5.
ΠΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
ΖΩΑ
Αγρέγρουνου: < άγριο + γουρούνι < μεσν. γουρούνι(ον) υποκ. του αρχ. γρώνη = θηλυκό γουρούνι.
Αγριουκούνικλου: άγριο = κουνέλι < ιταλ. cuneli αγνώστου ετύμου.
Αλ’πού: < μεσν. αλεπού < ελνστ. αλωπός + αρσ. αλεπού < αρχ. αλώπηξ
Ασβός: < μεσν. ασβός < σλαβ. jasva.
Ζαρκάδ’: < μεσν. ζαρκάδιον υποκ. του αρχ. ζαρκάς ζαρκάδος ή δορκάς δορκάδος.
Ιλάφ’: < μεσν. ελάφι(ν) < ελνστ. ελάφιον υποκ . του αρχ. έλαφος.
Κ’νάδ’: < μεσν. κουνάδι < σλαβ. kun(a) + παραγ. τέρμα – άδι.
Κατιρίτσα: < αγνώστου ετύμου. Η νυφίτσα.
Λαγός: < αρχ. λαγώς = χαλαρός, μαλακός.
Λύκους: < λατιν. lupus.
Μπότκας: < μεσν < αρχ. ποντικός. Μυς ο ποντικός.
Μπουτκουνφίτσα: < ποντίκι + νυφίτσα.
Σκατζόχειρους: < ελνστ. ακανθόχοιρος < αρχ. άκανθα = αγκάθι + χοίρος = γουρούνι.
Τσιάκαλους: < τουρκ. çakal < περσ. Sagãl.
ΠΤΗΝΑ
Αγριόπαπια: < άγριος + πάπια < ελνστ. πάππος. Ηχομ. λέξη.
Αηδόν’: < μεσν. αηδόνι(ν) < ελνστ. αηδόνιον υποκ. του αρχ. αηδών – όνος. Από το ρ. άδω = τραγουδώ.
Γιράκ’: < μεσν. γεράκι(ον) < ελνστ. ιεράκιον υποκ. του αρχ. ιέραξ.
Γκιών’ς: < αλβ. gion.
Γλάρους: μεσν. < αρχ. λάρος. Πιθ. από το αρχ. λήρος = ανόητα λόγια.
Γραμματ’κούδ’: < από τηλ. γράμμα.
Καλιάκα, η, < αρχ. κολοιός.
Καλουϊάνους: < αγν. ετύμου.
Καναβούρα: < θηλυκός κότσυφας.
Κάρια: < τουρκ. karga.
Καρακάκτσα: < ηχομ. λέξη.
Κηρουμύτους: είδος κότσυφα < κηρός = κερί + μύτη. Έχει κίτρινη μύτη σαν το κερί.
Κιλαρίνα: είδος κότσυφα < από το κελαρίζω = κελαηδώ.
Κίσσα: < αρχ. κίσσα
Κόρακας: < αρχ. κόραξ. Από το αρχ. κρώζω = κράζω.
Κότσ’φας: < μετγν. κότσυφος < αρχ. κόσσυφος.
Κουκκινουλέμ’ς: < κόκκινος + λαιμός.
Κουκουβάια: < ηχομ. λέξη.
Μίχους: < αγν. ετύμου.
Μπικάτσα: < ιταλ. beccacia < becco = ράμφος (με παραγ. τέρμα -accia < λατιν. Becus.
Μπούφους: < μεσν. μπούφος < ελνστ. βούφος < λατ. bufo – onis.
Μυρμηγκουφάους: < μυρμήγγι + φαΐ. Ο δρυοκολάπτης.
Νυχτιρίδα: < μεσν. νυχτερίδα < αρχ. νυχτερίς - ίδος. Από τη λ. νύχτα.
Ουρτύκ’: < μεσν ορτύκι(ον) < αρχ. ορτύγιον.
Πέρδικα: < αρχ. πέρδιξ –ικος. Από το ρ. πέρδομαι = αερίζομαι. Πιθ. από τον ήχο των φτερών.
Σκαϊλός: < αγν. ετύμου.
Σουσουράδα: < αρχ. σείω + ουρά.
Σπίνους: < ελνστ. σπινός = ισχνός <σουηδ. spink = σπίνος.
Σπρουιτάς: < μεσν. πυργίτης. Πουλί των πύργων.
Συκουφάους: < σύκο + αόρ. του τρώγω έφαγον.
Σύντσα: < αγν. ετύμου.
Τρυγόνια: < ελνστ. τρυγόνιον υποκ. του αρχ. τρυγών – τρυγόνος
Τρυπουκάρυδου: < τρύπα + καρύδι.
Τσιουτσιουλιάνους: < ρουμ. cacula = σκούφος.
Τσιφλιάρα: αγν. ετύμου.
Τσίχλα: < μεσν. ελνστ. κίκλα < αρχ. κίχλη.
Τσαλαπιτνός: < τσαλ- + πετεινός.
Φασιανός ή Φάσα: (από τη φράση φασιανός όρνις) < τοπων. Φάσις- ιος, ποταμός της Κολχίδας, από όπου έγινε γνωστό το πτηνό.
ΕΝΤΟΜΑ
Ακρίδα: < μεσν. ακρίδα < αρχ. ακρίς – ίδος. Α + κρίζω = τρίζω.
Αλουγόμυγια: < άλογο + μύγα.
Βρουμουμαρούδα: βρωμιά + Μαρούδα.
Γκρυτζιλιάνους: < από το γρυλίζω. Ηχομ. λέξη.
Γρύλους: < ιταλ. grillo < λατιν. grillus < αρχ. γρύλ(λ)ος + ηχομημιτική λ. γρυ.
Κηφήνας: < αρχ. κηφήν – ήνος. Από το κηφός = κουφός.
Κ’νούπ’: < μεσν. κουνούπι(ον) < ελνστ. κωνώπιον < αρχ. κώνωψ – ωπος.
Κουριός:, < μεσν. κορεός < αρχ. κόρις – ιος. Από το ρ. κείρω = κουρεύω.
Λόγαρους: < αρχ. ρωγαλίς ίδος / ρόγαλος / λόγαρος.
Μαρουδίτσα: < Από το Μαρία.
Μέλισσα: < αρχ. μέλιττα.
Μπούμπουρας: < αγνώστου ετύμου.
Μύγα: < ελνστ. μύα < αρχ. μυία.
Μυρμήγγ’: < μεσν. μυρήγκι(ν) < αρχ. μύρμηξ – ηκος.
Νταβανάς: < βεν. tavan < λατιν. tavanus.
Παναγίας τ’ άλουγου
Πιταλούδα: < μεσν. πεταλίδα. Από τη λ . πέταλο.
Σκνίπα: < αρχ. σκνίξ – ιπός . Πιθ. από το ρ. κνίζω = ερεθίζω.
Στρέγκλα: Στρίγγλα. αντιδ. <μεσν. στρίγγλα / στρίγλα υποκ. του λατιν. striga = γριά μάγισσα που βλάπτει τα παιδιά.
Σφήγκα: < μεσν. σφήκα < αρχ. σφήξ – ηκός.
Τριζόν’ ή γρύλλους: ηχομ. λέξεις.
Χρυσουμπούμπουρας: < Χρυσός + μπούμπουρας.
Ψαλίδα: < μεσν. < αρχ. ψαλίς - ίδος.
ΕΡΠΕΤΑ
Αλαφιάτ’ς:
< από το
ελάφι.
Αστρίτ’ς:, < άστρο
Μπάτσιακας: < ηχομ. λέξη.
Ουχιά ή όχινα: < μεσν. οχιά < αρχ. έχις.
Ουχιντρίτ’ς: < μεσν. όχεντρα < από το οχιά.
Σιάλιακας: < από τη λ. σάλι.
Σιάλιακας κουλόμπαρους: < Ο σαλίγκαρος χωρίς καβούκι.
Σκουντέρα, < γουστέρα. < σερβ. gušter.
Σμαμίδ’: < σαμιαμίδι. < μεσν. σαμιαμίθιον υποκ. του σαμιάμινθος.
Σαΐτα : < μεσν. σαγίτα < λατιν. saggita = βέλος.
Σαπίτ’ς: < από το σαπίζω. Πίστευαν οι μανάδες μας ότι αν τσιμπούσε ο σαπίτης σάπιζε το μέρος του τσιμπίματος.
Σκ’λόπιτρα ή σαρανταποδαρούσα: < 1. σκύλος + πέτρα 2. σαράντα + πόδια.
Σκουρπιός: < αρχ. σκορπίος.
Σντρουγαλιά: < δέντρο + γαλή = γάτα. Η γάτα των δέντρων.
Τυφλίτ’ς: < λένε οι ντόπιοι ότι δε βλέπει, είναι τυφλός.
Χιλώνα: < αρχ. χελώνη.