Μ
μαγάρα, η, 1. η βρωμιά, 2. (μεταφ.) ο βρώμικος άνθρωπος. «Τιλικά είσι μιγάλ’ μαγάρα. Ούλου λαδρουνιές κάν’ς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. mağara= σπηλιά.
μαγαρίζου, ρ., μολύνω, λερώνω. «Μη κατουράτι όξου. Μαγάρ’σιτι ούλ’ τ’ν αυλή». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. μεγαρίζω = αποδίδω λατρεία σε μέγαρα = ειδ. σπήλαια αφιερωμένα στη Δήμητρα και Περσεφόνη.
μαγαρουσύν’, η, η βρωμιά, τα ανθρώπινα περιττώματα. «Βάλι στου χτύπ’μα λίγ’ μαγαρουσύν’ να πιράσ’».
μαγάρ’σμα, το, η μόλυνση, το λέρωμα. «Έβγαλι σπυριά στου στόμα απ’ του μαγάρ’σμα».
μαγαρ’σμένους, ο, μτχ., o μολυσμένος. «Μη πίν’ς νιρό απ’ του λάκκου γιατί είν’ μαγαρ’σμένου».
μαγέριμα, το, ό,τι τρώγεται με κουτάλι. «Βαρέθ’κα τα ξηρουμπούκια. Βάλι κι κανένα μαγέριμα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. μάγειρος, μαγείρεμα.
μαγκλαράς, ο, ο μαντράχαλος, ο ψηλός και γεροδεμένος άντρας. «Φύγι απού κει βρε μαγκλαρά! Βρήκις τα μ’κρούτσ’κα κι τα δέρν’ς». ΕΤΥΜ. μεγενθ. του μέγκλος < αρχ. μύκλος = λάγνος.
μάγκουμα, το, σφήνωμα. «Έχ’ ένα μάγκουμα του κλειδί! Δε γυρίζ’ μι τίπουτα».
μαγκουμένου, το επίθ., «Η πόρτα είνι μαγκουμέν’ κι δεν’ ανοίγ’ μι τίπουτα».
μαγκουσάρα, η, η γύφτισσα, η μάγισσα, αυτή που ζητιανεύει ό,τι δει, η καπάτσα.. «Σκέτ’ μαγκουσάρα είνι η Μαρίγια. Ό,τ’ διεί σι του γυρεύ’». ΕΤΥΜ. < μάγκας < μάγκα = ομάδα ατάκτων πολεμιστών του ’21.
μαγκούτα, η, το κώνειο. «Τρεις γίδις έφαγαν μαγκούτα κι ψόφ’σαν». ΕΤΥΜ. συμφυρμό των μεσν. μαγκούνα (< μακώνω < μάκων) + κικούτα <λατιν. cicuta.
μαγκούφ’ς, ο, ο κατάμονος, ο έρημος. «Δε παντρεύκι. Είνι μαγκούφ’ς». ΕΤΥΜ. < τουρ. mankafa = χαζός.
μαγκώνου, ρ., 1. πιάνω σφιχτά, σφηνώνω, «Μάγκουσι η πόρτα κι δεν ανοίγ’». 2. συλλαμβάνω κάποιον. «Σι μάκουσα! Πού θα πας»; ΕΤΥΜ. <από το < ρ. μαγγανώνω < μάγγανο.
μαδούπα, η, η ξεπουπουλιασμένη κότα. «Αγόρασα δέκα μαδούπις πουλύ φτηνά». ETYM. < αρχ. μάδησις = πτώση των τριχών της κεφαλής, ρ. μαδίζω.
μαδούπας, ο, ο φαλακρός. «Ντίπ μαδούπας είνι. Δεν έχ’ τρίχα στου κιφάλι τ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. μαδός, μαδαρός.
μαζουμένου, το, μτχ. Το μαζεμένο. «Του αμπέλ’ του έχου μαζουμένου».
μάζουξ’, η, η συνάθροιση. «Ούλνοι οι μιλ’σσάδις απόψι έχν’ μάζουξ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. μάζα = κρίθινο ψωμί, μαζέω = ζυμώνω κρίθινο ψωμί.
μαζώνου, ρ., 1.μαζεύω. «Μαζώνουμι χαμουλόι αυτό τουν κιρό». 2. Στο γ΄εν. μαζεύει πύο ένα σπυρί «Άμα μαζέψ’ όμπιου του σπυρί σπάσ’ του» 3. στη φράση του μαζώνου του πανί = φεύγω. «Για πού το ’μασις»; = που πας; ΕΤΥΜ. < μεσν. μαζί(ν) < αρχ. μαζίον = υποκ. του μάζα.
μαζώνουμι, ρ., συμμαζεύομαι στο σπίτι. «Ντιπ’ δε μαζώνισι. Ούλου γυρνάς».
μαθεύιτι, ρ., γίνεται γνωστό «Ό,τ, γίνιτι μαθεύτι». ΕΤΥΜ. < θ. μαθ. + παραγ. επίθημα - εύομαι.
μαθέ ή μαθές, σύνδ., αλλά, όμως, ενώ. «Μαθέ ιγώ σι τά ’λιγα κι ισύ δε μ’ άκουις». ΕΤΥΜ. < μεσν. μαθές < αρχ. μάθε.
μαϊά, η, η μαγιά. «Ρίξι λιγάκ’ μαϊά να γίν’ του τυρί». ΕΤΥΜ. < τουρκ. maya = προζύμι < περσ. maya.
μαϊμόν’, το, η μαϊμού. «Έχ’ ένας γιούφτους ένα μαϊμόν κι χουρεύ’». ETYM. μεσν. < αραβ. maymun < αρχ. μιμώ.
μάϊνα, ναυτικό πρόσταγμα για λασκάρισμα. «Μάινα τα πανιά γιατί φτάνουμι στου λιμάν’». ΕΤΥΜ. < βεν. maina προστ. του mainar.
μακαντάησς, ο, ο στενός φίλος. ΕΤΥΜ. < τουρκ. mankadas = σύντροφος
μακάρ’, ευχή, είθε. «Μακάρ’ να γίν’ του προυξινιό». ΕΤΥΜ. < μεσν. Από το ουδ. μακάριον του αρχ. μακάριος.
μακαράς, ο, το καρούλι, η τροχαλία. «Φέρι τ’ς μακαράδις να τραβήξουμι όξου τ’ βάρκα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. makara = μπομπίμα, μασούρι < αραβ. bak(a)ra = κουβαρίστρα.
μάκου, η, η γιαγιά. «Πήγα στ’ μάκου μ’ κι μ’ έδουσι πισκέσια». ETYM. <σλαβ. maico = γιαγιά.
μάκους, ή μόκους, ο, η μήκων η υπνοφόρος. «Όταν ήμασταν μ’κροί μας έβραζαν μόκου για να κοιμ’θούμι.». ΕΤΥΜ. < αρχ. μήκων = παπαρούνα.
μακρυνάρ’, το, κάτι το πολύ μακρύ. «Δεν είνι τιτράγουνου του χουράφ’. Είνι μακρυνάρ’». ETYM. < μεσν. < μτγν. μακρύνω < αρχ. μακρύς.
μακρυσκνίζου, ρ., κάνω το λόγο μου μεγάλο. ΕΤΥΜ. < μακρύς- σκοινί «Πουλυ τα μακρυσκνίζ’ Θα μας έχ’ ούλ’ μέρα ιδώ».
μαλαγάνα, η, ο καταφερτζής, ο κόλακας. «Τα κατάφιρις πάλι! Είσι μιγάλ’ μαλαγάνα». ΕΤΥΜ. < ισπαν. malagana = ο κόλακας.
μαλαγανιά, η, η καπατσοσύνη, η κολακεία. «Μι μαλαγανιές πάντα του θ’κό σ’ γίνιτι».
μαλαθούνα, η, η απεριποίητη, η ατημέλητη, η χοντροκομμένη. «Άντι μαρή μαλλαθούνα! Χτινίσ’ κι λιγάκ’»! ΕΤΥΜ. < από τη λέξη μαλάθα = μεγάλο καλάθι < μτγν. μάλαθος = κάλαθος.
μαλαπέρδα, η, 1. το στενόμακρο ψάρι, 2. το πέος. «Έκανα συρτή κι έπιασα δυο μαλαπέρδις».
μαλάς, ο, 1. το ξύλο που ανακατεύουν τα τραχανά 2. το μυστρί. «Ανακάτιψι μι του μαλά τα τραχανά να μη κουλλήσ’ν». ΕΤΥΜ. < τουρκ. mala = μυστρί.
μαλαχτάρ’, το, μικρό κοντάρι, που έχει στην άκρη του, δεμένη γερά, μια μικρή μπάλα από αρνίσιο τομάρι. Βουτούσαν το μαλαχτάρι στο «άλειμμα»και άλειφαν προσεκτικά τα «βρεχάμενα» του σκάφους. «Φέρι του μαλαχτάρ’ να πασαλείψου τα βριχάμινα στ’ βάρκα» ΕΤΥΜ. ρ. μαλάσσω.
μαλλιακατσιάζου ρ., ανακατεύω. «Τι του μαλλιακατσιάειζ έτσ’ του φαΐ κι δε τρως σαν άνθρουπους»;
μαλιμάτ’, το, η πολυλογία. «Για μαλιμάτ’ είσι πρώτους. Για δ’λειά να μη σι πούν’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. malumat = πληροφορία, γνώση.
μαλλαστούπα, η, στουπιά, ή πανιά δεμένα στην άκρη ενός ξύλου, για καθάρισμα πραγμάτων που δεν φτάνει το χέρι να το καθαρίσει. «Φέρι τ’ μαλαστούπα να καθαρίσου του π’θάρ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. ρ. μαλάσσω + στουπί, αρχ. στυπείον.
μαλλιακατσιάζου, ρ., ανακατεύω, πασαλείβω. «Μη του μαλλιακατσιάειζς έτσ’ του φαΐ. Βγάλι λίγου στου πιάτου κι φάι». ΕΤΥΜ. < από τη λ. μαλλί + κατσιάζω < κατσί = γατί υποκορ. του κάτα = γάτα.
μαλλιακάτσιασμα, το, το ανακάτεμα. «Τέτοιου μαλιακάτσιασμα δε ματά είδα Άκρη δε βγάειζς».
μαλλιβράσ’, το, άνω-κάτω. «Μ’ αυτό του σεισμό η κόσμους έγινι μαλλιβράσ’».
μαλλίνα, η, η μάλλινη φανέλα. Ειδικώτερα η μάλλινη πουκαμίσα που φορούσαν οι γυναίκες κατάσαρκα. «Ζιστάθ’κι η γριά κι είνι μου μι τ’ μαλλίνα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. μαλλί.
μαλλιούρου, η, επίθ., 1. η αχτένιστη, «Χτινίσ’ κι λίγου βρε μαλιούρου’! 2. το κορίτσι. «Δεν έχου αγόρια. Δυο μαλλιούρις έχου».
μαμούδ’, το, ο μεταξοσκώληκας. «Τα μαμούδια είνι έτοιμα να καλαμώσ’ν για να κάν’ τα κουκούλια». ΕΤΥΜ. < υποκ. του μάμμος = οικέτης.
μανάδ’, το, το μελίσσι που μένει αφού φύγει η βασίλισσα. «Δεν πήγι καλά η χρουνιά μι τα μιλίσσια, γιατί έχου πουλλά μανάδια». ΕΤΥΜ. < από τη λ. μάνα.
μανάλ’, το, το μανουάλι «Άναψι ούλα τα μανάλια» ΕΤΥΜ. < μεσν. μανουάλι < μανουάλιον υποκ. του λατιν. manuale.
μανάρ’, το, 1. το μικρό αρνί, «Έχου στου μαντρί πινήντα μανάρια». 2. το χαϊδεμένο παιδί. «Μανάρι μ’! Έλα να σι πάρου μια αγκαλιά»! ΕΤΥΜ. <από τη λ. αμνάριον με επίδραση του μάννα.
μανασούπ’, επίρρ., στην ώρα, κουτί, ότι έπρεπε, όπως το ήθελα ήρθε. ΕΤΥΜ. «Του κουστούμ’ που πήρις σι ήρτι μανασούπ». < τουρκ. mansip = αξίωμα.
μανέλα, η, το ξύλο που γυρνούν τον εργάτη για να βγάλουν τη βάρκα έξω. Γενικά ένας ξύλινος μοχλός. «Φέρι μια γιρή μανέλα για να βγάλουμι μι τουν ιργάτ’ όξου τ’ βάρκα». ΕΤΥΜ. < βλέπε λ. μανιβέλα.
μανέστρα, η, το κριθαράκι. «Του κρέας θα του κάνου μι μανέστρα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. minestra.
μανιβέλα, η, ο σιδερένιος μοχλός σε σχήμα γάμα που βάζουμε μπρος τις πετρελαιοκίνητες μηχανές «Μ’ έσπασι η μινιβέλα κι δε μπουρώ να βάλου μπρος τ’ μηχανή». ΕΤΥΜ. < ιταλ. manovella. < τουρκ. manivelâ = μοχλός.
μάνι - μάνι, επίρρ., γρήγορα. «Γιώρ’! Μάνι-μάνι τα πάντριψις τα πιδιά σ’». ETYM. < λατιν. manus = χείρ.
μαναστάσ’, το, το βασσιλοκύταρο. «Θα κρατήσου τα πιο γιρά μαναστάσια για να βγούν’ γιρές μάννις». ΕΤΥΜ. < από τη λ. μάνα + το αρχ. ρ. ίσταμαι.
μανασούπ’, ότι πρέπει, ταμάμ. ΕΤΥΜ. < τουρκ. mansip = αξίωμα.
μανούβρα, η, στροφή του τινονιού του αμαξιού η του πλοίου για να αποφύγουμε επικίνδυνο μέρος. «Κάνι μανούβρα του καΐκ’ για να μη χτυπήσουμι στα βράχια». ΕΤΥΜ. < ιταλ. manovra.
μαντάλ’ ή μανταλίδ’, το, το τούβλο. «Μι πέτρις του έχτισις του σπίτ’ ή μι μαντάλια». ΕΤΥΜ. < αρχ. μάνδαλος.
μάνταλου, το, το σιδερένιο εξάρτημα που ανοιγοκλείνει η πόρτα. «Όταν κλείεισς τ’ πόρτα βάλι κι του μάνταλου». ΕΤΥΜ. < αρχ. μάνδαλος
μαντάλουμα, το, το κλείδωμα. «Τέτοιου μαντάλουμα που τ’ν έχ’ς τ’ πόρτα πού να μπει κανένας».
μανταλουμένους, ο, μτχ., ο κλειδωμένος, ο ασφαλισμένος. «Και τα κλειστά παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα». Δημ. τραγ. Νικήτης.
μανταλώνου, ρ., κλειδώνω με ασφάλεια. «Μαντάλουσι τ’ πόρτα να μη μπει κανένας στου σπίτ’».
μαντάρα, η, το ανακάτεμα, η καταστροφή, ο χαλασμός. «Κατέβασι η λάκκους μι τ’ βρουχή κι τα ’κανι μαντάρα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. μαδάρα = γυμνός τόπος.
μαντέμ’, το, ο χυτοσίδηρος. «Ούλ’ η μηχανή είνι φκιαγμέν’ απού μαντέμ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. maden = ορυκτό.
μαντήλα, η, το μαντήλι που σκέπαζαν οι γυναίκες το κεφάλι τους. «Βγάλι μαρή τ’ μαντήλα σ’ απ’ του κιφάλ’. Νέα γ’ναίκα είσι». ΕΤΥΜ. < μτγν. μανδήλιον = γλώσσα < λατιν. mantelium υποκ. του mantele < manus = χέρι.
μαντουλάτου, το, είδος ζαχαρωτού. «Θα πάρου ένα μαντουλάτου του μ’κρό να μη κλαίει». ΕΤΥΜ. < βεν. mantolato = αμυγδαλωτό < mantola = αμύγδαλο.
μαντραβίτσα, η, τα άσπρα σκληρά σπυράκια που βγαίνουν στα χέρια «Γιόμουσαν ούλα τα χέρια μ’ μαντραβίτσις». ΕΤΥΜ. < σλ. bradavica = δερματική πάθηση των χεριών.
μαξούλ’, το, 1. το πρώτο γάλα μετά τον απογαλακτισμό. 2. το εισόδημα μιας χρονιάς. «Πιντακόσια δουχεία μέλ’ βγάλαμι. Καλό μαξούλ’ ήταν». ΕΤΥΜ. < τουρκ. mahsul = προϊόν, σοδειά.
μαούνα, η, φορτηγό πλοίο χωρίς καρίνα. «Θα φουρτώσουμι τα ξύλα στου καράβ’ μι τ’ μαούνα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. mavuna = φορτηγίδα.
μάπα, η, 1. η μαραγκιασμένη ελιά, «Δε ράντσα τ’ς ιλιές κι είνι γιμάτου μάπις». 2. το λάχανο, «Κόψι μια μάπα να κάνουμι σαλάτα». 3. χάλια. «Του κουστούμ’ που αγόρασα είνι μάπα». ΕΤΥΜ. < μτγν. μάππα < λατιν. mappa = μαντήλι, πετσέτα.
μάπας, ο, χαζός, ο αγαθός, ο κουτός. «Είσι ντιπ’ μάπας».
μαραγκιάζου, ρ., ξεραίνομαι, μαραίνομαι. «Στα νειάτα τ’ ήταν πουλύ όμουρφ’. Μη βλέπ’ς τώρα που μαράγκιασι». ΕΤΥΜ. < αρχ. μαραντός <μαραντιάζω κατ’ αναλογία μαραγκιάζω = ξεραίνομαι.
μαράγκιασμα, το, η ξήρανση. «Του δέντρου έγινι έτσ’ απ’ του μαράγκιασμα».
μαραγκιασμένους, ο, μτχ., ο ξηραμένος, ο μαραμένος. «Τα αχλάδια είνι μαραγκιασμένα απ’ τ’ ξηρασία».
μαράζ’, το, το αγειάτρευτο βάσανο, το ελάττωμα, ο καημός, ο αγιάτρευτη αρρώστεια. «Μαράζ’ μιγάλου είνι κι αυτό του τσιγάρου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. maraz = αρρώστια.
μαραζιάρ’κου, το, το 1. μαραγκιασμένο φρούτο, «Τα καρπούζια απ’ τ’ ξέρα είνι ούλα μαραζιάρ’κα». 2. το καχεκτικό παιδί. «Δεν έχ’ του πιδί μιγάλα δυναμάρια. Μαραζιάρ’κου είνι».
μαραζιάρ’ς, ο, ο καχεκτικός, ο αδύναμος, ο ανήμπορος. «Μον’ η Γιαννούλα η όμορφη παίρνει του μαραζιάρη». Δημ. τραγούδι Χαλκιδικής.
μαραζώνου, ρ., λιώνω, φθίνω, με παίρνει ο κατήφορος. «Μέρα μι τ’ μέρα μαραζών’ απ’ τουν καημό τ’ς».
μαραίνου, ρ., 1. στη φράση: «θα μι μαράν’ς τ’ αρχίδια» δηλ. δε μπορείς να μου κάνεις τίποτα. 2. στη φράση: «αυτό σι μάρανι» όταν κάτι δεν ταιριάζει.
μαραφέτ’, το, 1. το μικρό εργαλείο, 2. το ανδρικό μόριο. «Χάλασι στου τρακτέρ ένα μαραφέτ’ κι δε μπουρώ να του βάλλου μπρος». ΕΤΥΜ. <τουρκ. marifet = δεξιότητα.
μαρή, προσφώνηση σε γυναίκα. «Μαρή γιαλένια κρουσταλλένια». Δημ. τραγ. Νικήτης.
μαριόλα, η, η ναζιάρα , η παιχνιδιάρα στον έρωτα. «Γνώρ’σα μια μαριόλα! Μι ξιτίναξι». ΕΤΥΜ. < βενετ. mariol(o) = ερωτιάρα.
μαρ’κιούμι, ρ., αναμασώ. «Η γίδα έφαγι πουλύ κι ούλου μαρκιέτι». ETYM. < από το μηρυκάζω ή μηρύκω < μηρύομαι = μαζεύω, τυλίγω, στρέφω.
μαρκούτσ’, το, μικρός λαστιχένιος σωλήνας. ΕΤΥΜ. < τουρκ. marpuç = σωλήνας ναργιλέ. «Μι κόπ’κι του μαρκούτσ’ απού τ’ μηχανή κι τρέχ’ του νιρό».
μαρμάγκα, η, η καταστροφή ο αφανισμός. «Τουν έφαγι η μαρμάγκα». ΕΤΥΜ. < αλβαν. merimagë = είδος δηλητηριώδους αράχνης.
μασάλ’, το, η αστεία διήγηση. «Άμα έχ’ς τουν Παπάγγιλου στ’ν παρέα, λέει ούλου μασάλια κι γιλούμι». ETYM. < τουρκ. masal = παραμύθι.
μασαλά, επίρρ., ωραία, εν τάξει. ΕΤΥΜ. < τουρκ. maşallah λέγεται επαναλαμβανόμενη. «Ώ μασαλά, μασαλά» = έκφραση θαυμασμού.
μασαλάς, ο, η υποδοχή για τα αναμμένα δαδιά που μ’αυτά έκαιγαν τους ρόζους των πλοίων προτού το καλαφατίσουν. «Φέρι του μασαλά μι τα δαδιά για να κάψουμι τ’ς ρόζ’ απ τα σανίδια». ΕΤΥΜ. < αραβ. masala = πυρσός.
μασιά, η, η τσιμπίδα για τη φωτιά. «Βγάλι μιρικά κάρβ’να απ’ τ’ φουτιά μι τ’ μασιά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. maşa = η τσιμπίδα.
μασκάλις, οι, 1. οι μασχάλες, 1. το σημείο που διακλαδίζεται ένα δέντρο. «Κλάδιψα τ’ς ιλιές τ’ς μασχάλις». ΕΤΥΜ. < αρχ. μάλλη.
μασκαλιάζου, ρ., 1. βάζω κάτι στις μασχάλες μου, «Μασχάλιασι του καρπούζ’ κι φέρτου σπίτ’». 2. μαρκάρω κάποιον στενά και δεν τον αφήνω να φύγει, 3. αγκαλιάζω. «Μασκάλιασί τουν γιρά να μη σι φύγ’».
μασκαλιασμένους, μτχ. 1. αυτός που κάποιος τον κρατάει από τη μασχάλη, 2. ο αγκαλιασμένος. «Είδα τ’ κόρη σ’ προυχτές μασκαλιασμέν’ μ’ ένα μαντράχαλου».
μασκαραλίκ’ το, η ντροπή. «Έπαθι μιγάλου μασκαραλίκ’». ΕΤΥΜ. <λατιν. maska = προσωπίδα. < τουρκ. < maskaralik = ανεπίτρεπτη πράξη
μασλάτ’ το, το καλαμπούρι. «Να πούμι μασλάτια να πιράσ’ η ώρα» ΕΤΥΜ. < τουρκ. maslahat = κουβεντολόι.
μασούρ’, το, 1. το κομμάτι από καλάμι που το έβαζαν στο ροδάνι και τύλιγαν το νήμα από την ανέμη, «Γιόμουσι πουλλά. μασούρια γιατί έχουμι να υφάνουμι πουλλά». 2. (μεταφ.) η διάρροια. Τι έφαγις κι σι πααίν’ μασούρ’»; ΕΤΥΜ. < μεσν. μασούριον υποκ. του τουρκ. masura.
μασουρίζου, ρ., τυλίγω το νήμα στο μασούρι. «Βαρέθ’κα να σ’ ακούου να μασουρίειζς. Σταμάτα κι λιγάκ’».
μασούρ’σμα, το, το τύλιγμα του νήματος στο μασούρι. «Τιλείουνι του μασούρ’σμα για να υφάνουμι κι λιγάκ’».
μαστάρ’, το, 1. ο μαστός των ζώων, «Έφαγι πουλύ η γίδα κι κατασπάργουσαν τα μαστάρια τ’ς». 2. το μεγάλο στήθος των γυναικών. «Έχ’ κάτ’ μαστάρια η γναίκα τ’ Μήτσ’»! ΕΤΥΜ. < μτγν. μαστάριον υποκ. του μαστός.
μαστραπάς, ο, το κύπελλο, το τασί.. «Κι απ’ ασημένιου μαστραπά κι από κοπέλας χέρι». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < τουρκ. maştrapa = μεταλλικό ή πήλινο δοχείο για νερό. < μεσν. μαστραπάς.
ματά, επίρρ., μετά, ξανά, πάλι. π. χ. ματαλέου, ματακάνου, ματαπάου, ματαβλέπου. «Σι λίγου αρχίζ’ στου ρακουκάζανου η ματάβρασ’».
ματαφούγκια, τα, τα μικρά και κοντά σκοινιά που είναι ραμμένα στο πανί. «Ράψι τα ματαφούγκια γιατί θα ξισκιστεί του πανί».
ματζαχαλίδ’, το, το μεγάλο κομμάτι ψωμιού. «Άμα π’νάς, κόψι ένα ματζαχαλίδ’ κι φάι».
ματζιάφα, η, το πρόχειρο φαγητό με νερό, ξύδι, αλάτι, λάδι. «Δεν έχουμι φαΐ κι θα σας κάνου μια ματζιάφα να φάτι».
ματζούν’, το, 1. το γλειφιτζούρι, «Θα σι πουνέσ’ν τα δόδια σ’ απ’ τα πουλλά ματζούνια που τρώς». 2. το γιατροσόφι. «Αντί να πάει στου γιατρό τρώει ματζούνια να γίν’ καλά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. macum.
ματιάζου, ρ., 1. βασκαίνω, «Φτύσ’ τουν να μη τουν ματιάεισς». 2. σκοπεύω με το μάτι, «Μάτιασι καλά για να μη τα βάλουμι στραβά τα δέντρα». 3. μπολιάζω με μάτι βλαστού, «Θα ματιάσουμι καλά τα αμπόλια για να πιάσν’». 4. βάζω κάτι στο μάτι και επιθυμώ να το αποκτήσω, «Μάτιασα ένα κουστούμ’ κι θα του πάρου». 5. κλείνω το μάτι πονηρά σε κάποιον . «Πουλύ τ’ ματιάειζς τ’ μαρίγια» ΕΤΥΜ. < μεσν. μάτι(ν) < αρχ. ομμάτιον, υποκ. του όμμα = βλέμμα.
μάτιασμα, το, το αβάσκαμα, η σκόπευση με το μάτι κ.λ.π. «Βάλτου του πιδί μια χάντρα να μη του πιάν’ του μάτιασμα».
ματιασμένους, ο, μτχ., ο βασκαμένος.κ.λ.π. «Δεν έχ’ όριξ’ να φάει. Ματιασμένους είνι».
ματίζου, ρ., ενώνω τις άκρες από τις κλωστές. «Θα ματίσου τ’ς κλουστές για να κάνου κρόσσια». ΕΤΥΜ. < μτγν. αμματίζω = δένω, συνδέω < αρχ. άμμα = κόμπος, δεσμός. < άπτω.
ματ’κάπ’, το, το τρυπάνι. «Φέρι του ματ’κάπ’ να κάνου μια τρύπα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. matkap = τρυπάνι.
ματόφ’λλα, τα, τα βλέφαρα. «Μπήκι στου μάτι μ’ ένα μπάμπαλου κι ούλου παίζ’ν τα ματόφ’λλα μ’».
ματσακόν’, το, ξύλινο σφυρί με το οποίο χτυπούσαν τις καβίλιες που ένωναν τα ξύλα. «Χτύπα λίγου τ’ς καβίλις μι του ματσακόν’ να πάν’ ίσια μέσα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. mazza = ραβδί, ρόπαλο, σφυρί + ακόνι.
ματσαράγκα, η, ο δόλος, η απάτη.. «Μια σουστή δ’λειά δεν κάν’ς. Ούλου ματσαράγκις είσι». ΕΤΥΜ. < ιταλ. mazzeranga.
ματσιάζ’, ρ., πάντα στο τρίτο πρόσωπο. Αναβλύζει από κάπου ελάχιστη ποσότητα νερού ή αίματος. «Θα κάνου μια γούρνα ικεί που ματσιάζ’ να μάσου λίγου νιρό να πιεί η γίδα». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. αιματίζω.
ματσιάλ’σμα, το, το αργό μάσημα. «Κάτ’ τρώει η μ’κρός στ’ κουζίνα. Απού δω ακούγιτι του ματσιάλ’σμα». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη ματς, ματς.
ματσιαλώ, ρ., μασώ αργά. «Μη ματσιαλάς τρείς ώρις γιατί έχουμι πουλύ δ’λειά».
ματσ’κάρ’, το, είδος μανιταριού. «Δεν έβριξι κι δε βγήκαν φέτου τα ματσ’κάρια». ΕΤΥΜ. < μεσν. < βενετ. mazzo. < μάτσο.
ματσ’κάς, ο, επίθ., ο κομπογιαννίτης. «Είσι μιγάλους ματσ’κάς. Ούλου μπαγαπουντιές κάν’ς». ΕΤΥΜ. < σλαβ. macha.
ματσόλα, η, το μεγάλο ξύλινο σφυρί από σκληρό ξύλο, συνήθως πουρνάρι. «Φέρι τ’ ματσόλα να καλαφατίσουμι του καΐκ’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. mazzola < λατιν. matsola = ραβδί.
ματσούλ’ το, το γατάκι. «Γένν’σι η γάτα τρία ματσούλια». ΕΤΥΜ. βλ. λ. μάτσους.
μάτσους, ο, ο γάτος. «Έχου ένα μάτσου στου σπίτ’ πέντι ουκάδις». ΕΤΥΜ. < σλαβ. macka = η γάτα για τα νήπια.
μαυραντζάς, ο, επίθ., ο μαυριδερός. «Πήρι η Ασάνου έναν μαυραντζά! Μου τα δόδια τ’ γυαλίζ’ν». ΕΤΥΜ. < αρχ. μαύρος.
μαυρασκαμιά. η, η μουριά που κάνει μαύρα μούρα. «Έχουμι στ’ν αυλή μια μαυρασκαμιά κι τρώμι μπαμπούσκ’». ΕΤΥΜ. Βλέπε λ. ασκαμιά.
μαύρις, 1. οι μαύρες, 2. οι μελιτζάνες. «Πήρα μαύρις να σας κάνου ιμάμ μπαϊλντί».
μαχαλάς, ο, η γειτονιά, η συνοικία. «Πα στουν απάνου μαχαλά παίζν’ νταούλια κι βιουλιά». Δημ. Τραγούδι. ΕΤΥΜ. < τουρκ. mahalle = γειτονιά
μαχιάς, ο, το πλάγιο δοκάρι στέγης. «Παρήγγειλι στου ξυλουργείου δέκα πιρασιές κι δέκα μαχιάδις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. mahya = δοκός.
μαχμουρλής, ο, επίθ., ο νυσταλέος. «Μη τουν πειράειζς γιατί είνι απού τουν ύπνου μαχμουρλής». ΕΤΥΜ. < τουρκ. mahmur = οράθυμος, ο νωθρός.
μ’γιάρ’, το, η μικρή μύγα. «Μπήκι στ’ μύτη μ’ ένα μ’γιάρ κι ούλου φταρνίζουμι». ΕΤΥΜ. < αρχ. μυία.
μ’δούλ’, το, το μυαλό των οστών. «Τι κρύου είνι αυτό; Μι πουνούν τα μ’δούλια». ETYM. < αρχ. μυελός.
μέλαγκας, ο, το μαύρο και άγονο χώμα. «Δε φυτρών’ τίπουτι γιατί του χουράφ’ είνι σκέτους μέλαγκας». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη μέλας < αρχ. επίθ. μελάγγαιος < μέλας + γη = μαύρη γη.
μέλουρ’, η, η αρρώστεια των φυτών και των δέντρων (κολώδες υγρό από μελίγκρες) έπειτα από βροχή. «Τ’ς έπιασι τ’ς ρουδακ’νιές μέλουρ’ κι ξηράθ’καν τα φύλλα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. μέλι < Ι. Ε. melit = μέλι.
μέριασμα, το, το χώρισμα σε δύο ίσα μέρη. «Δεν έκανις καλό μέριασμα κι γέρ’ν του γαδούρ’». ΕΤΥΜ. < από τη λ. μέρος.
μέρους, το, 1. το μέρος 2. το αποχωρητήριο που ήταν έξω από το σπίτι. «Βάλι λίγου χαρτί στου μέρους».
μιάφουρα, επίρρ., αμέσως. «Έπισα στου κριβάτ’ κι κ’μήθκα μιάφουρα».
μιγντάν’, το, το ξέφωτο, το γυμνό, το φανερό. «Μ’ αυτό του φ’στανούδ’ που έβαλις είνι ούλα στου μιγντάν’». ETYM. < τουρκ. meyntan = πλατεία
μιθαύριου, επίρρ., μεθαύριο αλλά και του χρόνου. «Οι ιλιές τιλείουσαν. Μιθαύριου πιρισσότιρις». ΕΤΥΜ. < μετά + αύριο < μτγν. μεθαύριον σύνθ. μεθ’ + αύριον.
μιθουκλιάζου, ρ., μεθώ. «Η Γώρ’ς ούλ’ μέρα μιθουκλιάζ’».
μιθούκλιας ή μιθουκλιάρ’ς, ο, ο μπεκρής, ο μέθυσος, ο αλκολικός. «Σταμάτα να πίν’ς ρε μιθούκλια! Συνέχεια παραπατάς». ΕΤΥΜ. < αρχ. μεθύω < ουσ. μέθυ (το) = κρασί ή άλλο ποτό.
μιλάσα, η, σιδερένιο βαρέλι πού αποθήκευαν λάδι ή μέλι. «Του λάδ’ μη του ρίχν’ς στου π’θάρ. Ρίξτου στ’ μιλάσα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. μέλι.
μιλέτ’, το, το γένος, η φυλή, η ράτσα. «Άτιμου μιλέτ’ η Νίκους. Ούλου μπαγαπουντιές είνι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. millet < αραβ. millet = έθνος.
μιλιμικέτ’, το, το πλήθος. «Στου γάμου ήρθι μιγάλου μιλιμικέτ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. milet = έθνος, πλήθος.
μιλισσουφάους, ο, το ωραίο πουλί που τρώει μέλλισσες. «Δε μας άφ’σαν μέλ’σσα για μέλ’σσα οι μιλισσουφάοι». ΕΤΥΜ. < αρχ. μέλιττα < μέλι - τος
μιλίτζιανους, ο, το πηχτό έκκριμα που βγαίνει από τον κορμό της αμυγδαλιάς. «Οι μυγδαλιές αρρώστ’σαν. Είνι γιουμάτις μιλίτζιανου». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ιταλ. melenzana.
μιλουζούμ’, το, πολύ γλυκό. «Τουν καφέ τουν έκανις μιλουζούμ’». ΕΤΥΜ. < μέλι + ζωμός. ΕΤΥΜ. < μέλι + ζωμός = ζουμί.
μιλουκουρκούτ’, η, γλυκό από αλεύρι και μέλι που γίνεται στο τηγάνι. «Κάνι μας μια μιλουκουρκούτ’ να φάμι».
μιλουμένου, το, μτχ., αλειμμένο με μέλι. «Του γλυκό είνι μιλουμένου». ΕΤΥΜ. < από το ρ, ομιλώ.
μιλουριάζ’, ρ., πάντα στο τρίτο πρόσωπο, τα πιάνει η μέλουρη (είδος ασθένειας των φυτών). «Μιλούριασαν τα σ’τάρια κι δε θα έχ’ παραγουγή».
μιλούριασμα, το, η αρρώστεια από μέλουρη. «Τι μιλούριασμα είνι αυτό που έχ’ν οι ντουματιές! Δε θα φάμι ούτι μια ντουμάτα».
μιλουριασμένους, ο, μτχ., ο προσβλημένος από τη μέλουρη. «Ούλα τα φύλλα τ’ς μηλιάς είνι μιλουριασμένα».
μιλ’σσόσκ’νου, το, το λεπτό σκοινί που έδεναν στο κοφίνι το πανί κατά τη μεταφορά του. «Δέσι καλά τα κουφίνια μι του μιλ’σσόσκ’νου για να μη φύγ’ν οι μέλ’σσις». ETYM. < μέλισσα + σκοινί < αρχ. < μέλιττα < μέλι – τος.
μιλταζίμ’ς, ο, ο φοροεισπράκτορας επί τουρκοκρατίας. «Στν’ τουρκουκρατία πιρνούσι απού τα σπίτια η μιλταζίμ’ς κι μάζιβι του φόρου».
μιλώνου, ρ., αλείφω με μέλι. «Θα μιλώσου τα μιλουμακάρουνα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. μέλι.
μινιράλ’, το, το καράβι που μεταφέρει κυρίως μετάλλευμα. «Στ’ Γιρακ’νή άρραξι ένα μινιράλ’ να φουρτώσ’ λιφκόλιθου».
μιντισές, ο, ο μεντεσές. «Χάλασαν οι μιντισέδις κι έπισι η πόρτα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. menteşe = μεταλλικό εξάρτημα πόρτας.
μιρακλιντίζουμι, ρ., με πιάνουν τα μεράκια. «Μιρακλιντίσ’κα σήμιρα κι έκανα ένα σουρό δ’λ’ές». ΕΤΥΜ. < τουρκ. merak = έντονη επιθυμία.
μιρεύου, ρ., ημερεύω. «Βαπτίζονται και τα νερά μιρεύουν τα στοιχεία». Κάλαντα Φώτων Νικήτης. ΕΤΥΜ. < αρχ. ημέρα, ήμαρ.
μιριά, η, 1. το μέρος. «Σι πια μιριά του έκρυψις», 2. στη φράση «Απού μια μιριά να σι διεί η μάνα σ’». 3. η μια πλευρά φορτίου του ζώου. «Σπ’ τη μια μιριά του σαμάρ’ γέρν’».
μιριάζου, ρ., 1. παραμερίζω, «Μέριασι λίγου πιο κει να βλέπου καλά». 2. χωρίζω στα δύο τα ξύλα που πρόκειται να φορτώσω στα ζώα. «Μέριασι καλά τα ξύλα να μη γέρ’ν στου δρόμου του σαμάρ’». ETYM. < αρχ. μείρομαι = γίνομαι μέτοχος σε κάτι < λατιν. mereo = λαμβάνω < αρχ. μόρος = πεπρωμένο.
μιριασμένα, τα, μτχ., τα μοιρασμένα εξίσου. «Δε γέρ’ν η γάδαρους γιατί τα ξύλα είνι καλά μιριασμένα».
μιριμέτ’μα ή μιριμέτ’, το, το μπάλωμα, η επιδιόρθωση, το συμμάζεμα. «Θα κάνου λίγου μιριμέτ’μα του σπίτ’ γιατί είνι χάλια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. meremet = μικροεπισκευή.
μιριμιτίζου, ρ,. επιδιορθώνω. «Θα μιριμιτίσου λίγου τα δίχτυα».
μιρουδούλ’, το, η δουλειά μιας μέρας. Απαντάται στη φράση : «Μιρουδούλ’- μιρουφάι». (Όσα βγάζω τα τρώω) ΕΤΥΜ. < ημέρα + δουλεία < δουλειά.
μιρτζιάν’, το, η χρωματιστή χάντρα. «Κοιμάτι η γιάσπρους η λιμός μι τα λιανουμιρτζιάνια». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < τουρκ. merean = κοράλλι.
μισάλ’, το, το στενόμακρο πολύ μεγάλο μαντίλι που το τοποθετούσαν στην πινακωτή και έβαζαν μέσα τη ζύμη. «Σκέπασι καλά τα πλαστά μι του μισάλ’ να μη μπούν σκόνις». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μεσάλιον < λατιν. mensale < λατιν. mensale < λατιν. mensa = τράπεζα.
μισάντρια, η, η εντοιχισμένη σε γωνία του σπιτιού ντουλάπα, όπου έβαζαν μέσα πιατικά, σερβίτσια.κ.λ.π. «Βγάλι τα πιάτα απ’ τ’ μισάντρια να φάμι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. musantra = μεγάλη ντουλάπα. < ελλην. μέσον + άνδηρον = ύψωμα, πλευρά.
μισαριά, η, το βοσκοτόπι που είναι ανάμεσα στα σπαρμένα. «Πήγινι να βουσκήεισς τα γίδια στ’ μισαριά αλλά πρόσιχι μη φάν’ του σπαρμένου». ΕΤΥΜ. < από τη λ. μέσος, η, ον.
μισιακά, βλέπε μισιαρλίκια.
μισιαρ’λίκια, τα, ο συνεταιρισμός. «Τα μισιαρ’λίκια δεν είνι καλά γιατί συνέχεια τσακώνισι». ΕΤΥΜ. < ουσιαστικοπ. επίθετο μέσος -η –ον
μισίν’, το, το κατεργασμένο δέρμα από κατσίκι, τράγο ή γουρούνι που το χρησιμοποιούσαν σαν επένδυση στο σαμάρι. «Τιλείουσα του σκιλιτό απού του σαμάρ’ κι θα βάλου του μισίν’». ETYM. < τουρκ. mesin.
μισ’μέριασμα, το, ο μεσημεριάτικος ύπνος. «Ούλου στου μισ’μέριασμα το’ριξις. Κάνι κι καμιά δ’λειά».
μισ’μιριάζου, ρ., κοιμούμαι το μεσημέρι. «Θα μισ’μιριάσουμι καμιά ώρα κι μιτά θα πάμι για δ’λειά». ΕΤΥΜ. < μέση + ημέρα < μεσν. μεσημέριον.
μιταλαβαίνου, ρ., μεταλαμβάνω. «Έχου να μιταλάβου δέκα χρόνια».
μιταλαβιά, η, η θεία κοινωνία. «Νηστεύου δυο μέρις τα μ’κρά γιατί τ’ Κυριακή θα πάρ’ν μιταλαβιά». ΕΤΥΜ. < αρχ. μετάληψις = συμμετοχή < μεταλαμβάνω.
μιταλλίκ’, το, το νόμισμα. «Του καλαθάκι μ’ θέλ’ αυγά κι η τσέπη μου καρύδια κι του χρυσό μαντήλι μου πεντέξι μεταλλίκια». Κάλαντα Νικήτης. ΕΤΥΜ. < αρχ. μέταλλον, επίθ. μεταλλικός.
μιτζίτ’, το, το 1/5 χρυσής τουρκικής λίρας. «Κι τουν πέφτει ένα μιτζίτι απάν’ στα γόνατα». Δημ. Τρ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < τουρκ. mecidiye = νόμισμα.
μιτιρίζ’, το, το χαράκωμα, το μέρος προστασίας, το πόστο, το μετερίζι. «Πιάναμι απού ένα μιτιρίζ’ κι αρχίζαμι τουν πιτρουπόλιμου». ΕΤΥΜ. <τουρκ. metris= προφυλαγμένη θέση.
μίχους, ο, επίθ., 1. ο χαζός. 2. θαλασσοπούλι. «Είσι ντιπ μίχους».
μ’λάρ’ το, του μουλάρι ανεξάρτητα από το φύλο. Έχου δυο μλάρια ένα αρσιν’κό κι ένα θηλ’κό».
μνημούρ’ το, το μνήμα. «Γιόμουσι του νικρουταφείου απού μνημούρια». ΕΤΥΜ. < μεσν. μνημόριον = τάφος.
μ’νούχους, ο, ευνουχισμένος. «Δεν τουν θέλ’ καμμιά του Γιώρ’ γιατί λέν’ είνι μ’νούχους». ΕΤΥΜ. < μεσν. μουνούχους < μνούχος < βνούχος < αρχ. ευνούχος.
μόδουλου, το, νήμα για την κατασκευή διχτυού. «Όταν φέρ’ς να σι κάνου τα δίχτυα μη ξιχάεισς να φέρ’ς κι ένα μόδουλου να του δέσου».
μοιασιά, η, η ομοιότητα. «Μοιασιά που σι κάν’ Μαρίγια η κόρη σ! Ίδια μι σένα είνι». ΕΤΥΜ. μεσν. < μτγν. ομοιάζω < αρχ. όμοιος.
μόλους, ο, η προβλήτα, η τεχνική προέκταση στη θάλασσα. «Άρραξα του καΐκ’ στου μόλου». ΕΤΥΜ. μεσν. < ιταλ. molo λατιν. moles = βάρος, όγκος, πρόχωμα στη θάλασσα.
μόλ’τσα, η, 1. σκώρος, «Βάλι στα ρούχα ναφθαλίν’ γιατί θα τα φάει η μόλ’τσα» 2. το γκρινιάρικο παιδί. «Τι γκρινιάειζς ρε μόλτσα»; ΕΤΥΜ. <αλβ. mola < βλάχ. μόλτσα < σλαβ. mulitsa = ο σκόρος.
μόμιλου, το, το τιποτένιο. «Διε του του μόμιλου τι ασουγάδις που κάν’»; ΕΤΥΜ. < ιταλ. λατιν. mommolo = παιδί μαμόθρεφτο.
μόνιασμα, το, η συμφιλίωση. «Του μόνιασμα στου αντρόγυνου είνι μιγάλου πράγμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. ομόνοια < ομόνους < ομού + νους.
μοτς- μοτς, το έλεγαν στα μουλάρια να πλησιάσουν. «Έλα μούλα ! Μοτς – μοτς». ΕΤΥΜ. ηχομιμητική λέξη.
μ’, το, κτητική αντωνυμία. Το δικό μου. «Του κιφάλι μ’»
μου, μόνο. «Προυί, μισ’μέρ κι μιτά μου του βράδ’».
μουαμπέτ, το, το καλαμπούρι. «Ν’κόλα έλα σιαδώ να κάνουμι κανένα μουαμπέτ». ΕΤΥΜ. < τουρκ. muhabbet = καλαμπούρι.
μουδάρου, μικραίνω την επιφάνεια του πανιού του ιστιοφόρου πλοίου. «Μουδάρ’τι τα πανιά γιατί φτάνουμι στου λιμάν’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. moda <λατιν. modus = τρόπος.
μουζαβιρλίκια, τα, τα διαβάλματα. «Μη βάειζς συνέχεια μουζαβιρλίκια κι μαλώνουμι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. müzevvirlik = ψευδολογία.
μουκαϊτσιά, η, η φροντίδα, η απόφαση. «Ακόμα δεν έσκαψα τουν κήπου; Μουκαϊτσιά Γιώρ’»! ETYM. < τουρκ. mukayyet = επιμελής.
μούλα, η, το θηλυκό μουλάρι. «Φέρι τ’ μούλα να τ’ φουρτώσουμι τα διμάτια». ETYM. μεσν. < μτγν. μούλη < λατιν. mula θηλ. του mulus = μουλάρι.
μουλαϊμίζ’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο καλμάρει, ησυχάζει. «Μι τσίπ’σι σκουρπιός κι γκάρ’ζα απ’ τουν πόνου, αλλά τώρα μουλαΐμ’σι λιγάκ’». «Φ’σούσι πουλύ δυνατά αλλά τώρα μουλαΐμ’σι λίγου».
μουλαΐμ’κους, ο, επίθ., ο ήπιος, ο βολικός. «Δε νιβριάζ’ καμιάφουρα. Είνι πουλύ μουλαΐμ’κους». ΕΤΥΜ. < από το ρήμα μουλλώνω = αρνούμαι να εξωτερικεύσω τα συναισθήματά μου. Δεν’ αναλαμβάνω δράση.
μουλιάζου, ρ., μουσκεύω. «Θα αφήσου τα ρούχα στ’ καραβάνα να μουλιάσ’ν κι μιτά θα τα πλύνου». ΕΤΥΜ. < ιταλ. ammollare = μαλακώνω.
μουλουμουτώ, ρήμ, ψιθυρίζω, μονολογώ. «Γιατί μουλουμουτάς κι δε φουνάειζς να ακούου κι γω»;
μουλουχτός, ο, επίθ., ο ντροπαλός, ο κρυφός. «Ούτι μαθαίν’ς τι κάν’. Είνι πουλύ μουλουχτός». ΕΤΥΜ. < μεσν. μουλλωτός < μουλώχνω.
μουλώνου, ρ., κλείνω το στόμα μου, σιωπώ. «Θα του μουλώεισς ή θα σι δείρου». ΕΤΥΜ. < μεσν. μυλλόω < μτγν. μύλλος = κυρτός, καμπύλος <μύλλα = χείλη.
μουνάλλαγους, ο, αυτός που δεν έχει αντικαταστάτη σε μια δουλειά. «Δεν ήρτι κανένας να μι βουηθήσ’. Είμι απ’ του προυΐ μουνάλλαγους». ΕΤΥΜ. < μόνος + αλάσσω < αλλάζω.
μουνάντιρους, ο, επίθ., ο αχόρταγος. «Δε σταματάει του φαΐ η μουνάντιρους». ΕΤΥΜ. < μόνος + έντερο < αρχ. έντερον εν + - τερο, επίθ. συγκρ. βαθμού.
μουνέδα, η, το κέρμα. Μεταφορικά σημαίνει: ο άνθρωπος που χώνεται παντού. ΕΤΥΜ. < μεσν. μενέδι < βενετ. moneda. Η μονάδα. «Εινι σκέτ’ μουνέδα. Παντού χώνιτι».
μουνοιάζου, ρ., ομονοώ, συμβιβάζομαι. «Ούλου τσακών’τι. Δε πρόκειτι να μουνιάσ’ν καμιάφουρα». ΕΤΥΜ. < μεσν < ομονοιάζω < αρχ. ομόνοια.
μουνοιασμένους, ο μτχ., ο συμφιλιωμένος. «Είνι πουλύ μουνιασμένα αδέρφια. Ντιπ δε μαλών’».
μουνόκλουνου, το, η ύφανση με μια κλωστή. «Του στρουσίδ’ που υφαίνου είνι μουνόκλουνου». ΕΤΥΜ. < μόνος + κλώνος < μεσν. κλώνος μεγενθ. του κλωνίον υποκ. του κλών - ώνος.
μουνουρούφ’, το, με μια ρουφιξιά. «Είχα μια δίψα! Ήπια δυο πουτήρια νιρό μουνουρούφ’». ΕΤΥΜ. < από τη λ. μόνος = ένας + ρουφώ.
μουνούσια, τα, τα κουμπιά που σύμφωνα με το μέγεθος ισοδυναμούσαν με το νούμερο ένα. (παλιό παιδικό παιχνίδι). «Μ’ απόμ’ναν δέκα διούλις κι έξ μουνούσια». ΕΤΥΜ. < από τη λ. μόνος = ένας.
μουνουφάης, ο, αυτός που τα τρώει μόνος του και δε δίνει σε κανένα τίποτα. «Πέντι σουσουρίτις δε μπουρούσις να μι φέρ’ς; Μουνουφάη»!
μουνουχίζου, ρ., ευνουχίζω. «Θα μουνουχίσουμι του γρούν’ για να παχύν’». ΕΤΥΜ. < μεσν. βνούχος, >μνούχος, αρχ. ευνούχος.
μουνουχισμένους, ο, μτχ., ο ευνουχισμένος. «Πέντι πουντικοί βαρβάτοι μας χαλάσαν το κρεβάτι κι άλλοι τρεις μουνουχισμένοι μας το σιάξαν οι καημένοι». (Σκωπτικό τραγούδι).
μούντιρ’, η, το κατακάθι του λαδιού ή το βρώμικο λάδι που επιπλέει όταν χύνεται ο λιόσμος. «Θα πάμι στου λάκκου μι τα ριτσ’νουκάρτιλα να μάσουμι μούντιρ’, για να κάνουμι σαπούν’». ΕΤΥΜ. < από το μουντός = σκοτεινός. μεσν. < αρχ. μύνδος = βουβός λατιν < mutus = βουβός.
μουντουβίνα, η, το ρακί που βγάζουν από απόσταγμα νερόμελου από το στίψιμο των κηρηθρών. «Δεν είνι καλό του ρακί. Δε ξέρου μουντουβίνα είνι»; ΕΤΥΜ. < σλαβ. monitu = θολός.
μουντούν’ς, ο, επίθ., ο σκυθρωπός, ο λιγομίλητος. «Τι μουντούν’ς που είνι! Ντίπ δε κρέν’». ΕΤΥΜ. < μεσν. μουντός < αρχ. μυνδός.
μουράγιου, το, η προκυμαία. «Θα φάμι όταν αρράξουμι του πλοίου στου μουράγιου». ΕΤΥΜ. μεσν. < λατιν. muragium
μουραφέτ’, το, 1. κάτι που εξέχει, 2. το ανδρικό μόριο. «Κούμπουσι τα κουμπιά γιατί φαίνιτι του μουραφέτι σ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. marifet = δεξιότητα.
μουργέλα, σπαρίλα, τεμπελιά. «Έχου μια μουργέλα σήμιρα»! ΕΤΥΜ. <αρχ. αμόργη = τεμπελιά.
μούργους, ο, 1. το μαντρόσκυλο, 2. (μεταφ.) ο χοντράνθρωπος. «Έχου στου κουπάδ’ ένα μούργου κι δε ζ’γών’ κανένας». ΕΤΥΜ. < μεσν. μούργος < μούργα < μολγός < αρχ. αμολγός = σκοτεινός.
μουρ’θάμακτους, ο, επίθ., ο ψωροπερήφανος «Πήρι κι η Μήτσιους μια μουρ’θάμακτ’ κι δε κρέν’ κανέναν». ΕΤΥΜ. < μωρός + θαυμάζω <θαμάζω.
μουρ’λάδα, η, η ανοησία. «Μη λες ούλου μουρ’λάδις».
μουρλαίνουμι, ρ., τρελαίνομαι. «Καλά γιατί μουρλάθ’κις ντιπ κι δε συνουνουιέσι».
μούρλια, η, η τρέλα με την έννοια του υπέροχα. «Έχου μια ιγγουνή! Μούρλια είνι».
μουρλός, ο, επίθ., ο ανόητος. «Άστουν μη τουν πειράειζς. Είνι πουλύ μουρλός». ΕΤΥΜ. < μουρολόγος < αρχ. μωρολόγος = αυτός που λέει ανοησίες.
μουρνταρεύου, ρ., γίνομαι μουρντάρης. «Σταμάτα να μουρνταρεύ’ς γιατί στου τέλους θα φας κανένα κουντουρούπ’».
μουρντάρ’ς, ο, ο γυναικάς. «Μη τουν ξιθαρράς πουλύ μι τ’ γναίκα σ’ γιατί είνι πουλύ μουρντάρ’ς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. murdar = βρώμικος.
μουρουγκλάδα, η, η ανοησία. «Ήταν μιγάλ’ μουρουγκλάδα αυτό που έκανις».
μουρουγκλός, ο, επίθ., ο χαζός, ο ανόητος. «Είσι πουλύ μουρουγκλός». ΕΤΥΜ. < μωρός + κουλός < μεσν. αρχ. κυλλός = χωλός.
μουρ’σεύουμι, ρ., γλυκαίνομαι από κάτι που ανακάλυψα και μ’ αρέσει. «Μουρ’σεύ’κι η σκύλους κι δε θα αφήσ’ κότα για κότα». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη μούρη = φάτσα, πρόσωπο.
μουρσιμένους, ο, μτχ., ο καλομαθημένος. «Είνι μουρσιμέν’ η αλ’πού κι κάθι μέρα τριγυρνάει του κουτέτσ’».
μούρτζιους, ο, το αρσενικό μαυροκόκκινο μουλάρι. «Τα ξύλα θα τα φουρτώσου στου μούρτζιου». ΕΤΥΜ. μούργινος < μούργα + κατάλ. -ινος
μουρφουβόλιμα, το, η καλή τακτοποίηση. «Τέτοιου μουρφουβόλιμα που τα ’κανα τα ξύλα. Δε πρόκειτι να πέσ’ν μι τίπουτα».
μουρφουβουλεύουμι, ρ., τακτοποιούμαι μια χαρά. «Μουρφουβουλεύ’καν ούλα τα πιδιά. Βρήκαν ούλα καλή δ’λειά». ΕΤΥΜ. < όμορφος + βουλεύομαι μεσν. < έμορφος < αρχ. εύμορμος + < ευ βολεύω < μτγν εύολος = καλότυχος, τυχερός < ευ + - βόλος < βολή.
μουρφουβουλιμένους, ο, μτχ., ο καλά τακτοποιημένος. «Ούλα τα πιδιά τ’ η Γιάνν’ς τα έχ’ μουρφουβουλιμένα».
μουρφουλόια, τα, λέγεται ειρωνικά. Τα άσχημα λόγια. «Είχις δεν είχις τα κουπάν’σις πάλι τα μουρφουλόια σ’». ΕΤΥΜ. < λόγος - λογώ < λέγω.
μουρφουτά, επίρρ., όμορφα αλλά και ειρωνικά σημαίνει άσχημα. «Μουρφουτά πέρασις στ’ Σαλουνίκ’ που πήγις; Σι βγήκαν τα μάτια σ’». ΕΤΥΜ. < όμορφος + κατάλ. - ωτός.
μουσαφιρλίκια, τα, οι επισκέπτες. «Κάθι μέρα δε μας λείπν’ τα μουσαφιρλίκια».
μουσαφίρ’ς, ο, ο επισκέπτης. «Μη έρχισι απόψι στου σπίτ’ γιατί έχου μουσαφίρ’δις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. müsafir = επισκέπτης.
μούσγουμα, το, ο θυμός χωρίς εξωτερίκεψη. «Διέ τουν μούσγουμα που έχ’ κι δε μας λέει του γιατί».
μουσγουμένους, ο, μτχ., ο θυμωμένος χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους. «Είνι απ’ του προυί μουσγουμένους κι δεν κρέν’ κανέναν».
μουσγώνου, ρ., θυμώνω χωρίς να το εξωτερικεύω. «Μουσγών’ συνέχεια κι δε σι του λέει».
μουσκάρ’, το, το μοσχάρι. «Τι μι χτάειζς σαν του μουσχάρ’»; ΕΤΥΜ. <αρχ. μόσχος.
μούσκλα, η, η γκρίνια. «Σταμάτα γιατί δεν αντέχου ντιπ τ’ μούσκλα σ’».
μούσκλια, τα, το πράσινο χνούδι που πιάνουν οι πέτρες όταν βρέχονται στη θάλασσα ή στο νερό. «Θα καθαρίσουμι του π’γάδ’ γιατί έπιασι μούσκλια». ΕΤΥΜ. < μούσκλιον υποκ. του μούσκλος < λατιν.muskulus = ποντικάκι υποκ. του mus = ποντικός, μύς.
μουσκ’λουμένους, επίθ. ο, ο κατσούφης, ο κλαψιάρης, ο παραπονιάρης. «Γιατί Μαρίγια είνι του πιδί μουσκλουμένου»; ΕΤΥΜ. < λατιν. muskulus = βρύο.
μουσκουκάρφια, τα, τα γαρύφαλλα και τα μοσχοκάρυδα. «Στου κρέας βάλι κι λίγα μουσκουκάρφια να γίν’ καλό». ΕΤΥΜ. < μοσχο- (< μόσχος + καρφί).
μουσμουλεύου, ρ., χασομερώ, χάνω το χρόνο μου, λεπτολογώ. «Τι μουσμουλεύ’ς τόση ώρα κι δε τιλειών’ς». ΕΤΥΜ. < μούσμουλον <μέσπουλον < αρχ. μέσπιλον = μούσμουλο.
μουσμούλιμα, το, η χασομέρια «Έφαγις τρεις ώρις μι του μουσμούλιμα».
μουσμούλ’ς, ο, επίθ. ο χασομέρης. «Αμ’ τόσου μουσμούλ’ς που είσι, θα τιλειώεισς καλά»!
μουστιρής, ο, ο πελάτης, ο αγοραστής. «Θέλου να βρώ τίπουτα μουστιρίδις να π’λήσου τα μ’λάρια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. müsteri = αγοραστής, πελάτης.
μουστουκούλουρου, το, το κουλούρι που έχει μούστο. «Πάρι λίγα μουστουκούλουρα να φάμι» ΕΤΥΜ. < μούστος + κουλούρι.
μούτζουρους’, ο, παιχνίδι της τράπουλας που τους ηττημένους τους μουτζούρωναν με ένα κάρβουνο στο μέτωπο. «Φέρι τ’ν τράπουλα να παίξουμι του μούτζουρου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. musur = καρβουνόσκονη.
μούτους, ο, επίθ., ο άλαλος, αυτός που λέει πολύ λίγα. «Καλό πιδί πήρι η Ασάνου αλλά είνι μούτους. Δε κρέν’ ντίπ». ΕΤΥΜ. < λατιν. mutus = άλαλος.
μούτσινους, ο, επίθ., ο μικρός. «Άστου καλό μ’ μη του σ’κών’ς . Είσι πουλύ μούτσινους». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη μουτσούνα μεσν. < βενετ. musona = γκριμάτσα. μούτσουνος < μούτσινος
μούτσ’κα, η, η μούρη. «Κύπιλου δεν έχουμι. Βάλι στη βρύσ’ τ’ μούτσ’κα σ’ κι πιές». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη μουτσούνα.
μουτσουκλαίου, ρ, ψευτοκλαίω. «Δεν του έδουσα του μ’κρό τσικουλάτα κι μουτσουκλαίει». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη, από το μουτς, μουτς.
μουχάν’, το, το φυσερό του σιδερά. «Φύσα μι του μουχάν’ τ’ φουτιά να κάνου τα τσ’κούρια». ΕΤΥΜ. < αρχ. μηχανή, μηχάνιον < τουρκ. muhan
μούχρα, η, το σκοτείνιασμα, η ομίχλη. «Έχ’ όξου μια μούχρα δε βλέπ’ς του δάχλου σ’». ΕΤΥΜ. < επίθ. μορυχός = αμυδρός + κατάλ. – ώνω.
μπαγάσας, ο, μάγκας, ο καταφερτζής. «Α ρε μπαγάσα! Μι κατάφιρις πάλι»! ΕΤΥΜ. < μεσν. μπαγάσα < ιταλ. bagascia = πόρνη.
μπαγκάτσα, η, ο πάγκος της πλώρης ή της πρύμνης. «Καθήστι στ’ν μπαγκάτσα στ’ πλώρ’ κι φάτι».
μπαγλαμάς, ο, 1. μουσικό όργανο, «Φέρι του μπαγλαμά κι παίξι μας κανένα χαβά». 2. υβριστική προσφώνηση. «Δεν είσι ’ντάξ’ ρε μπαγλαμά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bağlama = δέσιμο, σάζι.
μπαγλάρουμα, το, το γερό δέσιμο. «Αν έκανι αυτό που μι λες, τότι είνι για μπαγλάρουμα».
μπαγλαρουμένους, ο, μτχ., δεμένος γερά. «Τουν τσάκουσαν να κλέβ’ κι πήγι μπαγλαρουμένους μέσα».
μπαγλαρώνου, ρ., δένω γερά. «Μπαγλάρου τουν καλά του σκύλου, να μη δαγκάσ’ κανέναν». ETYM. < τουρκ. bağlamak = δένω.
μπαγνταντί, το, το ταβάνι με καλαμωτές ή σανιδοπήχεις, σουβαντισμένες με ασβέστη και άχυρο. «Απ’ τα πουλλά τα χρόνια άρχισι κι σκίζιτι του μπαγνταντί». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bağdadî = τσατμάς, ταβάνι.
μπαϊά, επίρρ., αρκετά. «Μπαϊά τράνιψι του πιδί σ’ . Παλ’καρούδ’ έγινι». ΕΤΥΜ. βλέπε μπαϊάτκου.
μπαϊάτ’κου, το, επίθ., το παλιό. «Πάρι φρέσκου ψουμί γιατί αυτό που έχουμι είνι μπαϊάτκου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bayat = όχι φρέσκο + κατάλ. – ικος.
μπαϊλντίζου, ρ., κουράζομαι υπερβολικά, αποκάμω. «Κλάδιψα σήμιρα τριάντα ιλιές αλλά στου τέλους μπαϊλτ’σα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bayildim = λυποθυμώ.
μπαϊλντισμένους, ο, μτχ., ο πολύ κουρασμένος. «Πουλύ μπαϊλντισμένου σι βλέπου απ’ τ’ δ’λειά Γιώρ’! Δεν έχ’ς όριξ’ ούτι να κρίν’ς».
μπαΐλτ’σμα, το, το ξεθέωμα, η υπερβολική κούραση. «Μη μι ινουχλείς γιατί έχου ένα μπαΐλτσμα»!
μπαΐρ’, το, το ακαλλιέργητο χωράφι με πολλά χόρτα. «Δεν όργουσα του χουράφ’ κι έγινι μπαΐρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bayir = ανήφορος, πλαγιά.
μπακαλούμ, προτάσσεται η λέξη άιντε και σημαίνει, άιντε λοιπόν να δούμε «Άιντε μπακαλούμ να σι διώ τι θα κάν’ς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. συνδιασμός των λέξεων bakμακ = βλέπω και bakalim = ωραία. Bakalum = ας δούμε, έστω.
μπακαμίσιους, ο, επίθ., ο παρακατιανός. «Γιατί μαρή; Mπακαμίσιους είμι κι δε σι πιάνουμι»;
μπακαράς ή μακαράς, ο, ο μπακαράς, η τροχαλία ΕΤΥΜ. < τουρκ. bakara = μπακαράς «Σφίξι μι του μακαρά τα σκ’νιά».
μπακιρένιους, ο, επίθ., ο χάλκινος. «Πάρι ούλα τα μπακιρένια τα μπακράτσια κι γάνου τα».
μπακίρια, τα, τα χάλκινα σκεύη. «Γυρίζ’ ένας γιούφτους κι παίρν’ τα μπακίρια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bakir = χαλκός.
μπακράτσα, η, το χάλκινο σκεύος σαν μικρό καζάνι στο σχήμα με χερούλι στο πάνω μέρος για πολλές χρήσεις. «Φέρι τ’ μπακράτσα να βράσουμι τραχανά». ETYM. < τουρκ. bakraç = δοχείο με χερούλι.
μπακράτσ’, το, βλέπε μπακράτσα.
μπακρατσιάρ’ς, ο, επίθ., το μικρό σε ηλικία παιδί. «Στου χουρό δεν είχι μιγάλνοι. Ούλου μπακρατσιάρ’δις χόριβαν».
μπακτσές, ο, ο κήπος. «Έχου μπακτσέ μι πουλλά ζαρζαβατικά». ETYM. <μεσν. μπαχτσές < τουρκ. bahçe = κήπος < περσ. bagca = κηπάκος.
μπακτσιβανικά, τα, τα κηπουρικά. «Έχου ένα χουράφ’ κι του γιόμουσα μπακτσιβανικά».
μπακτσιβάνους, ο, ο κηπουρός. «Η παπούς μ’ είνι μπακτσιβάνους κι τρώμι ό,τ’ θέλουμι».
μπαλαμούτ’, το, η απάτη, το ξεγέλασμα, το ψέμμα. «Άρχισι πάλι του μπαλαμούτ’. Κανένα σουστό δε λέει». ΕΤΥΜ. < σλαβ. balamut = απάτη.
μπαλατζούκας, ο, αυτός που έχει φουσκωμένα μάγουλα. «Του κουρίτσ’ που έχου είνι αδύνατου. Αλλά έχου κι έναν μπαλατζούκα! Ούλου χάφτ’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. balanso.
μπαλιάδ’, το, η άσπρη βούλα στο μέτωπο του ζώου. «Είνι εύκουλου να γνουρίεισς τ’ κατσίκα μ’ γιατί έχ’ ένα μπαλιάδ’ στου κιφάλ’».
μπαλίζου, ή μπαλιουρίζου, ρ., χασομερώ, ψάχνω στα τυφλά να βρώ κάτι, αργώ να τελειώσω. «Τι μπαλίειζς τόση ώρα κι δεν τιλειών’ς»;
«Τι μπαλιουρίειζς τόση ώρα κι δεν τιλειών’ς»;
μπαλιούρ’ς, ο, επίθ., ο χασομέρης, ο αργός στις δουλειές. «Τέτοιους μπαλιούρ’ς που είσι. πού να τιλειώεισς τ’ς δ’λειές».
μπάλιους, ο, ο τράγος που έχει μια άσπρη βούλα στο κεφάλι. «Εχου ένα μπάλιου τράγου στου κιφάλ’ κι έναν ντιπ άσπρου». ΕΤΥΜ. < αρχ. ρωμ. baliu < μεσν. μπάλιος και βάλας, < αλβαν. balio.
μπαλντίμια, τα, το σύνολο των λουριών που υπήρχαν στο σαμάρι του ζώου. «Του σαμάρ’ η σαμαράς μι του τιλείουσι. Τώρα βάζ’ τα μπαλντίμια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. balder.
μπάλ’σμα, το, το λεπτολόγημα, η χασομέρια. «Απ’ του πουλύ του μπάλ’σμα δεν τιλείουσι η δ’λειά μας».
μπαμπακούλα, η, 1. άσπρη μικρή γυαλιστερή πέτρα στο κύμα, «Θα μάσου απ’ τ’ θάλασσα μπαμπακούλις να στρώσου τ’ν αυλή». 2. (μεταφ.) οτιδήποτε έγινε κάτασπρο από το καθάρισμα ή το πλύσιμο. «Το ’κανις του σπίτ’ μπαμπακούλα».
μπαμπάκους, ο, επίθ., ο κάτασπρος, ο πεντακάθαρος. «Γένν’σι η γίδα δυο κατσίκια ντιπ μπαμπάκα». ΕΤΥΜ. < μεσν. βαμβάκιον, παπάκιον υποκ. του βάμβαξ.
μπαμπαλιάρ’ς, ο, επίθ., ο τρεβλός, ο βραδίγλωσσος, αυτός που μασάει τα λόγια. «Δεν καταλαβαίνου τίπουτα όταν κρέν’. Είνι πουλύ μπαμπαλιάρ’ς».
μπαμπαλίζου, ρ., δε μιλώ καθαρά. «Δεν κρέν’ καθαρά. Τα μπαμπαλίζ’ τα λόια τ’».
μπάμπαλου, το, το σκουπιδάκι. «Δεν του σκέπασις του γάλα κι γιόμουσι μπάμπαλα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. babalik = το σκουπίδι, ή από το < αρχ. παμπάλαιον, < μεσν. βάμ(β)αλον.
μπαμπάλ’σμα, το, η μη καθαρή άρθρωση. «Κρένι καλά να σι καταλαβαίνου κι άσι του μπαμπάλ’σμα».
μπαμπατούρα, η, η δυνατή και μεγάλη φωτιά. «Τι έβαλις στου τζιάκ’ κι έχ’ αυτή τα μπαμπατούρα»;
μπαμπατουράει, ρ., απαντάται στο τρίτο πρόσωπο. «Μπαμπατουράει του καμίν’ απ’ τ’ πουλλή τ’ φουτιά». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη.
μπαμπάτσ’κους, ο, επίθ., ο μεγαλόσωμος, ο δυνατός, ο μεγάλος. «Να μι κρατήεισς για του Πάσχα ένα κατσίκ’ μπαμπάτσ’κου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. babaç = βαρβάτος.
μπαμπόγρια, η, η μεγάλη σε ηλικία γριά. «Για διέ την τ’ μπαμπόγρια στόλισμα που κάν’»; .
μπάμπου, η, η γιαγιά. «Μπάμπου σκώθ’κι»! «Να γύρου αφέντ’»; «Όχ ωρέ διάουλι, ου αέρας». Ηπειρώτικο μασάλι. EΤΥΜ. < σλαβ. babo κλιτ. του baba = γριά.
μπαμπουσκιάζου, ρ., σουφρώνω από τα χρόνια σαν το μούρο. «Πάει κι η Μαρίγια. Ντιπ μπαμπούσκιασι».
μπαμπούσκους, ο, το μούρο.«Έχου μια ασκαμιά στ’ν αυλή κι τσακίζιτι απ τ’ς μπαμπούσκ’». ΕΤΥΜ. < από τη ρωσ. λ. babuska = γιαγιά. (ίσως επειδή ο καρπός είναι σουφρωμένος σαν τη γιαγιά).
μπανάκους, ο, επίθ., ο ανόητος. «Μάνα γιατί μι γένν’σις κι μ’ έκανις κι μπανάκου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bunak = ξεμωραμένος.
μπάντα, η, 1. η μπάντα, 3. το μακρόστενο υφαντό που έβαζαν στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι. «Τα κριβάτια στουν τοίχου έχ’ν ούλα μπάντις». 4. η άκρη. «Κάτσι σ’ μπάντα»2. η πλευρά, «Απ’ τη μια τ’ μπάντα μι πουνούν τα πλιβρά». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ιταλ. banda.
μπαξίσ’, το, το φιλοδώρημα. «Όποιους έλιγι πρώτους του όνουμα στ’ μάνα τουν έδιναν μπαξίσ’». ETYM. < τουρκ. bahsis = φιλοδώρημα.
μπάρα, η, 1. η μπάρα, 2. τα λιμνάζοντα νερά. «Έβριξι πουλύ κι γιόμουσι η τόπους μπάρις». ΕΤΥΜ. < ιταλ. barra.
μπαρδάκ’, το, το δοχείο. «Γιόμουσι ούλα τα μπαρδάκια νιρό γιτί θα κόψ’ν του νιρό».
μπαρδάκου, η, η κατρουλού. «Άσ’ την τ’ μπαρδάκου. Ούλου κατουράει». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bardak = δοχείο, στάμνα, ποτήρι.
μπάρκου, το, η είσοδος του πληρώματος στο πλοίο για ταξίδι. «Μι του πρώτου μπάρκου θα καθαρίσουμι του καΐκ’ απού τ’ σαβούρα». ΕΤΥΜ. <ισπαν. barco.
μπαρμπακάς, ο, η περιφραγμένη με πεζούλια αυλή σπιτιού και πορτάρα εξωτερική. «Του σπίτ’ τ’ Ξαθόπ’λ’ έχ’ μπρουστά μιγάλουν μπαρμπακά».
μπαρμπαρίζουμι, ρ., αγωνίζομαι να περάσω κάποιον, συναγωνίζομαι. «Άμα σι βαστάει μπαρμπαρίσ’ μι του Μιχάλ’ στου π’λάλ’μα».
μπαρμπάρ’σμα, το, ο συναγωνισμός. «Πήρα μέρους στου μπαρμπάρ’σμα για του ποιος θα τρέξ’ πιο πουλύ κι βγήκα πρώτους».
μπαρμπέρ’ς, ο, ο κουρέας. «Θα πάου στου μπαρμπέρ’ για ξούρ’σμα». ΕΤΥΜ. < μεσν < ιταλ. barbiere < barba = γενειάδα < λατιν. barba.
μπασιά , η είσοδος ΕΤΥΜ. < μεσν. εμπασία < ελνστ. έμβασις. «Θα μπούμι στου αμπέλ’ απ’ τ’ μπασιά».
μπασιαρντάου, ρ., 1. πετυχαίνω ταιριάζω, καταφέρνω, «Έψαξα να βρω καλό μ’λάρ’ κι στου τέλους του μπασιάρτσα». 2. συναντώ. «Αν σι μπασιαρντήσου στου δρόμου θα σι δείρου». ΕΤΥΜ. < μεσν. εμβασία <μπασιά = είσοδος < αρχ. έμβασις < εμβαίνω = μπαίνω μέσα.
μπασιάρντ’σμα, το, η επιτυχία, η ευστοχία, το ταίριασμα. «Είχα ένα μπασιάρτ’σμα τα αμπόλια! Ούλα απόλ’καν».
μπασμάς, ο, 1. ειδικό τριγωνικό ύφασμα που το φορούσαν πάνω από το φέσι, «Αυτό του ρούχου είνι μπασμάς». 2. το ρίξιμο τροφής για να μαζευτούν ψάρια. «Θα κάνου μπασμά στ’ θάλασσα κι μιτά θα βουλάξου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. basma = στάμπα.
μπαστάρ’κου, το, επίθ., το νόθο, το μπάσταρδο. «Το μαθις που γένν’σι η Μαρίγια μπαστάρ’κου»; ΕΤΥΜ. < μεσν. < ιταλ. bastardo < λατιν. bastardus = παιδιά από γυναίκα κατώτερης κοινωνικής τάξης.
μπατάκουμα, το, το βούλιαγμα. «Είχα ένα μπατάκουμα μι τ’ αμάξ’! Τρόμαξα να βγω».
μπατακουμένους, ο, μτχ., ο βουλιαγμένος στη λάσπη. «Του κάρου είνι μπατακουμένου κι δε βγαίν’».
μπατακτσής, μπατάκ’ ο, ο κλέφτης. «Αυτός η μπακάλ’ς είνι πουλύ μπατακτσής. Σι τρώει στου ζύγ’ ή στα ρέστα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. batakçi <batak = βούρκος.
μπατακτσιλίκ’, το, το κλέψιμο, η απάτη. «Τώρα τιλιφταία δε δ’λεύ’ ντιπ. Του γύρ’σι στου μπατακτσιλίκ’».
μπατακώνου, ρ., βουλιάζω στη λάσπη. «Μη πιρνάς απού δω μι του τρακτέρ γιατί μπατακών’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. batmak = βαλτώνω <βataklik = έλος.
μπαταλαμάς, ο, ο άχρηστος. «Πήρα ένα τσ’κούρ’ ντιπ δεν κόβ’. Είνι σκέτους μπαταλαμάς». «Άσ’ τουν δεν κάν’ για σκληρή δ’λειά. Είνι ντιπ μπαταλαμάς».
μπαταλιάζου, ρ., ξεπέφτω, χάνω τη φόρμα μου, τη φρεσκάδα μου. «Όταν ήταν μ’κρή ήταν πουλύ ουραία. Τώρα ντιπ μπατάλιασι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. battal = μπαγιάτικο, γηρασμένο, άχρηστο.
μπατάλ’ς ή μπατάλ’κους, ο, αυτός που δεν είναι σταθερός, αυτός που γέρνει σε μια πλευρά «Αυτό του τραπέζ’ είνι πουλύ μπατάλ’κου».
μπατάρου ή μπατέρνου, ρ., γέρνω από τη μια μεριά. «Μη κάθιστι ούλνοι απ’ τη μια μιριά στ’ βάρκα γιατί θα μπατάρουμι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. batmak = βυθίζομαι.
μπατζάκ’, το, το τμήμα του παντελονιού που καλύπτει το πόδι. «Του ένα του μπατζάκ’ απού του παντιλόνι σ’ είνι λιρουμένου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bacak = πόδι ανθρώπου ή ζώου.
μπατζανάκ’ς, ο, ο σύγγαμπρος. «Θα κάτσουμι κι θα μοιράσουμι τα’ προίκα μι του μπατζανάκη μ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bacanak = σύγγαμπρος.
μπατίκουμα, το, η πολυφαγία. «Απ’ του πουλύ του μπατίκουμα μι πουνάει η βούζα μ’». ΕΤΥΜ. < πατώ, πατίκι, πατικώνω = πιέζω να μειωθεί ο όγκος.
μπατικώνου, ρ., 1. τρώω πολύ, «Τ’ μπατίκουσις καλά κι μι κάν’ς του χουρτάτου». 2. πιέζω κάτι να μειωθεί ο όγκος του. «Μπατίκου καλά τ’ βαλίτσα για να χουρέσ’ν τα ρούχα».
μπατιρίζου, ρ., χρεοκοπώ. «Μπατίρ’σι απ’ τα χαρτιά». ΕΤΥΜ. < παλαιό μπατίρω < τουρκ. batirmak = βουλιάζω.
μπάτσα, η, το χαστούκι. «Θα σι δώσου καμιά μπάτσα κι θα κλαίς». ΕΤΥΜ. < αρωμ. batsa = χαστούκι θηλ. του μπάτσος.
μπατσεύου, ρ., τσαλαβουτώ. «Ούλ τ’ μέρα τα μ’κρά μπατσεύν’ στ’ θάλασσα». ΕΤΥΜ. < ηχοποιητική λέξη, μπατς, μπατς.
μπάτσιακας, ο, ο βάτραχος. «Ασκαμιά μ’ ένα κλουνάρ’ μπάτσιακας μ’ ένα πουδάρ’». «Άκου τα μπατσιάκια πως φουνάζ’ν. Θα χαλάσ’ ι κιρός». ΕΤΥΜ. < μπάκακας < μτγν. βάκακας. Ηχομιμ. λέξη.
μπατσίζου, ρ., χαστουκίζω. «Κάτσι καλά θα σι μπατσίσου».
μπάτσιμα, το, το βούτηγμα. «Δε χουρταίν’ ούλ’ μέρα του μπάτσιμα».
μπάτσους, ο, βλέπε λ. μπάτσα.
μπ’δάου, ρ., 1. πηδώ, 2. (μεταφ.) κάνω έρωτα. «Τ’ μπήδ’ξι η τράους τ’ γίδα». ΕΤΥΜ. < αρχ. πηδώ.
μπ’δήκου, η, η πόρνη. «Τ’ς ξιτίναξι ούλνοι η μπ’δήκου».
μπε, ρ., προστακτική του μπαίνω. «Μπε μέσα να κλείσου τ’ πόρτα».
μπέρδουμα, το, το μπέρδεμα. «Φύγι απού δω δε κάν’ς τίπουτα. Μου για μπέρδουμα είσι». ΕΤΥΜ. < μεσν. εμπροδέσω του ρημ. εμπεριδέω <μπερδεύω + κατάλ. – μα.
μπέχους, ο, βλέπε λ. μπιχουτζής.
μπή(γ)ου, ρ., καρφώνω, παλουκώνω. «Μπήξι καλά του παλούκ’ να μη φύγ’ η γάδαρους». ΕΤΥΜ. < μεσν. από τον αόρ. έμπηξα < ενέπηξα < αρχ. εμπήγνυμι.
μπήδ’μα, ρ., το πήδημα, το άλμα. «Στου μπήδμα δε μι φτάν’ κανένες».
μπήκας, ο, ο επιβήτορας. «Κιαρατά η Γιώρ’ς είνι μιγάλους μπήκας. Δεν άφ’σι γ’ναίκα για γ’ναίκα». ΕΤΥΜ. < από το μπαίνω. μεσν. < εμβαίνω <αρχ. εμβαίνω.
μπήξιμου, το, το κάρφωμα, το παλούκωμα. «Τι μπήξιμου ήταν αυτό που έκανις του παλούκ’; Δε μπουρούσα να του βγάλου».
μπιγλέρ’, το, το κομπολόγι. «Μι έφιραν ένα καλό μπιγλέρ’ απού κιχριμπάρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. beğler = κομπολόγι.
μπιζαχτάς, ο, η κάσα με τα χρήματα. «Άσ’ τουν αυτόν έχ’ του μπιζαχτά γιουμάτου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bezahta.
μπιζιβέγκ’ς, ο, επίθ., ο σκανδαλιάρης. «Α ρε μπιζιβέγκ’ ούλου τουν κόσμου τουν πιράειζς». ETYM. < μεσν. < τουρκ. pezevenk.
μπιζιρνώ ή μπιζιρίζου, ρ., βαριέμαι κουράζομαι. «Μπιζέρισα βαρέθηκα για μια γειτονοπούλα». Δημ. τραγ. Χαλκιδικής. ETYM. < τουρκ. bezmek = κουράζομαι, βαριέμαι.
μπιζόβουλου, το, ένα κομμάτι δίχτυ με μολύβια που το πετάς κυκλικά στη θάλασσα και κυκλώνεις τα ψάρια. «Έπιασα δέκα κιφαλόπουλα μι του μπιζόβουλου». ΕΤΥΜ. < μεσν. < πεζο < αρχ. πέζα = στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ + - βολος < βάλλω.
μπικιάρ’ς, ο, ο εργένης. «Δεν παντρεύκι η Γιάνν’ς. Είνι μπικιάρ’ς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bekâr = ο ανύπαντρος.
μπικρουλιάζου, ρ., μεθώ. «Άλλ’ δ’λειά δεν έχ’ς κι ούλ’ μέρα μπικρουλιάειζς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bekri = μεθυσμένος.
μπικρούλιακας, ή μπικρής, ο, ο μεθύστακας. «Πού τουν βρήκις αυτόν τουν μπικρούλιακα κι τουν πήρις»;
μπικτσής, ο, ο αγροφύλακας. «Μ’ έπιασι η μπικτσής που έκλιβα αχλάδια κι μ’ έφιρι στου χουριό διμένου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bekçi = φύλακας, φρουρός.
μπιλιαλίδ’κους, ο, επίθ., ο γεμάτος μπελάδες. «Είνι πουλύ μπιλιαλίδκ’ δ’λειά να καθαρίειζς τ’ς σκουρπιοί απ’ τα δίχτυα».
μπιλιάς, ο, ο μπελάς, η δυσκολία. «Βρε μπιλιά που βρήκα μι σένα» ! ETYM. < τουρκ. belâ = πρόβλημα, μπελάς.
μπιλιντένια, η, χρωματιστά υφαντά με σχέδια Το υφάδι είναι βαμβακερό και το στημόνι από μετάξι. «Έχου για τουν αλατζιά μια μπιλιντένια πουδιά πουλύ ουραία».
μπιλιτάκ’, το, το σύντομο γραπτό κείμενο, το ραβασάκι. «Τουν αγαπάει πουλύ του Γάνν’. Ούλου μπιλιτάκια τουν στέλν’». ETYM. < ιταλ. biglietto < λατιν. bulla = σφραγισμένο έγγραφο.
μπιλιτζίκ’, το, 1. βραχιόλι, «Τα χέρια τ’ς είνι γιμάτα μπιλιτζίκια». 2. (μεταφ.) το οποιοδήποτε προσόν ή πτυχίο. «Αν δεν έχ’ς μπιλιτζίκια στα χέρια θα ψουφίεισς απ’ τ’ πείνα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bilezik = βραχιόλι.
μπιλόνιασμα, το, το πέρασμα της κλωστής από τη βελόνα. «Είσι καλή στου μπιλόνιασμα βλέπου». ΕΤΥΜ. < αρχ. βελόνη.
μπιλουνιάζου, ρ., περνώ την κλωστή στη βελόνα. «Έλα να μπιλουνιάεισς γιατί δε βλέπου».
μπιλουνιασμέν’, η, μτχ., αποκλειστικά για την κλωστή. «Είνι μπιλουνιασμέν’ η κλουστή».
μπιμπίλ’ ή μπιμπλούδ’, το, 1. ο κούρκος, 2. κοροϊδευτικά οι κουτές γυναίκες και ειδικά οι κουτές νύφες. «Παντρεύ’κι η Μήτσιους κι πήρι ένα μπιμπλούδ’ κι μ’σό. Τίπουτι δε ξέρ’ να κάν’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bir - biri = το ένα μετά το άλλο, στη σειρά.
μπιμπίλα, η, 1. η δαντέλα, 2. η γαλοπούλα. «Θα σφάξουμι τα Χριστούγιννα μια μπιμπίλα να φάμι».
μπινές, ο, ο κίναιδος, υβριστική προσφώνηση. «Είσι πουλύ μπινές». ΕΤΥΜ. < τουρκ ibne. < ρ. μπινεύω.
μπινέκ’ το, το άλογο που είχαν οι γιατροί για να μετακινούνται από χωριό σε χωριό. «Πέρασι σήμιρα η γιατρός καβάλα στου μπινέκ».
μπινιβρέκ’, το, το μακρύ σώβρακο με τις βρακουζόνες. «Οι παππούδις όταν αλών’ζαν πιτούσαν τ’ τσακτσίρα κι ήταν μου μι του μπινιβρέκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. benevrek < ελλην. πανωβράκι.
μπινίσ’, το, το γυναικείο ανοιξιάτικο επανωφόρι χωρίς μανίκια που το φορούσαν κάτω από τον αλατζιά. «Πάν’ απ’ τουν αλατζιά έβαζαν του μπινίσ’ για να μη κρυών’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. binis = ακριβή μπέρτα.
μπιρδουμένους, ο, μτχ., ο μπερδεμένος. «Του παραγάδ’ είνι πουλύ μπιρδουμένου».
μπιρδουλόους ή μπιρδιψούρας ο, αυτός που περιπλέκει τα πράγματα χωρίς σοβαρή αιτία. «Είσι μιγάλους μπιρδουλόους. Τα πράγματα είνι απλά κι συ τα μπιρδεύ’ς».
μπιρδώνου, ρ., μπερδεύω. «Μπιρδόθ’κι του νήμα κι τώρα πως του ξιμπιρδών’». ΕΤΥΜ. < μεσν. μπερδεύω < μπερδένω < εμπεριδέω = δένω γύρω γύρω εν + δέω = δένω.
μπιρικέτ, η, η παραγωγή, η σοδειά. «Καλά πήγαν φέτου τα μπιρικέτια». ETYM. < τουρκ. bereket = αφθονία υλικών.
μπιρικιάτ, ευτυχώς, πάλι καλά. «Δε λες μπιρικιάτ που πήρα κι αυτά τα λιφτά κι πόριψα»!
μπιρμπαντεύου, ρ., κυνηγώ γυναίκες. «Τουν κιαρατά δε σ’μαζώνιτι ντιπ στου σπίτ’. Ούλ νύχτα μπιρμπαντεύ’».
μπιρμπάντ’μα, το, το σουρτούκεμα, το γύρισμα. «Αυτό του μπιρμπάντ’μα κάθι μέρα δε του βαριέσι»;
μπιρμπάντ’ς, ο, ο γυναικάς. «Τιλικά Κώτσιου είσι πουλύ μπιρμπάντ’ς».
μπιρμπάτ’, το, το λέρωμα. «Μπήκις μι τ’ς λάσπις στου σπίτ’ κι το ’κανις μπιρμπάτ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. berbat = λέρωμα.
μπιρμπίλια, τα, παιδικό παιχνίδι με μικρές πλάκες τη μία πάνω στην άλλη που προσπαθούσαν να τις γκρεμίσουν με ένα τόπι. «Έλα να παίξουμι τα μπιρμπίλια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bir - biri = το ένα πάνω στο άλλο.
μπιρμπίλου ή μπιρμπιλουμάτου, η, αυτή που έχει μεγάλα, στρόγγυλα , και εξωγκωμένα μάτια. «Πήρι η Γιώρ’ς μια μπιρμπιλουμάτου είνι πουλύ ουραία».
μπιρντέκ’, το, ο ξυλοδαρμός, η χειροδικία. «Τουν στοίβαξι ένα μπιρντέκ’! Ούλου θ’κό τ’ ήταν». ΕΤΥΜ. < τουρκ. perdah = ανάποδο ξύρισμα.
μπιρντές, ο, η κουρτίνα, το παραβάν. «Τράβα του μπιρντέ να μη μας βλέπ’ν». ETYM. < τουρκ. perde < περσ. parda = κουρτίνα.
μπις - μπις, το κάλεσμα του γουρουνιού. «Έλα γρουνούδι μ’! Μπις-μπις». ΕΤΥΜ < ηχομιμ. λέξη.
μπισαλής, ο, ο έμπιστος, αυτός που κρατάει το λόγο του. «Άνδρας βαρύς και μπεσαλής». Λαϊκό τραγούδι. ΕΤΥΜ. βλ. λ. μπέσα.
μπιτίζου, ρ., τελειώνω. «Άμα μπιτίσου τ’ς δ’λειές θα έρθου». ΕΤΥΜ. <τουρκ. bit του ρ. bitmek = τελειώνω.
μπιτούν’κ’, η , επίθ., ολόκληρη. Πάντα ακολουθεί η λέξη «μέρα» και είναι εύχρηστο μόνο το θηλυκό. «Μια μπιτούνκ’ μέρα έφαγα στου αμπέλ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bit προστ. του bitmek = τελειώνω.
μπιτσιουδικάνκου, το, το μεγάλο ξύλο που χτυπούσαν μ’αυτό τον μπίτσιο. «Έφκιασα ένα γιρό μπιτσιουδικάνκου».
μπιτσιουκάν’κα, τα, παιδικό παιχνίδι με δυο ξύλα. «Έλα να παίξουμι τα μπιτσιουκάνκα».
μπίτσιους, ή μπίκιους, ο, το μικρό ξύλο στα μπιτσιουκάν’κα. «Απού του πουλύ του χτύπ’μα έσπασι η μπίτσιους».
μπιχλιμπίδια, τα, τα κρεμμαστάρια, τα στολίδια. «Πουλλά μπιχλιμπίδια φουράει η γ’ναίκα τ’ Μήτσ’». ΕΤΥΜ. < πιθ. λεμπλεμπίδι = στραγάλι <τουρκ. leblebi.
μπιχουτζής, ο, επίθ., ο αμακατζής, ο τρακαδόρος. «Κέρνα κι καμμιά φουρά ρε μπιχουτζή». ΕΤΥΜ. ουσ. μπέχο = τζάμπα. < τουρκ. beyhude = μάταιος, ανώφελος.
μπιχουτζίδ’κα, τα, επίθ., τα αμακατζίδικα. «Δε πληρών’ καμιάφουρα. Ούλου μπιχουτζίδ’κα τα πιρνάει».
μπλάναβους, ο, επίθ., ο αγαθός, ο άκακος. «Είσι μπλάναβους. Ντιπ δεν πουνηρεύ’ς». ΕΤΥΜ. < αρχ. πλάνη + -αβος.
μπλάνις, οι, οι μεγάλοι βώλοι που βγάζει το αλέτρι κατά το όργωμα. «Γιόμουσι του χουράφ’ μπλάνις μι του όργουμα». ΕΤΥΜ. < σλαβ. blana= σχίζα.
μπλάξιμου, το, η ενέδρα, η συνάντηση. «Θα τουν πιάεισς μι μπλάξιμου».
μπλάστρ’, το, το έμπλαστρο. «Έβαλα στ’ πλάτ’ ένα μπλάστρ’ γιατί πουνούσα πουλύ». ΕΤΥΜ. < μτγν. επίθ. έμπλαστρος < αρχ. εμπλαστός <εμπλάσσω εν + πλάσσω.
μπλάστρ’ς, ο, το κυλινδρικό ξύλο που πλάθουν οι γυναίκες. «Φέρι τουν πλάστρ’ να ανοίξου φύλλα για τ’ πίτα». ETYM. < αρχ. πλάθω.
μπλαστρώνου, ρ., βάζω έμπλαστρο. «Θα μπλαστρώσου τ’ μάκου μ’ για να μη πονάει».
μπλάχνου, ρ., συναντώ κάποιον ύστερα από ενέδρα. «Σα τουν μπλάχν’ στ’ν απιγκουνή κι τουν ζαμακών’ μια στου ζ’νίχ’ τουν ξικάτνιασι». ΕΤΥΜ. < αρχ. αμπλακίσκω = ψάχνω να βρω κάτι.
μπλουγκούρ’, το, το πληγούρι. «Θα αλέσου μπλουγκούρ’ για να κάνου τραχανά». ΕΤΥΜ. < μπλουγούρι < πληγούρι < τουρκ. bulgur.
μπλουγκούρου, η, επίθ., (μόνο στο θηλ.) η χοντρή γυναίκα. «Ούλου χάφτ’ η καημέν’ η μπλουγκούρου».
μπλουκός, ο, ο φράκτης. «Ήρτα Μαρίγια μ’ να σι δω κι έμασα του μπλουκό μπρουστά». Αυτοσχέδιο τραγούδι Νικήτης. ETYM. < αρχ. πλέκω.
μπλουντώ, ρ., καταπιάνομαι δειλά με κάτι, ασχολούμαι λεπτομερώς με κάτι. «Τι μπλουντάς τόση ώρα ικεί, Ασάνου»;
μπλούχους, ο, ο αρουραίος, το μεγάλο ποντίκι. «Έπιασα στ’ παγίδα έναν μπλούχου κι ήταν σα γατί».
μπλόχειρου, το, η ποσότητα που έχω στη χούφτα μου. «Του άτιμου ένα μπλόχειρου καραμέλις είχι κι τ’ς έφαγι ούλις». ΕΤΥΜ. < απλός + χέρι <απλόχειρο < μπλόχειρου.
μπ’λώνου ή μπλώχνου, ρ., γεμίζω πολύ. «Μη του μπλών’ς πουλύ του τσιουβάλ’ γιατί δε θα σκώνιτι». ΕΤΥΜ. < αρχ. έμβολον + μεσν. χώνω <αρχ. χωνύω.
μπόλκα, η, η χωρίστρα των μαλλιών. «Το να χε μπόλκα στα μαλλιά και τ’ άλλο δυο πλεξούδια». Δημ. τραγ. Νικήτης. ETYM. < τσεχ. pulka = μισό βήμα. < pul = μισός.
μπόλκ’ους, ο, αυτός που πάντα τα βάζει παραπάνω. «Τα παραλές. Είσι πουλύ μπόλκους». ETYM. < τουρκ. bol = άφθονος.
μπόμπρικας, ο, 1. ο μικρός, 2. ο κοντός που κορδώνεται. «Τι κουρδώνισι τόσου ρε μπόμπρικα»; ΕΤΥΜ. < από τη λ. μπόμπιρας ιταλ. bombero = βόμβα.
μπόσ’κα, επίρρ., χαλαρά. «Τ’ πήρα τ’ δ’λειά στα μπόσ’κα κι δεν πρόκειται τα τιλειώσου».
μπόσ’κους, ο, επίθ., ο χαλαρός. «Ήταν μπόσ’κου του σκ’νί κι λύθ’κι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bos + κατάλ. – ικος = χαλαρός.
μπότζ’, το, το συνεχές μπαλατζάρισμα του πλοίου δεξιά - αριστερά. «Μ’ αυτό του μπότζ’ μ’ έρχιτι να ξιράσου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. boca ιταλ. <poggia.
μπόους, ο, μεταξένια, συνήθως, μαντήλα που τη φορούσαν στο κεφάλι. «Οι γ’ναίκις έξου απού του σπίτ’ φουρούσαν μπόου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. boğ.
μπουγάτσια, η, 1. η μπουγάτσα, 2. το τσουρέκι που πηγαίνουν στη νουνά. «Μ’ έφιρι του Πάσχα του βαφτισίμι μ’ τ’ μπουγάτσια». ETYM. < μεσν. πογάτσα < τουρκ. boğaça < ιταλ. focaccia < λατιν. focacius = φούρνος, αρτοσκεύασμα < λατιν. focus = εστία, φωτιά.
μπουγιαντές, ο, τύπος ψαρόβαρκας με περισσότερα από δύο κουπιά. «Θα βγάλουμι τα πράγματατα απού του καΐκ’ όξου μι του μπουγιαντέ».
μπουγιουρντί, το, 1. το δυσάρεστο έγγραφο, «Του πήρα σήμιρα του μπουγιουρντί απ’ του δικαστήριου». 2. το νταβαντούρι, η φασαρία, «Ακούγιτι μιγάλου μουγιουρντί απού του γείτουνα». 3. είδος φαγητού. «Φέρι να φάμι ένα μπουγιουρντί». ΕΤΥΜ. < μεσν. μπουγιουρουλντί <τουρκ. buyrultu = διαταγή.
μπούζ’, το πολύ κρύο, το παγωμένο. «Του νιρό είνι πουλύ μπούζ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. buz = πάγος.
μπουζουριάζου, ρ., μαντρώνω, κλείνω στη φυλακή. «Έκτιζι η Μιχάλ’ς ένα παράνουμου κι τουν μπουζούριασαν». ETYM. < λέξη της αργκό μπουζού = φυλακή.
μπουζούριασμα, το, κλείσιμο στη φυλακή. «Τ’ς μάγκουσαν να κλεβ’ν κι τ’ς μπουζούριασαν».
μπουζουριασμένους, ο, μτχ., ο κλεισμένος. «Είνι μπουζουριασμένους ένα χρόνου γιατί έκλιβι».
μπουϊά, η, η μπογιά. «Πάρι μπουϊά να βάψουμι τ’ αυγά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. boya = λεπτό στρώμα μπογιάς.
μπουϊατζής, ο, ο μπογιατζής. «Θα πάρου ένα μπουϊατζή να μι βάψ’ του σπίτι μ’».
μπουϊάτσμα, το, το βάψιμο, το μπογιάτισμα. «Τιλείουσι του μπουϊάτ’σμα στου σπίτ’ κι θα αρχίσου να του καθαρίζου».
μπουϊατ’στήρια, τα, οι σχολικές μπογιές ζωγραφικής, τα χρωματιστά μολύβια. «Αγόρασα μια κασιτίνα μπουϊατ’στήρια».
μπουϊουρούμ, ωρίστε, καθήστε. «Έλα Γιώρ’. Μπούϊουρουμ». ΕΤΥΜ. <τουρκ. buyurmak = περάστε.
μπούκα, η, η είσοδος του λιμανιού. «Φάν’κι η μπούκα. Όπ’ να ’νι αρράζουμι του πλοίου». ΕΤΥΜ. < λατιν. bucca = στόμιο.
μπούκλα, η, 1. το φλασκί, «Μια μπούκλα νιρό δε μας φτάν’». 2. το κατσαρωμένο μαλλί. «Γιουμάτου μπούκλις είνι του κιφάλι σ’». ETYM. <μεσν. < δημ. λατιν. buccula υποκ. του bucca = μάγουλο < γαλλ. < boucle = δρόμος δακτυλοειδής.
μπουλούκους, ο, ο παχουλός. «Η ιγγουνός μ’ είνι μπουλούκους». ΕΤΥΜ. <τουρκ. bölük = πλεόνασμα.
μπουλουμένους, επίθ. πιεσμένος. «Οι βαλίτσις είνι μπουλουμένις μι ρούχα». ΕΤΥΜ. βλέπε λ. μπουλούκ’.
μπουλώνου, ρ., πιέζω, στριμώχνω κάπου ρούχα ή στερεά πράγματα. «Μπούλουξα στου μπαούλου ένα σουρό ρούχα».
μπουμπνίζ’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο, βροντάει. «Θα βρέξ’ αύριου. Άρχισι να μπουμπνίζ’». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη.
μπουμπότα, η, η μπομπότα, το ψωμί από καλαμποκάλευρο. «Στ’ κατουχή τρώγαμι μουνάχα μπουμπότα». ΕΤΥΜ. < βεν. bobota < boda παιδ. λέξη.
μπουμπούν’σμα, το, η βροντή. «Τι μπουμουνίσματα είνι αυτά! Λες κι είνι καλουκαίρ’».
μπουμπούτ’μα, το, το χτύπημα. «Έκανα ένα μπουμπούτ’μα! Σακατεύ’κα». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη.
μπουμπρέκια, τα, τα αρχίδια των σφαχτών ή τα νεφρά. «Αγόρασα ένα κιλό μπουμπρέκια για τα τα τ’γανίσουμι του μισμέρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bubrek < αλβαν. buburece >βλάχ. μπουμπουρέκου = το νεφρό.
μπουμπούτσ’, το, 1. το ζωύφιο, «Γιόμουσι η τόπους μπουμπούτσια». 2. ο άνθρωπος χωρίς τόλμη. «Δεν ανοίγ’ του στόμα τ’. Μπουμπούτσ’ είνι».
μπουνατσάρ’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο. Γαληνεύει η θάλασσα. «Θα πάμι για ψάριμα γιατί μπουνατσάρ’σι η θάλασσα».
μπουνατσάρ’σμα, το, «Έχ’ σήμιρα η θάλασσα ένα μπουνατσάρ’σμα! Μου για ψάριμα είνι».
μπούνια, τα, μόνο στόν πληθ. 1. Οι τρύπες στις πλευρές του σκάφους από τις οποίες φεύγουν τα νερά, «Η βάρκα γιόμουσι νιρά μέχρι τα μπούνια». 2. (Μεταφ.) μέχρι εκεί που δε παίρνει άλλο. «Μπήκα στου νιρό μέχρι τα μπούνια». ΕΤΥΜ. < ιταλ. bugna = άκρο πανιού < βεν. bugna = τρύπες αποχετευτικές των νερών του καταστρώματος πλοίου.
μπουνταλάς, ο, επίθ., ο αγαθός. «Δεν έχ’ πουνήρια. Είνι ντιπ μπουνταλάς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. budala = κουτός, αφελής.
μπουντέλια, τα, χοντροί κορμοί συνήθως απελέκητοι. «Θα πάμι στου Όρους να φουρτώσουμι καπρούλια κι μπουντέλια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bodur = κοντόχοντρος.
μπουντρούμ’ το, το υπόγειο. «Όταν στου σκουλειό δε ξέραμι του μάθημα, η δάσκαλους μας έβαζι στου μπουντρούμ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bodrum = υπόγειο.
μπουπτάει, ρ., στο τρίτο πρόσωπο, βροντάει. «Μπουπτάει όξου. Θα βρέξ’».
μπουπτώ, ρ., ρίχνω κάτω, αφήνω. «Του μπουπτώ μια καταή, έγινι κουμάτια». ΕΤΥΜ. < αρχ. πίπτω.
μπουρανί, το, φαγητό με χόρτα άγρια και ρύζι, «Του μισμέρ’ θα φάμι μπουρανί». ΕΤΥΜ. < τουρκ. burani.
μπούρας, ο, ο παλλικαράς. «Δε μπουρείς να τουν κάν’ς τίπουτα. Είνι μπούρας». ΕΤΥΜ. < αλβαν. burrë βλάχ. < μπούρα = ανδρείος, δυνατός.
μπουρμπ’λήθρις, οι, οι φυσαλίδες. «Δεν ήξιρι καλό μπάνιου κι έκανι συνέχεια μπουρμπ’λήθρις». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη. Από το μπουρμπούλα + κατάλ.- ήθρα.
μπουρμπόλια, τα, 1. τα αρχίδια μικρών παιδιών και ζώων, 2. τα μαύρα φασόλια, τα γυφτοφάσουλα. «Τουν κλώτσι’ τουν καλό μ’ στα μπουρμπόλια τ’ κι γκαρουμαχούσι απού τουν πόνου». «Αγόρασα απού τα Σ’κιά μπουρμπόλια».
μπουρμπουλόι ή μπουρμπουλόημα, το, το μάζεμα καρπών ή φρούτων που τα άφησε ο νοικοκύρης. «Κάθι χρόνου έρχουντι οι ιργάτις για μπουρμπουλόημα».
μπουρμπουλουγίστρις, οι, οι γυναίκες που μαζεύουν τις ελιές από τα δέντρα που αφήνουν οι νοικοκυραίοι. «Άσι κι καμπόσις ιλιές να μάσ’ν οι μπουρμπουλουγίστρις».
μπουρμπουλουγώ, ρ., μαζεύω, ό,τι έμεινε από τη συγκομιδή. «Αν μπουρμπουλουγήσουμι τ’ς ιλιές θα βγάλουμι ένα σουρό λάδ’».
μπουρντίζου, ρ., αφαιρώ τους όρχεις από ζώο. «Σήμιρα θα μπουρντ’ισου του γρούν’ για να παχύν’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. burmak = ευνουχίζω.
μπουρώ, ρ., 1. μπορώ 2. με το αρνητικό δε σημαίνει είμαι άρωστος. «Γιατί είσι στου κριβάτ’; Δε μπουρώ.
μπουσ’κάρ’σμα, το, η χαλάρωση. «Λύθ’κι του σκ’νί απ’ του μπουσκάρ’σμα».
μπουσ’καρ’σμένους, ο, μτχ., ο χαλαρός. «Ήταν του σκ’νι μπουσκαρ’σμένου κι μ’ έπισαν τα διμάτια».
μπουσ’κέρνου ή μπουσκάρου, ρ., λασκάρω. «Μπουσκάρ’σι λίγου του σ’κνί απ’ τα βάρκα για να μη κουπεί». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bos = άδειος χαλαρός + - ικος.
μπουσ’λάου, ρ., αρκουδίζω. «Άρχισι του πιδί σιγά -σιγά να μπουσ’λάει». ΕΤΥΜ. < πιθ. μπούσουλας = πυξίδα < αλβαν. busulla = με τα τέσσερα.
μπουσούλ’σμα, το, το αρκούδισμα., το περπάτημα στα τέσσερα. «Γυρίζ’ του μ’κρό ούλου του σπίτ’ μι του μπουσούλ’σμα».
μπουντίκ’ ή μπότκας, ο, ο ποντικός. «Παραπλαλούν τα μπουντίκια στου ταβάν’».
μπουτίνια, τα, οι χαμηλές γυναικείες μπότες. «Μη βάειζς παπούτσια. Βάλι τα μπουτίνια σ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. μπότα < γαλλ. botte.
μπουτ’κουκούραδα, τα, τα περιττώματα του ποντικού. «Η ντουλάπα είνι γιμάτ’ μπουτκουκούραδα».
μπουτσ’νάρ’, το, το μπουτσουνάρι, ο κρουνός. «Δεν έχου πουτήρ’. Πιέ νιρό απού του μπουτσ’νάρ’ τ’ς μπούκλας». ΕΤΥΜ. < ιταλ. buzzunara = μεγάλη φιάλη.
μπούχαβους, ο, επίθ., ο μαλθακός άνθρωπος. «Δεν μπουρεί να σκώσ’ του τσιουβάλ’ γιατί είνι πουλύ μπούχαβους». ΕΤΥΜ. < τουρκ. bugu = ατμός, αχνός < σλαβ. puh.
μπουχτισμένους, ο, μτχ., ο κορεσμένος. «Είμι μπουχτισμένους απ’ του φαΐ».
μπουχτσιάς, ο, ο μποξάς, ο μπόγος. «Δεν είχι βαλίτσα κι έβαλι τα ρούχα τ’ στου μπουχτσιά» ΕΤΥΜ. < τουρκ. bohça < bog = μπόγος + παραγ. επίθημα – ca.
μπουχτώ και μπουχτίζου, ρ., βαριέμαι, δε θέλω άλλο. «Του μπούχτ’σα του κρέας. Κάνι φασούλια να φάμι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. biktim αόρ. του bikmak = αισθάνομαι κορεσμό για κάτι.
μπρασκιάρ’ς, ο, επίθ., ο κιτρινιάρης, ο καχεκτικός, ο αρρωστιάρης. «Καλά μαρή αυτόν τουν μπρασκιάρ’ θα πάρ’ς». ΕΤΥΜ. < μπράσκα = μεγάλος βάτραχος πρασινοκίτρινος.
μπράτ’μους, ο, ο παράνυφος. «Στου γάμου μ’ έκανα του Γιάνν’ μπράτ’μου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. < bratim = αδελφοποίηση.
μπρατσέρα, η, τύπος ιστιοφόρου με δυο ή τρία κατάρτια. «Άραξι στουλιμάν’ μια μπρατσέρα». ΕΤΥΜ. < βεν. brazzera.
μπριάνα, η, το ποταμίσιο ψάρι. «Έπιασα στου πουτάμ’ δέκα μπριάνις». ETYM. < βουλγ. mbrjana < σλαβ. brana
μπριβέντσου, το, η απότομη αλλαγή της διεύθυνσης του ανέμου σε κακοκαιρία, ή ο μεγάλος κυματισμός. «Έπιασι μπριβέντσου κι πρέπ’ να βρούμι λιμάν’ να αρράξουμι».
μπρίκ’, το, 1. το σκεύος που ψήνουν καφέ, «Ψήσι στου μπρίκ’ έναν καφέ». 2. το πέος των παιδιών. «Δείξι του μπρίκι σ’ να πάρ’ς απ’ του γ’ρούν’ τ’ φούσκα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. ibrik = σκεύος με λαβή και στόμιο.
μπρόλουγγας, ο, 1. το πολύ μικρό αυγό, «Αυτή η πλάδα ούλο μπρόλουγκις κάν’ ». 2. το πολύ μικρό παιδί.
μπρουγγίδια, τα, τα σιδερένια εξαρτήματα του αργαλειού με δοντάκια στις άκρες για να κρατούν τεντωμένο το πανί. «Τέντουσι καλά του πανί μι τα μπρουγγίδια για να βγει καλό».
μπρουμούτ’μα, το, το πλάγιασμα, η οριζοντίωση. «Νύσταξα κι είμι μου για μπρουμούτ’μα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μπρούμυτα < πρόμυτα < προ + - μύτη.
μπρούμ’τα, επίρρ., πρηνηδόν, μπρούμυτα. «Πέστι γλήγουρα τα μπρούμ’τα κι κοιμ’θήτι».
μπρουμ’τώ, ή μπρουμ’τίζου, ρ., 1. πλαγιάζω, ξαπλώνω για ύπνο, «Του βράδ’ που έρχουμι στου σπίτ’ μπρουμ’τώ στου κριβάτ’ απ’ τ’ κούρασ’». 2. σκοντάφτω. «Είχι πουλλά ξύλα του μ’λάρ’ κι στου δρόμου μπρουμούτ’σι». ΕΤΥΜ. < προ + μύτη προμυτίζω /μπρουμτίζου.
μπρουστάρ’, το, το μπροστινό ξύλινο μέρος του σαμαριού. «Έκανα πρώτα του μπρουστάρ’ απού του σαμάρ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. τοπ. επίρρ. έμπροσθεν.
μπρουστ’νό, το, το μπροστινό. «Του μπρουστ’νό του πουδάρ’ η μούλα του κ’τσαίν’». ΕΤΥΜ. < εμπροστά < μτγν. έμπροσθα < έμπροσθεν.
μπρουστουμούνα, η, η ποδιά κουζίνας ή τοπικής φορεσιάς. «Μι ύφανι η γιαγιά μ’ μια ουραία μπρουστουμούνα». ΕΤΥΜ. < έμπροσθεν + μουνί
μ’σέριμα, το, το σακάτεμα. «Έγινι άχρηστους απ’ του μ’σέριμα». ΕΤΥΜ. <από το ήμισυς < μισός.
μ’σιάρκου ή μισιαρλίκ’ το, το δικαίωμα του 50%. μεσιάρικο, το μεσιακό. Αυτό που ανήκει σε δυο πρόσωπα. «Δεν είνι η βάρκα ούλ’ θ’κιά μ’. Τ’ν έχου μισιάρκ’». ΕΤΥΜ. < ουσιαστικοποιημένο επίθ. του μέσος, η, ο.
μ’σιρεύουμι, ρ., σακατεύομαι. «Μ’σιρεύ’κι ντιπ η μάνα μ’ απ’ τ’ πουλύ τη δ’λειά». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ήμισος < αρχ. ήμισυς.
μ’σιρός, ο, επίθ., ή μ’σιριμένους μτχ. ο σακατεμένος. «Απόμ’νι μ’σιρός απού του τρακάρ’σμα».
μ’σούδα, η, η μισή δραχμή. «Μια μ’σούδα έχου στ’ τσέπη μ’».
μ’σούρ’ το, το πιάτο. «Σήκου να πλύν’ς τα μ’σούρια να φάμι». ΕΤΥΜ. <από το βυζαντινό μίσσος ή μίσον. Μισούρες/μ’σούρες = βαθειά χωμάτινα πιάτα.
μ’σούρα, η, η σουπιέρα, ή αυτήν που έβαζαν τα κόλλυβα. «Βάλι λιγάκ’ σούπα στ’ μ’σούρα να φάου».
μ’τάρια, τα, τα μυτάρια του αργαλειού που περνούσαν τις κλωστές για να υφάνουν. «Θα βάλου στουν αργαλειό έξ μ’τάρια για να υφάνου κουβέρτις ξουμίταρις». ΕΤΥΜ. < μτγν. μιτάριον υποκ. του αρχ. μίτος = νήμα.
μ’τζούρ’, το, η μονάδα μέτρησης του σιταριού (50) οκάδες. «Θα σπείρου φέτου πέντι μ’τζούρια σ’τάρ’». ΕΤΥΜ. λ. μιζούρα / μτζούρα / μτζούρα /μτζούρ’.
μ’τζούρα ή μ’τζουράδα, η, η μαυρίλα από καπνιά. «Του μπακράτσ’ είνι γιμάτου μ’τζουράδα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μούντζα + παραγ. επίθημα - ούρα.
μ’τζούρουμα, το, το μαύρισμα, το λέρωμα. «Έχ’ ένα μ’τζούρουμα η μπλούζα σ’ δεν είνι για κόσμου».
μ’τζουρουμένους, ο, μτχ., 1. ο μαυρισμένος, «Τα μάγ’λα σ’ είνι μ’τζουρουμένα». 2. ο κακοχαρακτηρισμένος. «Είνι ούλα τα χαρτιά τ’ μ’τζουρουμένα απ’ τ’ φυλακή που έφαγι».
μ’τζουρώνου, ρ., 1. λερώνω, 2. κακοχαρακτηρίζω κάποιον. «Πού του μ’τζούρουσις του χέρι σ’ πάλι».
μ’τσιάρα, η, το μέρος που νεροκρατάει. «Αυτό του χουράφ’ όμπουντι βρέξ’ δε μπουρώ να του ουργώσου γιατί είνι μ’τσιάρα». ΕΤΥΜ. < από το ρ. αιματίζω.
μυγιόσκατου, το, το περίττωμα της μύγας. «Γιόμουσι του φαΐ μυγιόσκατα κι είνι για πέταμα». ΕΤΥΜ. < μυία < μύγα + σκατό.
μυγιόφτυσμα, το, τα αβγά της μύγας. «Σκέπασι του κρέας γιατί θα γιουμίσ’ μυγιουφτίσματα».
μύρλας, ο, επίθ., ο κλαψιάρης, ο παραπονιάρης. «Πουλύ του βαριέμι του Γιάνν’. Είνι πουλύ μύρλας». ΕΤΥΜ. ηχομ. λέξη.