ΔΗΜΑΡΑΣ ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΝΙΚΗΤΙΑΝΑ ΠΑΡΑΓΚΩΜΙΑ Ή ΨΕΥΔΩΝΥΜΑ Ή ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ Ή ΠΑΡΑΣΟΥΜΙΑ

 


ΝΙΚΗΤΙΑΝΑ ΠΑΡΑΓΚΩΜΙΑ Ή ΨΕΥΔΩΝΥΜΑ Ή ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ Ή ΠΑΡΑΣΟΥΜΙΑ

  ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

Αβγούδ’: (Κανατά Άννα του Παναγιώτη). Κοντή και στρομπουλή σαν μικρό αυγό.

Αγουραστίνα: (Αποστολούδη Άννα του Βασιλείου). Από το όνομα της μάνας της, Αγοραστή.

Αγόρου: (Κανατά Αγοραστή του Τριανταφύλλου). Από το όνομα της μάνας της. Αγοραστή < Αγόρου.

Αζώρ’ς: (Πλασταράς Γεώργιος του Δήμου). Από το όνομα του σκύλου του.

Αθηναία: (Καμπάνη Μαρία του Αγγέλου). Πήγε ένα διάστημα στη Αθήνα και όταν επέστρεψε στο χωριό συμπεριφέρονταν σαν Αθηναία.

Αλτές: (Ζαφειρούδης Στυλιανός του Γεωργίου). Πρόφερε το -ρ- σαν –λτ-

Άπας: (Σαμαράς Δημήτριος του Γεωργίου και τα παιδιά του Γεώργιος και Νικήτας). Γιατί το «Άλφα» της αλφαβήτου το έλεγε στο Δημοτικό Άπα.

Ασπρούλ’ς: (Μάντιος Χρήστος του Αγγέλου). Άσπρος στο πρόσωπο.

Αστρουνόμους ή Χαρκόλακκας: (Χατζής Νικήτας του Αθανασίου). Αστρονόμος (ασχολούνταν με τα καιρικά φαινόμενα) Χαρκόλακκας (μαύρος σαν το χαρκόλακκα) = εστία φωτιάς με ξύλα).

Ατάηζς: (Σουνάς Δημήτριος του Γεωργίου). Από το επίθετο κάποιου ειρηνοδίκη Ατάζη.

Ατσές: (Δεληθανάσης Νικήτας του Ιωάννη). Τον φώναζε έτσι η μάνα του με την έννοια του γύφτου, επειδή γύριζε συνέχεια και δε συμμαζεύονταν στο σπίτι.Υπάρχει στη ρεμπέτικη ορολογία η λέξη τζες που σημαίνει αλήτης.

Βαλέσας: (Καραγιάννης Γεώργιος του Τριανταφύλλου). Από τον πρόεδρο της Πολωνίας Λεχ Βαλέσα.

Βάπους: (Σάλιαρη Μαρία του Αριστείδη). Έμοιαζε το πρόσωπό της με το Ρήγα της τράπουλας που οι ντοπιοι τον λένε Βάπο).

Βαρβάτους: (Κυριαζής Ιωάννης του Κυριαζή). Γερός και δυνατός σαν βαρβάτο άλογο. Ήταν και σωματώδης.

Βέλιους: (Σταμάτης Γεώργιος του Χρυσάφη). Βέλιος < βέλιουρας = στα αβανίτικα σημαίνει χορτάτος.

Βιταμινούχους: (Καραλής Κοσμάς του Δημητρίου). Ήταν πλανόδιος μανάβης και διαφήμιζε τα προϊόντα του ως βιταμινούχα.

Βλαχουντήμους: (Σμαραγδής Δήμος του Δημητρίου). Είχε γυναίκα βλάχα και τον έλεγαν Δήμο.

Βουδίτσκας: (Παπάγγελος Αθανάσιος του Ιωακείμ). Τον φώναζε η μάνα του κοροΐδευτικά. Βόδι < βουδίτσκας.

Βυζαντίνους: (Σμαραγδής Βασίλειος του Μιχαήλ). Βυζαντινός /Βυζαντίνο(υ)ς.

Γαδουρέλους: (Μάντσιος Γεώργιος του Αθανασίου). Κοντός σα γάϊδαρος.

Γαλάζιους: (Μιχαλούδης Μιχαήλ του Δημητρίου). Από τα γαλανά μάτια που έχει.

Γαλάκ’ς: (Μαδημένος Χριστόδουλος του Δημητρίου). Από το όνομά του < Χριστόδουλος < Χριστοδουλάκης < Γαλάκης.

Γαλατσιάνους: (Μάντσιος Βασιλικός, Τριαντάφυλλος, Στυλιανός). Κάποιος πρόγονος κατάγονταν από τη Γαλάτιστα.

Γανουτζής: (Κατσίμερος Δημήτριος και Νικόλαος). Ήταν γανωτής που στα ντόπια λέγεται Γανουτζής.

Γιαβρής ή Μούτσινους: (Κομπούρης Ιωάννης του Χρήστου). Ήταν ο μικρότερος Γιάννης στο σόι του. Για να τον ξεχωρίζουν από τους άλλους.

Γιατρίκας: (Παπαχρήστος Νικόλαος του Δημητρίου). Παρασκεύαζε διάφορα γιατροσόφια.

Γιατρός: (Κανατάς Χρήστος του Γεωργίου). Συστήθηκε για γιατρός.

Γινουβέφα: (Ξαργιά Δάφνη του Αγγέλου). Ήταν πολύ όμορφη και έμοιαζε κάποια με το όνομα Γενοβέφα.

Γιουπιγιάγιας: (Χονδρογιώργης Γεώργιος του Δημητρίου). Τραγουδούσε το τραγούδι των προσκόπων «Γιουπιγιάγια - γιουπιγιάγια».

Γιουργαλής: (Βαφείδης Τιμολέων, Νικόλαος, Άγγελος,). Από το όνομα του Γεωργίου Βαφείδη. Γεωργαλής = χαϊδευτικό του Γεώργιος.

Γιουρουμπίκας ή Μυλουνάς: (Αναγνωστάρας Αθανάσιος του Τριανταφύλλου). Κυνηγούσε γυναίκες με ανήθικο σκοπό.

Γιρμανός: (Βάσιος Γεώργιος του Βάσιου) Είχε ξανθά μαλλιά και ήταν κόκκινος στο πρόσωπο σαν τους Γερμανούς.

Γκανάτσιους: (Χουχούτας Αθανάσιος του Σαραφιανού). Στη Βελβενδό και στη Σιάτιστα της Κοζάνης το Θανάση Χαϊδευτικά τον λένε Γκανιάτσο.

Γκαρίτσιους: (Μάντσιος Αθανάσιος του Παύλου). Από το όνομα του τράγου του που βέλαζε δυνατά. Γκαρίτσιους = αυτός που γκαρίζει (φωνάζει) δυνατά.

Γκαργκαλιόκας: (Αναγνωστάρας Μιχαήλ του Τριανταφύλλου). Γαργαλούσε τα παιδιά. Το γαργαλό στα ντόπια λέγεται γκαργκαλώ.

Γκίνης: (Όλοι οι Γεωργουδαίοι). Ο προπάπος λεγόταν Γκίνης στο όνομα. Στα αρβανίτικα σημαίνει Ιωάννης.

Γκόγκους ή Σγαρνάς: (Χονδρογιώργης Γεώργιος του Δημητρίου). Γκόγκος = μικρόσωμος Γιώργος.

Γκόλφου: (Μάντσιου Μαρία του Παύλου). Έβοσκε πρόβατα όπως η Γκόλφω του Τάσου.

Γκούνιους ή Μιγδάλ’ς: (Χριστοδουλάκης Δημήτριος του Μιχαήλ).

Γκράτσιους: (Μάντσιος Γεώργιος του Ιωάννη). Από τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων τον Αγαμέμνονα Γκράτσιο.

Γκριτζιλούδ’: (Παπαθανασίου Αθανάσιος του Χρήστου). Το πρόσωπό του έμοιαζε με μικρό γουρουνάκι που στα ντόπια λέγεται γκριτζιλούδ’.

Γουθάϊα: (Γουματιανού Μαρία του Ιωακείμ). Δεν μπορούσε να προφέρει το –ρ- γροθάρια < γρουθάρια < γουθάϊα. Γροθάρια = στα ντόπια είναι τα άγουρα καρπούζια.

Γραίους: (Κασσανδρινός Ιωάννης του Απόστολου). Διάλογος. Μάνα : Γιάνν’! Πήγινι στου μπακάλ’ γιατί είμι γριά. Γιάννης: Κι ιγώ είμι γραίους = γέρος.

Γρίβους: (Τζίτζιος Αθανάσιος του Αριστείδη). Γρίβα στα ντόπια λένε τον γκριζομάλλη, Είχε από πολύ νωρίς γκρίζα μαλλιά.

Γρύλους: (Ανδρούδης Νικόλαος του Ιωακείμ). Ήταν κοντόχοντρος όπως ο γρίλος που αλλάζουμε τη ρόδα και όταν κάθονταν δε σηκωνόταν εύκολα.

Δάγκουλας: (Γουματιανός Σταμάτης του Χρυσάφη). Ήταν σκληρός σαν κάποιο ταγματασφαλίτη της εποχής του που τον έλεγαν Δάγκουλα.

Δαδάς ή Μάταξ: (Δεληθανάσης Άγγελος του Παναγιώτη). Δεν μπορούσε να προφέρει το «Δ».

Δισπότ’ς: (Κανατάς Αθανάσιος του Παναγιώτη). Τον ονόμασε ο πατέρας του γιατί ήταν ανυπότακτος, δεσποτικός.

Ζαβαλιώτ’σσα: (Γεωργακούδα Άννα του Αθανασίου).

Ζαμπακός: (Ξαργιάς Χρήστος του Ιωάννη). Από τη λέξη ζαμπάκι που σημαίνει ποκιλία του φυτού νάρκισσος. < τουρκ. zambak.

Ζάπας: (Παπαθανασίου Γεώργιος και Νικόλαος του Βάσιου). Δεν μπορούσε να προφέρει το αρνητικό μόριο δε και το έλεγε –ζε(α) Ζα πααίνου = δεν πηγαίνω < Ζάπας.

Ζαφείρας: (Ζαφειρούδης Δημήτριος του Ζαφείρη). Μεγενθεντικό του ονόματος του πατέρα του Ζαφείρης.

Ζουζούν’ς: (Χουχούτας Αθανάσιος του Νικήτα). Ήταν πολύ φοβητσιάρης. Από τη στερεότυπη φράση «Σε πάει ζουζούνα» = φοβάσαι πολύ.

Θανασούδ’ς: (Αναγνωστάρας Πέτρος του Αθανασίου). Ο πατέρας του ήταν μικρόσωμος και τον έλεγαν Θανάση = υποκ. κατάληξη –ούδης = Θανασούδης.

Ιουσήφ: (Μάντσιος Δημήτριος του Γεωργίου).

Κάθαρμα: (Μιχαήλ Ανέτα του Δημητρίου). Η Ασάνω Δημαρά, η Νίκα Λαγού, και η Μιχαήλ Ανέτα έκλεψαν μήλα. Ο δάσκαλος όταν το έμαθε τις αποκάλεσε καθάρματα. Το παρατσούκλι όμως κόλησε μόνο στην Ανέτα.

Καϊμακάμ’ς: (Μάντσιος Ιωάννης του Νικολάου). Ανώτερος διοικητής Οθωμανικής επαρχίας. < τουρκ. kaymakam.

Καλαμαρνός ή Γ’ρουνάρ’ς: (Δεληθανάσης Ιωάννης του Γεωργίου). Δούλευε στην Καλαμαριά (Ηπεριοχή από τη Ν. Καλλικράτεια μέχρι τα Ν. Μουδανιά) και φύλαγε γουρούνια.

Καλατζάρας: (Οικονόμου Άγγελος και Μαυρουδής). Ο Οικονόμου Άγγελος άνοιξε πηγάδι με αποτέλεσμα να στερέψει το νερό του γείτονα Καλαϊτζή. Όταν δε ο γείτονας διαμαρτυρήθηκε η απάντηση του Οικονόμου ήταν: «Τζάτς Καλατζάρα σι πήρα του νιρό».

Καλαφάτ’ς: (Δεληθανάσης Γεώργιος του Ιωάννη). Καλαφατίζω = επισκευάζω τη ξύλινη βάρκα.

Καλιάκας: (Χριστοδουλάκης Δημήτριος του Μιχαήλ). Από τη μεγάλη και σουβλερή μύτη που είχε και που έμοιαζε με τη μύτη της καλιάκας.

Καλόρ’ς: (Σμαραγδής Γεώργιος του Δημητρίου). Από το όνομα ενός ταύρου.

Καλυβιώτ’ς: (Ψηλογιώργης Ιωάννης του Βασιλείου). Κοιμόταν συνέχεια στην καλύβα του.

Καμμένους: (Κουμπούρης Γεώργιος του Αριστείδη). Κάηκε στο πλοίο και από την έκρηξη έχασε εν μέρει την ακοή του.

Καντηλάκιας: (Βεκίλης Γεώργιος του Ιωάννη). Γιατί έβριζε συνέχεια τα καντήλια.

Καντήλας: ( Μητσιάρας Ιωάννης του Νικολάου οι γιοί του Νικόλαος και Δημήτριος, και οι κόρες του Αγγελική και Άννα. (Καντίλινις). 1. Άναβε τα καντήλια στον Άγιο Αθανάσιο 2. Έβριζε τα καντήλια.

Καραϊνδις: (Όλοι οι Καρανιάννηδες). Ήταν όλοι μελαμψοί. Καρά στα τούρκικα = μαύρος.

Καραϊσκάκ’ς: (Μητσιάρας Γεώργιος του Κωνσταντίνου). Πάντα κυκλοφορούσε με ένα δίκανο στην πλάτη και επειδή ήταν και αδύνατος και είχε και το όνομα Γεώργιος, πήρε το παρατσούκλι από τον γνωστό αγωνιστή του 1821 τον Γεώργιο Καραϊσκάκη.

Καραϊώρ’ς: (Μάντσιος Αθανάσιος, Γεώργιος, Δημήτριος του Χρήστου). Από επίθετο της μάνας τους.

Καρακανάκ’ς: (Τραμουντάνης Χρήστος του Παναγιώτη). Από το τουρκ. kara = μαύρος = κανάκι = χαϊδεμένος, αγαπητός.

Καραπαππούς: (Κανατάς Αθανάσιος του Γεωργίου). Όταν έπαιζε χαρτιά έλεγε στους αντιπάλους του: Τον καραπαππού (έμπειρο) θα κερδίσετε;

Καραπαψώλ’ς: (Κούρας Άγγελος και Κωνσταντίνος του Τριανταφύλλου). Είχε μαύρη ψωλή.

Καραπιστόλας: (Σμαραγδής Απόστολος του Ιωάννη). Από το καρά = μαύρος = Απόστολος < Αποστόλας < Πιστόλας.

Καρβ’νάρ’ς: (Προβατάρης Ιωακείμ του Τριανταφύλλου). Αυτός που κατασκευάζει κάρβουνα.

Καρδαμήλας: (Καρανικόλας Δημήτριος του Βασιλείου). Από τα Καρδάμηλα της Χίου.

Καρναβίας: (Καραδήμος Ιωάννης του Δημητρίου). Η μύτη του έμοιαζε με την πλώρη του πλοίου του πολεμικού ναυτικού με το όνομα «Καρναβίας»

Καρών’ς: (Μητσιάρας Δημήτριος του Τριανταφύλλου). αρχ. καρώνω ή καρώ = αποκοιμίζω.

Καταδίουξ’: (Κανατά Σταμάτα του Αθανασίου). Πολύ γρήγορη στις κινήσεις της σαν την ακταιωρό με το όνομα «Καταδίωξη».

Κατιρτσάς: (Κανατάς Δημήτριος του Παναγιώτη). Δύο οι εκδοχές: 1. Το πρόσωπό του έμοιαζε με κατερίτσα = νυφίτσα. 2. Ανέβαινε εύκολα τα δέντρα όπως η κατερίτσα.

Καφιτένιους ή Μπ’γαδίσιους: (Καραλής Δημήτριος του Γεωργίου). 1. Έβαψε τα μαλλιά του από βρασμένο φλοιό πεύκου (πτικ’) που έχει χρώμα καφέ. (Κατιφένιους) 2. Έπεσε σε πηγάδι. Πηγαδίσιος / Μπγαδίσιους.

Κάτσας: (Πλασταράς Γεώργιος του Χρήστου). Από το ρήμα κάθομαι. Κάτσα στα ντόπια λέγεται το κατσούλιασμα στο χορό. Κατσούλα = το εσωτερικό μέρος του γόνατος. Το δίπλωμα των γονάτων.

Κατσινέλα: (Καλατζή Γερακίνα του Νικολάου).

Κάτσουλας: (Ζαφειρούδης Γεώργιος του Δημητρίου). Όταν μεθούσε περπατούσε λυγίζοντας τα γόνατα. Κατσούλα = το εσωτερικό του γόνατος.

Καψάλ’ς: (Ένα μέρος του επιθέτου Μάντσιος). 1. Καμμένο μέρος 2. Αυτός που έχει καστανόξανθα μαλλιά.

Καψούλας: (Κομπούρης Κωνσταντίνος του Δημητρίου). Από το καψούλι ή καψύλλιο < γαλλ. capsule < λατιν. capsula = κάψουλα.

Κεμάλ: (Παπάγγελος Ιωακείμ του Μαυρουδή). Από το όνομα του Τούρκου πρωθυπουργού Κεμάλ Ατατούρκ.

Κιαρατίκας ή Πατσίμας: (Παπάγγελος Ιωακείμ του Αγγέλου). Έλεγε συνέχεια τη λέξη κιαρατίκας (χαϊδευτικό του κερατάς) Πατσίμας: από το πατσί = κεφάλι. Δηλ. κεφάλας.

Κιτρίν’ς: (Αλέγρας Τριαντάφυλλος του Ιωάννη). Λόγω μεσογειακής αναιμίας το πρόσωπό του ήταν κίτρινο.

Κίτσιους: (Καραδήμος Χρήστος του Μιχαήλ). Από το όνομά του Χρίστος/Κίτσιος.

Κόκκας: (Σμαραγδής Ιωακείμ του Ιωάννη). Η μάνα του καταγόταν από τον Άγιο Νικόλαο και λεγόταν Αφέντω Κόκκα. < αρβαν. koje = κεφάλι, ο επικεφαλής.

Κόκκιν’: (Κασσανδρινού Μαρία του Δημητρίου). Είχε κόκκινα μαλλιά.

Κόκκινους ή Ματαξιώνδ’ς: (Δεληθανάσης Αθανάσιος του Παναγιώτη) Είχε κόκκινα μαλλιά και κόκκινο πρόσωπο.

Κουέμπας: (Χριστοδούλου Δημήτριος του Νικολάου). Είχε βουλγάρικη καταγωγή. < koeba = σόνα (είδος ψαριού). Αυτός που ψαρεύει σόνες.

Κουκκαρού: (Ρεντίνη Άννα του Γεωργίου). Από τη λέξη κοκκάρι = μικρός βολβός από σπόρο κρεμμυδιού. Κατάνονταν από τα Βραστά που σπέρνουν πολλά κρεμύδια.

Κουκουβάους: (Αστερίου Αλέξανδρος του Βάσιου και Κασσανδρινός Τριαντάφυλλος του Γεωργίου). Μάτια στρόγγυλα και μπιρμπιλωτά σαν της κουκουβάγιας.

Κουκουβιός: (Γουματιανός Γεώργιος του Χρυσάφη). Έμοιαζε στο πρόσωπο με το ψάρι Κοκωβιός.

Κούκου Σουνά: (Σουνάς Δημήτριος του Λεμονή).

Κούλης: (Καλλέας Ιωάννης του Χριστοφόρου). Γιαννακούλης <Κούλης

Κουλούδ’: (Δεληθανάσης Νικόλαος του Αθανασίου). Ήταν μικρόσωμος. Νίκος < Νικούλης < Κουλούδ’.

Κούμαρους: (Γουματιανός Ιωακείμ του Ιωάννη). Στα ντόπια θα πει τεμπέλης. < κουμάρι = αγγείο πήλινο < μεσν. κουκουμάριον.

Κουμάτου: (Προβατάρη Σταμάτα του Ιωάννη). Αυτή που είναι μόνο να την ταΐζεις. Κουματώνου = ταΐζω. Κουμάτ’ στα ντόπια = ψωμί.

Κουντζιώ: (Κομπούρη Δήμητρα του Χριστοδούλου). Άγνωστη η ετυμολογία. Έτσι την προσφωνούσε ο πατέρας της.

Κουρμπατσώφ: (Γκέτσος Γεώργιος του Νικολάου). Από τον Πρόεδρο της Ρωσίας Μιχαήλ Κορμπατσώφ. Επειδή σαν αριστερός ήταν φιλορώσος.

Κουρνούτας: (Κωστίκας Γεώργιος του Κοσμά).

Κουρούς: (Καλατζής Γεώργιος του Ιωακείμ). Πρόγονός τους λεγόταν Κουρούς.

Κουσκουτάς: (Καρανικόλας Νικόλαος του Γεωργίου). Από τον γνωστό μας Κοσκωτά με το περιβόητο τραπεζικό σκάνδαλο.

Κ’τσιούπ’ς: (Κουρμπέτης Χρήστος του Αθανασίου). 1. Κ’τσούπ’ στα ντόπια = το απομεινάρι από κορμό δέντρου. 2. αυτός που έχει χοντρά και κοντά δάχτυλα.

Κυπαρίησς: (Παπαϊωάννου Ιωάννης του Αθανασίου). Από το επίθετο της μάνας του.

Λαδιάς: (Μητσιάρας Ιωάννης του Κωνσταντίνου). Έμπορος λαδιών. Λαδάς < Λαδιάς.

Λάκας: (Χριστοδουλάκης Χριστόδουλος του Γεωργίου). Χριστοδουλάκης <Λάκης < Λάκας = μεγενθυντικό.

Λάρα: (Μάντσιου Σοφία του Τριανταφύλλου).

Λαρίας ή Λάσκας ή Χασκαντούρας: (Μάντσιος Ιωάννης). 1. Λάσκας: Όταν φόρτωναν κορμούς πεύκων στο καΐκι έκανε κουμάντο και φώναζε: Λάσκα!!! 2. Χασκαντούρας: Δεν πρόσεχε και έχασκε αφηρημένα . Χάσκω / Χασκαντούρας. 3. Λαρία αποκαλούσαν το ψηλό και όμορφο.

Λάτζους : (Πλασταράς Χρήστος του Γεωργίου). Από το όνομα του παπού τους. Λάζαρος < Λάζος < Λάτζος.

Λαχτάρας: (Βαφείδης Γεώργιος του Νικολάου). Από το όνομα του τρεχαντηριού του.

Λιανός: (Δημαράς Δήμος του Δημητρίου). Λεπτός, αδύνατος σε αντιδιαστολή με τον ξάδερφό του Δημαρά Δήμο του Γεωργίου που είχε περισσότερο βάρος.

Λίκας: (Κεφαλάς Γεώργιος του Ιωάννη). Ήταν μικρόσωμος. Κεφαλάς <Κεφαλίκας < Λίκας.

Λουκάν’κους: (Κατσίμερος Δημήτριος του Αλεξάνδρου). Λεπτός σαν λουκάνικο.

Λύκους: (Κασσανδρινός Γεώργιος του Χρήστου). Είχε θείο τον μακεδονομάχο Αλέγρα Τριαντάφυλλο που είχε το ψευδώνυμο Λύκος.

Λύπας: (Σμαραγδής Γεώργιος του Αθανασίου). Δεν μπορούσε να προφέρει το –ρ- Τρύπα < λύπα < Λύπας.

Μάγκας: (Καραδήμου - Παπαχρήστου Άννα). Αυτοαποκαλούνταν μάγκας.

Μαδούπας: (Σμαραγδής Δημήτριος του Γεωργίου). Χωρίς μαλλιά. Μαδούπα κότα = η κότα που δε έχει πούπουλα.

Μακρής: (Τζίτζιος Τριαντάφυλλος του Ιωάννη). Ψηλός (μακρύς) στο ανάστημα.

Μαμάν’ς: (Χονδρογιώργης Γεώργιος του Τριανταφύλλου). Μαμάνης στα ντόπια σημαίνει εύσωμος άντρας.

Μαμούχρινα: (Κούρα Άννα του Νικολάου). Ήταν ασουλούπωτη.

Μαμώτους ή Γιατρός: (Καραλής Ιωάννης του Ιωάννη) Μαμώτος < από το γαμώτο. Γιατρός < συστήθηκε κάπου για γιατρός.

Μαναζής: (Καρακυριαζής Κυριαζής του Νικολάου). Από κάποιον συγγενή του Μαναζή.

Μανάφτ’ς ή Τσιγαρουφάους: (Παναγιώτου Δημήτριος του Μαυρουδή). 1.Της μάνας του το επίθετο ήταν Μανάφτη, 2.Τσιγαρουφάους: κάπνιζε πολύ.

Μανεδάκι: (Χουχούτας Σαραφιανός του Γεωργίου). Τραγουδούσε αμανέδες. Αμανεδάκι < Μανεδάκι.

Μανίκας: (Σμαραγδής Απόστολος του Ιωάννη). 1. μανίκα = σιδερένια θωράκιση που προστατεύει τους βραχίονες 2. μανίκι ενδύματος < λατιν. manica.

Μανιώ: (Πλασταρά Μαγδαληνή του Γεωργίου).

Μαραγκός: (Παναγιώτου Δημήτριος του Τριανταφύλλου). Ήταν ξυλουργός.

Μαργαρίτ’ς ή Νούκους: (Χριστοδουλάκης Νικόλαος του Γεωργίου). Μαργαρίτης: < από το όνομα της γιαγιάς του της Μαργαρίτας. Νούκους: < από το Νίκος που μικρός το έλεγε Νούκους.

Μαρλιάκας: (Παπαγεωργίου Χριστόδουλος). Από συγγενικό επίθετο της γυναίκας του.

Μαστουρουκαλούδα: (Κορτζίδη Καλούδα του Γεωργίου). Επειδή ο άντρας της ήταν σιδεράς.

Μαυραντζάς: (Καλλέας Στυλιανός του Θωμά). Μαύρος στην επιδερμίδα.

Μαυραντζάς: (Παπαδημητρίου Γεώργιος του Νικήτα). Μαύρος στην επιδερμίδα.

Μαυρουκόμνου: (Κανατά Μαρία του Γεωργίου). Μαύρη στην επιδερμίδα.

Μαύρους: (Καρακυριαζής Ιωακείμ του Ιωάννη). Μαύρος στην επιδερμίδα.

Μιλέτ’ς: (Σταμάτης Δημήτριος και Γεώργιος). Από το όνομα του πατέρα τους Μελέτης.

Μέρμιγκας ή Αράπ’ς: (Μεταγγιτσινός Δημήτριος του Νικολάου). Μαύρος σαν τον αράπη.

Μήτσ’κας: (Καραδήμος Δημήτριος του Χρήστου). Λιγόσωμος Μήτσος / Μήτσ’κας.

Μιγδάλ’ς: (Χριστοδουλάκης Χριστόδουλος και Μιχαήλ). Από το γυναικείο όνομα Μαγδαληνή < Μιγδαλ’νή, Μιγδάλου.

Μιχαλιός: (Χριστοδουλάκης Μιχάλης και οι γιοί του, Βασίλης, Χριστοδουλάκης, Δημήτριος Γεώργιος). Από το όνομα του παπού Μιχάλης < Μιχαλιός.

Μουδιστρούλα: (Επιφανίδου Ελένη του Νικολάου). Ήταν μοδίστρα στο επάγγελμα και ήταν λεπτοκαμωμένη.

Μούτζουρους: (Καραγιάννης Ιωάννης του Γεωργίου). Μαύρος στο πρόσωπο < μουτζούρα < μούτζουρος.

Μπαϊάντρας: (Δεληθανάσης Αθανάσιος του Γεωργίου). Από τις λέξεις Μπαϊά =πολύ+άντρας. Το έλεγαν ειρωνικά γιατί ήταν μικρόσωμος.

Μπακόλας: (Ξαριάς Νικόλαος του Λεμονή). Από τους Μπακολαίους από την Μεταμόρφωση που ήταν τσομπάνηδες αλλά και τεμπέληδες. Ο ίδιος έβοσκε λίγα γίδια.

Μπαλαρούτσους: (Κυριαζής Ιωακείμ του Δήμου). Είχε ένα συγγενή γιατρό από την Κασσάνδρα με το επίθετο Μπαλαρούτσος.

Μπάλιους: (Σμαραγδής Πέτρος και Χρήστος). την κυριολεξία το άλογο με άσπρο κούτελο .Οι ντόπιοι μπαλιάδι ονομάζουν το τσουλούφι που είναι διαφορετικό στο χρώμα από τα υπόλοιπα μαλλιά. < αρωμ. baliu.

Μπαμπακάς: (Μητσιάρας Ιωάννης του Βασιλείου). Ο Άντρας της Μπαμπακού.

Μπαμπακού: (Μητσιάρα Μαρία του Δημητρίου). Έπλενε καλά τα ρούχα και έλεγε ότι έγιναν μπαμπάκα = πολύ καθαρά.

Μπαμπούχλιαρους: (Καραλής Δημήτριος και Γεώργιος του Δημητρίου).

Μπαλάκους: (Χριστοδουλάκης Μιχαήλ του Γεωργίου). Από το χοντρός < χοντρομπαλάκος < μπαλάκος.

Μπαρμπαδάκους: (Ζαφειρούδης Γεώργιος του Γεωργάκη). Ήταν μικρόσωμος και φορούσε πάντα καπέλο και έμοιαζε σαν μικρός μπάρμπας = μπαρμπαδάκος.

Μπασακλάρας: (Ξαριάς Λεμονής, Νικόλαος, Δημήτριος). άγνωστη η ετοιμολογία. Συνήθιζε τη βρισιά: «Γαμώ την μπασακλάρα σ’».

Μπάτης: (Γουματιανός Σταμάτης του Χρήστου). Από το Σταμάτης/Μάτης/Μπάτης

Μπατόλιους: (Ψηλογιώργης Στυλιανός του Βασιλείου). Από το όνομα στον του Ιταλού στρατηγού στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο Batolio.

Μπατσιόσκας: (Μάντσιος Αναστάσιος του Χρήστου).

Μπιζιβέγκ’ς: (Φουντούκης Ιωάννης του Κοσμά). Το έλεγε για τον εαυτό του που σημαίνει κατεργάρης.

Μπίκας: (Αναγνωστάρας Αθανάσιος του Τριανταφύλλου). Ήταν πολύ γυναικάς.

Μπιλιντέμ’ς: (Μητσιάρας Γεώργιος του Κωνσταντίνου).

Μπιρμπίλου ή Μπατσιάκα: (Κανατάς Ιωάννης του Γεωργίου). 1. Μπατσιάκα = βάτραχος. Μάζευε βατράχια. 2. Μπιρμπίλω = ναζιάρα ή αυτή που έχει στρόγγυλα μάτια.

Μπίρμπας: (Καραδήμος Χρήστος του Ιωάννη). Μπίρμπας: < μπίρμπος < μιρμπάντης = παλιάνθρωπος < βεν. Birba.

Μπιτσικόκους: (Χουχούτας Χρήστος του Θεοδώρου).

Μπόκας: (Κασσανδρινός Ιωάννης του Γεωργίου). < μπότκας = ποντικός < το έλεγε μπόκας.

Μπόμπους: (Παπανικολάου Αθανάσιος του Γεωργίου). Είναι κοντόχοντρος.

Μπουένους: (Καρακυριαζής Ιωάννης του Κωνσταντίνου). Πήγε ένα διάστημα στο Μποένος Άϊρες.

Μπουζής: (Ξαργιάς Άγγελος).

Μπουζουκλής: (Δημαράς Δήμος του Γεωργίου). Από παρεξήγηση έσπασε το λαούτο (μπουζούκι για τους ντόποιους) στο χοροστάσι.

Μπουλιόπτου: (Πλασταρά Μαρία του Γεωργίου). Έπαιζε μικρή με τα μπαλώματα (μικρά κομάτια υφασμάτων) και δεν μπορούσε να τα προφέρει σωστά < μπαλώματα < μπουλιόματα < μπουλιόπτου.

Μπουντίκας, Μπουντίκινα: (Κανατάς Αθανάσιος και Δημήτριος). Ένας προπάπος τους ήταν πολύ μικροσκοπικός (σαν ποντίκι) σε σύγριση με τη γυναίκα του που ήταν εύσωμη.

Μπουντίκινα: (Κασσανδρινού Ειρήνη του Ιωάννη).

Μπουραντάς: (Μάντσιος Αθανάσιος του Παύλου). Οι μπουραντάδες ήταν στρατιωτικό τμήμα της Μέσης Ανατολής.

Μπούρας: (Μάντσιος Αθανάσιος και οι γιοί του Βασίλειος Νικόλαος και Γεώργιος). < σλαβ. bura = τρικυμία, μπόρα. Αρβαν. < burrei = άντρας γερός, άντρακλας.

Μπουρούν’ς: (Αναγνωστάρας Αθανάσιος του Πέτρου). < από τη λέξη μπουρούνι = γυνί από αλέτρι (ξυλάλετρο) για βόδια. < τουρκ. burun = μύτη.

Μπουτάρας: (Αναγνωστάρας Αθανάσιος του Τριανταφύλλου). Από κάποιον αξιωματικό που τον έλεγαν Μπουρδάρα < Μπουτάρας.

Μπουτσιόλα: (Κατσιμέρου Μαρία του Χρήστου). Θα πει αφράτη.

Μπούτσκους: (Τσαχάς Δημήτριος του Κωνσταντίνου). Ήταν κοντόχοντρος.

Μπούφους: (Χριστοφορίδης Γεώργιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος). Πήγαν βόλτα στον μοναχό Γαβριήλ που κατά την παράδοση είχε κρυφό σχολειό «Στ’ γιουρουσπύρ’ τα γιούρτια» και έφαγε κρυφά το γλυκό. Και μετά λέει ο γερο-Γαβριήλ «Ποιος μπούφος έφαγε το γλυκό»;

Μπιχουτζίδ’ς: (Κασσανδρινός Γεώργιος του Τριανταφύλλου). Οι ντόπιοι αποκαλούν μπιχουτζή τον αμακαδόρο. Αυτόν που συνέχεια δεν πληρώνει και τον κερνούν άλλοι.

Μπρίκους: (Καρανικόλας Νικόλαος του Βασιλείου). Ήταν ψαράς. Από το μπρίκι = μικρό πλοίο.

Νασιάκας: (Κανατάς Αθανάσιος και Ιωάννης). Μεγάλος σε σωματικές διαστάσεις Νάσιος = Αθανάσιος.

Νικουλάκας ή Καρπούζας: (Θωμάς Δημήτριος του Νικολάου). Νικολάκας: < Μεγάλος σε σωματικές διαστάσεις Νίκος. Καρπούζας: Από το επίθετο του Δασάρχη Πολυγύρου.

Νικουλινάκ’ς: (Τζίτζιος Αριστείδης του Αθανασίου). Έμοιαζε καταπληκτικά με τον τελώνη Νικολινάκο.

Νίνας: (Καρακυριαζής Αθανάσιος του Νικολάου).

Νιότα: (Παπαγγέλου Μαρία του Γεωργίου). Περπατούσε καμαρωτά σα νέα/νια κοπέλα. Νιάτα / Νιότα.

Νουμάρχης: (Τζίτζιος Τριαντάφυλος του Αριστείδη). Έκανε για ένα διάστημα κοινοτάρχης και κοροϊδευτικά τον φώναζαν Νομάρχη.

Νταγκάρ’ς ή Πιτικουτιάς: (Αναγνωστάρας Πέτρος του Μιχαήλ). Δεν είχε καλό χρώμα στο πρόσωπο και κάποιος τον είπε ότι μοιάζει σαν Νταγκιάρικη (χαλασμένη) λίγδα = το λίπος του γουρουνιού.

Νταή(ρ)ς ή Μπουιτάς: (Παπαδημητρίου Δημήτριος του Βασιλείου). Παρήστανε τον παληκαρά. Νταής στα τούρκικα = ψευτοπαληκαράς.

Νταλαμάγκας: (Χονδρογιώργης Δημήτριος, Γεώργιος, Ιωάννης, Χριστόδουλος). Από τη λέξη ντάλα = αποκορύφωμα + μάγκας. Βαρύμαγκας.

Νταλαμπέκας: (Βαγιωνάς Κωνσταντίνος του Στυλιανού). Είχε μεγάλη κοιλιά = νταλαμπέκα στα ντόπια.

Νταλίπ’ς: (Δεληθανάσης Αθανάσιος και Νικόλαος). Από το επίθετο κάποιου προγόνου.

Νταούλ’ς: (Άγγελος Πλούμης του Αθανασίου). Από το όργανο νταούλι

Νταρναμπούκας: (Αναγνωστάρας Τριαντάφυλλος του Αθανασίου). Η λέξη θα πει χοντρός, ασουλούπωτος.

Ντιγριντής: (Παπαδημητρίου Δημήτριος του Κων/νου). Ήταν δυνατός σαν τίγρης. Τιγριτής / Ντιγριντής.

Ντιλήδις: (Όλοι οι Δεληθανασαίοι). Τουρκ. deli = τρελός, παληκαράς.

Ντιμπέλ’ς: (Σουνάς Γεώργιος του Αθανασίου). Βαριόταν να δουλέψει.

Ντιρβίησς: (Κατσίμερος Δημήτριος). Ήταν πολύ κοντός σαν τους ντερβίσηδες = μωαμεθανοί μοναχοί.

Ντουγραματζής: (Καρακυριαζής Νικόλαος, Γεώργιος). Ο παπούς ήταν Ντογραματζής = ξυλουργός.

Ουβραίους ή Μιταγγιτσ’νός: (Αργυρίου Στυλιανός του Δημητρίου). Ουβραίους: < τσιγκούνης σαν του Εβραίους. Μεταγγιτσινός: < η καταγωγή από το Μεταγγίτσι.

Παίδας: (Χονδρογιώργης Γεώργιος του Ιωάννη).

Παπάγους: (Χριστοδουλάκης Γεώργιος του Μιχαήλ). Από τον πρωθυπουργό Παπάγο.

Παπαρίκας: (Παπαγεωργίου Αθανάσιος και οι γιοί του, Αριστείδης, Στέλιος, Χρήστος). Από το επίθετο Παπαγιώργης < Παπαρίκας.

Παπάς: (Προβατάρης Αθανάσιος του Πέτρου). Ήταν πολύ ήσυχος όπως πρέπει να είναι ένας παπάς.

Παπατζίκους: (Φουντούκης Ιωάννης, Άγγελος). Ειρωνικά ο μπαμπάς /μπαμπατζίκος / παπατζίκος. Τουρκ. babas.

Παπατσόχας: (Παπαδημητρίου Νικήτας, Χαϊδευτός και Βασίλειος). Ήταν τσαγκάρηδες, παπουτσήδες. Παπούτσι / παπουτσόχας / παπατσόχας.

Παπλιάρ’ς: (Λανταβός Χρήστος του Δημητρίου). Πάντοτε στα χείλη του είχε έρπη που στα ντόπια λέγεται παπίλα.

Παπούλας: (Μητσιάρας Βασίλειος του Αθανασίου). Από τον στρατηγό Παπούλα.

Παρδάλ’ς: (Φουντούκης Άγγελος του Τριανταφύλλου). Παρδαλός στο πρόσωπο.

Παρδαλός: (Γκιουμπεγιάζης Δημήτριος). Παρδαλός στο πρόσωπο

Πατάσιους: (Δεληθανάσης Ιωάννης του Αθανασίου).

Πατάτα: (Καλλέα Σταμάτα του Ιωάννη). Στόγγυλη και κοντή σαν πατάτα.

Πατιάς: (Σάλιαρης Αθανάσιος του Πέτρου). Δεν περπατούσε καλά, δεν πατούσε καλά. Είχε κάποιο πρόβλημα στα κάτω άκρα.

Πατόζας: (Σταμάτης Ιωάννης του Ιωακείμ). Μικρός έπαιζε στη άμμο με αυτοσχέδιες αλωνιστικές μηχανές τις πατόζες.

Πατούν’ς: (Παπαχρήστος Αθανάσιος). Πατούνα στα ντόπια σημαίνει φτέρνα. Είχε μεγάλες πατούσες και πλατυποδία.

Πιτίν’ς: (Χουχούτας Στυλιανός του Θεοδώρου).

Πιτσουνάκ’: (Χουχούτα Άννα του Σαραφιανού). Περπατούσε καμαρωτά σαν τα πιτσουνάκια = μικρά περιστέρια. και ήταν και πεταχτούλα.

Πλαρουκουταίοι: (Κωστίκας Κοσμάς, Δημήτριος, Νικήτας, Αλέξανδρος). Ένας από αυτούς έβοσκε πουλάρια = μικρά υποζύγια. Πουλαρουκουταίοι / π’λαρουκουταίοι.

Πλαστήρας: (Πλασταράς Γεώργιος, Νικήτας και Ζαφείρης). Μεγάλος σε διαστάσεις Πλασταράς < Πλαστήρας.

Πλατανιώτ’ς: (Χρυσάφης Γρηγόριος του Αθανασίου). Καταγόταν από τον Γεροπλάτανο Χαλκιδικής.

Πλατούρ’ς: (Κεφαλάς Ιωάννης του Γεωργίου). Πλατύ στέρνο, φαρδιές πλάτες.

Ποντικάκι: (Κουκουρούμα Μαρία του Δημητρίου). Μικροσκοπική σαν ποντικάκι.

Ρακέας: (Παύλος Μάντιος του Νικολάου).

Ραμπότας: (Καλέας Ιωακείμ και οι γιοί του Χρήστος και Γεώργιος). Στα ρώσικα ραμπότα σημαίνει δουλειά. Ήταν δουλευτάρηδες.

Ρόβας: (Μάντσιος Χρήστος του Νικολάου). Υπήρχε κάποιος κεχαγιάς με το επίθετο Ρόβας. Επειδή ο ίδιος έβοσκε γίδια έλεγε ότι ήταν Ρόβας.

Ρόκας ή Μπάρκουλης: (Βεκίλης Ιωάννης του Δημητρίου). Ήταν αδύνατος όπως η ρόκα και έμοιαζε στο πρόσωπο τον ηθοποιό Ανδρέα Μπάρκουλη.

Ρότζερ: (Καλλέας Νικόλαος του Χρήστου). Από το όνομα ενός ευρωπαίου που ήταν σημαίνο πρόσωπο.

Ρούκουνας: (Κανατάς Δημήτριος του Ιωάννη). Από το όνομα κάποιου τραγουδιστή, που τραγουδούσε τα τραγούδια του.

Ρουβός: (Παπαθανασίου Ιωάννης και Γεώργιος). Ο βωβός σταν ντόπια λέγεται ρωβός.

Ρούφας: (Ξαργιάς Δημήτριος και Τριαντάφυλλος). Κάπνιζε (ρουφούσε) πολύ τσιγάρο.

Σαΐτδι’ς ή καπισιόνδις: (Οι Σαλιαραίοι). Ήταν λεπτοί σαν σαΐτα. Καπισιόνι έλεγαν έναν ειδικό σκούφο που φορούσαν.

Σαμαλέκους: (Κολοβρέχτης Ιωάννης, Κολοβρέχτης Δημήτριος, Τσεσμελής Αλέξανδρος).

Σανταλάκους: (Γουματιανός Άγγελος του Μόσχου).

Σβούρας ή Πέρπιρας: (Κάργας Άγγελος Αστερίου). Σβούρας: Κοντός όπως μια σβούρα. Πέρπιρας: Έσπερνε πολλές πιπεριές. Πιπεριά Πιπεράς / Πέρπιρας.

Σγαϊδός ή Αυτίκας: (Αναγνωστάρας Κωνσταντίνος του Μιχαήλ). Αυτίκας: = είχε μεγάλα αυτιά.

Σκαρλής: (Καρανικόλας Τριαντάφυλλος του Νικολάου). Έκανε όλες τις δουλειές μ’ ένα σκαρπέλο. Σκαρ(πε)λής / Σκαρλής.

Σκιώτ’ς: (Βακάλης Αστέριος του Ιωάννη και τα παιδιά του Ιωάννης και Χρήστος). Η καταγωγή του ήταν από τη Συκιά.

Σκούτζιος: (Δεληθανάσης Γεώργιος του Παναγιώτη).

Σκριάπ: (Ψάλτης Αστέριος του Ελευθερίου). < Αγγλ. scrap = άχρηστο κατάλοιπο.

Σκριάπας: (Πλούμης Αθανάσιος, Άγγελος). Σκριάπας στα ντόπια σημαίνει ξεροκέφαλος. < Αγγλ. scrap = άχρηστο κατάλοιπο.

Σκύλαρους: (Τραμουντάνης Παναγιώτης του Ευάγγελου). Τον «βάπτισε» ο πατέρας του.

Σλιάπ’ς: (Γεωργακούδας Νικήτας του Ιωάννη). Ηχοποίητη λέξη. Προέρχεται από τον ήχο της ερωτικής πράξης. Πήγαινε σλιάπ.

Σμπάντας: (Αλέγρας Γεώργιος του Ιωάννη). Γιατί περπατούσε δίπλα. Σμπάντα < στην πάντα = στα ντόπια θα πεί δίπλα, ή στην άκρη. π.χ. Πήγαινε σμπάντα = κάτσε στην άκρη, δίπλα.

Σουληνός: (Πλασταράς Γεώργιος του Νικολάου). Αδύνατος σαν σωλήνα.

Σπούδας: (Καλλέας Τριαντάφυλλος, Ιωάννης, Νικόλαος). Έβγαλε από τη θάλασσα μια μικρή σουπιά = σπιούδα < σπιούδας < σπούδας.

Σπύρους: (Κτίστης Αθανάσιος, Γεώργιος, Θωμάς). Από το όνομα του πατέρα τους.

Σταμάτης: (Γουματιανός Σταμάτης, Μόσχος). Από το όνομα του πατέρα τους.

Στραβουζνίχ’ς: (Κανατάς Νικόλαος του Ιωάννη). Είχε στραβό λαιμό.

Στρουβίλ’ς: (Κομπούρης Κωνσταντίνος του Δημητρίου). Το κεφάλι του έμοιαζε με στρουβίλα = κουκουνάρα.

Τζιάκας: (Κανατάς Αθανάσιος του Τριανταφύλλου). Από το τζάκι.

Τζιαμαλούκας: (Ζαφειρούδης Δημήτριος του Γεωργίου).

Τζιάμπας: (Παπαδημητρίου Γεώργιος του Δημητρίου). Στη γιορτή του Αγίου Νικήτα έπαιζε με τους κρίκους σε κάποιον πλανόδιο πραματευτή που αυτοαποκαλούνταν τζάμπας = πολύ φτηνός.

Τζιβουρτζής ή Μιρμίγκ’ς: (Γιαννακούδης Ιωάννης του Γεωργίου). Τζιβουρτζής < ο παπούς έπαιζε μπαγλαμαδάκι < τσιβουράκι.

Τζουγκράνα: (Προβατάρη Άννα του Ιωάννη).

Τίγρης: (Κομπούρης Χριστοδουλάκης του Γεωργίου). Αυτοαποκαλούνταν τίγρης.

Τίλα: (Καζάνη Ελευθερία του Τριανταφύλλου).

Τούμπας: (Καλλέας Σαραφιανός του Νικολάου). Από κάποιον καπετάνιο του ναυτικού με το επίθετο Τούμπας.

Τρίτσης: (Ξαριάς Δημήτριος του Λεμονή). Από το επίθετο του υπουργού χωροταξίας επί ΠΑ.ΣΟ.Κ Αντώνη Τρίτση.

Τρουμάρας: (Τουβλατζής Μιχαήλ του Ιωάννη). Από το ψευδώνυμο κάποιου ντόποιου καπετάνιου – Κλέφτη.

Τσακαλάκια: (Δεληθανάσης Παναγιώτης, Ιωάννης). Έκλεψαν το ψήμα από το φούρνο χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανένας. Τσάκαλο αποκαλούν οι ντόπιοι τον πονηρό, το έξυπνο.

Τσιακατήρου: (Χριστοδουλάκη Μαρία, Ευθυμία, του Μιχαήλ). Όταν δεν τη έφτανε το φαγητό χτυπούσε (τσακάνιζε) το πιάτο να την βάλλου κι άλλο φαγητό.

Τσιάλακους: (Ψάλτης Γεώργιος του Ελευθερίου). Έλεγε τον τσάκαλο τσάλακο.

Τσιάμ’ς: (Κανατάς Αστέριος του Αθανασίου). Καταγωγή από τους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας.

Τσιαταλός: (Μητσιάρας Δημήτριος του Κωνσταντίνου). Από το επίθετο κάποιου στραγηγού Τσαταλού.

Τσιγαής: (Σάλιαρης Κωνσταντίνος του Αθανασίου). Δεν μπορούσε να προφέρει το –ρ- Έλεγε τη μάνα του «Τσιγάισι (τσιγάρισε) μι κρέας».

Τσιλιπής: (Καραλής Δημήτριος, Γεώργιος, Κοσμάς, Χρήστος). Τσιλιπής = Επιλεκτικός, ντελικάτος, ο ανάφαγος.

Τσίμπας: (Αλέγρας Ιωακείμ του Τριανταφύλλου).

Τσιμπιρέκους: (Μουστάκας Χρήστος του Ιωάννη). Τον φώναζε κάποιος Νικητιανός: Τσιμπιρέκου ρέκου ρέκου.

Τσιμπλουγιουργούδας: (Παπάγγελος Γεώργιος του Αθανασίου). Τα μάτια του είχαν πάντα τσίμπλες.

Τσιουπλίκας: (Ξανθόπουλος Αθανάσιος Ξάνθου). Από το Ξάνθος Ξανθόπουλος < Ξανθοπουλίκας < Ξαθουπλίκας < Τσιουπλίκας.

Τσιουρής: (Κανατάς Γεώργιος Παναγιώτη).

Τσιψικότας: (Κεφαλάς Νικόλαος, Τριαντάφυλλος, Κωνσταντίνος, Χριστόδουλος). Τον τσίμπησε κάποιος με βούρλο στον κώλο και δεν κατάλαβε και είπε ότι το τσίμπησε κότα < τσίπσι κότα < τσιπσικότας.

Τσουκνίδας: (Βάσσιος Γεώργιος του Βασιλείου). Ήταν πολύ ανάποδος και τα λόγια του ήταν τσουχτερά σαν τη τουκνίδα.

Τσουλιάς: (Σμαραγδής Ιωάννης του Αποστόλου) Υπηρέτησε στο τάγμα ευζώνων < τσολιάδων.

Τσούλ’ς: (Γιοβανέκος Δημήτριος του Τριανταφύλλου). Μικρός Μήτσος < Μητσούλης < Τσούλης.

Φάκας: (Χουχούτας Σεραφείμ και Στυλιανός). Του έλειπαν δόντια. Φάκας = ελλειψοδόντης.

Φασούλας: (Αναγνωστάρας Παύλος του Κωνσταντίνου). Του άρεζαν υπερβολικά τα φασόλια.

Φιδούλας: (Κομπούρης Ιωάννης του Χριστοδούλου). Το κεφάλι του έμοιαζε με στενόμακρο ψωμί (φιδούλα).

Φλάσκας: (Καλλέας Νικόλαος του Τιμολέοντα). Είχε πάντα κοντά του ένα φλασκί και έπινε κρασί.

Φουκαράς: (Μάντσιος Χρήστος του Ιωάννη). Τον έβγαλε η γυναίκα του γιατί δούλευε συνέχεια.

Φούκιους: (Καραγιάννης Ιωάννης του Τριανταφύλλου).

Φουρκάλας: (Κομπούρης Ιωάννης του Δημητρίου). Είχε μουστάκι που έμοιαζε σαν σκούπα (φουρκαλιά).

Χαϊδιφτός: (Παπαδημητρίου Παναγιώτης του Χριστοφόρου). Ήταν υιοθετημένος από τον Παπαδημητρίου Χαϊδευτό. Το δικό του επίθετο ήταν Καζάνης.

Χαμούρας: (Οικονόμου Αθανάσιος του Νικολάου). Ήταν ρέμπελος και έπινε.

Χαχόλιους: (Δεληθανάσης Γεώργιος του Δημητρίου). Συνήθιζε να αποκαλεί τους άλλους «χάχα ή χαχόλιου» και τελικά του έμεινε το παρατσούκλι.

Χειρουμβουμβίδας: (Καραγιάννης Ιωάννης του Γεωργίου). Κρατούσε στα χέρια μια χειροβομβία και τους απειλούσε στο καφενείο.

Ψαράς: (Γεωργακούδας Ιωάννης του Αθανασίου). Έφερνε ψάρια λιμνίσια και τα πουλούσε.

Ψεύτ’ς: (Φιλιππίδης Πέτρος του Χρήστου). Έλεγε πολλά ψέματα.

Ψηλίνα: (Μπακάλη Λεμονιά, και Άννα). Ψηλή στο ανάστημα.

Ψηλός: (Καραδήμος Δημήτριος του Ιωάννη). Ψηλός στο ανάστημα.

Ψειρούκας: (Καραδήμος Ιωάννης του Χρήστου). Από τα ψειρούκια = πρόχειρο φαγητό από ζυμάρι και μέλι.

Ψουφιάς: (Καράς Ιωάννης του Παναγιώτη). Ήταν πολύ αδύνατος, χωρίς δυνάμεις

Παρατηρήσεις:

1. Πολλά ψευδώνυμα τα κληρονομούν και τα παιδιά τους και ειδικά οι γιοί.

2. Μερικοί έχουν διπλά ψευδώνυμα.

3. Πολλές φερές όταν κάποιος θέλει να κολλήσει ένα ψευδώνυμο σε άλλον το κληρονομεί ο ίδιος.

4. Και να θέλεις να κολλήσεις ένα ψευδώνυμο σε κάποιον δεν κολλάει.

5. Δε χρειάζεται και πολύ να κολλήσει το ψευδώνυμο. Αρκεί μια λέξη, ή φράση ή μια ενέργεια.

6. Τα περισσότερα ψευδώνυμα τα έχουν οι άντρες και τα λιγότερα οι γυναίκες.

7. Άλλα ψευδώνυμα ακούγονται περισσότερο και άλλα λιγότερο.

8. Σε πολλούς από αυτούς ξεχνιέται το επίθετο που το αντικαθιστά το ψευδώνυμο.

 

9. Συνέβη πολλές φορές από άγνοια να προσφωνούν κάποιον με το ψευδώνυμο και όχι με το επίθετο π. χ. Κύριε Μαύρε.

10. Τα παιδιά που κληρονομούν το ψευδώνυμο από τον πατέρα τους ενοχλούνται πάρα πολύ, ιδιαίτερα στα χρόνια του Δημ. Σχολείου.

11. Συνήθως ακούγονται όταν φιλονικούν δυο μεταξύ τους.

   ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ