Α. ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ
αβάριτους, ο, επίθ., αυτός που δε βαριέται, αυτός που πάντα κινείται, ο εργατικός. «Αυτός δε σταματάει ντιπ. Είνι αβάριτους άνθρουπους». ΕΤΥΜ. < α στερ. + βαρετός, μεσν. βαραίνω, αβαρία < ιταλ. avaria = βλάβη πλοίου, βλάβη.
αβασκαίνου, ρ., ματιάζω, βασκαίνω. «Φτύσ’ τουν να μην τουν αβασκάν’ς». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + αρχ. βάσκανος = αυτός που προξενεί κακό στον άλλο με το μάτι. Αρχ. ρήμα βασκαίνω.
αβάσκαμα, το, το βάσκαμα, το μάτιασμα. «Άσ’ τουν αυτόν! Δεν τουν πιάν’ του αβάσκαμα».
αβασκαμένους, ο, μτχ. ο ματιασμένος. «Για να μη έχ’ του πιδί όριξ’, είνι αβασκαμένου»!
αβασκαντήρα, η, το ομοίωμα ματιού που κρεμούν στα μωρά για το μάτιασμα. «Του κρέμασα του μ’κρό μια αβασκαντήρα, για να μη του ματιάζ’ν».
αβγατίζου, ρ., αυξάνω, πληθαίνω. «Μ’ αυτή ήταν έξυπνη και πονηρή /κόβει τα μακριά μαλλιά της κι αβγατίζει το σκοινί». Δημ. τραγούδι Νικήτης. ΕΤΥΜ. < μεσν. < εγβατίζω < εγβατός < μτγν. εκβατός < αρχ. εκβαίνω = εξέρχομαι.
αβέρτα, επίρρ., χωρίς έλεγχο, ασταμάτητα. «Δε τουν κόβ’ να σταματήσ’ του φαΐ κι τρώει αβέρτα». ΕΤΥΜ. < αβέρτος ιταλ. < averto < λατιν. avertus = ανοιχτός.
αβλαντίζου, ρ., παρατηρώ, καραδοκώ. «Η Μήτσιους τ’ Μουρφούλα τ’ν αβλάτ’ζι πουλλή ώρα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. avlamak = ενεδρεύω.
αβλάντ’σμα, το, η προσήλωση του βλέμματος σε κάποιον. «΄Εχ’ δυο ώρις ιδώ. Διε τουν αβλάντ’σμα που τ’ν έχ’ τ’ Μαρίγια»!
άβνταλους, ή αβντάλ’ς, ο, επίθ., ο απρόσεκτος, ο αδέξιος, ο τσαπατσούλης. ΕΤΥΜ. < τουρκ. αbdal = ο αδέξιος. «Μην τουν ξιθαρράς σ’ αυτήν τ’ δ’λειά. Είνι πουλύ άβνταλους».
αβνταλουσύν’, η, η απροσεξία, η αδεξιότητα, η τσαπατσουλιά. «Δεν είνι να τουν ξιθαρρέψ’ς σι μια δ’λειά. Η αβνταλουσύνη τ’ δεν έχ’ όρια».
αβνταλουφέρνου, ρ., συμπεριφέρομαι άβνταλα. «Δεν είνι για ψιλουδ’λιές. Αβνταλουφέρν’».
αβούλ’, το, το μικρό χωράφι κοντά στα σπίτια, που το έσπερναν για να τρων γρασίδι τα οικόσιτα ζώα. ΕΤΥΜ. < από τη λέξη άβολο, που δε βολεύει, που δεν είναι ευρύχωρο. «Πήγινι τ’ς κατσίκις στ’ αβούλ’ να βουσκήσ’ν λιγάκ’».
άγανου, το, το άγανο του σταχιού, ο αθέρας. «Μι γκέλουσαν τα άγανα απ’ του σ’τάρ’». ΕΤΥΜ. < μτγν. άκανος = οξύς, αιχμηρός < λατιν. acidus = οξύς.
αγάνουτους, ο, επίθ., αυτός που δεν είναι γανωμένος. «Τα μπακράτσια μας είνι ούλα αγάνουτα». ΕΤΥΜ. < μτγν. < α στερητ. + γανώ = γυαλίζω.
αγάντα, επίρρ., κόντρα. «Μη κιουτεύ’ς. Αγάντα στουν κιρό».
αγαντάρου, ή αγαντέρνου, ρ., αντέχω, κρατώ κόντρα. «Αγαντάρου απ’ του προυί να τιλειώσου τη δ’λειά κι τιλικά θα απουμείν’ στ’ μέσ’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. agguantare = πιάνω, βαστώ.
αγαντάρ’σμα, το, το κράτημα, η κόντρα, η αντοχή. «Κόπ’κι η μέση μ’ απ’ του πουλύ του αγαντάρ’σμα».
άγαρμπους, ο, επίθ. ο άκομψος, ο ακαλαίσθητος, ο άχαρος, ο ασουλούπωτος, ο αγροίκος, ο άξεστος. «Φέρι να του κάνου ιγώ γιατί ισύ είσι πουλύ άγαρμπους κι θα του χαλάεισς» ΕΤΥΜ. < δάν. < ιταλ. (garbo = κομψός + στερητ. –α-).
αγγειό, το, το μικρό δοχείο για υγρά. «Φέρι μαρή ένα αγγειό να αρμέξου τ’ γίδα»! ΕΤΥΜ. < αρχ. αγγείον υποκ. του αρχ. άγγος = δοχείο.
αγγόν’, το, το εγγόνι. «Έχου τρία αγγόνια». ΕΤΥΜ. < αρχ. εκ + γόνος.
αγγουρίδα, η, το άγουρο φρούτο. «Μην τρως αχλάδια. Είνι ακόμα αγγουρίδις». ΕΤΥΜ. < μεσν. αγουρίς – ίδος = άγουρος καρπός.
αγγουρουμάνα, η, το μεγάλο αγγούρι για σπόρο. «Θα αφήσουμι κάμπουσις αγγουρουμάνις για σπόρου». ΕΤΥΜ. < αγγούρι + μάνα < μεσν. αγγούριν
<αγγούριον υποκ. του άγγουρος < άγουρος.
αγιάζ’, το, η υγρασία, η παγωνιά, το ρεύμα του αέρα. «Οι ιλιές ήταν κατατσίκαρα κι τ’ς έφαγι τ’ αγιάζ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. αyaz = ξεροβόρι.
αγκαλιά, η, 1. η αγκαλιά, 2. το σύνολο των αντικειμένων που περικλείονται ανάμεσα στα δύο χέρια, στην αγκαλιά. «Φέρι μια αγκαλιά φύλλα απ’ τ’ν ασκαμνιά να ταΐσου τ’ γίδα». ΕΤΥΜ. < αρχ. αγκάλη, αγκαλίς, ρ. αγκαλίζομαι.
αγκάλις, οι, 1. οι αγκαλιές, 2. οι μικροί κολπίσκοι. «Θα βουλάξουμι σι δυο-τρεις αγκάλις στουν Κάτσαρ’».
αγκίδα, η, το μικρό μυτερό ξυλαράκι που είναι σα βελόνα. «Γιόμουσαν τα χέρια μ’ αγκίδις απ’ τα ξύλα». ΕΤΥΜ. < αρχ. ακίς – ίδος.
αγκλίτσα, η, η γκλίτσα, το μπαστούνι του τσομπάνη. «Να η τσιουμπάνους! Βαράει τα γίδια μι τ’ν αγκλίτσα». ΕΤΥΜ. < από το αγκυλίτσα, υποκ. του ουσ. αγκύλη = αγκύλωση.
αγκλούτσα, η, 1. η γυριστή βέργα, «Κόψι μια αγκλούτσα να φτάσουμι μπαμπούσκ’ απ’ τ’ν ασκαμνιά». 2. (μετ.) τα κακογράμματα. «Τα γράμματα που γράφ’ς είνι σαν αγκλούτσις». ΕΤΥΜ. βλέπε λ. αγκλίτσα.
αγκόρνιτζα, τα, τα άγρια αχλάδια. «Πάτι να μάσ’τι αγκόρνιτζα να ταΐστι τα γ’ρούνια».
αγκουνάρ’, το, η μεγάλη πέτρα στις γωνίες των κτισμάτων. «Ένα αγκουνάρ’ βλέπ’ ίσια όξου. Βόλιψί του γιατί θα πέσ’ του σπίτ’».
άγκουνας, ο, ο αγκώνας. «Χτύπ’σα του χέρ’ κι μι πουνάει η άγγουνας». ΕΤΥΜ. < αρχ. αγκών - ώνος.
αγκουρνιτζάχλαδα, τα, τα αχλάδια που μοιάζουν με τα γκόρτσα. «Πουλύ νόστιμα είνι τα αγκουρνιτζάχλαδα».
αγκουρνιτζαχλαδιά, η, η αχλαδιά που οι καρποί της μοιάζουν με τα γκόρτσα. «Όλου κι όλου στου χουριό έχουμι πέντι αγκουρνιτζαχλαδιές».
αγκουρνιτζιά, η, η γκορτσιά, η αγριαχλαδιά. «Του μισ’μέρ’ θα φάμι στ’ν αγκουρνιτζιά γιατί έχ’ παχύ ίσκιου». ΕΤΥΜ. < αλβαν. gorricë = γκορτσιά, <βουλγ. gornica.
αγκούτ’κας, ο, ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος. «Έπισα απ’ τ’ν ασκαμνιά κι ζαμάκουσα στουν αγκούτ’κα». ΕΤΥΜ. < μεσν. κούτικας = ινιακό κόκαλο < μτγν. κοττίκος = περικεφαλαία < αρχ. κοττίς- ίος = ινίο.
αγλέουρας, ο, 1. είδος φυτού, 2. (μετ.) η πολυφαγία. «Σταμάτα κι λίγου του φαΐ. Έφαγις απ’ του προυί τουν αγλέουρα». ΕΤΥΜ. < αρχ. ελλέβορος = θεραπευτικό βότανο.
αγλέφαρους, ο, το μέτωπο. «Τουν έκουψι έναν μπάτσου στουν αγλέφαρου κι σφύρ’ζαν τα αυτιά τ’». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + βλέφαρο < λαϊκά γλέφαρο <αγλέφαρο.
αγλήγουρα, επίρρ., γρήγορα. «Τώρα που φύτιψις του καλαμπόκ’, αγλήγουρα θα γίν’»! ΕΤΥΜ. < α προσθ. + γρήγορα. < αρχ. εγρήγορα, παρακ. του εγείρω = σηκώνω, < μεσν. εγρήγορος = άγρυπνος.
αγνουρίζου, ρ., γνωρίζω, αναγνωρίζω. «Έχου κιρό να σι διω κι κουντεύ’ να μη σι αγνουρίζου».
αγουραστός, ο, επίθ., 1. ο αγορασμένος, 2. ο μη χειροποίητος. «Τ’ μπλούζα δε τ’ν έπλιξα ιγώ. Είνι αγουραστή». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. αγοράζω = πηγαίνω στην αγορά, αποκτώ κάτι με χρήματα.
αγραμάδα, η, τόπος με σωρό από πέτρες. «Θα φέρου πέτρις απού τ’ς αγραμάδις». ΕΤΥΜ. < βενετ. Agraman = σωρός από πέτρες.
αγρέγατους, ο αγριόγατος, ο λύγκας, ή ο γάτος ο ήμερος που δεν πλησιάζεται. «Έχου στου σπίτ’ έναν αγρέγατου! Ούτι ζ’γών’».
αγρ’εύου, ρ., αγριεύω. «Τουν αγρ’εύου συνέχεια κι δε μι ζ’γών’ ντιπ». ΕΤΥΜ. < αρχ. αγρός.
αγρα- /αγρι- /αγρε- /αγρου, ως πρώτο συνθετικό σημαίνει άγριο. π.χ. αγριόχουρτα, αγρέγρουνου, αγρουκοιτάζου.
αγριζούλαπου, άγριο ζουλάπι, άγριο ζώο. «Τα Δειμανιώτ’κα είνι γιμάτα μι αγριζούλαπα». ΕΤΥΜ. < άγριος + ζουλάπι. Βλ. ζουλάπι.
αγριλόγαρους, ο, (άγριος + λόγαρος) άγρια αράχνη. «Γιόμουσι του σπίτ’ αγριλουγαροί». ΕΤΥΜ. βλέπε λ. λόγαρους.
αγριματιάζου, ρ., εποφθαλμιώ, θέλω να το κάνω δικό μου, ορέγομαι κάτι. «Τι τ’ν αγριματιάειζς τ’ Τρυγώνα; Δεν είνι για τα δόδια σ’». ΕΤΥΜ. <άγριος + μάτι.
αγριμάτιασμα, το, το άγριο κοίταμα. «Τουν κιαρατά του Χρήστου αγριμάτιασμα που τ’ν κάν’ τ’ Πιριστέρα!
αγριντάμαρου, το, ο άνθρωπος που κατάγεται από άγριο σόι, ο άξεστος, ο αγροίκος. «Πού του βρήκις αυτό του αγριντάμαρου κι του πήρις»; ΕΤΥΜ. < τουρκ. damar = φλέβα πετρώματος ή μετάλλου.
αγριντιά, η, το ακατέργαστο ξύλινο δοκάρι που στήριζε το πάτωμα. «Η τρόκνια είνι διμέν’ από δυο αγριντιές». ETYM. < αρχ. γεράνδρυον = το παλιό στέλεχος, κορμός της δρυός, γρινδέα < γριdιά < αγριντιά, σλαβ. greda < βλάχ. γκρέντα = δοκάρι.
αγριουσύν’, η, η αγριότητα. «Ρίξε την αγριουσύνη σου κι έλα στου γόνα μ’ κάτσι». Δημ. τραγ. Νικήτης.
αγριχ’τάζου, ρ., αγριοκοιτάζω. «Τι μι αγριχτάειζς έτσ’»; ΕΤΥΜ. < άγριος + κοιτάζω.
αδειάζου, ρ., 1. αδειάζω, 2. ευκαιρώ. «Η κουνιάδα μ’ δεν αδειάζει, νυννυφάδα μ’ δεν την νοιάζει». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. αδειάζω = ευκαιρώ, έχω χρόνο.
άδειους, ο, επίθ., 1. ο άδειος, 2. αυτός που δεν έχει δουλειά. «Πάρι του Γιάνν’ να σι βουηθήσ’ στη δ’λειά, γιατί είνι άδειους».
αδιρμόν’στους, ο, επίθ., καρπός που δεν πέρασε από το διρμόν (μεγάλο κόσκινο). «Αυτό του σ’ταρ’ είνι ακόμα αδιρμόν’στου». ΕΤΥΜ. < υποκ. του δρόμος. Δρομόνι < δριμόνι < διρμόνι < διρμόν’.
αδιρφουμοίρ’, το, το μερίδιο των αδελφών από την κληρονομιά των γονιών τους. «Δεν το ’χου αγουράσ’ του χουράφ’. Είνι αδιρφουμοίρ’». ΕΤΥΜ. < αδελφός + μοίρα = κομάτι < α αθροιστ. + δελφύς = μήτρα. Από την ίδια μήτρα.
-άδις (-άδες) παραγωγική κατάληξη στα επώνυμα, για να δείξει το συγγενολόι. π.χ. Ντιμαράς – Ντιμαράδις.
αδιφτέρ’στου, ο, επίθ., το αμπέλι που δεν το έσκαψαν δυο φορές. «Φέτου
ντιμπέλιασα κι άφ’σα του αμπέλ’ αδιφτέρ’στου». ΕΤΥΜ. < α στερητ. + δεύτερος.
-άδ'κους, κ’, κου, παραγωγική κατάληξη στα επώνυμα. π. χ. Ντιμαράδκου (χουράφ’)
αδουκάν’, η, το ξύλινο έλκηθρο με δυο σανίδες ενωμένες, που το έσερναν τα ζώα και αλώνιζαν το σιτάρι στο αλώνι. «Θα αλουνίσουμι μι τ’ν
αδουκάν’, γιατί ιδώ δεν έρχιτι πατόζα να αλουνίσ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. δόκανον < μτγν. δοκάνα < αρχ. δοκός.
αδράχτ’, το, το αδράχτι, το ξύλο που τυλίγουμε το νήμα αφού έχουμε στρίψει το μαλλί από τη ρόκα. «Αυτό του μαλλί είνι δυο αδράχτια νήμα». ΕΤΥΜ. < μτγν. ατράκτιον, υποκ. του αρχ. άτρακτος.
αδραχτάς, ο, (μεταφ.) ο ψηλός και λιγνός άνθρωπος. «Έγινι ένας αδραχτάς η μ’κρός»!
αδρύς, ο, επίθ., ο τραχύς. ΕΤΥΜ. < αρχ. αδρός. «Τα χέρια μ’ είνι πουλύ αδρά απ’ τ’ς δ’λές».
αδυάσμους, ο, ο δυόσμος. «Κόψι λίγου αδυάσμου να βάλουμι στου ψήμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. ηδύοσμος < ηδύς = ευχάριστος, τερπνός + οσμή.
αζάπ’, επίρρ. το ημέρωμα, η συγκράτηση, η επιβολή. «Άσ’ τουν αυτόν είνι λουλός. Αζάπ’ δε γένιτι». ΕΤΥΜ. μεσν. < τουρκ. zapt = κατάκτηση, σύλληψη, περιορισμός.
αθέρας, ο, 1. ο αιθέρας, 2. το άγανο από τα στάχυα, «Βάλι γάντια για να μη σι γκιλών’ η αθέρας απού τα στάχια». 3. το κοφτερό μέρος εργαλείων, «Πάρι λίγου τουν αθέρα μι τ’ λίμα για να κόβ’ καλύτιρα του τσ’κούρ’». 4. το εκλεκτό. «Πήρις τουν αθέρα απού τα σταφύλια κι μας άφ’σις τα σάπια». ΕΤΥΜ. < αρχ. αιθήρ.
αϊ- επίθ., ο άγιος. «Θα κάνουμι παναΐρ’ στουν αϊ - Παύλου».
άϊ, πήγαινε, τράβα. «Άι! Πήγινι στου καλό!» ΕΤΥΜ. < αρχ. άγε, προστ, του άγω.
άι, επιφών. Δηλώνει πόνο ή ενθουσιασμό «Άι! Κάηκα» «Άι! Και που να στα λέω!»
άια, επιφών. για δες. «Άια χάλια που έχ’ς!».
άιντι ή άντι «Άιντι κι σκάνι μη σι φουσκώσου καμιά»! ΕΤΥΜ. < άιντε <άιτε < άετε < αρχ. άγετε, προστ. του ρ. άγω = πηγαίνετε, μπρος).
ακάμουτου, ο, επίθ., το χέρσο χωράφι. «Φέτου πουλύ ντιμπέλιασι. Άφ’σι ούλα τα χουράφια ακάμουτα». ΕΤΥΜ. < α στερητ. + κάμνω.
ακαμπέτ, όπως το περίμενα ήρθε. «Ικεί που συζητούσαμι για βρουχή σι λίγου ακαμπέτ ήρτι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. akibet = τέλος.
ακάτ’, επιρρ., κάτω. «Του ρακί του έχου ακάτ’ στου κατώι». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + επίρρ. κάτω.
ακέριους, ο, επίθ., ο ακέραιος, ο ολόκληρος. «Ιγώ του μιρτικό μ’ του θέλου ακέριου». ΕΤΥΜ. < αρχ. ακέραιος.
ακλήδουνας, ο, ο κλήδονας, το αναρριχώμενο φυτό που τα λουλούδια του έχουν μεθυστική μυρωδιά «Κόψι λίγου ακλήδουνα να κάνου στιφάν’». ΕΤΥΜ. < α αθροιστ. + αρχ. κληδών – όνος.
άκ’λουθου, το, το ύστερο από τη γέννα. «Γένν’σι η γίδα μας, αλλά ακόμα δεν έπισι του άκ’λουθου». ΕΤΥΜ. < αρχ. ακόλουθον = αυτό πού έρχεται μετά.
ακόλλα, η, 1. η κόλλα, «Φέρι τ’ν ακόλλα να κουλλήσουμι του βιβλίου». 2. το φύλλο τετραδίου, «Κόψι μια ακόλλα απ’ του τιτράδιου να γράψουμι τα ουνόματα για τ’ν ικκλισιά». 3. ποώδες φυτό, «Έμασα λίγις ακόλλις για σαλάτα». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + κόλλα.
ακόλλ’μα, το, το κόλλημα. «Τρεχ’ πάλι του βαρέλ’. Βγήκι τ’ ακόλλ’μα».
ακουλλ’μένου, μτχ., κολλημένο. «Δε τρέχ’ του καζάν’. Του έχου ακουλλ’μένου».
ακουλνώ, ρ., κολλώ. «Ακουλνώ του βιβλίου γιατί σκίσ’κι».
αλαβέρα, σύστημα πήγαινε - έλα, με σκοινιά ή συρματόσκοινα και μακαράδες (τροχαλίες) «Φέρι τ’ν αλαβέρα να βγάλουμι όξου του καΐκ’.
αλάν’, το, το πολύ ζωηρό και άτακτο παιδί. «Έχ’ ένα αλάν’ η Γιώρ’ς! Δεν αφήν’ τίπουτα όρθιου». ΕΤΥΜ. < αραβ. alani = δημόσιος, ανοιχτός.
αλανιάζου, ρ., κάνω τα πράγματα άνω-κάτω. Κουράζω και ταλαιπωρώ κάποιον. «Αμάν αμάν αυτό του πιδί σήμιρα. Μ’ αλάνιασι ούλ’ μέρα»!
αλανιάρα, η, επίθ., η σκερτσόζα γυναίκα, η περπατημένη. «Παντρέφ’κι η Γιώρ’ς κι πήρι μια αλανιάρα»!
αλανιάρ’ς, ο, επίθ., ο μπερμπάντης. «Είνι μιγάλους αλανιάρ’ς. Ούλ’ τ’ν νύχτα γυρνάει μι γ’ναίκις».
αλάργα, επίρρ., μακριά. «Μη κάθισι αλάργα. Έλα κουντά να σι κρίνου». ΕΤΥΜ. μεσν. < ιταλ. alla larga = στα ανοιχτά.
αλατζιάς, ο, το παραδοσιακό μεταξένιο φόρεμα. Υπήρχαν πολλών ειδών αλατζιάδες. «Ικείνα τα χρόνια οι γ’ναίκις φουρούσαν στ’ν ικκλισιά τουν καλό τουν αλατζιά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. alaca = ύφασμα με κλωστές διαφόρων χρωμάτων.
αλατήρα, η, η αλατιέρα. «Φέρι λίγου τ’ν αλατήρα να βάλου στου φαΐ άλας». ΕΤΥΜ. < από τη λ. άλας.
αλαφιάζουμι, ρ., τρομάζω, ξαφνιάζομαι. «Πάινι σιγά σιγά. Αλαφιάσ’κα». ETYM. < αρχ. έλαφος.
αλάφιασμα, το, η τρομάρα. «Διε τουν αλάφιασμα που έχ’! Κάποιους φαίνιτι τουν νιβρίασι».
αλαφιασμένους, ο, μτχ., ο τρομαγμένος. «Τι έπαθις κι είσι τόσου αλαφιασμένους»;
αλαφρουκάνταρου, το, 1. το καντάρι που ζυγίζει από τις ελαφριές, 2. (μεταφ.) ο ελαφρόμυαλος, ο επιπόλαιος. «Μη τουν σ’νιρίειζς! Είνι πουλύ αλαφρουκάνταρου». ΕΤΥΜ. < ελαφρός + καντάρι. < ιταλ. cantaro
τουρκ. < kantar < ελλην. κεντηνάριον < λατιν. centenarium. Καντάρι που ζυγίζει από τη μια μεριά λίγες οκάδες.
αλειξουράδα, η, η λαιμαργία. «Έχ’ μιγάλ’ αλειξουράδα στου φαΐ».
αλείξουρους, ο, επίθ., ο λαίμαργος. «Ό,τ’ βρει του τρώει. Είνι πουλύ αλείξουρους». ΕΤΥΜ. < α αθροιστικό + λείξουρος = λαίμαργος < μεσν. λείξουρος < λείχω = γλύφω.
αλέστα, επίρρ., άνω - κάτω. «Πήγα σπιτ’ κι του βρήκα αλέστα απού τα πιδιά». ΕΤΥΜ. < από το ρήμα αλέθω.
αλισβιρίσ’, το, οι δοσοληψίες. «Είνι πουλύ τίμιους στ’ αλισβιρίσ’ μι τουν κόσμου». ΕΤΥΜ. < μεσν. αλισιβερίσι < τουρκ. alisveris = πάρε - δώσε.
αλιστ’κά, τα, η αμοιβή του μυλωνά. «Πήγα στου μύλου να αλέσου κι η μυλουνάς μι πήρι πουλλά αλιστ’κά».
αλισφακιά, ή λιφασκιά, η , το φασκόμηλο. «Θα βράσουμι απόψι να πιούμι αλισφακιά». ΕΤΥΜ. < αλίσφακας αρχ. ελελίζω = θρηνώ + σφάκος = φασκομηλιά < μεσν. λελίσφακος < μτγν. ελαλίσφακας.
αλλάζου, ρ., 1. κάνω αλλαγή, 2. βγάζω τα ρούχα που φοράω και βάζω άλλα, «Ήρταν μουσαφίρ’δις στου σπιτ’. Τρέχα κι άλλαξι ρούχα να μη μας γιλούν». 3. παρουσιάζω αλλαγμένο πρόσωπο ή χαρακτήρα. «Έχου κιρό να σι διω. Πουλύ άλλαξις». ΕΤΥΜ. < αρχ. αλλάσσω < αλλάκ-jω < άλλος.
αλλαξιά, η, το σύνολο των εσωρούχων ανδρικών και γυναικείων. «Αφού θα καθήεισς μέρις σι ξένου σπίτ’ πάρι μιρικές αλλαξιές».
αλλ’νού, επίρρ., άλλου. «Δεν είνι θ’κομ του σακάκ’. Αλλ’νού είνι».
άλλουτι, επίρρ., άλλοτε. «Άλλουτι έτσ’, άλλουτι αλλιώς». ΕΤΥΜ. < από το άλλος.
άλ’μμα, το, 1. το άλειμμα, 2. το βραστό παχύρευστο μείγμα από ρετσίνι, ξύγκι και θειάφι. «Άλειψι τα φαλάγγια μι του άλ’μμα». ΕΤΥΜ. < από το αλοιφή
αλμπίζουμι, ρ., λιμπίζομαι, επιθυμώ πολύ, ορέγομαι κάτι. «Τι τουν αλμπίσ’κις κι τουν πήρις; ΕΤΥΜ. < μεσν. λιμβίζω < λατιν. lipo = δοκιμάζω, γεύομαι.
άλνοι, αντων., οι άλλοι. «Μήτσιου είνι θιρμή η Βίκυ »; «Δε ξέρου Γιωρ’! Άλνοι λεν έτσ’, άλνοι αλλιώς»! ΕΤΥΜ. < από την αντων. άλλος.
αλόρτα, επίρρ., εντελώς όρθια «Ήταν καλός άνθρουπους. Πήγι αλόρτα στου Παράδεισου» .
αλότρους, ο, επίθ., εντελώς όρθιος. «Άσ’ τουν αυτόν μη τουν δίν’ς σημασία. Κιμάτι αλόρτους». ΕΤΥΜ. < αρχ. όλος + αρχ. ορθός
αλουγάς, ο, το αρσενικό άλογο. «Εχ’ ένα γαδούρ’ κι έναν αλουγά». ΕΤΥΜ. < άλογο + κατάλ. – ας.
αλ’πούμι, ρ., λυπάμαι. «Φύγι απού δω κι μη κλαις. Δε σι αλπούμι». ΕΤΥΜ. < α αθροιστικό + λυπούμαι. < λύπη.
αλ’σουθιριά, η λιθοσωρειά, ο σωρός από πέτρες. «Του κινούργιου του σπίτ’ του έκανα μι τ’ς αλ’σουθιρειές που ήταν στα χουράφια». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + λίθος + σωρός < λιθοσωριά < αλιθοσωριά < αλσουθιρειά.
αλτσιάς, ο, το ημικυκλικό πέταλο αλόγου. «Έρχιτι η Γιώρ’ς μι τ’ς αλουγάδις. Άκουσα τ’ς αλτσιάδις που έχν’ στα πουδάρια». ΕΤΥΜ. < από το άλτης, < αρχ. άλλομαι = πηδώ.
αλφαδιά, η, η ευθεία. «Θα τραβήξουμι αλφαδιά για να ρίξουμι τ’ν πλάκα στου σπίτ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. άλφα + υποκ. επίθημα – άδιον = αυτό που έχει το σχήμα Α < μεσν. αλφάδιον.
αλφαδιάζου, ρ., ισιάζω κάτι οριζόντια και κάθετα. «Θα αλφαδιάσου του πάτουμα να του στρώσου πλακάκια».
αλφαδιάζουμι, ρ., οριζοντιώνομαι, ξαπλώνω. «Αλφαδιάσ’κι στου κριβάτ’ κι δε σ’κώνιτι».
αλφαδιασμένους, ο επίθ., ο οριζοντιωμένος, ο ισιασμένος. «Οι κουλόνις που έκτισις είνι καλά αλφαδιασμένις».
αλ’χήνα , η, η λειχήνα. «Γιόμουσι του σώμα μ’ αλ’χήνις». ΕΤΥΜ. α προσθ. < αρχ. λειχήν < λείχω = γλείφω.
άμ, μόριο, μα, όμως. «Άμ δε βλέπ’ς τα χάλια σ’»;
αμάκα, η, η τράκα, το τζάμπα . «Ούλου αμάκα καν’ τα τσιγάρα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. a macca = άφθονα, πλουσιοπάροχα < macca = αφθονία, < βενετ. amaca, εξασφάλιση, απόκτηση αγαθών σε βάρος άλλων, παρασιτισμός.
αμακατζής, ο, επίθ., ο τρακαδόρος. «Ούλου τουν κιρνούν στου καφινείου. Είνι πουλύ αμακατζής».
αμακατζίδ’κα, επίρρ., τζαμπατζίδικα. «Δε πληρών’ πουτέ. Ούλου αμακατζίδ’κα τ’ βγάζ’».
αμακατζίδ’κου, το, επίθ., το τζαμπατζίδικο. «Δε του αγόρασα. Αμακατζίδ’κου είνι».
αμαλαϊά, η, ο ήρεμος αψάρευτος τόπος. «Να ρίξουμι ιδώ τα δίχτυα γιατί είνι αμαλαϊά». ΕΤΥΜ. < μαλαγμ-άγρα < μάλαγμα < μαλάσσω.
αμαλαϊάζ’, ρ., απαγκιάζει, κόβεται ο αέρας. «Κάτσουμι να φάμι στου σκίνου γιατί αμαλαϊάζ’ λιγάκ’».
αμανάτ’, το, κοροϊδευτικά το ενέχυρο. «Έφυγι κι άφ’σι στ’ γ’ναίκα τ’ κι τα πιδιά για αμανάτ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. amanat ή amaneti = κατάθεση, παρακαταθήκη.
άμανου, το, το μελίσσι χωρίς βασίλισσα (μάνα). «Αυτό του μιλίσσ’ κινδυνεύ’ να χαθεί γιατί είνι άμανου». ΕΤΥΜ. < α στερητ. + μάνα = δίχως μάνα (βασίλισσα).
αμασκάλ’, η, η μασχάλη. «Πάρι του καρπούζ’ στ’ν αμασχάλ’ κι φύγι». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + αρχ. μασχάλη.
αμάχνα, η, η φόρα. «Πήρι αμάχνα κι πήδηξι του χαντάκ’».
αμμ’διάκους, ο, το αμμουδερό χωράφι. «Στου χουράφ’ δε φυτρών’ τίπουτα γιατί είνι σκέτους αμμ’διάκους». ΕΤΥΜ. < από το άμμος.
αμμ’δίζ’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο. Έχει πολύ άμμο. «Αυτό τ’ αμπέλ’ αμμ’δίζ’».
αμμ’διρό, το, επίθ., το αμμουδερό. «Του χουράφ’ δεν κάν’ καλό σ’τάρ’ γιατί είνι αμμ’διρό».
αμέτ μουαμπέτ, τώρα αμέσως. με κάθε τρόπο. «Αμέτ μουαμπέτ θα φύγ’ς τώρα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. amet muhabet.
αμόν’, το, το αμόνι. «Χτύπα του πέταλου στ’ αμόν’ να σιάξ’». ΕΤΥΜ. <αρχ. άκμων, ακμόνιον.
αμπάσου, το, χαμηλό, χαμηλά. Ναυτική ορολογία. ΕΤΥΜ < ιταλ. abbasso = χαμηλό πλοίο
αμπόδιου, το, το εμπόδιο. «Φύγι απού ’δω γιατί είσι αμπόδιου. Δε μ’ αφήν’ς να δ’λέψου». ΕΤΥΜ. < αρχ. εμπόδιος < επίρρ. εμποδών = μέσα στα πόδια.
αμπόλ’, το, 1. το μικρό κομματάκι από κλαδί οπωροφόρου δέντρου, που το ετοιμάζουμε για εμβολιασμό δέντρου, «Φέρι τα αμπόλια να αμπουλιάσουμι τ’ν αχλαδιά» 2. η ποικιλία του καρπού. «Αυτή η αχλαδιά κάν’ πουλύ καλά αχλάδια. Είνι καλό αμπόλ’». 3. το πρόσθετο κομάτι. «Βάλι ένα αμπόλ’ στου σκ’νι γιατί δε φτάν’». ΕΤΥΜ. < μτγν. εμβόλιον = δόρυ, στόμιο, υποκ. του αρχ. έμβολον.
αμπόλιασμα, το, ο εμβολιασμός. «Έλα να μι αμπουλιάεισς τ’ς ιλιές γιατί δε ξέρου απού αμπόλιασμα».
αμπουδάου, ή αμπουδίζου, ρ., εμποδίζω. «Άσ’ τουν να καν’ τη δ’λειά τ’. Τουν αμπουδάς».
αμπουλιάζου, ρ., 1. εμβολιάζω, «Φέτου θα αμπουλιάσου ούλις τ’ς αγρουλιές». 2. προσθέτω. «Αμπόλιασι του σκ’νί γιατί δε φτάν’».
αμπουλιάνα, η, 1. ο χωρίς δέντρα και θάμνους βοσκότοπος. «Θα πάου τα γίδια να τα βουσκήσου στ’ν αμπουλιάνα». 2. (μεταφ.) τον άνθρωπο χωρίς κακία. «Ό, τ’ να τουν κάν’ς δε θυμών’. Είνι αμπουλιάνα». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + σλάβ. polianka, < βουλγ. poliana = βοσκοτόπι.
αμπουλιασμένους, ο, μτχ. 1. ο εμβολιασμένος, «Ούλις οι αχλαδιές είνι αμπουλιασμένις μι καλό αμπόλ’». 2. ο προστιθέμενος. «Του σκ’νί δεν είνι μουνουκόματου. Είνι αμπουλιασμένου».
αμπουριά, η, η είσοδος σε περιφραγμένο χωράφι ή μαντρί που είναι γεμάτη από κλαδιά, τα οποία παραμερίζεις για να περάσεις μέσα. «Αν’ξαν τ’ν αμπουριά κι μι πήραν τα μ’σά τα σταφύλια». ΕΤΥΜ. < α προσθετ. + αρχ. πόρος = πέρασμα.
άμπουρους, ο, η κάψα, η υπερβολική ζέστη με υγρασία. «Έσκαβα του αμπέλ’ κι μι ήρτι άμπουρους». ΕΤΥΜ. < βλάχ. aburetzu = αχνίζω.
αμπρί, το, το τεχνικό προκάλυμμα. «Στουν πόλιμου του σαράντα ήμασταν συνέχεια στ’ αμπριά». ΕΤΥΜ. < γαλλ. abri = τεχνικό προκάλυμμα, το καταφύγιο.
αναγκαίους, ο, 1. ο αναγκαίος, 2. (μεταφ.) το αποχωρητήριο έξω από το σπίτι. «Ρίξι λιγάκ’ νιρό στουν αναγκαίου για να μη βρουμάει». ΕΤΥΜ. <αρχ. ανάγκη.
αναγκιουμένους, ο, μτχ., αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη. «Δώσ’ τουν κανένα μιρουκάματου γιατί είνι πουλύ αναγκιουμένους».
αναδιξίμ’ το, ή αναδιξιμιός, ο, ο βαφτισιμιός. ΕΤΥΜ. < αρχ. αναδέχομαι. «Θα πάρου κανένα δώρου για του αναδιξίμ’».
ανάκαρα, τα, η σωματική δύναμη. «Άσ’τουν αυτόν τουν ψόφιου. Δεν έχ’ ανάκαρα να σκουθεί ούτι απ’ του κριβάτ’». ΕΤΥΜ. < ρ. ανακαρώνω <πρόθ. ανά + αρχ. καρώ = ζαλίζω.
ανάμ’, το, η ιστορία, ο μύθος, η ανάμνηση. «Χτες του βράδ’ στου καφινείου ήπιαμι πουλύ κι στου τέλους άφ’σαμι ανάμια». ΕΤΥΜ. < αρχ. αναμιμνήσκω = θυμίζω, κάτι που μένει στη μνήμη, η ανάμνηση.
ανάμα, το, το κρασί για τη θεία κοινωνία. «Του ανάμα ποχ’ η παπάς είνι μαυρουδάφν’». ΕΤΥΜ. < α αθροιστ. + < αρχ. νάμα < νάω = ρέω.
αναμούρα, η, η έξαψη. «Δεν είμι καλά σήμιρα. Έχου μια αναμούρα! Φούντουσα». ΕΤΥΜ. < από το ρ. ανάπτω.
αναντάν μπαμπαντάν, από πάππο προς πάππο. «Έχου στου σπίτ’ μια εικόνα αναντάμ μπαμπαντάμ». ΕΤΥΜ. < τουρκ. anadan babadan = από τον πατέρα από τη μητέρα.
αναπαμένους, ο, μτχ. ο ήσυχος, ο ξεθαρρεμένος. «Δε λουγάριαζι που θα γίν’ταν αυτό του κακό. Ήταν αναπαμένους». ΕΤΥΜ. < ανά + παύω-ομαι. <μετοχή του αναπαύομαι < αναπαυμένος.
αναπαμός, ο, η ξεκούραση. «Του Χριστιανό δε σταματάει ντιπ απ’ τ’ δ’λειά. Αναπαμό δεν έχ’».
ανασκούμπουμα, το, το σήκωμα των μανικιών για δουλειά. «Θέλ’ γιρό ανασκούμπουμα αυτή η δ’λειά».
ανασκουμπουμένους, ο, μτχ., ο προετοιμασμένος για δουλειά με σηκωμένα τα μανίκια. «Σι είδα σήμιρα πουλύ ανασκουμπουμένου. Τι δ’λειά έκανις»;
ανασκουμπώνουμι, ρ., 1. σηκώνω τα μανίκια για δουλειά, «Ανασκούμπουσι τα μανίκια να μη τα βρέξ’». 2. παίρνω μια δουλειά στα ζεστά να τελειώσει. «Πρεπ’ αύριου του προυΐ να ανασκουμπουθούμι για τα καλά, γιατί δε τιλειώνουμι τ’ς δ’λές αλλιώς». ΕΤΥΜ. < μεσν. ανακουμπώνω = σηκώνω τα μανίκια μου, προετοιμάζομαι < αρχ. ανακομβώ < ανά + κομβώ < κόμβος.
αναχουβουλιάζουμι, ρ., ανασηκώνομαι σιγά - σιγά από τον ύπνο και κάνω μικρό θόρυβο. «Ξύπνησαν τα μ’κρά κι αναχουβουλιάζ’ντι». ΕΤΥΜ. < ανά = ξανά + χόβολη = ζεστή στάχτη από φωτιά. Ανακατεύω τη στάχτη με τη φωτιά κάνοντας θόρυβο.
ανέμ’, η, ο αυτοσχέδιος μηχανισμός από καλάμια που τοποθετούμε το νήμα (πηχούδ’) και το οδηγούμε στο μασούρι. «Βάλι του νήμα στ’ν ανέμ’ κι μάσι δέκα μασούρια για τουν αργαλειό» ΕΤΥΜ. < από τη λ. άνεμος.
ανήμιρα, επίρρ., αυθημερόν. «Γιουρτάζ’ ανήμιρα τα Χριστούγιννα».
ανήμιρους, ο, επίθ., ο άγριος. «Έχου δυο πιδιά, θηρία ανήμιρα είνι». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ανά + ημέρα.
ανθός, ο, το λουλούδι,το άνθισμα. «Θα κάνου τ’ς ιλιές ένα ράντισμα απά’ στουν ανθό για να δέσ’ν». ΕΤΥΜ. < αθός, αλλαγή γένους του άνθος, ο ανθός.
ανι, αντί ανα – ανε, π. χ. ανιβένου, ανιβάζου.
ανικούκουρδα, επίρρ. οκλαδόν. «Αυτός ούλου κάθιτι ανικούκουρδα». ΕΤΥΜ. < ανά + κουκούβα = κουκουβάγια ή ανά + κοκκύγα. Από το τελευταίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Ανακούκουβα < ανακούρκουδα < ανακούκουρδα.
ανιλάου, ρ., λιώνω. «Λιώσαν τα χιόνια στα βουνά όλα ανελούν και τρέχουν» Δημ. τραγούδι Νικήτης. ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. αναλύω.
ανιμίδα, η, έλλειψη ανέμου. «Σήμιρα είνι μου για πυρουφάν’ έχ’ ανιμίδα».
ανιμίζου, ρ., 1. κουνώ ένα πράγμα στον αέρα, «Μάσι τα μαλλιά σ’ για να μη ανιμίζν’». 2. στο τρίτο πρόσωπο σημαίνει φυσάει ο άνεμος. «Δεν μπουρούμι να λιχνίσουμι σήμιρα. Δεν ανιμίζ’ ντιπ».
ανιμουτουρλιούμι, ρ., αναποδογυρίζω στο κρεβάτι, με έχει πιάσει αϋπνία και σιγοκουβεντιάζω με κάποιον ή μονολογώ. «Τι ανιμουτουρλιούντι τα μ’κρά κι δε κοιμούντι»;
ανιπρόκουπους, ο, επίθ., ο ανεπρόκοπος. «Πήρα έναν ανιπρόκουπου! Ούλ’ μέρα κουπρουσκλιάζ’». ΕΤΥΜ. < ανε - στερητ. + προκοπή.
ανιτάζου, ρ., υπόσχομαι «Τι τουν ανιτάειζς συνέχεια κι δε του κάν’ς»; ΕΤΥΜ. ανά = ξανά + τάζω.
ανισαίνου, ρ., ανασαίνω, ζω, μιλώ. «Θα κάτσ’τι ήσυχα. Ντιπ δε θα ανασάν’τι» . ΕΤΥΜ. μεσν. < ανεσαίνω < αρχ. άνεσις + -αίνω.
ανιτσίμ’σμα, το, το ζωντάνεμα. «Για διε ανιτσίμ’σμα που έχ’ν οι ιλιές απού του λίπασμα»!
ανιτσ’μίζου, ρ., ζωντανεύω. «Η γάδαρους ήταν ντιπ ψόφιους κι μόλις έφαγι μπόλκου γρασίδ’ ανιτσίμ’σι». ΕΤΥΜ. < από τη λ. ανε(τσ)μίζω, ανεμίζω = ζωντανεύω.
ανιφτιράκιασι, ρ., χτύπησε πολλές φορές και με δύναμη τα φτερά του. «Είχα στου κλουβίένα πλουδ’ κι σήμιρα ανιφτιράκιασι κι του τσιακμάκουσι».
άνιφτους, ο, επίθ., ο άπλυτος. «Σήμιρα του πιδί πήγι άνιφτου στου σχουλείου». ΕΤΥΜ. < αρχ. άνιπτος < α στερητ. + νίπτω.
ανιχόρταγους, ο, επίθ., ο αχόρταγος. «Ικατό δ’λες κάν’. Είνι πουλύ ανιχόρταγους». ΕΤΥΜ. < μεσν. -α στερητ. + χορταίνω.
αν’κώ, ρ., 1. νικώ, «Σι αν’κώ στ’ ξηρή» 2. σε περνώ. «Σι ανκώ στου τρέξιμου».
ανόνας, ο, τα αγαθά ενός έτους. «Πουλύ λαδ’ δεν βγάλαμι αλλά τουν ανόνα τουν καταφέραμι». ΕΤΥΜ. < λατιν. anus = χρόνος.
ανταβάνιαστους, ο, επίθ., το κτίσμα χωρίς ταβάνι. «Έχου ανταβάνιαστ’ τ’ κουζίνα». ΕΤΥΜ. < α στερητ. + ταβάνι, < τουρκ. tavan.
αν(αν)τάμ παπαντάμ, επίρρ., από πολύ παλιά, προγονικά. «Αυτές οι ιλιές είνι στου χουράφ’ αντάμ παπαντάμ».
αντάμ’ς, ο, ο άνθρωπος. «Τι σόϊ αντάμ’ς είνι; Δεν βουλέβιτι μι τίπουτα». ΕΤΥΜ. < από το όνομα του πρωτοπλάστου Αδάμ. Το δ στα ντόπια προφέρεται ντ. Π.χ. Δήμος < Ντήμος.
αντάρα, η, ο καπνός, η ομίχλη. «Δε μπουρώ να ουδιγήσου γιατί έχ’ μιγάλ’ αντάρα». ΕΤΥΜ. < μεσν. αντάρα < αν(α)ταράζω.
ανταριάζ’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο, πιάνει αντάρα, καπνό. «Σταματείστι του κάπνισμα γιατί αντάριασι του σπίτ’».
ανταριασμένους, ο, μτχ., ο γεμάτος καπνό. «Ούλου του σπίτ’ είνι ανταριασμένου απ’ τα τσιγάρα».
αντέτ’, το, η συνήθεια, το έθιμο. «Ιλάτι να κόψουμι τ’ βασιλόπιτα για να κάνουμι τ’ αντέτ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. âdet = έθιμο.
αντί, το, 1. ενώ, «Αντί να διαβάειζς χαζεύ’ς». 2. το εξάρτημα του αργαλειού που μαζεύεται το στημόνι. «Έμασα του νήμα στου αντί κι είμι έτοιμ’ να υφάνου». ΕΤΥΜ. < αρχ. αντίον, ουδ. του επιθ. αντίος, ο απέναντι, ο αντίθετος < αντί.
άντι, άιντι, εκφράζει παρακίνηση ή αγανάκτηση «Κάθιστι πουλύ ώρα. Άιντι σκουθήτι για δ’λειά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. haydi = εκφράζει παρακίνηση.
αντιμάμαλου, το, το παλλινδρομικό κύμα. «Δε θα ρίξουμι δίχτυα γιατί όξου έχ’ αντιμάμαλου».
άντιρα, τα, τα έντερα. «Αγόρασα άντιρα να κάνου λουκάν’κα». ΕΤΥΜ.
< αρχ. έντερον < μεσν. άντερον.
αντίρα, η, η πατημασιά. «Πουλύ γλήγουρα ξαναήρτις. Ούτι οι αντήρις δε χάθ’καν».
αντιρί, το, το αντερί, το μακρύ εφαρμοστό ρούχο που φορούν οι παπάδες πάνω από το παντελόνι και το πουκάμισο. «Η παπάς στ’ δ’λειά δε φουράει του ράσου. Μόνου του αντιρί». ΕΤΥΜ. < τουρκ. entari < αραβ. antariy = ανδρικό πανωφόρο αράβων.
αντιρίδα, η, 1. το υποστύλωμα στεγάστρου, «Βάλι γιρές αντιρίδις να μη πέσ’ του μπαλκόν’». 2. το μεγάλο σκουλήκι στο έντερο. «Τα άντιρα απ’ του γρουν’ ήταν γιμάτα αντιρίδις». ΕΤΥΜ. < αρχ. αντηρίς - ίδος <αντερείδω = στηρίζω < αντ(ι) + ερείδω. Βλέπε και άντερο < έντερο.
αντόριαστους, ο, επίθ., ο άξεστος, αυτός που δε καταλαβαίνει τίποτα. «Δε παίρν’ απού λόια. Είνι αντόριαστους». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + ταίρι <αταίριαστος < αντόριαστος.
αντραγασιά, η, το φυλάκιο του δραγάτη, του αγροφύλακα. «Αντράδελφος με το ’κανε (το παιδί) τ’ς αντραγασιάς τα μέρη». Δημ. τραγούδι Νικήτης. ΕΤΥΜ. < αρχ. δέρκομαι = παρατηρώ, δραγάτης = αγροφύλακας. αντραγασιά < δραγασιά = το φυλάκιο του δραγάτι.
αντράλα, η, η ζάλη. «Μ’ έπιασι αντράλα, κι γυρίζν’ ούλα». ETYM. <βλάχ. αντράλα < αλβαν. adrale = η ζάλη.
αντρειά, η, 1. η αντρεία, 2. ξύλο ελιάς 20 εκ. που έδεναν πάνω στο ζυγό το σταβάρι. «Μ’ έσπασι η αντρειά κι δε μπουρώ να δέσου του σταβάρ’». ETYM. < ανδρείος.
αντρουμοίρ’, το, το μερίδιο της γυναίκας από τον άντρα της. «Αυτό του χουράφ’ είνι αντρουμοίρ’. Δεν είνι απού προίκα μ’». ΕΤΥΜ. < από το άντρας + μοίρα = κομμάτι.
άξ, επιφ., σε θυμό όταν ρωτούν κάτι και οι άλλοι αντί για απάντηση λένε α α α (κάτι σαν ορίστε…) αυτός που ρωτάει, θυμώνει και στο α α α λέγει άξ
αξούγκ’, το, το ξύγκι. «Του γρούν’ του τάιζα πουλύ κι ήταν γιουμάτου αξούγκ’». ΕΤΥΜ. < λατιν. axugia = λίπη. < από το ξύγκι = λίπος, ξύγκι <αξούγκ(ι).
απαγκαίρ’, το, εκτεθειμένο στους καιρούς, ακατάλληλο για αγκυροβόλιο. «Δε θα αράξουμι ιδώ του καράβ’ γιατί είνι απαγκαίρ’». ΕΤΥΜ. < από + άγκος = μέρος που προστατεύεται από τον αέρα.
απαγκιάζου, ρ., κόβω τον αέρα. Απαντάται συνήθως στο τρίτο πρόσωπο. «Τ’ λιμουνιά να τ’ φυτέψ’ ικεί που απαγκιάζ’».
απάγκιου, ο, το μέρος που δε το πιάνει ο αέρας. «Έλα να κάτσουμι ιδώ στουν απάγκιου γιατί θα μας θιρίσ’ η αέρας». ΕΤΥΜ. < από + αρχ. άγκος = κοιλάδα που προστατεύεται από βουνά.
απαλάμ’, η, η παλάμη. ΕΤΥΜ. < αρχ. παλάμη. «Μέτρα του ύφασμα μι τ’ν απαλάμ’».
απάν’, επίρρ., πάνω. «Του ψουμί είνι απάν’ στου τραπέζ’». ΕΤΥΜ. <επάνω < απάν(ω).
απανουτά, τα, τα παραπανίσια, το ένα μετά το άλλο. «Αυτό τουν κιρό μ’ έτυχαν ούλα απανουτά».
απαρατώ, ρ., παραιτώ, αφήνω. «Δε μ’ απαρατάς λέου ιγώ»! ΕΤΥΜ. < αρχ. παραιτώ < παρά + αιτώ = ζητώ χάρη, ικετεύω.
απέχαλους, ο, ο αδιάφορος, ο τσαπατσούλης. ΕΤΥΜ. < από το ρ. απέχω «Δε νοιάζιτι για τίπουτα. Είνι ντιπ απέχαλους».
απίκου, επιρρ., είμαι έτοιμος για κάτι, καραδοκώ. «Φ’λάει απίκου ούλ’ μέρα να μή τουν κλέψ’ν». ΕΤΥΜ. < ιταλ. apicco = κάθετα.
απίτ’χα, αόρ. του πιτ’χαίνου. «Σ’μάδιψα ένα π’λί κι του απίτ’χα». ΕΤΥΜ. < από το επιτυχία.
απλάδα, η, η πουλάδα, η μικρή σε ηλικία κότα. «Έχου δέκα κότις κι πέντι απ’λάδις». ΕΤΥΜ. < α αθροισ. + πουλί < πουλάδα.
απλουιούμι, ρ., αποκρίνομαι, απαντώ σε ερώτηση. «Χτυπούσα τ’ν πόρτα φώναζα και δεν απ’λουιούνταν κανένας». ΕΤΥΜ. < αρχ. απολογούμαι <απολογιούμαι < απλουιούμι.
απόι, το, ελαφρό βορινό και βραδινό αεράκι. «Βγήκι του απόι κι δρόσισι λίγου». ΕΤΥΜ. < αρχ. απόγειον, από + γη, απόγειον < από(γ)ι, απόγειος αύρα.
απόλ’μα, το, το μικρό βλαστάρι, που ελευθερώνεται, που ανοίγει, που πιάνει. «Μιγάλουσι του απόλ’μα από τ’ν αγρουλιά». ΕΤΥΜ. < αρχ. απολήγω = καταλήγω < απόλ(η)μα.
απόπατους, ο, ο πρόχειρος καμπινές. «Ξιμπόρδαρι τουν απόπατου να αδειάσ’ απ’ τα νιρά». ΕΤΥΜ. < αρχ. αποπατώ = αποσύρομαι παράμερα για να αφοδεύσω < από + πατώ.
απόπιδου, το, 1. το νόθο παιδί, 2. το διωγμένο παιδί από τον πατέρα. «Τι του δέρν’ς του καημένου λες κι είνι απόπιδου»; ΕΤΥΜ. < πρόθ. από + παίς παιδός.
απόρνικους, ο, επίθ., ο μουρντάρης, ο πόρνος. «Η Γιώρ’ς δεν άφ’σι γ’ναίκα για γ’ναίκα. Είνι πουλύ απόρνικους». ΕΤΥΜ. < α αθροιστ. + πορνικός < αρχ. πόρνη < ρ. πέρνημι = πουλώ.
απόσουμα, το, το τελείωμα. «Του σπίτι μ’ βρίσκιτι στ’ απουσώματα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αποσώζω < απόσωμα < απόσωσμα < απόσωμα <απόσωμα < απόσωμα.
απού, πρόθ, από. «Απού που πήγις»;
απουβραδύ, επίρρ., νωρίς το βράδυ. «Θα ξικινήσουμι απού βραδύ να πάμι στα μιλίσσια». ΕΤΥΜ. < πρόθ. από + βράδυ < μεσν. αποβραδίς < αρχ. βραδύ ουδ. του επιθ. βραδύς.
απουγάλια, επίρρ., σιγά - σιγά. Απαντάται στο λόγο επαναλαμβανόμενο. «Μη πλαλάς. Απουγάλια, απουγάλια, για να σι φτάνου». ΕΤΥΜ. < από + αγάλι < μεσν. αγάλη(ν) = ηρεμία Παρουσιάζεται πάντα με αναδίπλωση (απουγάλια- απουγάλια).
απουθαλασσιά, η, ο ογκώδης κυματισμός χωρίς αέρα, που έρχεται απ’ έξω, από το πέλαγος, μετά από θαλασσοταραχή. «Δε θα ρίξουμι δίχτυα γιατί έχ’ απουθαλασσιά». ΕΤΥΜ. < πρόθ. από + θάλασσα.
απουθυμώ, ρ., επιθυμώ. «Έχου μέρις να σι δω κι σ’ απουθύμ’σα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. επιθυμώ.
απουκόβου, ρ., αποκόβω. (Κυριολεκτικά για τη μάνα που σταματάει να θηλάζει το παιδί της). «Κλαίει του πιδί γιατί η μάνα τ’ τ’ απόκουψι». ΕΤΥΜ. < πρόθ. από + κόβω. μεσν. κόβω < αρχ. κόπτω.
απουκουμένους, μτχ., 1. ο αποκομμένος από κάτι, «Η Ζαχαρίας τιλιφταία είνι ντιπ απουκουμένους απού τουν κόσμου». 2. το μωρό που του σταμάτησαν το θηλασμό. «Είνι απουκουμμένου του μ’κρο. Του δίν’ γάλα απ’ τ’ κατσίκα».
απουκρεύου, ρ., τρώω κρέας παραμονές νηστείας. «Θα απουκρέψουμι γιατί αρχίζ’ η Σαρακουστή». ΕΤΥΜ. < μεσν. αποκρέα < επίθ. απόκρεως <από – στερητ. + κρέως γεν. ενικού του ους. κρέας.
απουκριμιάζουμι, ρ., κρεμιέμαι πιασμένος από κάτι. «Απουκριμιάσ’κι απ’ τα κάγκιλα κι έπισι κι σακατέφ’κι». ΕΤΥΜ. < από + κρεμιέμαι = πιάνομαι με τα χέρια από κάπου και αφήνω ελεύθερο το σώμα μου.
απουκριμιασμένους, μτχ., ο κρεμασμένος από σταθερό αντικείμενο με το σώμα ελεύθερο προς τα κάτω. «Ήμαν απουκριμιασμένους απ’ τ’ν αγριντιά κι μιτά πήδ’ξα στου πάτουμα».
απουλ’μένους, ο, μτχ., ο παυμένος, ο ελεύθερος, ο ανοιχτός (για μπουμπούκια). «Τα αμπόλια είνι ούλα απουλμένα».
απουλ’νάου, ρ., 1. ελευθερώνω, σχολάζω, «Τι τουν απόλ’κις κι γυρίζ’ ούλ’ τ’ν νύχτα»; 2. στο τρίτο πρόσωπο «απουλ’νάει» σημαίνει πιάνει το μπόλι στο δέντρο ή μπουμπουκιάζει το δέντρο. «Ούλις οι αχλαδιές που αμπόλιασα απόλ’καν». ΕΤΥΜ. < αρχ. από + λύω = παύω κάποιον από τη θέση του, σχολάω.
απουλ’τά, επίρρ., ελεύθερα, λυτά. «Μην αφήν’ς απουλτά τα μ’λάρια γιατί θα καν’ καμιά ζημιά». ΕΤΥΜ. < από + λυτά = λυμένα.
απουπαίρνου, ρ., αποπαίρνω, δε μιλώ με καλά λόγια, παραμαζεύω, επιτιμώ. «Μην του απουπαίρν’ς του πιδί γιατί είνι μ’κρό. Μίλα του καλύτιρα». ΕΤΥΜ. < αρχ. επαίρω = σηκώνω, υψώνω, παίρνω. < πρόθ. από + παίρνω < μεσν. επαίρνω.
απουρρίχνου, ρ., αποβάλλω το έμβρυο. (κυριολεξία επί ζώων). «Τρεις κατσίκις απ’ του κουπάδ’ απούρρ’ξαν». ΕΤΥΜ. < αρχ. ρίπτω < από + ρίχνω. < μεσν. ρίφνω.
απούρρ’μα, το, 1. το ζώο που γεννιέται ψόφιο, «Η γίδα έκανι απούρρ’μα» 2. ο άνθρωπος που γεννήθηκε με κάποιο ελάττωμα. «Γ’ναίκα είνι αυτή που πήρι η Γιάνν’ς ; Απούρρ’μα είνι».
απουσταίνου ή πουσταίνου, ρ., κουράζομαι. «Έσκαβα τ’ αμπέλ’ κι απόστασα πουλύ». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. αφίσταμαι, αόριστος αποστάθηκα.
απουσώνου, ρ., 1. σκοτώνω, «Τσακώθκαν μι τα μαχαίρια κι τουν απώσουσι». 2. τελειώνω κάτι που έμεινε μισό. «Να αποσώσου του τσιγάρου κι φεύγουμι». ΕΤΥΜ. < από + σώζω.
απουχουριτήριου, το, η υπαίθρια τουαλέτα. «Ρίξι λιγάκ’ νιρό στου απουχουριτήριου». ΕΤΥΜ. < πρόθ. από + χωρώ.
απρέπαστους, ο, επίθ., ο απρεπής, ο ξεδιάντροπος, ο μη κόσμιος. «Δε ντρέπιτι ντιπ. Είνι πουλύ απρέπαστους». ΕΤΥΜ. < α αρνητ. + πρέπει.
αράδα, η, 1. η σειρά από πρόσωπα, ζώα, ή πράγματα, «Άμα είσι κι παπάς μι τ’ν αράδα σ’ θα πας». 2. η σειρά από γράμματα, «Τουν έστειλα στου σχουλειό να μάθ’ πέντι αράδις γράμματα». 3. Επαναλαμβανόμενο σημαίνει σιγά σιγά. «Πουλύ βιάζισι. Αράδα, αράδα». ΕΤΥΜ. μεσν. < βεν. arada = αλετριά ή ουράδα < ουράδιον υποκ. του ουρά.
αραδιάζου, ρ., 1. βάζω στη σειρά τα πράγματα, «Θα τα αραδιάεισς ούλα τα τούβλα για να τα κτίσ’ η μάστουρας 2. λέω πολλά λόγια. «Δε σταμάτ’σι ντιπ. Αράδιασι ένα σουρό λόγια».
αράδιασμα, το, η τοποθέτηση των πραγμάτων στη σειρά. «Όταν τιλειώεισς του αράδιασμα μι τα κιραμίδια κάτσι».
αραδιασμένους, ο, μτχ., ο τοποθετημένος στη σειρά. «Τα κιραμίδια στ’ σκιπή είνι καλά αραδιασμένα».
αραδίζου, ρ., περνώ συχνά από κάπου. «Θα σ’ αφήσου ένα άνοιγμα για να αραδίειζς απ’ αυτού».
αράδισμα, το, το συχνό πέρασμα. «Βάλι μπρος τ’ αμάξ’ να φύγουμι. Τέλειουσι του αράδισμα απ’ τ’ς γίδις».
αραθ’μάου, ρ., επιθυμώ να ξαναδώ κάποιον. «Έχου να σι διώ χρόνια κι σ’ αραθύμ’σα πουλύ». ΕΤΥΜ. < μεσν. < α στερητ. + ράθυμο = νωθρός.
αραθυμιά, η, η επιθυμία. «Τι τουν ήθιλις κι τουν κάλισις; Αραθιμιά τουν είχις;».
αραίβου, ρ., αραιώνω. «Τα μαρούλια είνι πουλύ πυκνά. Πρέπ’ να τ’αραίψουμι». ΕΤΥΜ. < αρχ. επίθ. αραιός, ρ. αραιόω-ω.
άραϊς, επίρρ. άραγε. «Πήρα ένα λαχείου. Άραϊς θα κιρδίσου»; ΕΤΥΜ. <αρχ. ερωτ. φράση άρα γε = βέβαια.
αραλίκ’, το, η ξάπλα, η ξεκούραση. «Απού δω κι πέρα αρχίζ’ του αραλίκ’ γιατί οι δ’λειές τιλείουσαν». ΕΤΥΜ. < τουρκ. aralik = παύση.
αράφ’, το, το ράφι. «Τα πιάτα είνι στου αράφ’». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + ράφι
αρβύθ’, το, το ρεβύθι. «Φέτου θα σπείρουμι πουλλά αρ’βύθια». ΕΤΥΜ. <α προσθ. + αρχ. ερέβινθος μτγν. ερεβύνθιον < ρεβύθιον < ρεβύθι <αρβύθ’.
αργάζου, ρ., ωριμάζω, σιτεύω. «Να αφήεισς τα παστουμένα τα ψάρια πουλύ κιρό να αργάσν’». ΕΤΥΜ. < αρχ. οργάζω = επεξεργάζομαι, πλάθω, μαλάσσω.
αργατίνα, η, η εργάτρια. «Πήρα δυο αργατίνις για να μάσν’ τ’ς ιλιές».
αργάτ’ς, ο, 1. ο εργάτης, 2. ο ξύλινος μηχανισμός που βγάζουν έξω τις βάρκες, «Η βάρκα έπιασι μούσκλια κι θα τ’ βγάλου όξου μι τουν αργάτ’». 3. το σκουλήκι που παράγει τη γλυκιά ουσία που κάνουν οι μέλισσες το πευκόμελο. «Θα πάμι τα μιλίσσια σι πεύκα γιατί χτύπ’σι η αργάτ’ς». ΕΤΥΜ. < αρχ. έργον.
αρδίν’, το, σειρά από σιτηρά ή από κλήματα. «Τιλείουσα σχδόν του θέρου. Άφ’σα μουνάχα ένα αρδίν’» ΕΤΥΜ. < σλάβ. redina = σειρά από κλήματα
αρέ, ρε, μουρέ, (προσφώνηση για αρσ.) και μαρή (για θηλ.)
αρέζου, ρ., αρέσω. «Δε τρώου γιατί δε μ’ αρέζ’ του φαΐ». ΕΤΥΜ. < αρχ. αρέσκω.
αρθούν’, το, το ρουθούνι. «Τουν κουπάν’σι μια στ’ αρθούνια κι έτριχαν αίματα». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + ρουθούνι < μεσν. ρουθούνιν < ρωθώνιον υποκ. του ρώθων.
αριβάρου, ρ., φθάνω με το πλοίο στον προορισμό μου. «Θα αριβάρουμι σι λίγου του καΐκ’ γιατί φτάνουμι στ’ν απουβάθρα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. arrivare = φθάνω στο λιμάνι , καταπλέω.
αρκουδάρ’ς, ο, 1. ο αρκουδιάρης, «Γύρζι ένας αρκουδάρ’ς μι μια αρκούδα». 2. (μετ.) ο χοντροκομμένος, ο ασουλούπωτος, ο άγαρμπος. «Άντι βρε αρκουδάρ’ φύγι απού δω! Ούλου ασουγάδις είσι»! ΕΤΥΜ. <αρκούδα < αρχ. αρκούδιον υποκ. του άρκος <αρχ. άρκτος.
αρκουδίζου, ρ., για τα μωρά. Περπατώ με τα τέσσερα. «Άρχισι του μ’κρό σιγά σιγά να αρκουδίζ’».
αρκουδόβατους, ο, αναρριχώμενο φυτό. Άγριος κισσός. «Είχα μια ιλιά στου λάκκου κι τ’ν τύλιξι η αρκουδόβατους». ΕΤΥΜ. < αρκούδα + βάτoς < αρκουδόβατος = βάτος για αρκούδες.
αρμ’, η, το αλμυρό νερό, η αρμιά, η άλμη, το αλατόνερο. «Οι ιλιές ξιπίκραναν κι θα τ’ς βάλου στ’ν άρμ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. < άλμη < άλς <αλάτι < θάλασσα.
αρμαθιά, η, ο ορμανθός. «Κατέβασι τ’ν αρμαθιά μι τα σύκα να φάμι κανένα». ΕΤΥΜ. < αρχ. ορμανθός = σύνολο ομοίων πραγμάτων, που είναι περασμένα σε σύρμα.
αρμαθιάζου, ρ., 1. περνώ ένα - ένα τα ώριμα σύκα με τη βελόνα στο σκοινί, «Μάσι τα ψυχτάλια να τ’ αρμαθιάσουμι». 2. αραδιάζω λόγια ή ανέκδοτα το ένα πίσω από το άλλο. «Ξικαρδίσκαμι στα γέλια. Μας αρμάθιασι ένα σουρό μασάλια».
αρμάθιασμα, το, το πέρασμα των σύκων ή άλλων καρπών στο σχοινί για να γίνει η αρμαθιά. «Ακόμα δεν τιλείουσι του αρμάθιασμα».
αρμαθιασμένα, τα, τα περασμένα στην αρμαθιά. «Τα ψυχτάλια τα έχου ούλα αρμαθιασμένα».
αρμακάς, ο, η λωρίδα δάσους ανάμεσα σε χωράφια, ή σωρός από πέτρες. «Θα πάρ’ς σειρά - σειρά τουν αρμακά κι θα βγεις στου χουράφ’». ΕΤΥΜ. < μτγν. έρμαξ = σωρός από πέτρες στο δρόμο προς τιμήν του Ερμή.
αρμάν’, το, το ρουμάνι, το δάσος. «Θα πάου στ’ αρμάν’ να κόψου ξύλα». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + ρουμάνι < τουρκ. orman. < οr = δάσος + - man.
αρμανιάζ’, ρ., πάντα στο γ' πρόσωπο όταν ένα χωράφι εγκαταλείπεται και γίνεται γίνεται ρουμάνι, δάσος. «Δε του όργουνα του χουράφ’ κι αρμάνιασι».
αρμάνιασμα, το, η αναβλάστηση των θάμνων σε ένα χωράφι. «Πήγα να διω του χουράφ’ κι είχι ένα αρμάνιασμα»!
αρμανιασμένους, ο, επίθ., το χωράφι που γέμισε θάμνους. «Ούλα τα χουράφια στα Διμανιώτ’κα είνι αρμανιασμένα».
αρματουμένου, το, 1. το εξωπλισμένο καΐκι με όλα τα απαραίτητα, «Του ψαρουκάϊκου είνι αρματουμένου». 2. το ελειωμένο δίχτυ. «Πάρι του δίχτ’. Είνι αρματουμένου». ΕΤΥΜ. < από τη λ. άρμα.
αρματώνου, ρ., 1. παίρνω μαζί μου όλα τα απαραίτητα, «Αρματώθ’καμι καλά στ’ν ικδρουμή». 2. φτιάχνω δίχτυα, «Θα αρματώσου τρία γουπόδιχτα». 3. ή εξωπλίζω το καΐκι με τα απαραίτητα. «Αρμάτου καλά του καΐκ’ γιατί θα αργίσουμι να γυρίσουμι».
αρμιά, η, το λάχανο τουρσί. «Έκανα μια βουτ’νάρα αρμιά να τρώμι μι τα όσπρια». ΕΤΥΜ. < από τη λ. άλμη.
αρμιγάς, ο, το δοχείο που άρμεγαν τα ζώα. «Πλύνι καλά τουν αρμιγά κι φέρ’ τουν να αρμέξου τ’ς γίδις». ΕΤΥΜ. < αρχ. αμέλγω < μεσν. αλμέγω.
Αρναούτ’ς, ο, ο Αρβανίτης αλλά και ο ξεροκέφαλος. «Δεν ακούει κανέναν η αρναούτ’ς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. Οrnavut < μεσν. Αρβανίτης.
αρνίθ’, το, το κοτόπουλο ανεξαρτήτου γένους. «Ρίξι λίγου σταρ’ να φαν’ τ’ αρνίθια». ΕΤΥΜ. < αρχ. ορνίθιον υποκ. του όρνις – θος.
αρνίθα, η, η κότα. «Σφάξι μια αρνίθα να τ’ φάμι σούπα».
αρνιθόκουλους, ο, τα σπιριά που βγαίνουν στο σώμα κυκλικά, σαν τον κώλο της αρνίθας (κότας) «Έβγαλα στου χέρι μ’ έναν αρνιθόκουλου».
αρόδου, το, το αγκυροβόλιο έξω από το λιμάνι. «Ούλα τα πλοία είνι αρόδου». ΕΤΥΜ. < βεν. a roda = στα ανοιχτά της θάλασσας.
-άρους, μεγενθ. π. χ. βόδαρους.
άρπαγμα, το, το μάλωμα, ο τσακωμός, ο θυμός. «Είχαν ψες του βράδ’ στου καφινείου ένα άρπαγμα για τα κόμματα»!. ΕΤΥΜ. < αρχ. αρπάζω. αγν. ετύμου.
αρπαγμένους, ο, μτχ., 1. ο θυμωμένος, «Απού κάπ’ είνι αρπαγμένους κι δε κρένιτι ντιπ»; 2. ο στραπατσαρισμένος, «Δε δ’λεβ’ η μηχανή. Είνι αρπαγμάν’». 3. το τσικνωμένο φαγητό. «Του φαΐ μυρίζ’. Φαίνιτι είνι αρπαγμένου απ’ τ’ φουτιά».
αρπάζουμι, ρ., θυμώνω. «Κάτσι καλά θα αρπαχτούμι».
αρπάχνου, ρ., αρπάζω, πιάνω. «Αρπάχνου μια πέτρα κι τουν κουπανώ μια στου κιφάλ’, τουν ζάλ’σα».
αρπαχτάρ’ς, ο, ο άρπαγας. «Άσι να πάρουμι κι μεις τίπουτα! Αρπαχτάρ’»!
αρπιδόνα, η, τα σχοινιά που είναι δεμένα στις πατήτρες. «Δέσι καλά τ’ς πατήτρις μι τ’ν αρπιδόνα να μη λυθούν». ΕΤΥΜ. < αρχ. αρπεδόνη.
αρταίνουμι, ρ., δε νηστεύω. «Ινώ νήστιβα, αλλά βγήκαμι του βραδ’ στ’ν ταβέρνα κι αρτύθ’κα». ΕΤΥΜ. < αρχ. αρτύω = ετοιμάζω, καρυκεύω.
άρτηκας, ο, ο νάρθηκας. «Τα μ’κρά τα βαφτίζουμε στου άρτηκα». ΕΤΥΜ. < αρχ. νάρθηξ - κος < νάρθηκας < άρτηκας.
αρτηρίζου, ρ., μεγαλώνω, αυξάνω. «Μι αρτίρσαν του μισθό». «Να αρτηρίεισς του σκ’νί γιατί είνι βαθύ του μπ’γάδ’ κι δε φτάν’» ΕΤΥΜ. <από το αρχ. ρ. αρτιώνω = καθιστώ άρτιο, το μεγαλώνω. Τουρκ. artir - mak = πολλαπλασιάζω.
άρτους, ο, 1. το ψωμί, 2. το σύνολο των προσφορών που πηγαίνουν στην εκκλησία, καθώς επίσης και τα κομμάτια από λειτουργιά που τα περιβρέχουμε με μαύρο κρασί και τα τρώμε μετά το αντίδωρο. «Θα πάου άρτου στ’ν ικκλισιά όταν γιουρτάζου». «Στου παγκάρ’ εχ’ άρτου να φάμι». ΕΤΥΜ. < από την αρχ. λ. άρτος = ψωμί.
άρτσιουμα, το, το κόρδωμα, το τέντωμα, η κομπορρημοσύνη. «Πέρασι στου πανιπιστήμιου κι εχ’ ένα άρτσιουμα»!
αρτσιουμένους, ο, μτχ., ο κορδωμένος, ο τεντωμένος. «Γιατί έχ’ς τα μαλλιά σ’ αρτσιουμένα σιαπάν’»;
αρτσιώνουμι, ρ., κορδώνομαι, σηκώνομαι. «Τουν έδουσα αέρα κι αρτσιώθ’κι». ΕΤΥΜ. < βλάχ. aritsiu < λατιν. aricius = σκατζόχειρος.
αρυμάδις, οι, η αραιή βλάστηση. «Δεν είνι πυκνό του δάσους. Είνι γιμάτου αρυμάδις». ΕΤΥΜ. < αραιός (περιεκτικό).
αρυπάτ’μα, το, ο μεγάλος διασκελισμός. «Κάν’ στου δρόμου ένα αρυπάτ’μα! Δε τουν φτάν’ς μι τίπουτα». ΕΤΥΜ. < αραιό (αρύ) + πάτημα (πατώ).
αρυπατώ, ρ., περπατάω με μεγάλα και αργά βήματα. «Του φόρτουσα πουλύ του μ’λαρ’ κι αρυπατάει». ΕΤΥΜ. < επίθ. αραιό + πάτημα < αρχ. πατώ < πάτος.
αρχιδαράς, ο, 1. αυτός που έχει μεγάλα αρχίδια, 2. ο δυνατός άνδρας, «Που να τα βάλ’ς μ’αυτόν τουν αρχιδαρά»! 3. το αγόρι. «Γένν’σι η γ’ναίκα τ’ κι έκανι δυο αρχιδαράδις»! ΕΤΥΜ. μεσν. < μτγν. ορχίδιον, υποκ. του όρχις.
αρχινεύου ή αρχινώ, ρ., αρχίζω. «Η μάνα μ’ αρχίνισι να πλέκ’ του πουλόβιρ». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχή + - ίζω < αρχίζω.
αρχίν’μα, το, η αρχή. «Σι κάθι δ’λειά του αρχίν’μα είνι δύσκουλου».
αρχιν’μένου, το, μτχ., αυτό που έχει αρχίσει να γίνεται. «Του αμπέλ’ του έχου αρχιν’μένου. Σκάψι του υπόλοιπου».
αρχό, το, το ρηχό. «Θα πιράσουμι του πουτάμ’ γιατί τα νιρά είνι αρχά». ΕΤΥΜ. < αρχ. ρηγός.
αρ’χόμυαλους, ο, επίθ., ο επιπόλαιος. «Μη τουν ιμπιστέβισι τίπουτα γιατί είνι πουλύ αρχόμυαλους». ΕΤΥΜ. < ρηχός (αρχός) + μυαλό < μεσν. μυαλόν < μτγν. μυαλός < αρχ. μυελός.
ασάμ’, το, το σουσάμι. «Θα σπείρουμι φέτου ασάμ’ για να κάνουμι ασαμόπ’τις». ΕΤΥΜ. < μτγν. σησάμιον < σουσάμι < ασάμ(ι).
ασαμιά, η, η σουσαμιά. «Τίναξι καλά τ’ς ασαμιές για να πέσ’ ούλου του ασάμ’».
ασαμόπ’τα, η, η σουσαμόπιτα. «Η μάνα μ’ κάν’ πουλύ καλή ασαμόπτα».
ασάμουμα, το, το άλειμμα με σουσάμι. «Τιλείουνι του ασάμουμα να ψήσουμι τα κουλούρια».
ασαράντ’στου, το, το μωρό που δε διαβάστηκε ακόμα από τον παπά στην εκκλησία, η ευχή του σαραντισμού. ΕΤΥΜ. < από το αριθ. σαράντα. «Του μ’κρό ακόμα είνι ασαράντ’στου».
ασημόδιμα , το, η επαργύρωση. «Του βραχιόλι σ’ έχ’ καλό ασημόδιμα».
ασημουδένου, ρ., επαργυρώνω. «Νά ξερα τουν κλώνου που μι βάρισι που μι θανάτουσι / να τουν ασημουδέσου μι του μάλαμα». Δημ. τραγούδι Νικήτης . ΕΤΥΜ. < ασήμι + δένω < μεσν. ασήμι(ν) υποκ. του μτγν. άσημον < αρχ. άσημος α στερ.+ σήμα.
ασημουδιμένους, ο, μτχ., ο επαργυρωμένος. «Τα δαχ’λίδια που φουρώ είνι ούλα ασημουδιμένα».
ασκαίνουμι, ρ., σιχαίνομαι. «Δε τρώει σι κανένα σπίτ’. Ασκαίνιτι». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + αρχ. σικχαίνομαι = αποστρέφομαι, αηδιάζω.
ασκαμνιά, η, η μουριά. «Κόψι φύλλα απ’ τ’ν ασκαμιά να φάν’ οι γίδις». ΕΤΥΜ. < μτγν. συκαμινέα < συκαμινιά < συκαμνιά < (α)σκαμιά.
ασκάμπαστους, ο επίθ., αυτός που δε καταλαβαίνει τίποτε, που δε δέχεται συμβουλές από κανένα. «Η Γιώρ’ς δε καταλαβαίν’ απού λόια. Είνι ντιπ ασκάμπαστους». ΕΤΥΜ. < α στερ. + σκαμπάζω μεσν. σκαμβάζω < μτγν. σκαμβός = στραβός.
άσκουλσουν, μπράβο, δίκιο έχεις. «Άσκουλσουν! Κάνι ό,τ καταλαβαίν’ς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. ask olsum!
ασ’λλόιστους, ο, επίθ., ο ασυλλόγιστος. «Όταν κάν’ κάτ’ δε σκέφτιτι. Είνι πουλύ ασ’λλόϊστους» . ΕΤΥΜ. < α στερητ. = πρόθ. συν + λογίζομαι = σκέφτομαι.
ασ’μάζιφτους, ο, επίθ., αυτός που τριγυρνάει και δε συμμαζεύεται στο σπίτι του. «Δε πρόκιτι να τουν βρούμι. Είνι πουλύ ασμάζιφτους». ΕΤΥΜ. < α- στερητ. + πρόθ. συν + μαζεύω. μεσν. < μτγν. ομαδεύω = αθροίζω, παρετυμολογία από το συνώνυμο μάζα < μαζώνω.
ασμάζουχτους, ο, επίθ., ο ασυμμάζευτος, ο τσαπατσούλης. «Δε θα χαϊρέψ’ είνι πουλύ ασμάζουχτους».
ασ’νέρ’στους, ο, επίθ., ο ασυνέρεστος, αυτός που δε λεπτολογεί τα πράγματα. «Δεν θυμών’ καμιά φουρά. Είνι πουλύ ασ’νέρ’στους». ΕΤΥΜ. < α στερητικό + ερίζω = φιλονοκώ
ασουγάδα, η, η αταξία, η απρεπής πράξη. «Αυτό που έκανις είνι μιγάλ’ ασουγάδα».
άσουγους, ο, επίθ., ο ανήθικος, ο άτακτος. «Πρόσιχί τουν Μαρίγια του Γιώρ’ γιατί είνι πουλύ άσουγους». ΕΤΥΜ. < α στερητ. + τουρκ. soy
ασουιεύου, ρ., γίνομαι ανήθικος, άτακτος. «Του πιδί δεν μπουρώ να του σ’μάσου. Πουλύ ασόιψι».
αστένεια, η, η ασθένεια. «Ψόφ’σαν οι κότις ούλις. Τ’ς έπιασι αστένεια». ETYM. < αρχ. < α στερητ. + σθένος = δύναμη.
αστινής, ο ο ασθενής, ο άρρωστος. «Δεν πήγι η μκρός στου σκουλειό. Είνι αστινής.
αστιρνάρα, ή αστρινάρα η, η σκληρή και αιχμηρή πέτρα «Του χουράφ’ είνι γιμάτου αστιρνάρις». ΕΤΥΜ. < μεσν. στορυνάριον < μτγν. στορύνη = είδος χειρουργικού εργαλείου.
αστουχιούμι, ρ., ξεχνιέμαι. «Ασχολούμαι πάντα μη κατ’ κι έτσ’ αστουχιούμι κι δε θυμούμι τα βάσανα». ΕΤΥΜ. < α στερητικό + στόχος
αστουχνάου, ή αστουχνώ, ρ., ξεχνώ, λησμονώ. «Δε θυμάμαι ντιπ. Συνέχεια αστουχνώ». ΕΤΥΜ. < αρχ. ρ. αστοχέω.
αστό’ησα, ρ., (αόριστος του αστουχώ) ξέχασα. «Αστόησα να σι πώ».
αστόχαστους, επίθ. ο ξεχασιάρης, ο επιλήσμων. «Δε δίν’ σημασία . Είνι ντιπ αστόχαστους». ΕΤΥΜ. < αρχ. επίθ. αστόχαστος (ο αστόχαστος, ο μη στοχευόμενος, αλλά και ο απρόοπτος, ο απροσδόκητος).
αστραπόκαμμα, το, το κάψιμο από αστραπή. «Του δέντρου ξιράθ’κι απού αστρουπόκαμμα». ΕΤΥΜ. < άστρον + καίω.
αστραπουκαίου–ουμι, ρ., καίγω με αστραπές. «Κάθουνταν κάτου απού του δέντρου κι αστραπουκάηκι». ΕΤΥΜ. < αστραπή + καίω. αρχ. <αστραπή < αστεροπή < στεροπή.
αστράφτου, ρ., 1. λάμπω, «Αστράφτ’ν τα μανάλια απού του γυάλισμα». 2. ρίχνω αστραπές, «Αστράφτ’ όξου. Θα βρέξ’» 3. δίνω μπάτσο σε κάποιον.
«Τουν άστραψι μια στου μάγ’λου κι ζαλίσ’κι». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. αστράπτω.
αστρέχα, η, 1. η γωνία ενός σπιτιού, «Φύλαγι στ’ν αστρέχα κι τουν ζαμάκουσι στου πατσί». 2. η προεξοχή του επάνω ορόφου, το «σαχνιζί». «Μιρικά σπίτια έχ’ν αστρέχις για να μιγαλώσ’ν απάν’ τα δουμάτια». ΕΤΥΜ. < αστράχα < αστράκα < αρχ. όστρακον < σλαβ. streha = γωνία
ατζιάκ’, το, το τζάκι. «Έχ κρύου κι πρέπ’ ν’ ανάψουμι τ’ ατζιάκ’». ΕΤΥΜ. < α προσθ. + < μεσν. οτζάκι(ν) < τουρκ. ocak.
αυγουλόημα, το, η διαπίστωση αν η κότα έχει αυγό βάζοντας το δάχτυλο στον κώλο της. «Θα τιλειώσουμι του αυγουλόημα κι μιτά θα κλείσουμι του κάγκιλου να μη ξινουκατιάσ’ν οι κότις». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. ωόν από συνεκφορά τα > τα ωά > ταουά > ταουγά > τ’ αυγά > αυγό. μεσν. ωβγόν αρχ.ώFιον (ώβιον) ή ωFόν (ωβόν).
αυγουλουγώ, ρ., βάζω το δάχτυλο στον κώλο της κότας για να διαπιστώσω αν η κότα έχει αυγό. «Απού τ’ς δέκα τ’ς κότις που αυγουλόησα μουνάχα οι πέντι έχ’ν αυγό».
αυλουρους, ο, ο αυλόγυρος . «Πάτι να παίξτι όξου στουν αυλόυρου» ΕΤΥΜ. αυλή + γύρος.
αυνοί, δεικτ. αντων. αυτοί. «Ποιοι σι ίδειραν»; «Αυνοί».
αυνοίια, δεικτ. αντων. Λέγεται υποτιμητικά για κάποιους. «Αυνοίια δε θα πάρουμι στ’ ξηρή»;
αυτόζας, δεικτ. αντων. Λέγεται υποτιμητικά για κάποιον. «Καλά αυτόζας σι αν’κάει»;
αυτόνους, ο, δεικτ. αντων., αυτός. Το λέμε όταν δείχνουμε κάτι με το δάχτυλο. «Αυτόνους μι του είπι». ΕΤΥΜ. < αυτός < αυ = πάλι, ξανά + τον.
αυτούϊα, επίρρ., αυτού (δείχνοντας). «Δε βρίσκου του κλειδί που το βαλις; Αυτούϊα το ’βαλα».
αφαλόκουμα , το, το κόψιμο του αφαλού. «Μι γιούρτ’σι ένα σκ’λί κι μ’ έπιασι αφαλούκουμα».
αφαλός, ο ομφαλός. «Μι πουνάει πουλύ η αφαλός».
αφαλουκόβουμι, ρ., κόβεται ο αφαλός από τη βάση . «Άμα τουν είδα να σκαρφαλών’ στα βράχια αφαλουκόφ’κα απού του φόβου μ’». ΕΤΥΜ. <αρχ. ομφαλός < αφαλός + κόπτω.
άφανους, ο, επίθ., ο άφαντος, αυτός που εξαφανίζεται. «Μόλις μι είδι έγινι άφανους» . ΕΤΥΜ. < αρχ. α στερητ. + φάντος < άφαντος < άφανος.
αφιόν’, το, το εκχύλισμα από το φυτό «μήκων η υπνοφόρος». «Αφιόν’ σι πότ’σαν κι πλαλάς τόσου»; ΕΤΥΜ. < μεσν. αφιόνιον < τουρκ. afyon <αραβ. atyun < μτγν. όπιον.
αφιουνισμένους, ο, μτχ., ο υπνωτισμένος. «Άσ’τουν αυτόν παλάβουσι. Σαν αφιουνισμένους καν’» .
άφκι μι, ρ., άσε με, «Άφκι μι τώρα να πουτίσου τα λουλούδια»
αφ’κριούμι, ρ., αφουγκράζομαι, κρυφακούω. «Αφ’κριούνταν πίσου απ’ τ’ν πόρτα». ΕΤΥΜ. < μεσν. αφουκράζομαι < αφουκρούμαι (αφομοίωση) <αρχ. επακροώμαι = κρυφακούω.
αφουρκάλιστους, ο, επίθ., ο ασκούπιστος. «Του σπιτ’ του έχου μια βδομάδα αφουρκάλιστου». ΕΤΥΜ. < α - στερητ. + φουρκαλίζω = σκουπίζω.
αφριά, τα, ο αφρός. «Θύμουσι τόσου πουλύ που έβγαζι αφριά απ’ του στόμα» ΕΤΥΜ. < από το αφρός.
αφ’σιά, τα, τα απορρίματα από τους μεταξοσκώληκες (μαμούδια) και τα υπολείμματα της τροφής τους. «Καθάρ’σι τα μαμούδια απ’ τ’ αφσιά». ΕΤΥΜ. < μεσν. αφήνω < αρχ αφίημι < αφ < από - + ίημι = ρίχνω, βάλλω.
αχαλές, ο, ο βρωμιάρης, ο ασυμμάζευτος. «Που τουν βρήκις κι τουν πήρις αυτόν τουν αχαλέ». ΕΤΥΜ. < αλβαν. hale < τουρκ. hela.
αχαμνά, τα, τα ανδρικά γεννητικά όργανα. «Έπιζα μπάλα κι μι κουπάν’σαν κλουτσιά στα αχαμνά μ’ κι γκάρ’ζα απ’ τουν πόνου». ΕΤΥΜ. < αρχ. χαμαί = κάτω < μεσν. χαμαί.
αχαμνός, ο, επίθ., ο κατώτερος, ο άσκημος. «Δε σι αρέζ’ η Γιώρ’ς! Αχαμνός είνι»! ΕΤΥΜ. < α στερητ. + αρχ. χαύνος.
αχμάκ’ς, ο, επίθ., ο χαζός, ο άχρηστος. «Είσι ντιπ αχμάκ’ς». ΕΤΥΜ. <τουρκ. ahmak. = χαζός.
άχρεια λόγια, τα, τα αισχρά λόγια. «Ούλου άχρεια λόϊα λέει». ETYM. <αρχ. αχρείος < α- στερητ. + χρεία = ανάγκη.
αχρειάν’ς, ο, επίθ., ο βρώμικος άνθρωπος, ο ανήθικος. «Άσ’τουν αυτόν είνιαχρειάν’ς». αχρέστουμους, ο, επίθ., αυτός που λέει κακά λόγια που έχει αχρείο στόμα. «Είσι πουλύ αχρέστουμους». ΕΤΥΜ. < αχρείος + στόμα.
άχτ’, το, η δίψα για εκδίκηση «Τουν έχου ένα άχτ’! Αν τουν βρώ θα τουν σκουτώσου.
αχώρια, επίρρ., χώρια. «Στ’ν ικκλησιά κάν’τι αχώρια οι άντρις αχώρια οι γ’ναίκις». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. χωρίς, με επιρρ. κατάληξη -ια.