(Ν) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δ. ΔΗΜΑΡΑΣ ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ( ΝΙΚΗΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ)

 

Ν
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  

ναματηρό, το, το μπουκάλι με το νάμα. «Πήγαν στ’ν ικκλησιά πουλλά ναματηρά». ΕΤΥΜ. < νάμα - τος + - ερό.

νανά, η, η νουνά. «Θα πάου τ’ μπουγάτσια στ’ νανά μ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. νοννός < μτγν. νοννός < λατιν. nonnus = τροφός, πατέρας < νέννος = αδελφός της μάννας, θείος.

νανάς, ο, ο νουνός. βλέπε λ. νανά.

νάρτηκας, ο, ο νάρθηκας. «Βάφτ’σαν του πιδί στου νάρτηκα». ΕΤΥΜ. <αρχ. νάρθηξ-κος.

νάτουζας, νάτος, Το λέμε τη στιγμή που φτάνει κοντά μας κάποιος γνωστός. «Νάνουζας! Ήρτι!»

νάτουϊα, Νάτο! Εδώ είναι. «Νάτουϊα ιδώ είνι του τσ’μπίδ’». ΕΤΥΜ. <μόριο δεικτικό να το.

νε – νε, σύνδ. διαζευτικός. ούτε , ούτε. «Νε στου σακκί νε στου σακούλ’».

νειάμα, το, το οργωμένο χωράφι. «Πού να βρεις ζουχιά να μάεισς; Είνι ούλα τα χουράφια νειάματα». ΕΤΥΜ. < αρχ. νεατός = χέρσος αγρός νεωστί οργωμένος. < μτγν. νέασις < αρχ. νεώ = οργώνω < νειός = καλλιεργημένη γη.

νειρεύουμι, ρ., ονειρεύομαι. «Νειρεύ’κα ψες του βράδ’ ότι κέρδισα τουν πρώτου λαχνό». ΕΤΥΜ. < αρχ. όνειρον, όναρ.

νίβου, ρ., πλένω. «Δέκα φουρές τ’ μέρα νίβου τα χέρια μ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. νίπτω.

νικάτουμα, το, το ανακάτεμα. «Έχ’ η θάλασσα τέτοιου νικάτουμα που δεν κάν’ για μπάνιου».

νικατουμένου, το, μτχ., το ανακατεμένο. «Του ρακί είνι νικατουμένου μι του νιρό».

νικατώνου, ρ., ανακατεύω. «Νικάτου λιγάκ’ του φαΐ γιατί θα τσικνώσ’». ΕΤΥΜ. < άνω- κάτω = ανάκατος, ανακατεύω <ανακατώνω.

νικουλουμένους, ο, μτχ., «Όταν πιράσαμι του λάκκου ήμασταν μέχρι τ’ μέσ’ νικουλουμένις».

νικουλώνου, ουμι, ρ., κυριολεξία επί γυναικών. Σηκώνω το φουστάνι και φαίνεται ο κώλος «Νικουλώθ’καμι για να πιράσουμι του πουτάμ’».

νικώλουμα, το, το ανασήκωμα φουστανιού μέχρι να φανεί ο κώλος. «Μι του νικώλουμα είδαμι τι βρακί φουράς». ETYM. < από την πρόθεση ανά + κώλος.

νινιό, ή νιουνιό, το, το μυαλό. «Δεν έχ’ς ντιπ νινιό». ΕΤΥΜ. < αρχ. νους.

νιρουμπλιάκους, ο, το νερουλό. «Βράσι ακόμα λίγου του φαΐ γιατί είνι νιρουμπλιάκους».

νιρουπλύματα, τα, τα φαγωμένα χώματα απ’ το νερό. «Του χουράφι μ’ απού τ’ βρουχή γιόμουσι νιρουπλύματα». ΕΤΥΜ. < μεσν. νερό(ν) < νηρόν < νηρός = φρέσκος. < μεσν. < αρχ. πλύνω.

νιρουφαϊά, η, ή νιρουφάγουμα το, η νεροφαγιά, το μέρος του εδάφους που προσχώθηκε από νερά βροχής. «Μιτά τ’ βροχή γιόμουσι του χουράφ’ νιρουφαγιές.

νισαντήρ’ ή μισαντήρ’,το, αμμωνιακό άλας. Χρησιμοποιείται για την επικόλληση μετάλλων. «Βούτιξι του κουλιτήρ’ στου μισαντίρ’ για να κουλήσ’ καλά του τσ’κούρ». ΕΤΥΜ. < τουρκ. nişadir = αμμωνιακά άλατα.

νισάφ’, το, το έλεος. «Νισάφ’ ρε χριστιανέ μ’! Του παράκανις». ΕΤΥΜ. <τουρκ. insaf = δικαιοσύνη που βασίζεται στην ευσπλαχνία.

νιτάρ’σμα, το, η τακτοποίηση των διχτυών, παραγαδιών, κ.λ π. «Τιλειών’τι του νιτάρισμα μι τα παραγάδια γιατί θα αργίσουμι να τα ρίξουμι».

νιταρ’σμένου, το, το τακτοποιημένο για ψάρεμα δίχτυ ή παραγάδι. «Τα δίχτυα είνι νιταρ’σμένα κι θα πάμι για ψάριμα».

νιτέρνου, ή νιτάρου ρ., 1. εξουθενώνομαι από την κούραση, «Δούλιβα ούλ’ τ’ μέρα κι του βράδ’ νιτάρσα». 2. τελειώνω μια δουλειά, «Νιτάρ’σα ούλου του κλάδιμα». 3. καταστρέφω, «Πάει του αμάξ’! Νιτάρσι». 4. νετάρω τα δίχτυα ή το παραγάδι. «Θα νιτάρου του παραγάδ’ να του ρίξουμι». ΕΤΥΜ. < ιταλ. nettare.

νοιώνου, ρ., καταλαβαίνω. «Νταούλια να βαρούν του βράδ’ άμα κοιμ’θώ δε νοιώνου». ΕTYM. < μεσν. έννοια (με συνίζηση) < αρχ. έννοια.

νότ’, η, η υγρασία. «Δε χρειάζ’ντι οι ιλιές ακόμα νιρό. Έχ’ ακόμα νότ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. < νότιος = υγρός, πλήρης υγρασίας.

νουγάου, ρ., εννοώ, καταλαβαίνω, ξέρω. «Δε νουγάς ντιπ απού κλάδιμα. Τ’ς σακάτιψις τ’ς ιλιές». ΕTYM. < αρχ. νοώ.

νουμάτ’ ή νουματοί, οι, τα άτομα, οι άνθρωποι. Απαντάται μόνο στον πληθυντικό αριθμό. «Τιλείουσα νουρίς τ’ς ιλιές γιατί ήμασταν πουλνοί νουμάτ’». ΕΤΥΜ. < από τη λ. όνομα.

νουματίζου, ρ., δίνω όνομα. «Του νουμάτ’σαν του πιδί κι του ’παν Γαμέμνου στ’ γιαγιά τ’». (Χαλκιδικιώτικο μασάλι).

νουρά, η, η ουρά. Η ουρά με επίδραση του-ν- της αιτιατικής του άρθρου. «Η σκύλα κ’νάει τ’ νουρά τ’ς όταν μι βλέπ’απού μακριά».

νουτιά, η, νότιος άνεμος. «Τώρα του καλουκαίρ’ ούλου νουτιάδις έχ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. νότος.

νουτίζου, ρ., υγραίνω. «Νότ’σαν μι τ’ ψιχάλα λιγάκ’ τα χουράφια».

νουτιρό, το, επίθ., το υγρό χώμα. «Του χώμα είνι πουλύ νουτιρό».

νουτισμένου, το, μτχ., βλέπε λ. νουτιρό.

νταβανιάζου, ρ., επενδύω την οροφή, το ταβάνι. «Θα νταβανιάσου του σπίτ’ μι σανίδις». ETYM. < τουρκ. tavan = οροφή.

νταβάνιασμα, το, η επένδυση οροφής. «Του σπίτ’ ουμόρφινι πουλύ μι του νταβάνιασμα».

νταβανιασμένου, το, μτχ., το επενδυμένο. «Του μ’σό του σπίτ’ είνι νταβανιασμένου κι του μ’σό ανταβάνιαστου».

νταβαντούρ’, το, η φασαρία. «Δε χτίζου σπίτ’ στ’ θάλασσα γιατί του καλουκαίρ’ έχ’ πουλύ νταβαντούρ’». ETYM. < τουρκ. tevatür = διάδοση μιας είδησης από στόμα σε στόμα.

νταβάς, ο, το βαθύ ταψί. «Φέρει τ’ς νταβάδις να βάλουμι τα τσιουρέκια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. tava = τηγάνι < περσ. taba.

νταβίδ’, το, ο σφυκτήρας των ξύλων. «Σφίξι του τραπέζ’ μι τα νταβίδια να κουλλήσ’ καλά».

νταβίζου, ρ., γκρινιάζω πολύ. «Έχ’ πάρ’ μια γκαβουγύνικα! Συνέχεια τουν νταβίζ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. dava = δίκη.

νταβραντίζου, ρ., δυναμώνω. «Έφαγις κατσίκ’ του Πάσχα κι βλέπου νταβράντ’σις για τα γιρά». ETYM. < τουρκ. davrandim αόρ. του davranmak = κινούμαι, προσπαθώ.

νταβράντ’σμα, το, το δυνάμωμα. «Όταν ήταν μ’κρός ήταν ντιπ ζαΐφκους κι τώρα διέ τουν τι νταβράντ’σμα που έχ’».

νταβραντ’σμένους, ο, μτχ., ο δυναμωμένος. «Δε κάν’ δ’λειά. Τρών’ κι πίν’ κι είνι ούλνοι νταβραντσμέν’».

ντάβ’σμα, το, η γκρίνια. «Σταμάτα κι λιγάκ’ αυτό του ντάβ’σμα σ’ γιατί σι μπιζέρ’σα».

νταγκές, η, βλέπε λ. νταγκίλα.

νταγκιάζ’, ρ., απαντάται πάντα στο τρίτο πρόσωπο. Χαλάει, σαπίζει. «Δε βάλαμι του τυρί στου ψυγείου κι ντάγκιασι».

νταγκιάρ’ς, ο, επίθ., ο βρώμικος. «Άντι ρε νταγκιάρ’ πάει να πλυθείς».

ντάγκιασμα, το, το σάπισμα, το λέρωμα. «Βρουμάει του σπίτ’ απ’ του ντάγκιασμα».

νταγκιασμένους, ο, μτχ., ο χαλασμένος, ο σάπιος. «Του λάδ’ είνι μου για σαπούν’. Είνι ούλου νταγκιασμένου».

νταγγίλα, η, η μυρωδιά σάπιου. «Τα αρμυρόψαρα μυρίζ’ν νταγκίλα απ’ τ’ πουλυκιρία». ΕΤΥΜ. < αρχ. τάγγος βρωμιά + επίθ.- άδα ή ίλα.

νταγριντζού, η, αυτή που παίζει τον νταγερέ, το ντέφι. «Πάμι στου καφινείου τ’ Μάντσ’ να χουρέψουμι γιατί έχ’ μια νταγριτζού, χαλάει τουν κόσμου».

νταήρ’ς, o, ή νταής, ο, ο παλληκαράς. «Φτάν’ που δε δυνάζισι, μι παριστάν’ς κι του νταή». ΕΤΥΜ. < τουρκ. dayi = παλληκαράς.

νταϊάκ’, το, το στήριγμα, ο τάκος. «Φέρτι να βάλουμι στου τραπέζ’ κανένα νταϊάκ’ γιατί κ’νιέτι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. dayak = στήριγμα, σύρτης.

νταϊαντώ, ρ., 1. σταματώ σε κάποιο εμπόδιο, «Κουρδούκλισι η μπάλα κι νταϊάτσι στου φράχτ’». 2. αποκάμνω, «Απ’ τα πουλλά τα ντέρτια νταϊάτσα ντιπ». 3. συναντώ. «Κάθι μέρα νταϊαντώ στου δρόμου του Ν’κόλα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. dayandum αόρ. του ρ. dayanmak = στηρίζομαι, υπομένω.

νταϊάντ’μα, το, το σταμάτημα. «Μωρέ ντάιαντ’μα του κουρδουκύλ’»!

ντάϊμα, επίρρ, συχνά. «Πιρνώ ντάϊμα απ’ του καφινείου». ΕΤΥΜ. <τουρκ. daima = πάντα.

ντάλα, επίρρ., ο ήλιος όταν βρίσκεται στο αποκορύφωμα ή γενικά το αποκορύφωμα μιας ενέργειας. «Μας ζάλ’σι η ήλιους γιατί δουλεύαμι ντάλα μισμέρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. dal = σκέτο, γυμνό.

νταλαβέρ’, το, 1. το φαγοπότι, «Χτες γιόρταζα κι είχαμι στου σπίτ’ μιγάλα νταλαβέρια». 2. το εξάρτημα, «Φέρει ένα νταλαβέρ’ να σπάσουμι τ’ πόρτα». 3. ο μπελάς, «Έχου μι του δασαρχείου μιγάλου νταλαβέρ’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. dare - avere = δούναι και λαβείν.

νταλάκα, η, η πρυσμένη κοιλιά από αρρώστια ή φαγητό. «Έκανι μια νταλάκα, πουλύ μιγάλ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. dalak = ασθένεια της χολής, σπλήνα.

νταλακιάζου, ρ., φουσκώνει η κοιλιά μου από φαγητό ή νερό. «Ήπια δυο ουκάδις νιρό κι νταλάκιασα».

νταλακιάρ’ς, ο, ο άνθρωπος με φουσκωμένη κοιλιά. «Βρέ του νταλακιάρ’! Δε χουρταίν’ μι τίπουτα».

νταλακιασμένους, ο, μτχ., βλέπε λ. νταλακιάρ’ς.

νταλαμπέκα, η, η χορτασμένη κοιλιά. «Έκανις μια νταλαμπέκα»!

νταλκάς, ο, μεράκι, καημός. «΄Εχ’ μιγάλου νταλκά μι τα’ Μαρίγια» ΕΤΥΜ. < τουρκ. dalga, = προσωρινή ερωμένη.

νταλμπάν’, το, το χαρτόνι. «Τα μ’κρά στου σχουλειό ζουγραφίζ’ν απά στα νταλμπάνια». ETYM. < τουρκ. tülbent = τουλουπάνι.

νταμάρ’, το, 1. λατομείο, «Βάζ’ν φουρνέλου στου νταμάρ’ κι τραντάζιτι η τόπους». 2. το ποιόν του ανθρώπου, «Δεν είνι καλό νταμάρ’ η Άγγιλους» 3. η ράτσα του ζώου. «Η γίδα βγάζ’ δυο ουκάδις γάλα. Φαίνιτι είνι απού καλό νταμάρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. damar = φλέβα, ορυκτό πετρέλαιο ή μέταλλο.

νταμπλάς, ο, ένθετο ξύλο της πόρτας. «Ξικόλλ’σαν οι νταμπλάδις». «Έπισι μια κιραμίδα στου κιφάλι μ’ κι μι ήρτι νταμπλάς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. tabla < μεσν. τάβλα < λατιν. tabula.

νταμπλαρουρόκανου, το, ροκάνι για το φάλτσο των ταμπλάδων. «Δώσι μι του νταμπλαρουρόκανου να κάνου τα φάλτσα απού τα νταμπλάδις». ΕΤΥΜ. < νταμπλάς + ροκάνι.

ντάνα, η, ο σωρός, η στοίβα. «Έμασα τ’ς πέτρις απ’του χουράφ’ κι τ’ς έκανα μια ντάνα». ETYM. < ιταλ. andana. < λατιν. andago. < λατιν. indago - inis = στοίβαγμα.

νταούλ’, το, το μεγάλο τύμπανο. «Άρχισι του γλέντ’. Ακούγ’ντι τα νταούλια». ΕΤΥΜ. < μεσν. νταούλι < νταβούλι < τουρκ. davul = τύμπανο.

νταρίζου, ρ., κυριολεξία για τη νύφη που δωρίζει στο γάμο της. «Η νύφ’ ντάρ’σι τουν κουμπάρου μια ουραία καρπέτα».

νταρνταγάν’, το, άνω- κάτω. «Τουν έπιασαν τα διμόνια κι μας έκανι ούλνοι νταρνταγάν’».

νταρός, ο, η διαδικασία του νταρίσματος. «Σήμιρα του βράδ’ η νύφ’ έχ’ του νταρό». ΕΤΥΜ. < τουρκ. dari < tarig = σπορά.

ντ’γάν’, το, το τηγάνι. «Φέρι του ντ’γάν’ να τ’γανίσου τα ψάρια». ETYM. < μτγν. τηγάνιον υποκ. του αρχ. τήγανον / τάγηνον.

ντ’γανίζου, ρ, τηγανίζω. «Ντ’γάνσι πατάτις να φάμι».

ντ’γάν’σμα, το, το τηγάνισμα. «Βαρέθ’κα του ντ’γάν’μα. Θα φάμι κι κανένα ψητό».

ντ’γαν’στός, ο, επίθ., ο τηγανιστός. «Τα σκώτια θα τα κάνου ντ’γαν’στά».

ντέγκλιας, ή ντιγκλαράς, ο, ο ψηλόνιγνος άνθρωπος, ο σωματώδης. «Μπράβου Γιουρίκα! Κουτζιάμ ντέγκλιας έγινις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. dağli = βουνίσιος.

ντε, μόριο. Έχει πολλές έννοιες. Χρησιμοποιείται επιφωνηματικά και έχει επιτατικό χαρακτήρα. ΕΤΥΜ. < τουρκ. deh = παρακινούμε ζώα να προχωρήσουν.

ντεμέκ, επίρρ., δήθεν, τάχα. «Ντεμέκ μάγκας». ΕΤΥΜ. < τουρκ. demek = τάχα, δηλαδή, τότε.

ντέντα, η, 1. η τέντα, «Σκίσκι η ντέντα στου μπαλκόν’». 2. η ξάπλα. «Κάτσι να τραβήξουμι μια ντέντα γιατί κουράσ’καμι πουλύ» ΕΤΥΜ. <μεσν. < λατιν. tenda < ρ. tendere = τεντώνω.

ντέντουμα, το, βλέπε λ. ντέντα.

ντέρτ’, το, το ντέρτι, ο καημός. «Απ’ τα μιγάλα βάσανα κι απ’ τα πουλλά μου ντέρτια». Δημ. τραγ Νικήτης. ΕΤΥΜ. < τουρκ. dert = καημός.

ντέφ’, το, 1. το ντέφι, «Είχι στου χουρό ιψές κι ένα γιούφτου μι του ντέφ’». 2. χαλάλι, ας πάει στο καλό. «Δε βαριέσι μη δίν’ς σημασία. Ντέφ’ να γίν’». ΕΤΥΜ. <τουρκ. tef = είδος τυμπάνου.

ντιβιρλίγκα, η, το τριγύρισμα, η βόλτα, η περιοδεία. «Φτάν’ οι ντιβιρλίγκις. Να κάνουμι κι λιγάκ’ δ’λειά». ΕΤΥΜ. < βλάχ. ντιβαρλίγκα = περιστροφή.

ντιγκλαράς, ο,επίθ., ο πολύ εύσωμος άνδρας. «Έγινι τ’ Γιώρ’ του πιδί ένας ντιγκλαράς δυο μέτρα». ΕΤΥΜ. < μεγενθ. του τουρκ. da-li = ορεσίβιος <dag = βουνό.

ντιλάλ’ς, ο, ο κράχτης. «Χτες γύρζι στου χουριό η ντιλάλ’ς κι φώναζι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. tellâl = ο κράχτης.

ντιλικάτους, ο, ο ντελικάτος, ο αδύναμος, ο ευαίσθητος. «Πουλύ ντιλικάτους έγινα. Μι του παραμικρό αρρουσταίνου». ETYM. μεσν. <ιταλ. delikato < λατιν. delikatus = κομψός, χαριτωμένος.

ντιμπιλχανάς, ο, ο τεμπέλης. «Τουν πήρα μια μέρα στη δ’λειά. Δεν τουν ξαναπαίρνου γιατί είνι πουλύ ντιμπιλχανάς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. tempelhane = κατοικία τεμπέληδων.

ντιμπιλχανιό, το, η τεμπελιά. «Τι ντιμπιλχανιό είνι αυτό πιδί μ’! Κάνι κι καμμιά δ’λειά».

ντιμπλαρίκ’, το, βλέπε λ. ντιμπλάρουμα.

ντιμπλάρουμα, το, το ξάπλωμα. «Παράτα του ντιμπλάρουμα κι κάνι κι καμιά δ’λειά». ΕΤΥΜ. < ό νταμπλάς < νταμπλαρώνω < ντιμπλαρώνω.

ντιμπλαρουμένους, ο, μτχ., ο ξαπλωμένος. «Μην είσι απ’ του προυί ντιμπλαρουμένους. Σήκου να πας καμιά βόλτα».

ντιμπλαρώνουμι, ρ., ξαπλώνω τεμπέλικα. «Τι ντιμπλαρώθ’κις καταή στα χουρτάρια; Σήκου να πααίνουμι».

ντιντουμένους, ο, μτχ., 1. ο τεντωμένος, «Του σκ’νί είνι πουλύ ντιντουμένου κι θασπάσ’». 2. ο ξαπλωμένος. «Σήκου κι κάτσι σαν άνθρουπους κι μη τρως ντιντουμένους».

ντιντώνου, ρ., τεντώνω. «Μη του ντιντών’ς πουλύ του λάστιχου γιατί θα σπάσ’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. tenta.

ντιντώνουμι, ρ., ξαπλώνω. «Θα ντιντουθώ κανά δυο ώρις γιατί ψόφ’σα απ’ τ’ κούρασ’».

ντιπ, επίρρ, καθόλου, εντελώς. «Πήρι μια γ’ναίκα ντιπ δε κρέν’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. dip = βάση, πάτος.

ντίπ για ντιπ, επίρρ. πέρα για πέρα. «Είσι λουλός ντιπ για ντιπ».

ντιρβέν’, το, η διάβαση ανάμεσα σε βουνά. «Θα πιράσουμι ανάμισα σι δυο ντιρβένια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. dervent < περσ. darvand.

ντιρέκ’, το, 1. το χοντρό δοκάρι, 2. (μεταφ.) ο πολύ ψηλός άνδρας. «Είνι ούλνοι στου μπάσκιτ κάτ’ ντιρέκια! Μέχρι ικεί απάν’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. direk = κολώνα.

ντιρλίκουμα, το, το πολύ φαγοπότι. «Έριξα στου γάμου ένα ντιρλίκουμα! Έσκασα». ETYM. < τουρκ. dirlik = καλή και άνετη ζωή.

ντιρλικώνου, τρώω πολύ. «Γυρίζ’ απού κουρμπά’ν σι κουρμπάν’ κι ντιρλικών’». ΕΤΥΜ. βλέπε ντιρλίκουμα.

ντιρμπιντέρα, η, η καμαρωτή γυναίκα, η αρχοντογυναίκα. «Αμάν για κάνι λίγου πέρα να πιράσ’ η ντιρμπιντέρα». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. <τουρκ. derbeder = αλήτης, τυχοδιώκτης.

ντόγτζιασμα, το, το μεγάλο κρυολόγημα. «Δεν πήρα του σακάκι μ’ κι τράβηξα ένα ντόγτζιασμα»! Ηχοποίητη λέξη.

ντόμπρης, ο, ο πλανόδιος παλαιστής. «Θα έρτ’ απόψι στ’ν αγουρά ένας ντόμπρης κι θα πάμι να τουν διούμι». ΕΤΥΜ. < σλαβ. dobro = καλός.

ντόμπρους, ο, επίθ., ο ίσιος, ο ειλικρινής. «Αυτόν μη τουν φουβάσι δε κάν’ τίπουτι κρυφά. Είνι ντόμπρους». ΕΤΥΜ. βλ. λ. ντόμπρης.

ντόνα - φόκα, άνω - κάτω. «Ούλα στου σπίτ’είνι ντόνα- φόκα».

ντόρτια, τα, τα τεσσάρια στα ζάρια. «Τρεις φουρές ντόρτια έρριξα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. dört = τέσσερα.

ντουάν’ ή ντουγάν’ το, ο βλάκας. «Δε χαμπαρίζ’ απού γράμματα. Είνι ντιπ ντουάν’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. doğan = γεράκι.

ντουγραματζής, ο, ο ξυλουργός. «Δεν τα έπιρνι τα γράμματα κι έγινι ντουγραματζής».

ντουγρού, επίρρ., ίσια μπροστά.. «Τράβα ντουγρού κι όπ’ σι βγάν’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. do¬ru = ευθεία, ίσια.

ντουγτζιάζου, ρ., τουρτουρίζω. Ηχοποίητη λέξη. «Άναψι του τζιάκ’ γιατί έχου ντουγτζιάσ’».

ντουγτζιασμένους, ο, μτχ., ο υπερβολικά κρυωμένος, ο ξεπαγιασμένος. «Φέρι μια κουβέρτα να κουκ’λουθώ γιατί είμι ντουγτζιασμένους».

ντουζένια, τα , δύναμη, κέφια, ζενίθ ευθυμίας. ΕΤΥΜ. < τουρκ. düzen = σύστημα, οργάνωση. «Η Γιώρς δε κουράζιτι. Είνι απά στα ντουζένια τ’».

ντουλαμάς, ο, το ανδρικό γιλέκο. «Βάλι του ντουλαμά σ’ γιατί σι πάει πάρα πουλύ». ΕΤΥΜ. < τουρκ. dolama = περιτύλιγμα.

ντουμάν’, το, ο καπνός. «Του καφινείου τ’ Γιώρ’ γίνιτι κάθι βράδ’ ντουμάν’ απ’ του τσιγάρου». ETYM. < τουρκ. duman = ομίχλη, καπνός.

ντουμανιάζου, ρ., καπνίζω. «Φέρι τώρα ένα τσιγάρου να του ντουμανιάσουμι».

ντουμάνιασμα, το, το υπερβολικό κάπνισμα. «Δε φαίνιστι απού του ντουμάνιασμα».

ντούμπα, η, ο σωρός από χώμα ή το ύψωμα από χώμα. «Του χουράφ’ δεν είνι ίσιου. Είνι ντούμπις-ντούμπις». ETYM. μεσν. < λατιν. tumba = μικρό ύψωμα, τάφος. < αρχ. τύμβος.

ντούμπλα, η, τουρκικό νόμισμα χρυσό που το κρεμμούσαν στο λαιμό οι γυναίκες. «Κρέμμασι κι τ’ς ντούμπλις στου λιμό σ’ να είσι όμουρφ’». ΕΤΥΜ. < από το γαλλ. double = διπλό νόμισμα.

ντουμπλέκ’, το, είδος κουδουνιού με υπόκωφο κουδούνισμα. «Έρχουντι τα γίδια. Ακούγ’ντι τα ντουμπλέκια». ΕΤΥΜ. < βλέπε λ. ντούμπλα.

ντου μπρε, παρακελ. επιφώνημα κυρίως για τα σκυλιά στο κυνήγι.

ντουμπρούκ’ς, ο, γεροδεμένος άνδρας. «Έχου ένα γιο! Ντιπ νουμπρούκ’ς είνι. ΕΤΥΜ. < τομπρούκι= κοντό και χοντρό κούτσουρο. < τουρκ. tombruk = κούτσουρο.

ντουνιάς, ο, ο κόσμος. «Τούτους ου ντουνιάς δεν είνι για τι μας». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < τουρκ. dunya = κόσμος.

ντουντούκα, η, ο τηλεβόας. «Φέρι κι μένα τ’ν ντουντούκα να φουνάξου λιγάκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. düdük = κόρνα, σφυρίχτρα.

ντουρλάπ’, το, η θύελλα, η καταιγίδα, ο δρόλαπας. «Σ’κουθήτι να πααίνουμι γιατί θα γίνουμι παπί απ’ του ντουρλάπ’ που έρχιτι». ΕΤΥΜ. <δρολαιλάπι < υδρολαιλάπιον υποκ. του υδρολαίλαψ = καταιγίδα.

ντούρμπας, ο, αυτός που δε παίρνει από λόγια «Δεν καταλαβαίν’ απού λόγια η ντούρμπας».

ντουρντουβάν’, το, ο κουτός. «Άσ’ τουν δε νουγάει απού τίπουτα. Είνι πουλύ ντουρντουβάν’». ΕΤΥΜ. < βουλγ. trudovi voiski

ντούρους, ο, ο σκληρός, ο δυνατός. «Είνι πουλύ ντούρους». ΕΤΥΜ. <ιταλ. duro = σκληρός.

ντουριάζ’ , ρ. (στο γ΄ πρόσωπο) απαγκιάζει, «κόβεται» ο αέρας. «Θα κάνουμι ιδώ του μαντρί γιατί του μέρους ντουριάζ’ απ’του αέρα».

ντουρός: ο, ίχνη θηράματος Πιθ. από το αλβαν. torua = ίχνος. «Ιδώ είνι ντουρός. Ούλα τα αγρίμια απού δω πιρνούν».

ντράβαλα, τα, οι φασαρίες, οι συνέπειες. «Σήκου να φύγουμι απ’ τουν καβγά γιατί θα έχουμι μιγάλα ντράβαλα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. travaglio = μόχθος, πόνος < ρ. travagliare < λατιν. < tripaliare < μτγν.λατ. tripalium = όργανο βασανισμού < λατ. trabalis (< trabs - bis = δοκός, δοκάρι).

ντραγάτ’ς, ο, ο αγροφύλακας, ο παρατηρητής. «Ούλ’ μέρα γυρνάει η ντραγάτ’ς κι φ’λάει τα χουράφια». ΕΤΥΜ. < αρχ. δέρκομαι.= παρατηρώ.

ντραγασιά.

ντράλα, η, η ζάλη. «Βαριούμι του καφινείου γιατί έχ’ πουλύ ντράλα». ΕΤΥΜ . < μεσν. του ρ. ντραλίζομαι.

ντραλίζουμι, ρ., ζαλίζομαι. «Δεν έφαγα κι ντραλίζουμι απού τ’ πείνα».

ντραμ’ντάνα, η, η τραμουντάνα, ο βοριάς. «Χτες φ’σούσι νουτιάς κι σήμιρα του γύρ’σι σι τραμ’ντάνα». ETYM. < ιταλ. tramontana.

ντραμιτζιάνα ή ντραμ’τζιάνα ή ντραμουτζιάνα, ή νταμιτζάνα, η, γυάλινο δοχείο για κρασί, ρακί, κ.ά. «Έχου μια ντραμιτζιάνα γιουμάτ’ ρακί». ΕΤΥΜ. < ιταλ.damigiana < τουρκ. damacana = νταμιτζάνα.

ντρασκάλουμα, το, η αναρρίχηση. «Ούλ’ μέρα η μ’κρός καταγίνιτι μι του νρασκάλουμα».

ντρασκαλώνου, ρήμ, αναρριχώμαι. «Ντρασκάλουσα σι μια ασκαμιά κι έμασα μπαμπούσκ’». ΕΤΥΜ. < από τη λ. δρασκελίζω < μτγν. διασκελίζω.

ντρουβάς, ο, ο τορβάς. «Βάλι τα φαϊά στου ντουρβά». ETYM. < τουρκ. tobra < περσ. tobra = σάκκος.

νυχτέρ’, το, η υπαίθρια διανυχτέρευση για κουβεντολόι. «Ικείνα τα χρόνια είχαμι στν αυλή κάθι βράδ νυχτέρ’». ΕΤΥΜ. < μτγν. νυκτέριον ουδ. του επιθ. νυχτέριος < αρχ. νυκτερός = νυχτερινός < νύξ- νυκτός.

νώμους, ο, ώμος. «Μι πουνάει η νώμους μ’ απ’ τη δ’λειά». ΕΤΥΜ. < αρχ. ώμος.

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ