’ τουν είπι: «Πατέρα αμάρτησα σι σένα κι στου Θειό κι δεν αξίζου να λέγουμι γιος σ’». Τότι η πατέρας τ’ έδουσι ιντουλή τ’ς δούλ’ κι τ’ς είπι: «Βγάλτι γλήγουρα τ’ καλύτιρ’ τ’ φουρισιά κι ντύστι τουν, κι βάλτι του δαχλύδ’ στου δάχλου τ’ κι παπούτσια στα πουδάρια τ’ κι αφού φέρτι του μουσκάρ’ του χρουνιάρ’κου σφάξτι του να του φάμι να ιφχαριστηθούμι γιατί η γιος μ’ ήταν πιθαμένους κι αναστήθ’κι κι χαμένους κι βρέθ’κι», κι άρχισι του φαγουπότ’.

Ιν του μιταξύ η μιγαλίτιρους η γιος τ’ δούλιβι στα χουράφια. Όταν ζύγουσι του σπίτ’ άκουσι τα όργανα που βαρούσαν χαβάδις, κι αφού φώναξι έναν δούλου τουν είπι τι συμβαίν’. Ικείνους τουν είπι: «Γύρσι η αδιρφός απού τα ξένα κι η πατέρας σ’ έσφαξι του χρουνιάρκου του μουσκάρ’ γιατί γύρσι γιρός». Θύμουσι τότι κι δεν ήθιλι να μπει μέσα. Βγήκι όξου η πατέρας τ’ κι τουν παρακαλούσι να μπει μέσα, κι κείνους τουν είπι: «Τόσα χρόνια σι δ’λεύου κι συνέχεια σ’ ακούου κι δε μ’ έδουσις ούτι ένα κατσ’κούδ’ να του φάου μι τ’ς φίλοι μ’. Όταν όμους ήρτι αυτός η γιος σ’ που κριτσιάνσι ούλ’ τ’ πιριουσία μι τ’ς πουτάνις έσφαξις για του χατήρι τ’ του χρουνιάρ’κου του μουσκάρ’». Κι η πατέρας τ’ τουν είπι: «Πιδί μ’ ισύ είσι συνέχεια μαζί μ’ κι τα θ’κά μ’ είνι κι θ’κά σ’. Έπριπι όμους να χαρούμι γιατί η αδιρφός σ’ αυτός ήταν πιθαμένους κι ανιστήθ’κι κι χαμένους κι βρέθ’κι».

 

Β. Μετάφραση. Ένας άνθρωπος είχε δυο γιούς. Και είπε ο νεώτερος απ’ αυτούς στον πατέρα: πατέρα δος μου το μερίδιο της περιουσίας, που μου ανήκει. Και ο πατέρας μοίρασε σ’ αυτούς την περιουσία του. Και ύστερα από λίγες μέρες ο νεώτερος γιος μάζεψε όλα ανεξαιρέτως όσα του ειχε δώσει ο πατέρας και ταξίδεψε σε μακρυνή χώρα. Και εκεί σπατάλησε την περιουσία του ζώντας άσωτη ζωή. Όταν δε ξόδεψε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη και αυτός άρχισε να στερείται τα πάντα. Και πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες της χώρας εκείνης και αυτός τον έστειλε στα χωράφια να βόσκει γουρούνια.Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια. Κάποια μέρα συνήλθε από τη ζάλη και είπε: πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου έψουν με το παραπάνω ψωμιά και φαγητά και εγώ χάνομαι από την πείνα; Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα αμάρτησα στο Θεό και σε σένα και δεν αξίζω να λέγομαι γιος σου, κάνε με σαν έναν από τους υπηρέτες σου. Και σηκώθηκε και ήρθε στον πατέρα του. Ενώ ακόμα βρισκόταν μακρυά τον είδε ο πατέρας του και το λυπήθηκε και έτρεξε και τον αγκάλιασε στον τράχηλο και τον καταφίλησε.Και ο γιος είπε στον πατέρα του: Πατέρα αμάρτησα στο Θεό και σε σένα και δεν αξίζω να ονομάζομαι γιος σου. Και ο πατέρας είπε στους δούλους του: Βγάλτε την πιο καλή φορεσιά και ντύστε τον και δλωστε του δαχτυλίδι στο χέρι του και παπούτσια στα πόδια του και φέρτε το θρεφτό μοσχάρι σφάξτε το και ετοιμάστε τραπέζι πλούσιο να φάμε και να ευχαριστηθούμε γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και έζησε και χαμένος και βρέθηκε.και άρχισαν να ευφραίνονται. Ήταν δε ο μεγαλύτερος γιος στα χωράφια. Και όπως ερχόταν πλησίασε το σπίτι και άκουσε μουσικά όργανα τραγούδια και χορό. Και αφού κάλεσε έναν από τους υπηρέτες ρωτούσε να μάθη τι είναι όλα αυτά που γίνονται. Και ο δούλος τον είπε: ότι ήλθε ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεφτό μοσχάρι γιατί τον υποδέχτηκε υγιή. Θύμωσε δε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι, και ο πατέρας του αφού βγήκε έξω από το σπίτι τον παρακαλούσε. Αυτός δε αποκρίθηκε και είπε στον πατέρα του: Να τόσα χρόνια σε δουλεύω και ποτέ δε παράκουσα εντολή σου, και σε μένα δεν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι για να χαρώ με τους φίλους μου. Όταν δε ο γιος σου αυτός που έφαγε όλη την την περιουσία σου σις πόρνες ήλθε, έσφαξες για χατήρι του το θρεφτό μοσχάρι. Και ο πατέρας του τον είπε: Παιδί μου εσύ είσαι πάντα μαζί μου, και όλα τα δικά μου είναι και δικά σου. Έπρεπε και συ να ευχαριστηθείς και να χαρείς γιατί αυτός ο αδερφός σου ήταν νεκρός και έζησε και χαμένος και βρέθηκε. 

   ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ