(Ξ)ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δ. ΔΗΜΑΡΑΣ ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ( ΝΙΚΗΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ)

Ξ


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  

ξαλλάζου, ρ., αλλάζω ρούχα ή βγάζω ρούχα. «Σήκου Σταμούλου ξάλλαξι, κι βάλι τα καλά σου». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < αρχ. αλλάσσω < άλλος.

ξάλλαμα, το, η αλλαγή ρούχων. «Πήγινι για ξάλλαμα να μη λιρώεισς τα ρούχα σ’».

ξαλλαμένους, ο, αυτός που έχει βγάλει τα καλά του ρούχα. «Φέρι καμπόσα ξύλα τώρα που είσι ξαλλαμένος».

ξάμουμα, το, το άπλωμα του χεριού, το ξάμωμα. «Μη του ξάμουμα που έκανις μι κουπάν’σις στ’ μύτ’».

ξαμώνου, ρ., απλώνω το χέρι να χτυπήσω κάποιον. «Μη ξαμών’ς του χέρ’ γιατί θα σι του σπάσου». ΕΤΥΜ. < μεσν. < έξαμον < άξαμον = εξέταση, στάθμιση + παραγ. επίθημα – ώνω < εξαμώνω = απλώνω τα χέρια < λατιν. examinare = μετρώ.

ξανάνουμα, το, η ετοιμασία της ζύμης (προζύμι) «Απού βραδίς θα κάνου του ξανάνουμα κι αύριου θα ζ’μώσου».

ξανανώνου, ρ. , ετοιμάζω τη ζύμη. «Θα ξανανώσου γιατί μας τιλείουσι του ψουμί». ΕΤΥΜ. < από το < ξανανεώνω < ξανανώνω.

ξαναπουλίδια ή ξαπουλίδια, τα, τα άγρια βλαστάρια που βγαίνουν γύρω από το δέντρο. «Κόψι τα ξαναπουλίδια να μάσουμι τ’ς ιλιές». ΕΤΥΜ. <μεσν. ξαπολνώ < εξαπολύω.

ξαπλάρουμα, το, το τεμπέλικο ξάπλωμα. «Διέ τουν ξαπλάρουμα, λες κι δούλιβι μέρις».

ξαπλαρουμένους, ο, ο ξαπλωμένος στο κρεβάτι. «Ούλου ξαπλαρουμένου σι βλέπου. Μι φαίνιτι δεν είσι καλά».

ξαπλαρώνου, ρ., ξαπλώνω νωχελικά. «Μη ξαπλαρών’ς στου χουρτάρ’ γιατί θα κρυώεισς». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μτγν. εξαπλώ.

ξάρτια, τα, τα συρματόσκοινα που στηρίζουν το κατάρτι. «Τιντώσ’τι τα ξάρτια να μη σπάσ’ του κατάρτ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. εξάρτιον < εξαρτώ.

ξαρτόριζις, οι, οι βάσεις που δένονται τα ξάρτια. «Θα κάνουμι άλλις ξαρτόριζις γιατί αυτές έσπασαν απού του κούν’μα». ΕΤΥΜ. < ξάρτια + ρίζες.

ξέβγασμα, το, το ξέπλυμα των ρούχων. «Μιτά του ξέβγασμα άπλου τα ρούχα στου σύρμα». ΕΤΥΜ. < μεσν. εβγαίνω < εγβαίνω < εκβαίνω < εκ + βαίνω.

ξέθαρρα, επιρρ., θαρρετά. «Πέστα ξέθαρρα κι μη φουβάσι». ΕΤΥΜ. <μόριο –ξε- + θάρρος.

ξέκουμα, το, η απόσχιση βράχου. «Ούλους η δρόμους απ’ τ’ βρουχή γιόμουσι ξικώματα». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + κόπτω.

ξέχαρτζα, επίρρ., χουβαρδάδικα, απλόχερα. «Είχι πουλύ φαΐ κι φάγαμι ξέχαρτζα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. χαρά.

ξηράδ’, το, το ξερό κλαδάκι ανάμεσα σε χλωρά. «Άφ’σις τ’ς ιλιές δυο χρόνια ακλάδιφτις κι γιόμουσαν ξιράδια». ΕΤΥΜ. < ξερός + παραγ. επίθημα - άδι.

ξηρ’κός, ο, επίθ., ο ελιώνας που δεν ποτίζεται. «Έχου πέντι στρέμματα ιλιές πουτιστικές κι πέντι ξηρ’κές». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. ξηρός.

ξηρουμπούκ’, το, η λιτή ξερή τροφή. «Κάνι κανένα μαγείριμα να φάμι γιατί βαρέθ’κα τα ξιρουμπούκια». ΕΤΥΜ. < ξηρός + μπουκιά.

ξηρουσταλιάζου, ρ., περιμένω ακίνητος. «Τι ξιρουστάλιαειζς τόση ώρα;» ΕΤΥΜ. < ξερός + στάλα, σταλιά.

ξιαγουράζου, ρ., εξαγοράζω. «Τόσα που μι έκανις δε σι ξιαγουράζου μι τίπουτα».

ξιαγουρασμένου, το, μετχ., το ξεπληρωμένο. «Του σπίτ’ που έκανα είνι ξιαγουρασμένου». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + αγοράζω = συχνάζω στην αγορά < αγορά < αγείρω = συναθροίζω.

ξιαγουρασμός, ο, ο εξαγορασμός. «Ιδώ του χώμα είν’ ακριβό ξιαγουρασμό δεν έχει». Δημ. τραγ. Νικήτης.

ξιαγουρνώ, ρ., 1. εξαγοράζω, «Κάθι μήνα ξιαγουρνώ του δάνειου». 2. στο τρίτο πρόσωπο σημαίνει συμφέρει «Δε ξιαγουρνάει σήμιρα να αγουράεισς σπίτ’».

ξιαγριαδειάζου, ρ., βγάζω τις αγριάδες. «Θα ξαγριαδειάσου τουν κήπου για να βάλου κρουμμύδια». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + αγριάδα + αδειάζω.

ξιαδειάζου, ρ., ευκαιρώ. «Άμα ξαδειάσου λίγου θα ρθω να σι διώ». ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. άδεια.

ξιάδειασμα, το, η ευκαιρία. «Θα πάμι βόλτα μιτά του ξάδειασμα απ’ τ’ς δ’λειές».

ξιάδειους, ο, επίθ., ο εύκαιρος. «Πρέπ’ να είμι ξάδειους για να σι βουηθήσου».

ξιακόλλ’μα, το, το ξεκόλλημα. «Βγήκι απού του βιβλίου του ξιακόλλμα».

ξιακουλνώ, ρ., ξεκολλώ. «Ξιακόλ’σι του βιβλίου κι θα του κουλλήσου μι ζ’μάρ’». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + κολλώ < κόλλα < αρχ. κόλjα < κόλλα.

ξιακρίζου, ρ., προσπαθώ να αποσπάσω πληροφορίες, ξεχωρίζω. «Του ξιάκριζα να μι πει τίπουτα αλλά αυτός κουβέντα». ΕΤΥΜ. < ξ(ε) + ακρίζω < άκρο.

ξιάκρισμα, το, η προσπάθεια απόσπασης πληροφοριών «Διε τουν του Νίκου ξιάκρισμα που κάν’ του Θανάσ’. Ούλα θέλ’ να τα μάθ’».

ξιαλουνίζου, ρ., τελειώνω τα αλώνια. «Πάει ξιαλών’σα. Του χρόνου πιρισσότιρα». ETYM. < μόριο ξε- + αλωνίζω < αλώνι < μεσν. αλώνιον υποκ. του άλων – άλωνος.

ξιαλών’σμα, το, το τέλος αλωνίσματος. «Μιτά του ξιαλών’σμα θα σας πάου για μπάνιου».

ξιανοίγουμι, ρ., 1. τανίζομαι χρηματικά πάνω από τις δυνάμεις μου. «Ξιανοίχκα πουλύ κι τώρα ψάχνου για παράδις».

ξιάν’ξι, ρ., στο γ΄πρόσωπο. Άνοιξε ακόμα περισσότερο. «Ξιάν’ξι η κιρός» = καλιτερεύει ο καιρός «Ξιάνξαν τα μαλλιά σ’» = έγιναν ανοιχτού χρώματος.

ξιάξουμα, το, η επίδειξη, το καμάρι. «Διε τουν ξιάξουμα που έχ’ μι του κινούργιου του κουστούμ’».

ξιαξώνουμι, ρ., καμαρώνω, επιδεικνύομαι. «Είνι πουλύ βαριτός. Συνέχεια ξιαξώνιτι». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + αρχ, αξιόω <αξιώνω.

ξιαπόλ’μα, το, το βλαστάρι. «Οι ιλιές μιτά του κλάδιμα έβγαλαν πουλλά ξιαπουλήματα». ΕΤΥΜ. < από το ρ. απολήγω = καταλήγω.

ξιαπόσταμα, το, η ξεκούραση. «Αν τιλειώσ’τι του ξιαπόσταμα σ’κουθήτι να πααίνουμι».

ξιαπουλ’μένου, το, μτχ., το βοσκημένο χωράφι από ζώα. «Του αμπέλ’ είνι ξιαπουλ’μένου απού τα γίδια». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + απολύω.

ξιαπουλ’νιέμι, ρ., αφήνομαι από κάπου που είμαι πιασμένος. Εφορμώ. «Ξιαπόλκι του κουπάδ’ κι μ’ έφαγι του γρασίδ’».

ξιαπουλ’νώ, ρ., ελευθερώνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει.. «Πού μαρή τουν ξαπόλ’κις κι γυρίζ’ ούλ’ τ’ν νύχτα»;

ξιαπουλτό, το, 1. το λυμένο ζώο, «Τί τα ’χ’ς ξαπουλτά τα μ’λάρια; Θα καν καμιά ζημιά». 2. ο χορός χωρίς λεπτομέρειες στα βήματα. «Μέθ’σαν κι μιτά του έρριξαν στου ξαπουλτό».

ξιαπουσταίνου, ρ., ξεκουράζομαι. «Θα ξιαπουστάσου λιγάκ’ κι μιτά θα ουργώσου του χουράφ’». ΕΤΥΜ. μόριο –ξε + μεσν. αποσταίνω <αρχ. αφίσταμαι.

ξιαπουσταμένους, ο, μτχ., ο ξεκούραστος . «Πάρι κι σκάψι κι συ λιγάκ’ γιατί είσι ξιαπουσταμένους».

ξιάρ’, το, το στολίδι. «Πόχει τα ξιάρια τα πουλλά πό ’χ’ τα ξιαρουμέταξα». Δημ. τραγ. Νικήτης.

ξιαραδειάζου, ρ., βγάζω κάποιον από τη σειρά. «Η Μαρίγια μι ξιαράδειασι κι παντρεύ’κι». ΕΤΥΜ. < πιθ. βενετ. arada = αλετριά ή < ουράδα <ουράδιον υποκ. του ουρά.

ξιαράδειασμα , το, η τήρηση της σειράς, ή η παραχώρηση της σειράς σε άλλον. «Η παντρειά δεν έχ’ ξιαράδειασμα. Όποιους προυλάβ’».

ξιαραχνιάζου, ρ., βγάζω τους ιστούς από τις αράχνες. «Θα ξιαραχνιάσου τ’ν απουθήκ’». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + αράχνη < λατιν. arahnea = αράχνη

ξιαράχνιασμα, το, το καθάρισμα από τις αράχνες. «Του σπίτ’ θέλ’ ξιαράχνιασμα».

ξιαραχνιασμένου, το, μτχ., το καθαρισμένο από αραχνοπάνια. «Του κατώι είνι ξιαραχνιασμένου».

ξιαρίζου, ρ., καθαρίζω το αχούρι από τις κοπριές. «Φέρι ένα φκυάρ’ να ξιαρίσου τα καλύβα».

ξιάρ’σμα, το, το καθάρισμα της καλύβας από τις κοπριές. «Η καλύβα γιόμουσι γκαβαλίνις κι θέλ’ ξιάρ’σμα». ΕΤΥΜ. < από το ξάσμα = καθάρισμα < ξαίνω = καθαρίζω.

ξιαρ’σμέν’, η, μτχ,. η καθαρή από κοπριές καλύβα «Η καλύβα είνι ξιαρισμέν’».

ξιαρμαθιάζου, ρ., βγάζω από την αρμαθιά τα σύκα, τα σκόρδα, κτλ. «Ξιαρμαθιάσ’καν ούλα τα σύκα». ETYM. < μόριο –ξε- + αρχ, λ. ορμανθός = αρμαθιά.

ξιαρμάθιασμα, το, η αφαίρεση των σύκων κ.ά από την αρμαθιά «Μι του ξιαρμάθιασμα γιόμουσι η τόπους σύκα».

ξιαρμυρίζου, ρ., βάζω κάτι αρμυρό στο νερό να φύγει το άλας. «Θα ξιαρμυρίσου τουν μπακαλιάρου να φάμι τ’ν Κυριακή». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + άλμη < αρχ. άρμη < άλς = αλάτι, θάλασσα.

ξιαρμυρισμένου, το, μτχ., «Η μπακαλιάρους είνι ξιαρμυρισμένους».

ξιαρμύρ’σμα, το, η αφαίρεση του άλατος. «Οι ιλιές θέλ’ν ξιαρμύρ’σμα, γιατί είνι λύσσα».

ξιαστουχώ ή αστουχώ, ρ., ξεχνώ, λησμονώ. Αόριστος αστό’ησα «Δε θυμούμι τίπουτα. Ξιαστουχώ γλήγουρα». ΕΤΥΜ. < από το στόχος < θ. στοχ- < αρχική σημασία, στύλος, πάσσαλος.

ξιαφρίζου, ρ., ληστεύω, τα παίρνω όλα. «Άφ’σα του πουρτουφόλ’ στου γραφείου κι του ξιάφρισαν». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. εξαφρίζω. < εξ- + αφρίζω < αφρός.

ξιάφρισμα, το, η ληστεία. «Μι του ξιάφρισμα που έγινι στου σπίτ’ μι πήραν κι τα χρυσαφικά».

ξιβγάζου, ρ., 1. ξεπλένω τα ρούχα, «Να τα ξιβγάν’ς καλά τα ρούχα, να φύβ’ν οι σαπ’νάδις». 2. ξεπροβοδώ. «Έλα να σι ξιβγάλου μέχρι του κάγκιλου κι μιτά φύγι». ΕΤΥΜ. < μεσν. < εβγαίνω < εγβαίνω < εκβαίνω < εκ + βαίνω.

ξιβγαλμένου, το, μτχ. 1. αυτό που βγήκε από τη θέση του, «Έχου ξιβγαλμένου του χέρι μ’» 2. τα ξεπλυμένα ρούχα. «Άπλου τα ρούχα να στιγνώσ’ν. Είνι ξιβγαλμένα».

ξιβλάσταρου, το, το μη κανονικό βλαστάρι, η παραφιάδα. «Του αμπέλ’ είνι γιουμάτου ξιβλάσταρα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μτγν. βλαστάριον υποκ του αρχ. βλαστός.

ξιβουτανίζου, ρ., καθαρίζω το χωράφι από τα αγριόχορτα (βουτάνια). «Του ξιβουτάν’σιαμι του χουράφ’ αλλά πάλι βγήκαν τα χουρτάρια». ΕΤΥΜ. < μεσν. βότανον < αρχ. βοτάνη < βοτόν = βόσκημα <βόσκω.

ξιβουτανισμένου, το, μτχ. Το χωράφι που αφαιρέθηκαν τα βοτάνια. «Τα μ’σα τα χουράφια είνι ξιβουτανιασμένα».

ξιβουτάν’σμα, το, το ξεχορτάριασμα. «Για να τιλειώσ’ του ξιβουτάν’σμα θέλ’ ένα μήνα».

ξιβράκουμα,το, η ξεγυμνωσιά. «Μαρίγια θα μας χάσ’ η Θιός μ’ αυτό του ξιβράκουμα που γίνιτι στ’ θάλασσα». ΕΤΥΜ. < μεσν. βρακίον = εσωτ. παντελόνι υποκ. του μτγν. βράκα.

ξιβράκουτους, ή ξιβρακουμένους, ο, μτχ., 1. ο γυμνός, ο χωρίς βρακί, «Βάλι του πιδί ένα βρακί να μην είνι ξιβράκουτου». 2. επί γυναικών χωρίς προίκα. «Δεν πήρα ντιπ προίκα απ’ τ’ Σταμούλου. Τ’ πήρα ντιπ ξιβράκουτ’».

ξιβρακώνου-μι, ρ., βγάζω το βρακί, ξεγυμνώνομαι. «Δε ντρέπισι μαρή κι ξιβρακώνισι μπρουστά στουν κόσμου»;

ξιγάνουτους, ο, ο χωρίς γάνωμα. «Του ταψί είνι ξιγάνουτου». ΕΤΥΜ. <αρνητ. μόριο –ξε- + γανώνω < αρχ. γανόω- ώ < γάνος = λάμψη.

ξιγλίζου, ρ., καθαρίζω κάτι από τη γλίτσα από τη βρωμιά. «Θα ξιγλίσου του μπ’γάδ’ γιατί είνι χάλια». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε + αρχ. γλίνη = ρύπος.

ξιγουφιάζουμι, ρ., αποσυνδέονται οι γοφοί μου. «Ξιγουφιάσ’κα απ’ τ’ν ουρθουστασία». ΕΤΥΜ. < αρνητ. μόριο –ξε- + γοφός.

ξιγυαλίζ’, ρ., απαντάται στο τρίτο πρόσωπο και σημαίνει έφαγε καλά ένα διάστημα και πάχυνε. «Τουν τάϊσα του γάδαρου ούλου του χ’μώνα βίκου κι ξιγυάλ’σαν τα καπούλια τ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μτγν. υαλίζω < αρχ. ύαλος.

ξιγυάλ’σμα, το, το τέντωμα του δέρματος από την καλοπέραση. «Α διέ τουν μιτά του πάσχα ξιγυάλ’σμα που έχ’ν τα μάγ’λα τ’»!

ξιγυαλ’σμένους, ο, μτχ., ο ανανεωμένος. «Βλέπου απ’ τ’ καλουπέρασ’ είστι ούλ’ ξιγυαλ’σμέν’».

ξιγυρίζου, ρ., 1. πάω καλύτερα στην υγεία μου, «Ένα χοβ’ η Γιώρς ήταν πουλύ αδύνατους αλλά τώραα ξιγύρ’σι καλά». 2. επί φυτών, ξαναβλασταίνω. «Οι ιλιές απ’ τ’ ξηρασία ήταν χάλια. Τώρα όμους μι τ’ βρουχή ξιγύρ’σαν».

ξιγυριστάρ’, το, ειδικό πριόνι σε ξύλινο πλαίσιο με λεπτή λεπίδα για να κόβει κυκλικά. Συνήθως οι ναυπηγοί έκοβαν τα «στραβά» του πλοίου «Φέρι του ξιγυριστάρ’ για να κόψου τα φούτια απού του βαρέλ’».

ξιγύρ’σμα, το, η αισθητή βελτίωση. «Μωρέ ξιγύρ’σμα που έχ’! Σα ρουφός είνι». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + γυρίζω.

ξιδιαλέου, ρ., ξεχωρίζω, καθαρίζω. «Δε κλαδεύου φέτου τ’ς ιλιές. Θα τ’ς ξιδιαλέξου λίγου απ’ τα λαίμαργα».

ξιδιάλιμα, το, το ξεχώρισμα, το ξεκαθάρισμα. «Κάνι του ξιδιάλιμα στα ψάρια να τα μοιράσουμι». ΕΤΥΜ. < από το μόριο – ξε + διάλεγμα <διαλέγω.

ξιδιαλιμένου, το, το καθαρισμένο από περιττά πράγματα, το διαλεγμένο. «Του σ’ταρ’ για τα κόλ’βα του έχου ξιδιαλιμένου».

ξιδιασπάρου, ρ., βρίσκω άκρη, ευκαιρία. «Άμα ξιδιασπάρ’ς απ’ τ’ς δ’λειές να πα να πιούμι κανένα ρακί». ΕΤΥΜ. < -ξε + διασπορά.

ξιζ’γιάζου, ρ., 1. ισοζυγίζω, «Να τα ξιζ’γιάεισς τα ξύλα κι μιτά να τα φουρτώεισς στου μ’λάρ’ να μη γέρ’ν». 2. πετυχαίνω το στόχο μου. «Δε κάνου πράματα κουτουρού. Πρώτα τα ξιζ’γιάζου καλά». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + ζυγός < ζυγίζω.

ξιζεύου, ρ., λύνω από το ζυγό τα ζώα. «Ξέζιψι τώρα τα μ’λάρια να ξαπουστάσ’ν, κι να χάψ’ν τίπουτα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ζεύγω , αρχ. ζεύγνυμι = συνδέω, συνάπτω.

ξιζ’μίζου, ρ., 1. ξεζουμίζω, 2. τρώω χρήματα που ανήκουν σε άλλον. «Βρήκι η Γιώρ’ς μια καλτάκου τουν καταξιζούμ’σι». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + < μεσν. ζουμίν < ζωμίν < μτγν. ζωμίον υποκ. του ζωμός.

ξιζούμ’ζμα, το, το ξεζούμισμα, το φαλήρισμα. «Έφαγα ένα ξιζούμ’σμα στου γούργουλα θα του θ’μούμι».

ξιζύγιασμα, το, το ισοζύγιασμα. «Μουρέ ξιζύγιασμα που τάκανα τα διμάτια! Δε γέρ’ν ντιπ του μ’λάρ’». ΕΤΥΜ. < από το μόριο – ξε + μεσν. ζύγιν < μτγν. ζυγίον υποκ. του αρχ. ζυγόν < ζυγός.

ξιζώνουμι, ρ., 1. βγάζω το ζουνάρι, τη ζώνη, τα ρούχα μου, «Μη ξιζώνισι ντιπ γιατί έχουμι δ’λειά ακόμα». 2. ξαρματώνομαι. ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + αρχ. λ. ζώνυμι.= ζώνω.

ξιθαρριμένους, μτχ., αυτός που είναι σίγουρος για κάτι, που είναι ήσυχος

ξιθαρριτ’κά, επίρρ., θαρρετά. «Φάτι ξιθαρριτ’κά! Έχ’ φαΐ».

για κάτι. «Ήμαν ξιθαρριμένους για του δάνειου κι η τράπιζα δε του κράτ’σι ακόμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. θαρρώ/θαρσώ = τολμώ, έχω θάρρος < θάρρος <θάρσος.

ξιθαρρώ, ρ., παίρνω θάρρος. «Ξιθάρριψι η αλ’πού κι έρχιτι μέχρι του σπίτ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. μτγν. εκθαρρώ < εκ + θαρρώ.

ξιθέρ’σμα, το, το τελείωμα του θερισμού. «Μιτά του ξιθέρ’σμα θα αλουνίσουμι του σ’τάρ’».

ξιθήλ’κουμα, το, το ξεκούμπωμα. «Μι του ξιθήλ’κουμα έχασα ένα κουμπί». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + μεσν. < θηλύκιον.

ξιθηλ’κώνου, ρ., ξεκουμπώνω. «Ξιθηλ’κώθ’καν τα κουμπιά απ’ του παντιλόνι σ’».

ξιθιρίζου, ρ., τελειώνω το θέρισμα. «Σι δυο μέρις ξιθιρίζουμι». ΕΤΥΜ. <μόριο –ξε- + θέρος < θερίζω.

ξιθ’μαίνου, ρ., με φεύγει ο θυμός «Τώρα μη φουβάσι! Ξιθύμανι»! ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + θυμός.

ξιίγκλουμα, το, το βγάλσιμο της ίγκλας. «Στου ξιίγκλουμα η μούλα κλουτσάει».

ξιιγκλώνου, ρ., λύνω την ίγκλα από το σαμάρι. «Ξιίγκλου του του μ’λάρ’ κι βγάλι του σαμάρ’ να ξιιδρώσ’ λιγάκ’ του καημένου». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. ίγκλα.

ξίκ’ ή ξίκ’κου, το, το έλλειμα, το ελλειματικά ζυγισμένο. «Τουν κιαρατά ξίκ’κου μι το ’δουσι του κρέας». ΕΤΥΜ. < τουρκ. eskik = ελλιπής.

ξικαλίγουτου, ο, επίθ., το υποζύγιο χωρίς πέταλα. «Του μ’λάρ’ είνι ξικαλίγουτου κι κ’τσαίν’». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. καλιγώνω.

ξικάνου, ρ., ξεκάνω, ξεθεώνω, πεθαίνω. «Τρεις άντρις παντρεύκι κι τ’ς ξέκανι ούλνοι». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ξεκάμνω < αρχ. εκκάμνω = αποκάμνω < εκ + κάμνω < ξε + κάμνω.

ξικαπίστρουτου, το, το ζώο που του έβγαλαν το καπίστρι ή το ζώο το μικρό σε ηλικία που δε φόρεσε ακόμα καπίστρι. «Του μ’λάρ’ είνι ξικαπίστρουτου».

ξικαπιστρώνου, ρ., βγάζω από το ζώο το καπίστρι. «Ξικαπίστρουσι τα μ’λάρια κι άστα να βουσκήσ’ν». ΕΤΥΜ. βλ. λ. καπίστρι.

ξικατ’νιάζου, ρ., εξαντλώ σωματικά κάποιον. «Τουν μπλάχν’ στ’ν απιγκουνή κι τουν ζαμακών’ μια στου ζ’νύχ’ τουν ξικάτ’νιασι». ΕΤΥΜ. <ξε- επιτατ. + - κατινιάζω < κατίνα = ράχη < ιταλ. catena = στήλη, αλυσίδα < λατιν. catena.

ξικάτνιασμα, το, το ξεθέωμα, η σωματική εξάντληση.

ξικεύου, ρ., χαζεύω, χάνω το μυαλό μου. «Πουλύ ξίκιψι. Ούλου κουσβάδις λέει». ΕΤΥΜ. < βλ.λ. ξίκ’.

ξικλάδουμα, το, η αφαίρεση των κουκουλιών από το κλαδί. «Αύριου θα ασχουληθούμι μι του ξικλάδουμα κι τ’ν άλλ’ θα βράσουμι τα κουκούλια». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + κλάδος.

ξικληρίζουμι, ρ., αφανίζομαι. «Τράκαραν στου δρόμου κι ξικληρίσ’καν δυο οικουγένειις». ETYM. < μεσν. εκκληρίζω = στερώ από κάποιον την κληρονομιά < μτγν. κλήρος < εκ + κλήρος.

ξικλήρ’σμα, το, το αφάνισμα. «Αμ’ τι ξικλήρ’σμα ήταν αυτό! Ούλνοι πήγαν απού αρρώστχις».

ξικλώθου, ρ., ξεκλώθω. «Να ξικλώεισς του νήμα κι να του βάλ’ς στα μασούρια». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + αρχ. κλώθω.

ξικ’νακουμένους, ο, μτχ., λασκαρισμένος, ξεσφηνωμένος. «Γύρνα τ’ βίδα μι του χέρ’. Είνι ξικνακουμέν’».

ξικ’νάκουτους, ο, επίθ., διαλυμμένος, ξεχαρβαλωμένος, ξεβίδωτος. «Απ’ τα ντιμπιλιά σα ξικνάκουτους πααίν’ στου δρόμου».

ξικ’νακώνου, ρ., βγάζω κάτι που έχει σφηνωθεί, λασκάρω. «Ξικνάκου τ’ πόρτα για να ανοίξ’». ΕΤΥΜ. < από το μόριο –ξε + κουνώ.

ξικόβου, ρ., 1. αποσχίζω, «Ξέκουψι η βράχους στ’ τούμπα». 2. δίνω κάτι με ευχαρίστηση, «Κιαρατά του σπαγγουραμμένου. Δε ξικόβ’ να δώσ’ τίπουτα απ’ τα θ’κά τ’». 3. Παύω να συναναστρέφομαι με κάποιον, «Δε μας κάν’ παρέα. Ντιπ ξέκουψι», 4. Αφήνω κάποιες κακές συνήθειες. «Ξέκουψι απ’ του τσιγάρου» ΕΤΥΜ. < μόριο -ξε- + κόπτω <κόβω.

ξικουλουμπαρίζουμι, ρ., ξεγυμνώνομαι. «Αμ τι είνι αυτό του χάλ’; Ξικουλουμπαρίζουντι ούλις οι γ’ναίκις στου γιαλό». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + λατιν. barus = γυμνός + κώλος.

ξικουλώνουμι, ρ., 1. ξεπατώνομαι στη δουλειά. «Ξικουλώθ’κα σήμιρα στη δ’λειά». 2. παράγω πολύ. «Ξικουλώθ’καμι φέτου στα καρπούζια». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ξε- επιτατ. + κωλώνω < κώλος.

ξικουμμένους, ο, μτχ., 1. ο ετοιμοθάνατος, «Δεν έχ’ ζουή η παππούς μ’. Είνι ξικουμμένους». 2. ο αποσχισμένος, «Η μ’σός η βράχους είνι ξικουμμένους». 3. ο ξεχωρισμένος για να δοθεί κάπου. «Κάθι μήνα τρια χιλιάρκα είνι ξικουμμένα για του γιό μ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. κόπτω.

ξικουπής, επίρρ., κατ’ αποκοπή. «Τ’ν πήρα τ’ δ’λειά ξικουπής». ΕΤΥΜ. <από το ξε + από + κοπή < εξ αποκοπής ή από το ξέκοψα >ξεκοπής.

ξικουφ’νιάζου, ρ., βγάζω τα ρούχα από τη κοφίνα ή βγάζω τις κηρήθρες από το κοφίνι. «Έλα να ξικουφ’νιάσουμι για να τρυγήσουμι». ΕΤΥΜ. <όριο -ξε- + < μτγν. κοφόνιον υποκ. του κόφινος.

ξίκ’ς, ο, αυτός που του λείπει μυαλό. «Άσ’τουν ούλου κουσβάδις λέει. Είνι ντιπ ξίκ’ς». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. ξίκ’κου.

ξικώλουμα, το, το ξεπάτωμα, ξεθέωμα απ’ τη δουλειά. «Τι ξικώλουμα ήταν αυτό σήμιρα»; ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + κώλος.

ξιλαγαρίζου, ρ., 1. καθαρίζω, ξεθολώνω, κατασταλάζω, «Πιρίμινι να ξιλαγαρίσ’ λιγάκ’ του νιρό κι μιτά θα του πιούμι». 2. αδειάζει το έντερο. «Σκέπασα τ’ς σιαλιακοί δυο μέρις κι ξιλαγαρίσ’καν’. ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + αρχ. < λαγαίω = απολύω, αφήνω, χαλαρώνω < λάγος < λατιν. laxus = χαλαρός.

ξιλαγάρ’σμα, το, το ξεθόλωμα, το καταστάλαγμα. «Αμ τι ξιλαγάρ’σμα ήταν αυτό στου άντιρου σαράντα μέρις νηστεία»;

ξιλαγαρ’σμένους, ο, μτχ., ο πεινασμένος, ο κατασταλλαγμένος. «Είμι ξιλαγαρ’σμένους απού τ’ πείνα». ξιλάγγουρου, το, το μεγάλο αγγούρι, η ξερακιανή γυναίκα. «Πήρι μια ξιλάγγουρ’ η Γιάνν’ς»!

ξιλάκκουμα, το, το σκάψιμο γύρω από τις ρίζες. «Μι του ξιλάκκουμα δυναμών’ τα φυτά γιατί οι ρίζις πάν’ πιο βαθιά».

ξιλακκουμένου, μτχ., το σκαμμένο γύρω από τις ρίζες. «Τα κούρβ’λα απ’ τ’ς πουλλές τ’ς βρουχές είνι ούλα ξιλακκουμένα».

ξιλακκώνου, ρ., σκάβω λάκκο γύρω από τις ρίζες των δέντρων. «Θα ξιλακκώσου τα κλήματα για να δυναμώσ’ν». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + λάκκος < αρχ. λάκfος = λίμνη, λακκούβα < λατιν. lakus.

ξιλαμπαδιάζ’, ρ., βγάζει μεγάλη φλόγα. (απαντάται στο γ΄πρόσωπο). «Ξιλαμπαδιάζ’ καλά η φουτιά απ τ’ πυρκαϊά που έγινι». ETYM. < μόριο -ξε- + λαμπάδα < αρχ. λαμπάς- άδος < λάμπω.

ξιλαμπάδιασμα, το, το φούντωμα. «Διες ξιλαμπάδιασμα που κάν’ η φουτιά μι κλαδιά απ’ τ’ς ιλιές».

ξιλασκάρου, ρ., χαλαρώνω, τελειώνω τις δουλειές. «Να ξιλασκάρου λιγάκ’ απού τ’ς δ’λειές κι μιτά θα σι βουηθήσου». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + λασκάρω. < ιταλ. laskare < λατιν. laxare < laxus = χαλαρός, άτονος.

ξιλασκάρ’σμα, το, 1. το λασκάρισμα από δέσιμο, 2. Η χαλάρωση από τις πολλές δουλειές. «Του χ’μώνα έχ’ ξιλασκάρ’σμα απ’ τ’ς δ’λιές».

ξιλιχνίζου ή λιχνίζου, ρ., ρίχνω με το καρπολόι ψηλά το σιτάρι με το άχυρο για να χωρίσουν. «Έλα να ξιλιχνίσουμι του λαμνί». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- _ λιχνίζω < μτγν. λικμίζω < αρχ. λικμώ.

ξιλίχνισμα, το, το λίχνισμα. Η εργασία που κάνουμε. «Δεν είνι καθαρές οι φακές. Θέλ’ν ξιλίχνισμα».

ξιλιχνισμένου, το, μτχ., το τελειωμένο στο λίχνισμα. «Του σ’τάρ’ είνι ξιλιχνισμένου».

ξιμαδάου, ρ., μαδώ με μανία. «Έλα να ξιμαδίεισς τ’ν κότα να τ’ βράσουμι». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + μαδώ < αρχ. μαδώ = διαρρέω < λατιν. madeo = είναι βρεγμένος.

ξιμάδ’μα, το, το μάδημα με μανία. «Κάνι του ξιμάδ’μα τ’ς κότας κι ιγώ θα τ’ μαγειρέψου».

ξιμανιάζου, ρ., βγάζω το άχτι μου, εκτονώνομαι. «Άστα να ξιμανιάσ’ν μι τ’ μπάλα να μη χουρουβατούν στου σπίτ’». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε - + μανία <αρχ. μαίνομαι = με πιάνει μανία.

ξιμάνιασμα, το, η εκτόνωση. «Μιτά του ξιμάνιασμα η θάλασσα έγινι λάδ’».

ξιμασκαλιάζου, ρ., κόβω το δέντρο από τις μασχάλες. «Θα ξιμασκαλιάσου τ’ς ιλιές να πάρ’ν αέρα». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + μασχάλη < αρχ. μάλη.

ξιμασκαλιάζουμι, ρ., μου κόβονται οι μασχάλες μου από το βάρος. «Ξιμασκαλιάσ’κα μι του να κρατώ του μ’κρό συνέχεια αγκαλιά».

ξιμασκάλιασμα, το, 1. η αφαίρεση βραχίονα από τις ελιές, «Πάγουσαν οι ιλιές κι θέλ’ν ξιμασκάλιασμα να ξαναγίν’». 2. η κούραση της μασχάλης από το βάρος. «Μι πόνισαν τα χέρια απ’ του ξιμακάλιασμα».

ξιμασκαλιασμένου, το, μτχ., το αμπέλι που του βγάλαμε τις μασχάλες. «Ούλου τ’ αμπέλ’ είνι ξιμασκαλιασμένου».

ξιμάτσ’μα, το, η τομή των κουκιών στο πάνω μέρος. «Τα κ’κιά θέλ’ν ξιμάτ’μα, γιατί αλλιώς δε βράζ’ν».

ξιματ’σμένα, τα, μτχ., τα κομμένα (τα κουκιά) στο πάνω μέρος. «Βάλι τα κ’κιά να βράσ’ν. Είνι ξιματ’σμένα».

ξιματώ, ρ., κόβω το πάνω μέρος από τα κουκιά για να βράσουν καλύτερα. «Θα ξιματίσου καμπόσα κ’κιά να φάμι του μισ’μέρ’». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε - + ματίζω ( ματώ ) < μτγν. αμματίζω = δένω, συνδέω < αρχ. άμμα = κόμπος, δεσμός < άπτω.

ξιμέσιασμα, το, ο ισχυρός πόνος της μέσης λόγω βάρους ή σκληρής δουλειάς. «Δε μπουρώ να κ’νιθώ απ’ του ξιμέσιασμα». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + μέση < ουσιαστικοποιημένο θηλ. του αρχ. επιθ. μέσος.

ξιμισιάζουμι, ρ., κόβεται η μέση μου από το βάρος ή την πολύ δουλειά. «Ξιμισιάσ’κα απ’ του σκάψ’μου».

ξιμισιασμένους, ο, μτχ., ο πολύ κουρασμένος στη μέση. «Δε σας βουηθώ στα τσιουβάλια γιατί είμι ξιμισιασμένους».

ξιμουσταλιάζου, ρ., βλέπω πολύ ώρα μια γυναίκα και με πέφτουν τα σάλια.. «Τι ξιμουσταλιάειζς ρε παλιόγιρι; Αυτά είνι κουρίτσια σ’». ΕΤΥΜ. ξε + μούστος.

ξιμουστάλιασμα, το, το λάγνο κοίταμα σε μια γυναίκα για πολλή ώρα. «Άσι του ξιμουστάλιασμα, γιατί δεν είνι για τα δόδια σ’».

ξιμπιλιαδιάζου, ρ., τελειώνω τις δουλειές, τη φασαρία, γλιτώνω από τους μπελάδες. «Ξιμπιλιάδιασα μι του κλάδιμα κι θα κάτσου να ξικουραστώ». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + μπελάς < τουρκ. bela.

ξιμπιλιάδιασμα, το, το τελείωμα των εργασιών, η απαλλαγή από μπελάδες. «Θα τιλειώσου του ξιμπιλιάδιασμα μι τ’ς δ’λές κι μιτά θα κάτσου».

ξιμπουρδέρνου, ρ., αδειάζω τις ακαθαρσίες από το βόθρο και τις αφήνω ελεύθερα να τρέχουν στο λαγκάδι. «Η θειά η Σγουράφου σήμιρα ξιμπόρδαρι τουν απόπατου». (από παλιό μαθητ. ημερολόγιο). ΕΤΥΜ. 1. από το μόριο ξε - + μπούρδα < αλβαν. burthe = σακκί. 2. βλάχ. μπουρδάρω = μπαίνω με φούρια.

ξινέγρουμα, το, το ξεσκάλισμα, η θύμιση. «Μι του ξιγέγρουμα δε βγαίν’ τίπουτα. Πιρασμένα ξιχασμένα».

ξινησ’κώνουμι, ρ., ξελιγώνομαι από την πείνα. «Δεν πήρα κουντά μ’ ούλ’ μέρα φαΐ κι ξινησκώθ’κα». ETYM. < μόριο ξε- + νηστεία. < αρχ. νήστις = νηστικός νη- στερητ. + εσθίω.

ξινιγρώνου, ρ., αναμοχλεύω, βγάζω στο φανερό κάτι ξεχασμένο. «Μη τα ξινιγρών’ς αυτά. Θα τσακουθούμι». ETYM. ξε + νερό < ξενε(γ)ρώνω.

ξινιχώνου, ρ., ξεθάπτω. «Στα τρία τα χρόνια τουν ξινέχουσα τουν παπού μ’». ΕΤΥΜ. < από το ρ. ξεχώνω < μεσν. εκχώνυμι = φέρνω στην επιφάνεια κάτι θαμμένο.

ξινέχουμα, το, το ξεθάψιμο. «Είνι άτιμου πράμα αυτό του ξινέχουμα».

ξιου, κραυγή να φύγουν οι κότες, αλλά και κουτουρού. «Ξιου, ξιου παλιόκουτις». Λέγεται και στερεότυπα με τη φράση «Είσι ντιπ ξιού = κουτουρού». ΕΤΥΜ. ηχομιμ. λέξη.

ξιούμι, ρ., ξύνομαι. «Τι έπαθις κι ξιέσι συνέχεια»; ΕΤΥΜ. < από το αρχ. ξέω = ξύνω.

ξιόψ’, επίρρ., ξόπετσα, επιπόλαια, επιφανειακά. «Τουν πέταξι ένα μαχαίρ’ κι τουν πήρι ξιόψ’ στουν ώμου». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + όψη < αρχ. όψις.

ξιπαϊάζου, ρ., ξεπαγιάζω. «Ξιπάιασα απού του κρύου». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + πάγος < αρχ. πάγος = βράχος (π.χ. Άρειος Πάγος) < ρ. πήγνυμι.

ξιπάιασμα, το, το ξεπάγιασμα. «Δεν πήρα σακάκ’ κι τράβ’ξα ένα ξιπάιασμα! Θα του θ’μούμι».

ξιπαϊασμένους, ο, μτχ., ο ξεπαγιασμένος. «Έλα κουντά στου τζιάκ’ να ζισταθείς βρε ξιπαϊασμένι»!

ξιπαίδιασμα, το, το σταμάτημα της τεκνοποιϊας. «Μιτά του ξιπαίδιασμα θα κάνουμι ένα ταξίδ’». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + παιδί < αρχ. παίς, παιδός.

ξιπαπαδιάζου, τον ξεθεώνω στον έρωτα, (παπάδ’ = βάλανος πέους) «Η Μήτσιους πήρι μ’κρή γ’ναίκα κι τουν ξιπαπάδιασι».

ξιπαραδιάζου, ρ., καταξοδεύω. «Ξιπαραδιάσκα αυτό του μήνα». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + παράς = χρήματα.

ξιπαράδιασμα, το το καταξόδεμα των χρημάτων. «Ιδώ κι δυο μήνις έχου ένα ξιπαράδιασμα!»

ξιπαρταλιάζου, ρ., καταξεσχίζω. «Ακόμα δε τα φόρισις τα παπούτσια κι τα ξιπαρτάλιασις». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε + τουρκ. < partal = κουρέλι.

ξιπαρτάλιασμα, το, το κουρέλιασμα, το ξέσχισμα. «Τι ξιπαρτάλιασμα του έκανις του κουστούμ’»;

ξιπαρταλιασμένου, το, μτχ., το ξεχαρβαλωμένο, το καταξεσχισμένο. «Του στρώμα θέλ’ πέταμα γιατί είνι ξιπαρταλιασμένου».

ξιπαστρεύου, ρ., 1. καθαρίζω, «Ξιπάστριψα του σπίτ’ γιατί ήταν χάλια». 2. εξαφανίζω κάτι, «Του ξιπάστριψις του τυρί. Δεν απόμνι κουματούδ’». 3. Αποτελειώνω κάποιον. «Τρεις άντρις ξιπάστριψι». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. παστρεύου.

ξιπάστριμα, το, το γενικό καθάρισμα. «Τιλείουσα του ξιπάστριμα μι του σπίτ’».

ξιπατότσαπ’, η, η κατάληλη τσάπα για εκχέρσωση που από τη μια μεριά έχει κόψη. «Θα πάρουμι στου χουράφ’ κι τ’ ξιπατότσαπ’ για να κόψουμι τα παρατσ’νάδια». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + πατώνω + τσάπη.

ξιπάτουμα, το, η εκχέρσωση. «Πάμι να βρούμι ζουχιά σι κανένα ξιπάτουμα».

ξιπατουμένους, ο, μτχ., ο εκχερσωμένος, ο ξεριζωμένος. «Του χουράφ’ είνι ξιπατουμένου».

ξιπατώνου, ρ., 1. εκχερσώνω, «Ξιπάτουσα λίγου δάσους κι η δασουφύλακας μ’ έκανι μήνυσ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ξε- + πατώνω <πάτος.

2. (στη μέση φωνή) ξεθεώνομαι. «Ξιπατώθ’κα στη δ’λειά».

ξιπιδιάζου, ρ., σταματώ να τεκνοποιώ. «Απού τότι που ξιπαίδιασι η Ν’κόλας δε σ’μαζέβιτι ντιπ». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + παίς-δός.

ξιπιρδικλουμένους, ο, μτχ., ο απαλλαγμένος από τις πέδες, ο λυμένος. «Και τα δυο τα μ’λάρια είνι ξιπιρδικλουμένα».

ξιπιρδικλώνου, ρ., απαλλάσω το ζώο από τις πέδες. «Ξιπιρδίκλου του μ’λάρ’ κι φέρι να του πουτίσουμι». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + πεδικλώνω <μεσν. πεδικλώ <πέδικλον.

ξιπυρχαίν’, ρ, (στο γ΄ πρόσωπο). Κρυώνει ελαφρά. «Άστου του φαΐ να ξιπυρχάν’ λίγου κι μιτά του τρως». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε - + πύρ.

ξιπλατίζουμι,ρ., κουράζομαι υπερβολικά. «Φόρτουσα του αμάξ’ κούτσουρα κι ξιπλατίσ’κα».

ξιπλάτ’σμα, το, ο ξεπλατισμός, η υπερβολική κούραση. «Είνι μιγάλου ξιπλάτ’σμα να φουρτών’ς λιπάσματα». ΕΤΥΜ. < μεσν. μόριο ξε- + πλάτη < γαλλ. platine.

ξιπλατ’σμένους, ο, μτχ., ο ξεθεωμένος. «Δε μπουρώ να κάνου τίπουτα γιατί είμι ξιπλατ’σμένους».

ξιπλατ’σμός, ο, βλέπε λ. ξιπλάτ’σμα.

ξιπουδαριάζου, ρ., κατακουράζω τα πόδια μου. «Μι ξιπουδάριασις». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + πούς – ποδός.

ξιπουδάριασμα, το, το ξεθέωμα από το περπάτημα. «Έφαγα ένα ξιπουδάριασμα σήμιρα!»

ξιπουπ’λιάζου, ρ., 1. μαδώ καποιο πτηνό, «Ξιπουπούλιασι τ’ς κουτσ’φοί να τ’ς φάμι». 2. παίρνω όλα τα χρήματα από κάποιον παίζοντας τυχερά παιχνίδια. «Τουν ξιπουπούλιασαν στου χαρτί». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + πούπουλο < βενετ. pupola / ιταλ. pupolle = μπούφος.

ξιπουπ’λιασμένους, ο, μτχ., ο γυμνός από πούπουλα. «Σαν ξιπουπουλιασμέν’ κότα είνι του κιφάλι σ’».

ξιπουπούλιασμα, το, το μάδημα της κότας. «Τι ξιπουπούλιασμα είνι αυτό που έκανις; Άφ’σις τα μ’σά τα πούπ’λα απάν’».

ξιπρουβόδ’μα, το, το κατευόδιο. «Οι σ’μπιθιροί χρειάζ’ντι ξιπρουβόδ’μα»

ξιπρουβουδώ, ρ., κατευοδώνω. «Ξιπρουβόδ’σι του μπάρμπα σ’ μέχρι τ’ν πόρτα». ΕΤΥΜ. < μόριο – ξε + οδός.

ξιπυρ’χαίν’, ρ., (στο τρίτο πρόσωπο) κρυώνει το φαγητό. «Πιρίμινι ρε ταμαχιάρ’ να ξιπυρ’χάν’ λιγάκ’ του φαΐ κι μιτά του τρως. Θα σι ζ’ματίσ’». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + πυρ.

ξιρατά, τα, ο εμετός. «Έλα τώρα να μάεισς τα ξιρατά απ’ του παλιόγατου σ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. ξερνώ < αρχ. εξερώ = αδειάζω, εξεμώ.

ξιρουμπούκ’, το, η λιτή ξερή τροφή. «Σήμιρα δε μαγείριψα. θα τα’ βγάλουμι μι ξιρουμπούκ’» ΕΤΥΜ. < ξερός + μπουκιά. < μεσν. βουκιά <βουκία < βούκα < μπούκα.

ξιρουτανίζουμι, ρ., τεντώνω τα χέρια από τη νύστα. «Πάεινι για ύπνου κι μη ξιρουτανίζισι συνέχεια» ΕΤΥΜ. ξερός + τανίζομαι.

ξισέρνου, ρ., 1. λασκάρω, «Ξύσιρι του σκ’νί λίγου». 2. επισκευάζω (κατά κανόνα τα κεραμίδια.) «Ξίσυρα ούλα τα κιραμίδια». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + σύρω.

ξίσιρσμα, το το λασκάρισμα. «Έπισαν τα ξύλα απού του μ’λάρ’ μι του ξίσιρσμα».

ξισκαλώνου, ρ., ξεφεύγω, ξεγλιστρώ. «Άμα ανταμώεισς μι τουν Αντών’ του Μάντσιου εύκουλα δε ξισκαλών’ς». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + σκάλα.

ξισκαρίζου, ρ., βγάζω το κοπάδι στη βοσκή. «Μη τα ξισκαρίεισς τα γίδια άμα δε τα αρμέξουμι». ΕΤΥΜ. < από το μόριο -ξε- + < μτγν.σκαρίζω <αρχ. σκαίρω = χορεύω, χοροπηδώ.

ξισκάρ’σμα, το, το βόσκημα. «Μιτά του ξισκάρ’σμα θα κλείσουμι τα κατσ’κούδια στου μαντρί».

ξισκλίδ’, το, το κλαδί που αποσχίστηκε από τη μασχάλη του. «Δε πρόσιχι μι του όργουμα κι γιόμουσι του χουράφ’ ξισκλίδια». ΕΤΥΜ. < μεσν. ξεσκλίζω < ξεσκελίζω < ξε- + σκελίζω < σκελίς - ίδος.

ξισκλιδίζου, ρ., αποσχίζω. «Ξισκλίδ’σι καμπόσα τσάκνα για προυσανάματα».

ξισκ’λιδισμένου, το, μτχ., το αποσχισμένο. «Πήγα κι βρήκα ούλα τα δέντρα ξισκ’λιδισμένα απ’ τουν αέρα».

ξισκ’λίδ’σμα, το, η απόσχιση. «Τι ξισκλίδ’σμα είνι αυτό μι τουν αέρα; Απόμ’ναν μουνάχα τα κούτσουρα».

ξισκώ, ρ., ξεσχίζω. «Μη του ξισκάς του βιβλίου χρειάζιτι». ΕΤΥΜ. <μεσν. < αρχ. εκσχίζω < εκ + σχίζω.

ξισ’λλουισμένους, ο, μτχ., ο σκεπτικός, ο αφηρημένος «Τώρα τιλιφταία κάτ’ έχ’ η Αντών’ς. Ούλου ξισ’λλουισμένου τουν βλέπου».

ξισ’λλόιστους, ο, επίθ., ο άσκεφτος, ο αφηρημένος, ο άμοιαλος. «Μη τουν δίν’ς σημασία. Είνι ντιπ ξισ’λόιστους».

ξισ’λλουιούμι, ρ., σκέφτομαι αφηρημένος. «Τι ξισ’λλουιέσι κι δεν απαντάς». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + συλλογ(ι)ούμαι = < συν + λογίζομαι.

ξισ’νέρ’σμα, το, το συνέρισμα. «Διέτα τα μ’κρά μιταξύ τ’ς ξισ’νέρ’σμα που έχ’ν».

ξισ’νιρίζου, ρ., συνερίζω. «Μη τουν ξισ’νιρίειζς. Τα λέει για πλάκα». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + συνερίζομαι < μτγν.συνερίζω = αντιδικώ, ερίζω < -ξε- + συν + ερίζω = φιλονικώ.

ξισουεύου, ρ., ξεμακραίνω από τη συγγένεια. «Ούτι πατάς καμιά φουρά στου σπίτι μ’ ξάδιρφι. Μι φαίνιτι ξισόιψά μι». ΕΤΥΜ. < ξε- + σόι < τουρκ. soy.

ξισπόρ’σμα, το, η αφαίρεση και της τελευταίας δραχμής. «Τι ξισπόρ’σμα είνι αυτό μι τα πιδιά; Δραχμή δε μ’ αφήν’». ETYM. < μόριο ξε - + σπορι(ά)ζω < αρχ. σπείρω.

ξισπουρίζου, ρ., παίρνω από κάποιον και την τελευταία δραχμή. «Τουν ξισπόρ’σαν ντιπ στα χαρτιά». ΕΤΥΜ. < μόριο –ξε- + σπόρος.

ξισπυρίζου, ρ., αποχωρίζω τους σπόρους «Πάμι να ξισπυρίσουμι τα καλαμπόκια για να τρών’ οι κότις». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + σπυριάζω < σπυρί < μεσν. σπυρίον υποκ. αρχ. σπυρός = κόκκος σιταριού.

ξισπύρ’σμα, το, το αποχώρισμα των σπυριών. «Τιλειών’τι του ξισπύρ’σμα να τσιουβαλιάσουμι του καλαμπόκ’».

ξισπυρ’σμένου, το, μτχ., βγαλμένο σπυρί. «Τα κ’κιά είνι ξισπυρ’σμένα».

ξισπυρ’στά, τα., συνοδεύεται με τη λέξη «λέει». Αυτός που μιλάει πολύ αργά και καθαρά. «Τα καταλαβαίν’ς ούλα όταν κρέν’ γιατί τα λέει ξισπυρ’στά».

ξισταύρ’ το, ασεβής προσφώνηση που έχει σχέση με τον τίμιο σταυρό.

ξισταυρίζουμι, ρ., με πονάει υπερβολικά η μέση μου. ΕΤΥΜ. < από τη λ. σταυρός. Ίσως επειδή σχηματίζεται σταυρός από τη λεκάνη και τη σποδυλική στήλη. «Έσκαβα κι ξισταυρίσκα στ’ μέσ’».

ξισταχυάζου, ρ., ωριμάζω, ξεπερνώ, Μεγάλωσα πολύ. «Ξιστάχυασαν τα μαρούλια κι δε τρώγ’ντι». «Ξιστάχυασις πουλύ Μαρίγια». ΕΤΥΜ. < μόριο -ξε- + σταχιάζω/στάχυς.

ξιστάχυασμα, το, η εμφάνιση των σταχυών, η ωρίμανση. «Μετά του ξιστάχυασμα τα λάχανα είνι άχρηστα».

ξισταχυασμένους, ο, μτχ., ο υπερώριμος, η εμφάνιση του σταχυού στα ποώδη. «Δεν κάν’ τα σπανάκια. Είνι ούλα ξισταχυασμένα».

ξιστέρ’, το, το ξαστέρωμα. «Πουλύ ξιστέρ’ έχ’ απόψι. Θα παγώσ’ν ούλα τα νιρά».

ξιστέριασμα, το, βλέπε λ. ξιστέρ’.

ξιστιριάζ’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο. Ξαστερώνει βγαίνουν τα άστρα. «Ξιστέριασι απόψι. Αύριου θα έχ’ καλό κιρό». ΕΤΥΜ. μεσν. < ξ(ε)- + άστερος < αστέρι.

ξιστ’χώ, ρ., λύνω τη μίσθωση εργασίας, παύω να είμαι στιχτός. «Βόσκου γίδια κι μι δίν’ πουλύ λίγα. Του χρόνου θα ξιστ’χίσου». ΕΤΥΜ. < μόριο -ξε - + αρχ. στοιχίζω ή στοιχώ = τοποθετώ κατά στοίχους < στοίχος.

ξιτάζου, ρ., εξατάζω. «Πάεινι να σι ξιτάσ’ η γιατρός».

ξιτζέλιασμα, το, το ξεκοίλιασμα. «Η κότα θέλ’ ξιτζέλιασμα». ΕΤΥΜ. <μόριο ξε- + τζελ (άκλιτο) = ημίρευστη ουσία <αγγλ. gel.

ξιτζιλιάζου, ρ., ξεκοιλιάζω, βγάζω τα εντόσθια από τα ψάρια ή από την κότα. «Θα ξιτζιλιάσου τα ψάρια κι μιτά θα τα ξύσου».

ξιτζιλιασμένους, ο, μτχ., ο ξεκοιλιασμένος. «Τα ψάρια είνι ξιτζιλιασμένα. Ξύσ’μου θέλ’ν».

ξιτιμής, επίρρ., τσάμπα, φτηνά, μισή τιμή. «Για να μη μι σαπίσ’ν τα καρπούζια τα έδουσα ξιτιμής». ETYM. < μόριο -ξε- + τιμή <αρχ. τίω = αποδίδω τιμή, εκτιμώ.

ξιτίναμα, το, 1. το μεγάλωμα. «Έχ’ν ένα ξιτίναμα οι ιλιές»! 2. το ξεσκόνισμα κλινοσκεπασμάτων. «Έλλη! Σι βαρέθ’κα ούλ’ μέρα μι του ξιτίναμα σ’».

ξιτιναμένους, ο, μτχ., 1. ο άφραγκος. «Η Νίκους είνι ξιτιναμένους απού παράδις». 2. ο αρκετά μεγάλος. «Πάρι μια κότα λίγου ξιτιναμέν’ να φάμι του μισ’μέρ’».

ξιτ’λίγουμι, ρ., ξετυλίγομαι. «Ξιτ’λίχ’κι ούλου του κ’βάρ’». ΕΤΥΜ. <σύνθ. εκ + τυλίσσομαι.

ξιτ’νάζου, ρ., 1. ξεσκονίζω, «Θα ξιτ’νάξου λιγάκ’ του σπίτ’ κι μιτά θα ρθώ για καφέ». 2. ξεθεώνω κάποιον. « Η Μήτσιους πήρι μ’κρη γ’ναίκα κι τουν ξιτίναξι» ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + τινάζω < μεσν. από τον αόρ. ετίναξα του αρχ. τινάσσω.

ξιτ’νάζουμι, ρ., 1. διώχνω τη σκόνη από πάνω μου, «Ξιτ’νάζουμι συνέχεια απ’ τ’ς τρίχις που γιόμουσα μι του κούριμα». 2. μένω απένταρος, «Μι του σπίτ’ ξιτ’νάχ’κα ντιπ. Πουλλά λιφτά μι έφαγι». 3. αδυνατίζω, «Μι τ’ νηστεία σαράντα μέρις ξιτ’νάχ’κα ντιπ». 4. μεγαλώνω. «Πάει τα πιδιά τ’ Γιώρ’. Ξιτ’νάχ’καν»!

ξιτσίπουμα, το, βλέπε λ. ξιτσιπουσιά.

ξιτσιπουμένους, ο, μτχ., χωρίς τσίπα, χωρίς πέτσα. «Τα σπυριά σ’ τα βλέπου ξιτσιπουμένα. Μη τα ξύν’ς».

ξιτσιπουσιά, η, η ξεδιαντριπιά. «Τι ξιτσιπουσιά μαρή είνι αυτή σήμιρα! Ημείς δεν είμασταν έτσ’».

ξιτσίπουτους, ο, επίθ., ο ξεδιάντρωπος. «Δεν έχ’ του Θιό τ’. Πουλύ ξιτσίπουτους είνι». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + τσίπα < μεσν. με σημ. πέπλος <σλαβ. tsipa.

ξιτσιπώνου, ρ., βγάζω την πέτσα ή βγάζω τα πράγματα από την τσέπη. «Γιατί ξιτσίπουσις του γιαούρτ»; «Πήγα στου καζίνου κι μι τα ξιτσίπουσαν ούλα».

ξιφ’λλίζου, ρ., ξεφυλλίζω το βιβλίο. «Του βιβλίου δε του ξιφυλλίζ’ν μουνάχα. Του διαβάζ’ν». ΕΤΥΜ. < μεσν. εκφυλλίζω < εκ + - φυλλίζω <φύλλο.

ξιφτέρ’, το, 1. ο έξυπνος άνθρωπος, «Ξιφτέρ’ είνι η μ’κρός στου σχουλειό» 2. το εξαπτέρυγο της εκκλησίας. «Τα ξιφτέρια στ’ λιτανεία πήγιναν μπρουστά». ETYM. < μεσν. < ξυφτέρι < εξυπτέριον. < μτγν. οξυπτέριον υποκ. του επιθ. οξύπτερος (οξύς + -πτέρος <πτερό).

ξιφύλλ’σμα, το, το ξεφύλισμα. «Απ’ του πουλύ του ξιφύλλισμα του χάλασις του βιβλίου». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + φύλλο.

ξιχάνου, ρ., δεν προσέχω, είναι αλλού ο νους μου. ΕΤΥΜ. < ξε + χάνω (το μυαλό μου.)

ξιψειριάζου, ρ., βγάζω τις ψείρες από το κεφάλι. «Βάλι τα μ’κρά ψειρόσκουν’ να τα ξιψειριάεισς». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε- + ψείρα < μεσν. ψείρα < φθείρα = αιτ. ενικού του αρχ. φθείρ- ρός.

ξιψείριασμα, το, η αφαίρεση των ψειρών από το κεφάλι. «Απού του προυί ασχουλούμι μι του ξιψείριασμα».

ξιψειριασμένους, ο, μτχ., χωρίς ψείρες. «Τα μ’κρά είνι ούλα ξιψειριασμένα».

ξίψιλους, ο, επίθ., ο πολύ λεπτός. «Δεν κρατάει η μπλούζα ντιπ ζέστα. Είνι πουλύ ξίψιλ’». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε - + ψιλός < αρχική σημασία γυμνός, άδενδρος, ελαφρά οπλισμένος < ψίω = τρέφω, ταΐζω λεπτύνω + παραγ. επίθημα - λος.

ξίψουμα, επίρρ., χωρίς ψωμί, χωρίς αμοιβή. «΄Ωσπου να μι πάρ’ν στ’ πατόζα δούλιβα μια βδουμάδα ξίψουμα». ΕΤΥΜ. < από το μόριο ξε- + ψωμί < μτγν. ψωμίον υποκ. του αρχ. ψωμός = κομμάτι, μπουκιά ψωμιού.
ξ’λάγγουρου, το, το πολύ άγγουρο. «Δεν τρώγ’ντι τα αχλάδια. Είνι ακόμα ξ’λάγγουρα».

ξόλ’τους, ο, επίθ., ελεύθερος, ο απεριόριστος. «Ντίπ ξόλ’του είνι αυτό του πιδί. Ούτι σ’μαζέβιτι στου σπίτ’». ΕΤΥΜ. < μόριο ξε - + λυτός < λύω <λύνω.

ξουλταρεύου, ρ., γυρίζω άσκοπα. «Που ξουλταρεύ’ς ούλ’ μέρα κι δε σ’μαζέβισι στου σπίτ’»;

ξουλταρίκ’, το, το γύρισμα χωρίς περιορισμούς. «Κάνι κι καμιά δ’λειά. Δε τα σών’ς τα ξουλ’ταρίκια».

ξουμίζου, ρ., επιδιορθώνω πλεχτό (κάλτσες, μπλούζες, κ.λ.π.) «Θα σι ξουμίσου τ’ μπλούζα γιατί βγήκαν πουλές θηλιές».

ξουμ’σμένου, το, μτχ., το επιδιορθωμένο πλεχτό. «Φόρα τα τα σκ’φούνια. Είνι ξουμ’σμένα».

ξούνα, η, 1. η κουλούρα ψωμιού ή τσουρεκιού, «Φούρνισα δυο πλαστά κι τρεις ξούνις». 2. η κοπέλα που ξεχνάει εύκολα. «Μη τα λές τίπουτα θα του ξιχάσ’. Είνι ντιπ ξούνα». ΕΤΥΜ. < αρχικά κουλούρα σε σχήμα κούκλας. κουτσούνα = κούκλα. < κουτσούνα < κσούνα.

ξούρα, η το ξύρισμα. ΕΤΥΜ. < τουρκ. ustura = είδος ξυραφιού που ανοιγοκλείνει.

ξούρας, ο, επίθ., ο ξαναμωραμένος. Σύνθετο πάντα με το γιουρου- «Όσου πιρνούν τα χρόνια ντίπ γιουρουξούρας γίνισι. Ούλου τ’ς μ’κρές χτάειζς». ΕΤΥΜ. < αρχ. επίθ. έξουρος.

ξυλάρμινου, το, το πλοίο που αρμενίζει χωρίς πανιά και χωρίς μηχανή. Το ακυβέρνητο. «Διε ένα καράβ’ στα ανοιχτά πως παλεύ’ μι τα κύματα φαίνιτι ότι είνι ξυλάρμινου»

ξ’τέλ’, το, το χριστέλι. Το πιάτο με τα κόλυβα στη μνήμη κάποιου νεκρού. «Θα φκιάσου του Σάββατου ένα κ’στέλ’ για του σχουριμένου τουν άντρα μ’». ΕΤΥΜ. < Χριστός + παραγ επίθ. -έλι. (Οι ντόπιου το χρ το προφέρουν ξτ) Χριστέλι / ξτέλι /ξτέλ’

ξυάλ’, το, πεπλατισμένο σίδερο που έξυναν τις λάσπες από το αλέτρι. «Φέρι του ξυάλ’ να καθαρίσου τα λάσπις απού του αλέτρ’». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. ξέω = ξύνω οξυάλι / ξυάλι / ξυάλ’

ξυλαμίδ’, το, το ξύλινο γεωργικό εργαλείο με το οποίο μάζευαν σε σωρό το αλωνισμένο γέννημα. «Φέρι του ξυλαμίδ’ να μάσουμι του άλισμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. ξύλον.

ξυλαμίδας, ο, ο λεπτός και ψηλός. «Έγινι ένας ξυλαμίδας δυο μέτρα».

ξυλάρμινου, το, το πλεούμενο που αρμενίζει χωρίς πανιά, χωρίς μηχανή, το ακυβέρνητο. «Στα ανοιχτά φαίνιτι ένα καΐκ’ σταματ’μένου. Φαίνιτι ξυλάρμινου είνι». ΕΤΥΜ. < ξύλο + αρμενίζω.

ξυλάχτια, τα, τα εξαρτήματα του ξυλάλετρου που ανοίγουν αυλάκια. «Χάλασαν τα ξυλάχτια απού του αλέτρ’».

ξυλουκέρατου, το, το χαρούπι. «Δώσι του γ’ρουν’ να φάει καμπόσα ξυλουκέρατα». ΕΤΥΜ. < ξύλο + κέρας = κέρατο.

ξυλουφάους, ο, η ράσπα. «Πάρι λίγου του στυλιάρ’ μι τουν ξυλουφάγου για να μπει του τσ’κούρ’». ΕΤΥΜ. < ξύλο + τρώω (αόρ. β. έφαγον, έφαγα).

ξυλόχτινου, το, το χτένι του αργαλειού. «Μ’ έσπασι του ξυλόχτινου κι δε μπουρώ να υφάνου». ΕΤΥΜ. < ξύλο + χτένι.

ξυπόλ’τους, ο, επίθ., χωρίς παπούτσια. «Πού πας ξιπόλ’τους στα αγκάθια». ΕΤΥΜ. < μεσν. < εξυπόλυτος < μτγν. εξυπολύω < εξ - + υπό + λύω.

ξυπουλ’ταριό, το, το ξυπόλυτο περπάτημα. «Δε βάζ’ν’ παπούτσια τα ψουριάρ’κα. Ξιπουλ’ταριό κι άγιους ου Θιός».

ξυπουλταρίκ’, το, το να γυρνάει κανείς ξυπόλυτος. «Ούλου του καλουκαίρ’ τα μ’κρά δε φουρούν παπούτσια. Ξυπουλ’ταρίκ’ κι άγιους ου Θιός»!

Ξ’τιανός, ο, ο χριστιανός. «Βρήκα στου δρόμου του Θανάσ’ του Ξ’τιανό». ΕΤΥΜ. < από το Χριστιανός < Χριστός αρχ. < χρίω.

Ξ’τόδουλους, ο, ο Χριστόδουλος. «Πήγαμι στα μιλίσσια μι του Ξ’τλόδουλου του Κατσίμιρου». ΕΤΥΜ. < Χριστός + δούλος.

Ξ’τόφουρους, ο, ο Χριστόφορος. «Στου καφινείου έπιζι του βιουλί η Ξ’τόφουρους η Καζάν’ς». ΕΤΥΜ. < Χριστός + φέρω.

ξυστρί, το, το σιδερόχτενο που ξύνουν τα ζώα. «Φέρι του ξυστρί να καθαρίσουμι τ’ πλάτ’ απού του άλουγου». ΕΤΥΜ. < μτγν.ξύστριον υποκ. του αρχ. ξύστρον.

ξυστρίζου, ρ., χτενίζω το ζώο με το ξυστρί. «Πάεινι να ξυστρίεισς τ’ πλάτ’ απ’ του μ’λάρ’».

ξώ, ρ., ξύνω. «Μη τα ξας τα σπυριά σ’ θα ματώσ’ν». ΕΤΥΜ. < από το ρ. ξέω < ξύνω.

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ