(Κ) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δ. ΔΗΜΑΡΑΣ ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ( ΝΙΚΗΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ)

 Κ


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

 καβάδ’, το, το παιδικό φουστάνι για αγόρια και κορίτσια. «Όταν ήμασταν Kμ’κροί ιμένα κι τ’ν αδιρφή μ’ μας φουρούσαν καβάδια». ΕΤΥΜ. < μεσν. καβάδιον. Από την πόλη Κάβαδα της Καρμανίας < σέρβ. kavadi.

καβαδούρα, η, η λαιμόκοψη σε γυναικείο φόρεμα. «Τι καβαδούρα είνι αυτή Μαρίγια; Φαίντι ούλα τα β’ζιά σ’».

καβαλίκα, η, βλέπε λ. καβάλ’κιμα.

καβαλ’κεύου, ρ., 1. καβαλικεύω, ιππεύω, 2. πλακώνω, «Μη καβαλκέψν’ τα δαδιά μι τα κούτσουρα». 3. (μεταφ.) κάνω κουμάντο σε κάποιον. «Τουν καβάλ’κιψι καλά του Γιώρ’ η Μαρίγια. Ό,τ’ θέλ’ τουν κάν’».

καβάλ’κιμα, το, η ίππευση, το πλάκωμα. «Στου καβάλ’κιμα δε σι φτάν’ κανένας».

καβαλ’κιμένου, το, μτχ., καβαλικευμένο, πλακωμένο. «Δε μπουρώ να πάρου τα σανίδια γιατί είνι καβαλ’κιμένα απ’ τα κούτσουρα».

καβατζάρου, ρ., παρακάμτω τον κάβο. «Θα καβατζάρουμι πρώτα τουν κάβου κι μιτά θα ρίξουμι τα δίχτυα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. cavazzare < cavo <κάβος.

καβατζάρ’σμα, ή καβάτζου, το, η παράκαμψη. «Μιτά του καβατζάρ’σμα θα ρίξουμι τα δίχτυα».

κάβια, η, το επίσημο δωμάτιο. «Πέρασι τουν κόσμου στ’ν κάβια για κέρασμα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. cava πληθ. του cavum = κοίλωμα.

καβίλις, οι, τα ξύλινα καρφιά που τα χρησιμοποιούσαν για συναρμολόγηση δύο ξύλων. «Βάλι πουλλές καβίλις στ’ πόρτα για να μην ανοίξ’ν τα ξύλα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. caviglia.

καβούκ’, το, 1. το κέλυφος, «Δε πουρπατάει η χιλώνα. Μαζεύκι στου καβούκι τ’ς». 2. (μεταφ.) το σπίτι. «Δε βγαίν’ς ντιπ όξου απ’ του καβούκι σ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kavuk = σαρίκι.

καβουρντιστήρ’, το, το σκεύος που έψηναν τους κόκκους του καφέ. «Φέρι του καβουρντιστήρ’ να ψήσουμι καφέ». ΕΤΥΜ. < καβουρντίζω + παραγ. επίθημα - τήρι. < τουρκ. kavurdum αόρ. του kavurmak = ψήνω με δυνατή φωτιά.

κάβους, ο, η άκρη του ακρωτηρίου. «Μιτά τουν κάβου θα ρίξουμι του ριμέντζου». ΕΤΥΜ. < γενουατ. cavo.

καγκανένας, ο, αντων., απολύτως κανένας. «Πάεινι μουνάχους. Δεν έρχιτι καγκανένας». ΕΤΥΜ. < μεσν. < κάν είς/κάν ένας.

καγκέλ’, το, 1. το δρομάκι με γυρίσματα, «Η δρόμους για τουν Πουλύγυρου έχ’ πουλλά καγκέλια». 2. λαρυγγισμός στο τραγούδι. «Όταν τραγ’δάει βάζ’ πουλλά καγκέλια». ΕΤΥΜ . < μτγν. κάγγελ(λ)ον < λατιν. cancellum.

καγκιλεύου, ρ., 1. κάνω γυρίσματα στο χορό, «Πουλύ τουν καγκιλέψατι του χουρό». 2. τραγουδώ ή ψάλλω καλά. «Πουλύ χουντρουκουμμένα ψάλλ’ η Μήτσιους. Ντιπ δε του καγκιλεύ’».

Καγκιλιφτός, ο, επίθ., 1. ο καγκελευτός δρόμος, αυτός με πολλές στροφές, «Κάν’ς πουλλή ώρα να ανέβ’ς του β’νό γιατί η δρόμους είνι καγκιλιφτός». 2. τοπικός χορός της Ιερισσού. «Χόριψαν στ’ν Ιερισσό τουν Καγκιλιφτό». κάγκ’λις, οι, 1. οι στροφές του δρόμου, «Η δρόμους για τουν Πουλύγυρου έχ’ πουλλές κάγκ’λις». 2. το γύρισμα στο χορό. «Χουρεύιτι ίσια. Μη κάντι κάγκλις στου χουρό». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. καγκέλ’.

καδ’, η, το μεγάλο βαρέλι που πατούσαν τα σταφύλια, το πατητήρι «Ήρτι κιρός να μάσουμι τα σταφύλια κι πρέπ’ να φουσκώσουμι τ’ καδ’ να μη τρέχ’».

καδί, το, στενός κάδος ημικυκλικού σχήματος, πεπλατυσμένος από δυο μεριές, φαρδύς στο πάνω μέρος, στενός στο κάτω. «Φύτιψα ιλές κι για να πιάσ’ν κουβαλούσα νιρό μι τα καδιά». ΕΤΥΜ. < μτγν. καδί(ο)ν υποκ. του αρχ. κάδος.

καζανιά, η, όσο χωράει ένα καζάνι. «Πόσις καζανιές τσίπουρα έχ’ς»; ΕΤΥΜ. < τουρκ. kasan = λέβητας.

καζανιάζου, ρ., ρίχνω τα τσίπουρα στο καζάνι για να βράσουν. «Έλα πρώτα να καζανιάσουμι κι μιτά φεύβ’ς». ETYM. < μεταφορά του τουρκ. kazantim αόρ. του τουρκ. kazanmak.

καζάνιασμα, το, η τοποθέτηση του περιεχομένου στο καζάνι. «Αυτό είνι του πρώτου καζάνιασμα μι τα τσίπ’ρα».

καζαντίζου, ρ., κερδίζω, πλουτίζω. «Φέτου καζάτ’σα καλά μι του μέλ’ που πούλ’σα». ETYM. < μεταφορά του τουρκ. kazantim αόρ. του kazanmak = κερδίζω.

καζάντ’σμα, το, το κέρδος. «Θα σι πληρώσου μι του πρώτου καζάντ’σμα».

καζάρμα, η, 1. ο στρατώνας, «Δίπλα στου σπίτι μας είνι μια καζάρμα μι φαντάρ’». 3. το κτίριο που επεξεργάζονταν το μετάξι. «Στ’ Νικήτ’ υπήρχι καζάρμα για του μιτάξ’». ETYM. < ιταλ. cazerma < προβηγκ. cazerna = παράγκα για τέσσερις στρατιώτες < λατιν. quaternus = ανά τέσσερις.

καζίκ’, το, 1. η σουβλερή βέργα, «Φέρι ένα καζίκ’ να ξιτρυπώσου του φίδ’ απ’ τ’ τρύπα». 2. (μεταφ.) το πάθημα, η δυσκολία. «Μι ήρτι να πληρώσου για τ’ν ιφουρία μιγάλου καζίκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cazik = ξύλινο παλούκι.

καζίκουμα, το, 1. το φόρτωμα, το εξουθένωμα. «Ισύ κάθουσαν κι ούλου του καζίκουμα του τράβ’ξα ιγώ». 2. η πληρωμή πάνω από την πραγματική αξία. «Έφαγα μιγάλου καζίκουμα μι του μ’λάρ’ που αγόρασα».

καζικώνω, ρ., πουλώ κάποιον κάτι πάνω από την κανονική του τιμή. «Αγόρασα ένα κουστούμ’ κι μι καζίκουσαν».

καζίλ’, το, το νήμα από τρίχα γίδας, καπνόσπαγγος ή νήμα διχτυού. «Δέσι τ’ς γίδις απ’ τα καζίλια».

καΐλα, η, η 1. στενοχώρια, «Ε τώρα καΐλα θα μι φάει»! 2. καούρα. «Έχου στου στουμάχι μ’ μια καΐλα»! ΕΤΥΜ. < μεσν. < εκάην παθ. αόρ. του καίω.

καθάρσιου, το, το καθάρσιο, το φάρμακο που συντελεί στο καθάρισμα του εντέρου. «Έγλειψι φαρμάκ’ κι τουν έδουσαν καθάρσιου». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. επίθ. καθάρσιος, καθάρσιον.

καθημώντας, μτχ., καθιστά. «Αυτή τ’ δ’λειά δε μπουρείς να τ’ κάν’ς καθημώντας». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. κάθημαι.

καθιαυτού, αντων., το γνήσιο, το αυθεντικό, το αγνό. «Είνι η αλατζιάς καθιαυτού μιταξένιους». ΕΤΥΜ. < καθ- (κατά) + αυτόν από την αρχ. φράση αυτοί καθ' εαυτούς.

καθούμινους, ο, άνεργος, ο συνταξιούχος, αυτός που δεν δουλεύει. «Δε δλεύ’. Είνι καθούμινους.

καθούμινα, τα, πάντα προτάσσεται η φράση «στα καλά». Ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενες. «Έλιαζι κι στα καλά καθούμινα πλακών’ μια βρουχή»!

κακάδ’, το, 1. η ξερή μύξα, «Καθάρ’σι του μαρή τ’ μύτη τ’. Είνι γιουμάτ’ κακάδια». 2. η κρούστα από τραύμα. «Μη τα πειράειζς τα κακάδια θα ματώσ’ν». ΕΤΥΜ. < από το θ. κα - του ρήμ. καίω με δίπλωση και επανάληψη < μεσν. καρκάλλι < καρκάλλιον, υποκ του λατ. caracalla = κουκούλι.

κακαδιάζουμι, ρ., πάντα ως πρώτο συνθετικό μπαίνει το «ξε». «Όταν έχ’ του σπίτ’ κόσμου να μη ξικακαδιάζισι».

κακαδιάζ’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο, επουλώνω ή πιάνω κουκκούδα. «Κουκκούδιασι του γδάρσιμου. Θα πιράσ’ γλήγουρα».

κακαρέτζα, η, η κοπριά από γιδοπρόβατα. ΕΤΥΜ. < ιταλ. cacareta = η κοπριά των προβάτων. «Πιρνούν κάθι μέρα τα πιραστ’κά κι γιμίζ’ν τουν τόπου κακαρέτζις».

κακάρουμα, το, 1. η δειλία, 2. η ξήρανση. «Έχ’ν ένα κακάρουμα τα στάρια! Τίπουτα δε θα βγάλουμι».

κακαρουμένα, τα, τα μαραμένα. «Τα ζαρζαβατικά τα βρήκα ούλα κακαρουμένα».

κακαρώνου, ρ., 1. πεθαίνω, «Ήταν άρρουστου του γατί κι σήμιρα τα κακάρουσι». 2. επί φυτών μαραίνομαι. «Δε πότ’σα τ’ς ντουματιές κι κακάρουσαν». ΕΤΥΜ. < αναδιπλασιασμένος τύπος του ρ. καρώνω < αρχ. καρώ = πέφτω σε λήθαργο.

κακίτιρους, συγκ. βαθμ. του επιθ. κακός. «Βρίσκου πιθιρά κακιά πιθιρό κακίτιρου». Δημ.τραγούδι Νικήτης. ΕΤΥΜ. < από το επίθ. κακός.

κακκαβιά, η, η ψαρόσουπα. «Βράσι τ’ς σκουρπιοί να κάνουμι κακκαβιά να φάμι». ΕΤΥΜ. < αρχ. κακκάβιον, υποκ. του κακκάβη = κατσαρόλα.

κακουτσούμπαλους, ο, επίθ., ο κακοφτιαγμένος, ο άγαρμπος. «Πουλύ κακουτσούμπαλ’ τ’ν έκανα τ’ κουσκίνα». ΕΤΥΜ. κακός + < ελνσ. σιπαλός = όμορφος. Σιπαλός < σουπαλός σουμπαλός < τσουμπαλός.

καλαγκάθ’, το, το μαύρο σπυρί και ζουμερό χωρίς πύο που βγαίνει συνήθως δίπλα στα νύχια των ποδιών, η τριγυρίστρα. (τρουιουρίστρα). «Έβγαλα στου χέρ’ ένα καλαγκάθ’ κι μι πουνάει». ΕΤΥΜ. < καλό (κατ ευφημισμόν) + αγκάθι.

καλάθα, η, 1. το μεγάλο καλάθι, 2. κάθε ψαριά που έπιαναν με το γρύπο. «Πήγα στου γρύπου κι ρίξαμι πέντι καλάθις». ΕΤΥΜ. < μτγν. καλάθιον υποκ. του αρχ. κάλαθος.

καλαθιάζου, ρ., βάζω τα ρούχα στην καλάθα και τα πλένω με σταχτόνερο. «Καλάθιασα τα ρούχα να τα πλύνου».

καλάθιασμα, το, ο τρόπος που καλαθιάζω. «Μιτά του καλάθιασμα να ξιπλύν’ς καλά τα ρούχα».

καλαθόγιουφτ’σσα, η, 1. Η γύφτισσα που πουλάει καλάθια, 2. (μεταφ.) αυτός που γυρίζει παντού και μαθαίνει όλα τα νέα του χωριού. «Είσι μιγάλ’ καλαθόγιουφτ’σσα. Ούλα τα μαθαίν’ς».

καλάι, το, ο κασσίτερος «Φέρι τ’ ραντιστήρα να τ’ κουλήσουμι μι του καλάι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kalay = κασσίτερος.

καλαμιά, η, το θερισμένο χωράφι. «Παλούκου τα μ’λάρια τ’ς καλαμές να βουσκήσ’ν». ΕΤΥΜ. < μτγν. καλάμιον υποκ. του αρχ. κάλαμος.

καλαμίζου, ρ., γεμίζω με νήμα τα καλάμια που είναι στο ροδάνι. «Θα κάτσου να καλαμίσου αρκιτά μασούρια, γιατί θέλου να υφάνου πουλλά στρουσίδια».

καλαμουβράκ’, το, το κάτω μέρος του σώβρακου ή του παντελονιού που σκεπάζει τη γάμπα. «Δε κρατιούνταν κι έχισι τα καλαμουβράκια τ’». ΕΤΥΜ. < καλάμι = κνήμη + βρακί.

καλαμουκάν’, το, καλάμι 20 πόντους για το υφάδι, το μασούρι. «Βάλι νήμα σ’ ούλα τα καλαμουκάνια». ΕΤΥΜ. < καλάμι + κανί = άσαρκο πόδι.

καλαμουτή, η, το πλέγμα καλαμιών για πολλές χρήσεις. «Έλα να βουλέψουμι τ’ς καλαμουτές για να βάλουμι τα μαμούδια».

καλαμπαλίκια, τα, τα αρχίδια. «Έχου πουλύ μιγάλα καλαμπαλίκια κι φαίντι απ’ του παντιλόν’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kalabalik = πλήθος ανθρώπων.

καλαμπουκ’νάρα, η, ο κώνος από καλαμποκιά. «Κόψι καμιά δικαριά καλαμπουκ’νάρις να τ’ς ψήσουμι».

καλαμπουκόφ’λλου, το, το φύλλο από καλαμπόκι. «Μάσι καλαμπουκόφ’λλα να φάν’ οι γίδις». ΕΤΥΜ. < αλβ. kallamboqi < ιταλ. calambochi < τουρκ. kallembek.

καλαπόδ’, το, η ξύλινη φόρμα που προσαρμόζουν οι τσαγκάρηδες το παπούτσι. «Τα παπούτσια μ’ βρίσκουντι ακόμα στα καλαπόδια». ΕΤΥΜ. <από το αρχ. καλό-πους (= κάλον (ξύλον) + πους υποκ. καλοπόδιον.

καλαπόδιασμα, το, η τοποθέτηση του παπουτσιού στο καλαπόδι. «Αργάει πουλύ του καλαπόδιασμα στα παπούτσια».

καλαπουδιάζου, ρ., 1. τοποθετώ το παπούτσι στο καλαπόδι, «Σήμιρα απ’ του προυί καλαπόδιασα δυο ζιβγάρια παπούτσια». 2. (μεταφ.) μαρκάρω στενά κάποιον και τον φέρνω στα δικά μου γούστα. «Αυτόν άστουν σι μένα. Θα τουν καλαπουδιάσου σίγουρα».

καλάρου, ρ., ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα. «Θα καλάρουμι ανοιχτά για μπαρμπούνια». ΕΤΥΜ. < ιταλ. calare.

καλάρισμα, το ρίξιμο των διχτυών στη θάλασσα. «Μιτά του καλάρισμα θα αρχίσουμι να μαζεύουμι τα δίχτυα».

καλαφατίζου, ρ., βάζω φυτίλι με το καλαφατ’κό ανάμεσα στα σανίδια του πλοίου για να μη μπάζει νερά. ΕΤΥΜ. < τουρκ. kalafat = πίσσωμα «Καλαφάτσα καλά τ’ βάρκα κι δε βάζ’ σταγόνα νιρό».

καλαφατ’κό, το, η μικρή σιδερένια σφήνα που καλαφάτιζαν τα πλοία. «Θα καλαφατίσου τ’ βάρκα μι του καλαφατ’κό για να στανιάρ’».

καλαφάτ’σμα, το, η εργασία του καλαφατίσματος. «Η βάρκα θέλ’ καφάτ’σμα».

καλέμ’, το, το σιδερένιο εργαλείο για σκάψιμο σκληρής επιφάνειας. «Φέρι μι του καλέμ’ να σκάψου του τσιμέντου». ETYM. < τουρκ. kalem = σμίλη < αραβ. kalam < αρχ. κάλαμος.

καλιάγρα, η, το χειροκίνητο πιεστήριο με το οποίο έβγαζαν το κερί. «Θα βγάλου σήμιρα μι τ’ καλιάγρα του κιρί».

καλιγότσ’, το, το καβαλίκευμα στο λαιμό. «Θα πάρου του μ’κρό καλιγότσ’ γιατί θα πουστάσ’ μι του πουρπάτ’μα». ΕΤΥΜ. < αρβαν. επίρρ. γκότσι = φέρω κάποιον στο ώμο.

καλίγουμα, το, το πετάλωμα. «Του μ’λάρ’ είνι πουλύ βάρβαρου στου καλίγουμα».

καλιγουμένου, το, μτχ., το πεταλωμένο. «Καλιγουμένα είνι τα άλουγα ή ξικαλίγουτα»;

καλιγουτσίμπ’δου, το, η μεγάλη τανάλια που χρησιμοποιούσαν οι πεταλωτές να βγάζουν τα παλιά καρφιά από το πέταλο «Βγάλι τα καρφιά απού τα πέταλα μι του καλιγουτσίμπ’δου». ΕΤΥΜ. < καλίγι + τσιμπίδα.

καλιγώνου, ρ., πεταλώνω. «Θα καλιγώσου αύριου τα μ’λάρια γιατί θα αρχίσου να κουβαλώ ξύλα». ΕΤΥΜ. < μτγν. καλίγιον = υπόδημα υποκ. του ουσ. καλίγα < λατιν. caliga.

καλνοί, οι, επίθ., οι καλοί οι γνήσιοι. «Ούλ’ οι αχ’νοί που έβγαλα είνι καλνοί». ΕΤΥΜ. < επίθ. καλός.

καλντιρίμ’, το, το πλακόστρωτο με χοντρές και ακατέργαστες πέτρες που ανάμεσα σφήνωναν μικρά πετραδάκια. «Του μουναδικό καλντιρίμ’ που έχ’ η Νικήτ’ είνι αυτό που είνι κουντά στου Μουσείου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kaldirim = επίστρωση δρόμου με πέτρες, πεζοδρόμιο.

καλόιρους, ο καλόγερος. «Η Γιώρ’ς παει για καλόιρους».

καλότ’χου, το, επιθ., το καλότυχο. «Καλότ’χου τ’! Ούλου γιλάει».

καλούδια, τα, τα αγαθά. «Ούλα τα καλούδια τουν έδουσι ι θιός του Γιώρ’ ικτός απού πιδιά».

καλουϊρ’κός, ο, επίθ., ο καλογερικός. «Ούλου του δάσους είνι καλουϊρ’κό». ΕΤΥΜ. < μεσν. καλόγερος < μτγν. καλόγηρος < καλό + γήρος < γήρας.

καλουτ’χώ, ρ., καλοτυχίζω. «Σι καλουτ’χώ που δε στιναχουριέσι μι τίπουτα». ΕΤΥΜ. < καλός + τύχη.

κάλπ’κους, ο, επίθ., ο κάλπικος, ο ψεύτικος, ο ντεμπέλης. «Του χιλιάρκου που μ’ έδουσις ήταν κάλπ’κου». «Δε δλεύ’ς ντιπ. Είσι πουλύ κάλπ’κους». ΕΤΥΜ. < κάλπης < τουρκ. kalp = ψεύτης.

καλπουζανιά, η, η απάτη. «Είσι γιουμάτους καλπουζανιά. Δεν είσι καλός άνθρουπους». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kalpazan = απαταιώνας, ψεύτης.

καλπουζάνους, ο, επίθ., ο απατεώνας, ο καταφερτζής. «Είσι πολύ καλπουζάνους. Ούλνοι τ’ς καταφέρν’ς».

καλτάκου, η, η ανήθικη, η πόρνη. «Κάν’ κι τ’ τίμια η καλτάκου». ETYM. < τουρκ. caltak.

καλτσουδέτα, η, πεπλατυσμένο λάστιχο ενωμένο κυκλικά που το τοποθετούσαν στο πάνω μέρος της πλεχτής κάλτσας (σκ’φούν) για να μη πέφτει. «Βάλι τ’ς καλτσουδέτις γιατί σι πέφτ’ν τα σκφούνια». ΕΤΥΜ. κάλτσα + δένω.

καλτσουνάτους, ο, επίθ., 1. αυτός που φοράει καλτσούνια, «Σι βλέπου καλτσουνάτου σήμιρα. Φάινιτι σι παράμασι του κρύου». ». 2. το περιστέρι που στα πόδια έχει μια τούφα από πούπουλα. «Έχου δυο κανουνικά πιριστέρια κι δυο καλτσουνάτα».

καλτσούνια, τα, οι χοντρές, κοντές, πλεχτές κάλτσες. «Βάλι τα καλτσούνια να μη κρυών’ τα πουδάρια σ’». ETYM. < μεσν. καλτσόνι / (σ) καρτσούνι < ιταλ. calzone.

κάμα, το, η ζέστη. «Τι κάμα είνι αυτό; Σκάσαμι απ’ τ’ ζέστα». ΕΤΥΜ. <από το ρ. καίω, (έγκ) καύμα < κάμα.

κάμα, η, το μαχαίρι με δυο κόψεις. «Δώσι μι τ’ κάμα να κόψου του βουσκό απ’ του μ’λάρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kama = δίκοπο μαχαίρι.

καμάδα μ’! επιφώνημα για κάτι κακό. «Ούμπας καμάδα μ’ που θα κάν’ς μπάνιου χ’μουνιάτ’κα»!

καμαδιάζουμι, ρ., ανησυχώ για κάτι κακό. «Τρέχ’ μι τ’ αμάξ’ πουλύ στου δρόμου κι συνέχεια καμαδιάζουμι».

καμάτουμα, το, το ίδρωμα από την πολύ τη ζέστη. «Έχου ένα καμάτουμα! Έσκασα απού τ’ ζέστα». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. κάμα.

καματώνουμι, ρ., ζεσταίνομαι υπερβολικά. «Καματώθ’κα απ’ τ’ πουλύ τ’ ζέστα».

καμιά φουρά, (φράση) πότε - πότε. «Πααίνου κι γω καμιά φουρά στ’ν ικκλησία».

καμιάφουρα, (φράση από δυο λέξεις ενωμένη σε μια), ποτέ. «Καμιάφουρα δεν έφαγα μπάμνις».

κάμουμα, το, 1. το όργωμα, «Μιτά του κάμουμα θα τα σπείρουμι τα χουράφια». 2. τα μάγια. «Γω θα σι κάνου κάμουμα γω θα σι κάνου μάγια». Δημ.τραγούδι της Νικήτης. ΕΤΥΜ. < από το ρ. κάμνω.

καμουμένου, το, μτχ., το οργωμένο. «Του χουράφ’ είνι καμουμένου γι’ αυτό θα του σπείρου σ’τάρ’».

καμπάδ’κους, ο, επίθ., ο μεγάλος σε μέγεθος. «Θα σι βάλλου ρακί σ’ ένα καμπάδ’κου πουτήρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kaba + κατάλ. – άδικος.

καμπαρντίζου, ρ., καμαρώνω από περιφάνεια. «Τι καμπαρντίειζς έτσ’; Ποιος σι δίν’ σημασία»; ETYM. < από το καμπαρντίνα < τουρκ. kabarti = φούσκωμα < ισπαν. gabardina.

καμπάρτ’σμα, το, το καμάρωμα, το φούσκωμα από περηφάνεια. «Διέ τουν καμπάρτ’σμα πό ’χ’. Λες κι είνι κανένας υπουργός».

καμπουθινά, επίρρ., πουθενά. «Έψαξα να βρω του σκ’λί κι δε του βρήκα καμπουθινά». ΕΤΥΜ. < πούθε + δεικτ. επίθημα - να < πουθενά < (κα) μπουθινά.

κάμπουτ, το, ο χοντρός χασές το κάμπουτο. «Φέρι δυο μέτρα κάμπουτ να κάνου βρακιά για τουν παππού». ΕΤΥΜ. < αγγλ. cabot.

καμτσίκ’, το, το καμουτσίκι, το μαστίγιο. ΕΤΥΜ. < τουρκ. kamçi = μαστίγιο «Χτύπα μι του καμτσίκ’ τα μ’λάρια για να ουργών’ γλήγουρα»

καμουμένου, μτχ. οργωμένο. «Ούλα τα χουράφια τα έχου καμουμένα».

καμώνου, ρ, οργώνω. «Σήμιρα θα καμώσου μι τα μ’λάρια του χουράφ’».

καμώνουμι, ρ., 1. προσποιούμαι, «Καμώνισι ότι τα ξέρ’ς ούλα». 2. στο τρίτο πρόσωπο σημαίνει το χωράφι που μπορεί να οργωθεί. «Έβριξι κι καμών’τι τα χουράφια». ETYM. < μεσν. καμώνω - ομαι < αρχ. κάμνω.

καναβάτσου, το, το καραβόπανο, η λινάτσα «Στρώσι του καναβάτσου να μάσουμι τα μύγδαλα». ΕΤΥΜ. < μεσν. καν(ν)αβάτσον < ιταλ. canavaccio <λατιν.cannabis < αρχ κάναβις.

κανακέματα, τα, οι περιποιήσεις. «Δε χρειάζ’ντι πουλλά κανακέματα γιατί θα του πάρ’ απάνου τ’ ».

κανακεύου, ρ., χαϊδεύω, περιποιούμαι. «Πουλύ τουν κανακεύ’ς του γιό σ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. κανακή = απαλός ήχος μουσικού οργάνου.

καναμπόσου, επίρρ., κάμποσο. «Δώσιμι καναμπόσα σύκα να φάου». ΕΤΥΜ. < μεσν. καμπόσος < καν + πόσος.

κανέλλα, η, 1. το γνωστό μπαχαρικό, 2. η κάνουλα. «Άφ’σα ανοιχτή τ’ κανέλλα κι χύθ’κι του κρασί ούλου». ΕΤΥΜ. μεσν. < λατιν. cannula υποκ. του canna = καλάμι < αρχ.κάννα = κάννη.

κανές, ο, αντων., ο κανένας. «Πήγα στου καφινείου κι δεν ήταν κανές». ΕΤΥΜ. < κάν είς κάν ένας < κανέ(να)ς.

κανιάζου, ρ., πιάνεται ο λαιμός μου από κρύο και δε μπορώ να μιλήσω καλά.. «Τραγούδ’σα τρεις ώρις κι κάνιασα». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη γάνα = επίχρυσμα + κατάλ. –ιάζω. Γανιάζω / κανιάζω.

κάνιασμα, το, το πιάσιμο του λαιμού από το κρύο. «Τι κάνιασμα είνι αυτό; Ντιπ δε μπουρώ να κρίνου».

κανιασμένους, ο, μτχ., αυτός που πιάστηκε ο λαιμός από το κρύο. «Είμι κανιασμένους κι δε μπουρώ να ψάλλου».

κάνταν, ρ., παρατ. του κάθομαι. «Παλιά κάνταν ιδώ αλλά τώρα δε ξέρου που πήγι».

καντίπουτα, επίρρ., απολύτως τίποτα. «Πήγα στου γιαλό για ψάρια κι δεν έπιασα καντίπουτα». ΕΤΥΜ. < αρχ., τι; - πότε ; = τι άραγε;

καπίστρ’ το, το περιστόμιο των ζώων, το χαλινάρι. «Έβγαλι η γάδαρους του καπίστρ’ κι τουν έχασα». ΕΤΥΜ. < μτγν. καπίστριον < λατιν. capistrum < caristro.

καπιστρουνουρά, η, η αλυσίδα και στη συνέχεια το σκοινί που ήταν δεμένα με το καπίστρι. «Κράτα του γαδούρ’ απ’ τ’ν καπιστρουνουρά».

καπλαντίζου, ρ., 1. φοδράρω το πάπλωμα, «Θα καπλαντίσουμι του πάπλουμα». 2. ντύνω τα εξώφυλλα ενός βιβλίου με χαρτί. «Καπλάντ’σι τα τιτράδια να μη χαλούν». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kapladim = σεντόνι.

καπλαντισμένους, ο, μτχ., ο φοδραρισμένος, ο ντυμένος. «Τ’ς κουβέρτις τ’ς έχου ούλις καπλαντισμένις να μη λιρών’τι».

καπλάντ’σμα, το, 1. το φοδράρισμα, 2. το ντύσιμο ενός βιβλίου με χαρτί. «Τα βιβλία πάλιουσαν κι θέλ’ν καπλάντ’σμα».

καπούλια, τα, τα οπίσθια των υποζυγίων. «Ιγώ θα καβαλ’κέψου στου σαμάρ’ κι συ στα καπούλια». ΕΤΥΜ. < μεσν. καπούλιον υποκ. του λατιν. scapula.

καπρί, το, το αρσενικό γουρούνι. «Είνι κιρός πια να απουλύκουμι τα καπριά για να προυτσίσ’ν τ’ς γ’ρούνις». ΕΤΥΜ. < αρχ. κάπρος = τράγος.

καπρούλια, τα, τα αποφλυωμένα ακατέργαστα ξύλα που προορίζονται για πασσάλους. «Αγόρασα καπρούλια για να φράξου του αμπέλ’». ΕΤΥΜ. <λατιν. κaproll = ζαρκάδι

καρά- επιτατικό. π.χ. καραπουτάνα.

καραβάνα, η, 1. η καραβάνα του στρατού, «Μας έδουσαν μια καραβάνα στου στρατό πουλύ μιγάλ’». 2. η σκάφη πλυσίματος. «Φέρι τα ρούχα σ’ να τα πλύνου στ’ καραβάνα». ΕΤΥΜ. μεσν. < ιταλ. caravan = σκάφη.

καραμπατάκ’, το, ο κλέφτης. «Είνι μιγάλου καραμπατάκ’. Δεν άφ’σι μαγαζί για μαγαζί που να μη του ξιαφρίσ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kara = μαύρος + batakci < batak = βούρκος.

καραμπουιά, η, η μαύρη μπογιά που παλιά έβαφαν τα μαλλιά. «Σ’ έστειλα γυαλί και χτένα και καραμπουιά». Δημ. Τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < τουρκ. karaboya = έλαιο θειϊκού οξέως.

καραντάνα, η, το χάλκινο νόμισμα μικρής αξίας (μια δεκάρα περίπου) επί Γεωργίου του Α΄ αλλά και οποιοδήποτε νόμισμα ευτελούς αξίας. «Δεν έχ’ν ντιπ αξία τα λιφτά. Έγιναν καραντάνις».

καραούλ’, το, το παρατηρητήριο. «Φ’λάει καραούλ’ για καμιά φουτιά». ETYM. < τουρκ. karakol = αστυν. τμήμα < σλαβ. karaul.

καραουλίζου, ρ., παρατηρώ από ψηλά, φυλάγω σκοπιά. «Τι καραουλίειζς απού κει πάν’; Βλέπ’ς τίπουτα».

καράπ’, το, το κεφάλι. «Πού του κουπάν’σις πάλι του καράπι σ’»; ETYM. < κάρα = κεφάλι.

καρβέλ’, το, το ψωμί.. «Πουλύ ψουμί τρώς. Δε σι φτάν’ ένα καρβέλ’ τ’ μέρα». ΕΤΥΜ. < αρχ. ακροβέλιον, μεσν. γαρβέλιον, γαρβέλι < καρβέλι.

καρβ’νάρ’ς, ο, ο καρβουνιάρης. «Η Αρναία έχ’ τ’ς πιρισσότιρ’ καρβνάρδις». ΕΤΥΜ. < μεσν. κάρβουνον < μτγν. κάρβων - ωνος < λατιν. carbo άνθρακας.

κάργα, επίρρ., πολύ γεμάτο. «Έμασα πέντι τσιουβάλια ιλιές κάργα». ΕΤΥΜ. < βεν. carga = φόρτωμα < μτγν. λατιν. carga = φόρτωμα < λατιν. carrus = κάρρο, < τουρκ. karga = γεμάτο.

καργάρου, ρ., 1. γεμίζω πολύ, «Να τα καργάρς’ τα τσιουβάλια. Μη τα φέρ’ς άδεια». 2. δένω κάτι πολύ σφικτά. «Καργάρσι τ’ν ίγκλα για να μη μας πέσ’ του σαμάρ’».

καργάρ’σμα, το, 1. το γέμισμα, «Το χου ένα καργάρ’σμα του αμάξ’! Κουντεύ’ να σπάσ’ν τα λάστιχα». 2. το γερό σφίξιμο. «Απ’ του πουλύ του καργάρ’σμα κόπ’κι του σκ’νί».

καργαρ’σμένους, ο, μτχ., ο γεμάτος, ο γερά σφιγμένος. «Δε μπουρώ να δ’λέψου γιατί του στουμάχι μ’ είνι καργαρ’σμένου».

κάργας, ο, ο νταής, ο παλληκαράς. «Διέ τουν του ψειριάρ’ ! Μας παριστάν’ τουν κάργα».

καρδάμουμα, το, το δυνάμωμα. «Ήμαν ψόφιους αλλά μιτά του καρδάμουμα ζουντάνιψα».

καρδαμώνου, ρ., δυναμώνω. «Φάει καλά να καρδαμώεισς, γιατί σι πιριμέν’ πουλύ δ’λειά». ΕΤΥΜ. < αρχ. κάρδαμον.

καρδάρ’, το, το ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο που έβαζαν το γάλα. «Φέρι του καρδάρ’ να αρμέξου τα πρόβατα». ΕΤΥΜ. < μεσν. καρδάριν, καλδάριν <λατιν. caldarium = θερμαντικό σκεύος λουτρών < caldor = θερμότητα <αλβαν. kaldar < ρουμ. caldare.

καρδουλάχανου, το, λάχανο, η κράμβη. «Κόψι ένα καρδουλάχανου να κάνουμι σαλάτα». ΕΤΥΜ. < καρύδι + λάχανο.

καρδούπνιγμα, το, ο στραγγαλισμός. «Πέθανι απού καρδούπνιγμα».

καρδουπνίγου, ρ., στραγγαλίζω. «Μη του πιάν’ς απ’ του λιμό γιατί θα του καρδουπνίξ’». ETYM. < καρύδι = προεξοχή της καρωτίδας + πνίγω.

καριόλα, η, 1. μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι παλιού τύπου. «Έχουμι στου παλιό σπίτ’ μια καριόλα κι κ’μούντι οι παπούδις». 2. η πόρνη. «Η Παγώνα είνι μιγάλ’ καριόλα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. carriola.

καρίτζαφλους, ο, η καρωτίδα. «Τουν έπιασι απ’ τουν καρίτζαφλου κι παρά λίγου να τουν πνίξ’». ΕΤΥΜ. < σλαβ. Λέξη.

καρκαλιάζου, ρ., ξεπαγιάζω. Κάρκαλο λέγεται και το ξερό μετά από τραύμα. «Κάτσα λίγου όξου κι καρκάλιασα απού του κρύου»

καρνάγιου, το, ο χώρος που επισκευάζονται τα πλοία, το ναυπηγείο. «Θα βγάλου τ’ βάρκα στου καρνάγιου για ιπισκιβή». ΕΤΥΜ. < ιταλ. carenaggio.

καρναμπίτ’, το, το κουνουπίδι. «Αγόρασα δυο καρναμπίτια για σαλάτα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. karnabit = κουνουπίδι.

καρντάσ’, το, ο αδελφός. «Έχου δυο καρντάσια κι μια καρντασίνα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kardas = ομογάστριος αδελφός carin = κοιλιά.

καρντασίνα, η, η αδελφή. «Παντρεύ’κι η καρντασίνα μ’».

καρνα, τα , τα κάρβουνα. «Άναψι τα κάρνα για να ψήσουμι σουβλάκια»

καρούτα, η, μεταφ. ο μεθύστακας. «Η Γιάνν’ς πίν’ πουλύ. Είνι μιγάλ’ καρούτα». ETYM. < αλβαν. κarrute σλαβ. koryto < αρχ. κόρυμβος = σκάφη.

καρπέτα, η, η υφαντή κουβέρτα. «Έχου στ’ προίκα μ’ κι μια καρπέτα. Τ’ν ύφανι η σχουριμέν’ η μάνα μ’». ΕΤΥΜ. < γαλλ. carpette < ιταλ. carpita <λατιν. carpere = μαδώ, κόβω.

καρπουλόι, το, η ξύλινη τετράχαλη πιρούνα που είναι χρήσιμη για το λίχνισμα. «Θα πιάσουμι απού ένα καρπουλόι κι θα λιχνίσουμι του σ’τάρ’». ΕΤΥΜ. < καρπός + λέγω = συλλέγω.

καρσί, επίρρ., απέναντι. «Να κάτσουμι σι κανέναν απάγκιου γιατί ιδώ τουν έχουμι καρσί τουν κιρό». ΕΤΥΜ. < τουρκ. karsi = απέναντι < αρχ. εγκαρσίως.

κάρτα, η, 1. το σκεύος με χερούλι που μετάγγιζαν νερό. «Άδειασι του νιρό απ’ του καζάν’ μι τ’ κάρτα». 2. το τραπουλόχαρτο. «Πόσις κάρτις έχ’ς»; ΕΤΥΜ. < ιταλ. carta < λατιν. charta < αρχ. χάρτης.

καρτάλ’, το, 1. οι αιχμηρές πέτρες, «Πήγαμι στου Όρους κι πιράσαμι απ’ τα καρτάλια». 2. το όρνιο. «Κόψι τα νύχια σ’ γιατί είσι σα καρτάλ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kartal = αετός.

καρτέλ’, ή καρτούδ’, το, το κύπελο, το τενεκεδάκι. «Η ριτσίν’ απ’ τα τσιάμια έτριχι μέσα στα καρτέλια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kartel = καρτέλ.

κάσα, η, 1. χρηματοκιβώτιο, «Που τ’ν έχ’ς τ’ κάσα μι τ’ς λίρις»; 2. ψαροκασέλα, «Έβγαλα δυο κάσις ψάρια». 3. φέρετρο. «Του παππού τουν έχουμι στ’ κάσα» ΕΤΥΜ. < τουρκ. kasa = χρηματοκιβώτιο.

κάσιαβου, το, το άτιμο παιδί. «Του ένα του πιδί μ’ είνι καλό κι του άλλου είνι πουλύ κάσιαβου».

κασίδα, η, η ψώρα. «Του κιφάλι σ’ είνι γιουμάτου κασίδα».

κασιδιάρ’ς, ο, αυτός που έχει ψώρα, κασίδα στο κεφάλι. «Έμαθι κουρέας στ’ κασιδιάρ’ του κιφάλ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. κασσίδιον υποκ. του κάσσις <λατιν. cassis = περικεφαλαία.

κασκαβάλ’, το, είδος σκληρού τυριού, κασσέρι. «Μη τρως του φαΐ κι θα σι ταΐσου του κασκαβάλ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kaskaval < ιταλ. caciocavallo <cacio = τυρί + cavallo = άλογο.

κασκαρίκα, η, η φάρσα. «Τουν έκανα μια κασκαρίκα! Θα τ’ θ’μάτι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kaskariko = κόλπο, απάτη. < ιταλ. cascare = σπάζω <λατιν. quasso = σείω, πάλλω.

κασκέτου, το, η τραγιάσκα. «Παππού! Όταν τρώμι του βγάζουμι του κασκέτου». ΕΤΥΜ. < ιταλ. caschetto = υποκ. του cascha.

κατά, πρόθ. 1. αντίθετα 2. διεύθυνση: «κατά σιακεί» 3. σύμφωνα: «Κατά μάνα κατά κύρ’».

καταή, επίρρ., καταγής. «Χάλασι του τραπέζ’ κι θα φάμι καταή». ΕΤΥΜ. < αρχ. φράση κατά γής

καταμισιού, επίρρ., ακριβώς στο μέσον. «Η ικκλησία βρίσκιτι καταμισιού στου χουριό». ΕΤΥΜ. < κατά + μέσον, μέση.

καταπιάνουμι, ρ., επιχειρώ, αναλαμβάνω κάτι να το κάνω μόνος μου. «Καταπιάσ’κα σήμιρα μι τουν μπαξέ. Δεν κάνου άλλ’ δ’λειά». ΕΤΥΜ. Αόριστος έπιασα του ρήμ. πιάζω < πιάνω.

καταπόδ’, επίρρ., πίσω από κάποιον. «Τουν πήρι καταπόδ’ για να διεί που πααίν’». ΕΤΥΜ. < αρχ. κατά πόδας < πούς - ποδός = ποδάρι.

καταπουδιαστά, επίρρ., το ένα πίσω από το άλλο. «Ερχουντι οι γίδις καταπουδιαστά».

καταραχιάς, ο, το μικρό σκανδαλιάρικο παιδί. «Μουρέ ξέρου ιγώ τι καταραχιάς είσι». ΕΤΥΜ. < καταράχη = η κορυφή ενός βουνού.

κατασταλαχτή, η, το απόσταγμα της στάχτης, η αλυσίβα. «Θα βάλου μπόλκ’ κατασταλαχτή για να κάν’ τα ρούχα μπαμπακούλα». ΕΤΥΜ. κατά + σταλάζω < μτγν. < αρχ. σταλάσσω.

κατατσίκαρα, επίρρ., στη ράχη του βουνού. «Του χουράφι μ’ στα Δημανιώτ’κα είνι κατατσίκαρα».

καταχουνιάζου, ρ., κρύβω κάτι βαθιά. «Που καταχώνιασις του π’κάμ’σου κι δε του βρίσκου». ΕΤΥΜ. < μεταπλασμένος τύπος του καταχώνω.

καταχουνιασμένου, ρ, το πολύ καλά κρυμένο. «Που το ‘χ’ς καταχουνιασμένου του παντιλόνι μ’ κι δε του βρίσκου μι τίπουτα».

καταχώνιασμα, το, το κρύψιμο ενός πράγματος σε μέρος που να μη βρίσκεται εύκολα. «Τέτοιου καταχώνιασμα που του είχις του σακάκ’ πού να του βρω».

καταψ’χίζ’ ρ., απαντάται στο τρίτο πρόσωπο. Δροσίζει. «Πλύνι μι του λάστιχου του τσιμέντου να καταψ’χίσ’ λιγάκ’ γιατί έχ’ πουλύ ζέστα».

κατάψ’χου, το, η δροσιά. «Τώρα έχ’ ακόμα ζέστα. Θα πάμι του βράδ’ μι του κατάψ’χου». ETYM. < αρχ. κατάψυξις < καταψύχω.

κατιά, η, η κοτέτσι. «Θα ασβιστώσου τ’ κατιά για να φύγ’ν οι ψύλλ’». ΕΤΥΜ. < από το κατοικία < κατοικιά < κατιά.

κατιάζ’, ρ., σε γ΄ πρόσωπο. Μπαίνουν οι κότες στο κοτέτσι. «Έχ’ ώρα. Ακόμα δε κάτιασαν οι κότις».

κάτιασμα, το, το κλείσιμο των πουλερικών στο κοτέτσι. «Θα φύγουμι απού του σπίτ’ μιτά του κάτιασμα».

κατιασμένις, οι, κλεισμένες κότες στη κατιά. «Οι κότις είνι κατιασμένις».

κατίκ’, το, το τουλουμίσιο τυρί. «Τώρα τ’ Σαρακουστή θα βάζουμι του γάλα στου τουλούμ’ για να κάνουμι κατίκ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. κάθημαι = κάθομαι. < τουρκ. < katik = προσφάι.

κατιλώ, ρ.,. καταπίνω με ευκολία. ΕΤΥΜ. < αόρ. του αρχ. Καταλύω. «Πότι τ’ κατέλ’σις κιόλας τ’ σούπα»;

κατιλ’τό, το, το νερουλό φαγητό που τρώγεται με κουτάλι. «Μη του φκιάεισς του κριθαράκ’ πηχτό. Να είνι λίγου κατιλ’τό».

κάτιργου, το, 1. το εργαστήριο κηροπηγίας, «Θα βγάλου του κιρί στου κάτιργου». 2. η φυλακή μέσα σε πλοίο. «Μη πας ν-υγιέ μου μι τα κάτιργα». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < μτγν. κάτεργον ουδ. του επιθ. κάτεργος = καλλιεργημένος - κατά + - έργος < έργον = ιστιοφόρο πλοίο.

κατ’νιάζου, ρ., πάντα σύνθετο με το μόριο – ξε - < ξι. «Έσκαβα ούλ’ μέρα κι ξικατ’νιάσκα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. catena = αλυσίδα.

κατόπ’, επίρρ., κατόπιν, από πίσω.. «Πήρι η σκύλους του λαγό στου κατόπ’ κι τουν έπιασι στου σκίνου». ΕΤΥΜ. < κατόπιν.

κατράν’, το, 1. η πίσσα, το κατράμι. «Άλειψα τ’ βάρκα μι του κατράν’ για να μη σαπίσ’». 2. το πολύ μαύρο ΕΤΥΜ. < τουρκ. katran = πίσσα.

κατρουλιά, η, ή κατρουλιό, το, το κάτουρο. «Αυτό δεν είνι νιρό είνι κατ’ρουλιά». ΕΤΥΜ. < κατουρώ + παραγ. επίθημα - λιο, - λια κατά + ούρα.

κατρουλιάρ’κου, το, το γεμάτο κάτουρο. «Πάρι απού δω του κατρουλιάρ’κου γιατί μι έκανι χάλια».

κατρουλιάρ’ς, ο, βλέπε λ. κατρουλιάρ’κου.

κάτσα, η, η χορευτική φιγούρα με το λύγισμα των γονάτων. «Μι πόνισαν στου χουρό τα γόνατα μ’ απ’ τ’ς κάτσις». ΕΤΥΜ. < αρχ. κάθημαι.

κατσάδα, η, η επίπληξη, η επιτίμηση. «Έφαγα κατσάδα απού τ’ μάνα μ’ γιατί δε πήγα να τ’ διώ». ΕΤΥΜ. < βεν. cazzada = εκδίωξη < λατιν. captata του ρ. capto = κυνηγώ.

κατσαδιάζου, ρ., επιπλήτω, επιτιμώ, κάνω παρατήρηση. «Γιατί δε τουν κατσαδίαειζς να μη του ξανακάν’»;

κατσάδιασμα, το, βλέπε λ. κατσάδα.

κάτσακας, ο, το ασπρόχωμα ανακατεμμένο με χαλίκια που γίνεται σα πέτρα στη ξηρασία «Γάνιασα πουλύ να σκάψου του βόθρου γιατί βρήκα κάτσακα». ΕΤΥΜ. < βλέπε λ. κατσιά.

κατσαμπλιάς, ο, ο κλέφτης, ο αντάρτης. «Η Λιφτέρ’ς η Κουφαδάκ’ς ήταν χρόνια κατσαμπλιάς στου β’νό». ETYM. < από τη λ. πλιάτσικο, < αλβαν. plaçkё

κατσαμπρόκ’, το, ή κατσαμπρόκους, ο, μυτερό εργαλείο τσαγγάρη για τρύπες. «Κάνι μι του κατσαμπρόκ’ τ’ς τρίπις στου παπούτσ’». ETYM. <ιταλ. caccio + brocca.

κατσαρόλ’, το, το κατσαρολάκι με χερούλι. «Δώσι μι του κατσαρόλ’ να αρμέξου τ’ γίδα». ΕΤΥΜ. < βεν. cazzarola υποκ. του ους. cazza = μεταλλικό σκεύος < μτγν.

κατσιά, η, η καθισιά, το φαγητό που είναι για ένα άτομο. «Αυτό του φαΐ είνι για μια κατσιά». ΕΤΥΜ. < από το κάθομαι < καθισιά < κατσιά. Ρήμα καθίζω < αρχ. καθ- < κατά - + ίζω = κατακαθίζω.

κατσιάζου, ρ., δεν αφήνω να αναπτυχθεί κάτι. «Μη του φουρτών’ς πουλύ του γαδούρ’ γιατί θα κατσιάσ’». ΕΤΥΜ. < από το κατσί = γατί.

κατσιαμάκα, η, αλεύρι νερό και μέλι ανακατεμένα και ψημένα στο τηγάνι. «Απόψι δεν έχ’ φαΐ. Θα φάμι κατσιαμάκα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kacamak = νάζι.

κάτσιασμα, το, η καχεκτικότητα . «Μη βλέπ’ς ντιπ τ’ς ιλιές. Έγιναν έτσ’ απού του κάτσιασμα».

κατσιασμένους, ο, μτχ., ο πεπλατυσμένος, ο συμπιεσμένος. «Του χώμα στου μπαξέ είνι κατσιασμένου».

κατσιό, το, το καθισιό. «Θα κλείσν’ τα σχουλεία κι θα έχουμι τρεις μήνις κατσιό». ΕΤΥΜ. < αρχ. κάθημαι = κάθομαι.

κατσκέλ’, το, το νάζι , το σκέρτσο. «Διέτουν κατσ’κέλια που κάν’ στου χουρό»! ΕΤΥΜ. < πιθ. από το κατσίκι.

κατσιούρκα, τα, τα μάτια. Το λέμε κοροϊδευτικά σε κάποιον που δε βλέπει ένα πράγμα ενώ είναι μπροστά του. «Αν’ξι τα κατσιούρκα σ’ κι διες».

κατσκίν’ς, ο, αυτός που φεύγει και δε ρωτάει κανένα. «Σήμιρα η ιγγουνός μ’ έκανι κατσκίν’ απ’ του σχουλείου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kackin = φυγάς.

κάτσ’μου, το, το καθισιό. «Καλό είνι του κάτσ’μου αλλά κι του ντιμπλαρίκ’ ακόμα καλύτιρου».

κατσούλα, η, το πίσω μέρος του γόνατου. «Μι πόνισαν οι κατσούλις απ’ τη δ’λειά». < ρουμ. cǎciulǎ = σκούφια.

κατσουλιάζου, ρ., λυγίζω τα γόνατα. «Κατσούλιασα πίσου απού του σκίνου να μη μι διουν».

κατσουλιαστά, επίρρ., με λυγισμένα τα γόνατα. «Του αμπέλ’ ήταν χαμ’λό κι του κλάδιψα κατσουλιαστά».

κατσ’πουδιά, η, η γουρσουζιά. «Αμ τι κατσ’πουδιά είνι αυτή! Δέκα κότις αγόρασα κι ψόφ’σαν ούλις». ΕΤΥΜ. < από το κακο - ποδιά ή κατσικο-ποδιά.

κατσ’πουδιάρ’ς, ο, επίθ., ο γρουσούζης. «Μη τουν παίρν’ς για ψάριμα γιατί είνι πουλύ κατσ’πουδιάρ’ς. Δε θα βγάλτι ούτι λέπ’».

κατσ’φίζου, ρ., αλληθωρίζω, μισοκλείνω τα μάτια μου. «Τουν παρατήρ’σις καλά; Του ένα του μάτ’ του κατσ’φίζ’».

κάτσ’φισμα, το, το αλληθώρισμα. «Δε βλέπ’ καλά απ’ του κάτσ’φισμα».

κατσ’φός, ο, ο κατσούφης, ο αλλήθωρος. Αυτός που έχει μισοανοιχτά τα μάτια. «Καλά ρε Γιώρ’! Κατσ’φό γαμπρό έκανις»; ΕΤΥΜ. < κατσουφιάζω <κατσουφός < αρχ. κατηφής = κατσούφης.

κατώι, το, το κατώγι, το υπόγειο. «Δεν έκανα κατώι στου σπίτ’ κι δε ξέρου που να βάλου τα πράματα». ΕΤΥΜ. < μεσν. κατώγι < μτγν. κατώγαιον υποκ. του κατώγαιος < κάτω + - γαιος < γαία < γη.

καύκαλου, το, το κέλυφος της χελώνας. «Έφαγαν τα αγρίμια τ’ς χιλώνις κι άφ’σαν τα καύκαλα». ΕΤΥΜ. < μτγν. καύκαλον < καύκος = είδος ποτηρίου + παραγ. επίθημα - άλον.

καφάσ’, το, το 1. τελάρο, «Βάλι τα αχλάδια στου καφάσ’». 2. το κεφάλι. «Ζαλίσκα κι μ’ έφυγι του καφάσ’» ΕΤΥΜ. < τουρκ. kafa = κεφάλι.

καφατλίκ’, το, το γεύμα. «Η κατσαρόλα έχ’ φαΐ για ένα καφατλίκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kahalti = πρόγευμα.

καφιμπρίκ’, το, το καφέμπρικο. «Βάλι κι μένα καφέ στου καφιμπρίκ’ να πιω». ETYM. < καφές + μπρίκι < τουρκ. ibrik.

καφτάν’, το, «Δώσι μι να βάλου του καφτάν γιατί έχ’ πουλύ κρύου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kaftan = καφτάν, χιτώνας.

κάψα, η, η αφόρητη ζέστη. «Θα κάν’ μιγάλ’ κάψα σήμιρα». ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. καίω (έκαυσα έκαψα).

καψάλ’, το, το καμένο τμήμα του δάσους. «Θα πάου μι τα μ’λάρια στου καψάλ’ να φέρου ξύλα». ΕΤΥΜ. < καψάλα < κάψα + μεγενθ. επίθημα - άλα, - αλιά.

καψαλιά, η, το ξύλο απ’ το καψάλι. «Φέρι κάμπουσις καψαλές να βάλουμι στου καζάν’».

καψαλίζου, ρ., 1. καίω ελαφριά, «Καψάλ’σι τα μαλλιά τ’ς μι τ’ λαμπάδα». 2. (μεταφ.) σπαταλώ τα χρήματα. «Είχαμι στ’ν άκρη παράδις αλλά τ’ς καψάλ’σαμι ούλις».

καψάλ’σμα, το, το ελαφρό κάψιμο. «Ξιράθ’καν οι ιλιές απ’ του καψάλ’σμα».

καψαλ’σμένου, το, μτχ., το ελαφρώς καμμένο. «Οι ιλιές απ’ τ’ φουτιά είνι ούλις καψαλ’σμένις».

καψαλ’στό, το, το ψημένο ψωμί που έτριβαν πάνω ελιές και το έτρωγαν. «Φαΐ δεν έχουμι κι θα φάμι καψαλ’στό».

καψαρέζου, ρ., καλοαρέσω. «Σα να σι καψαρέζ’ του ρακούδ’ Κώτσιου! Πάει του μπουκάλ’»!

καψώνου, ρ., ζεσταίνομαι. «Πουλύ καψώνου σήμιρα». ΕΤΥΜ. < από το ρ. καίω.

κ’βάρα, η, η σωρός. «Είχι του χουράφ’ πουλλές πέτρις κι τ’ς έμασα μια κ’βάρα». ΕΤΥΜ. < μεσν. κουβάριον < μτγν. κουβαρίς = ζωΰφιο που κουλουριάζεται.

κ’βαριάζουμι, ρ., διπλώνομαι από τον πόνο ή την πολλή δουλειά ή τα γηρατειά. «Μι πόνισι του στουμάχ’ κι κ’βαριάσ’κα απού τουν πόνου».

κ’βαριασμένους, ο μτχ., βλέπε λ. κ’βαριαστός.

κ’βαριαστά, επίρρ. ό,τι μαζεύουμε σε κουβάρα. «Τα κλαδιά απ’ τ’ς ιλιές τα μάσαμι κ’βαριαστά».

κέραφ’, η, 1. η αποθηκευμένη γύρη των λουλουδιών, «Κουβάλ’σαν οι μέλλ’σις πουλύ κέραφ’». 2. ο κακός άνθρωπος. «Έχ’ μια πιθιρά! Σκέτ’ κέραφ’ είνι». ΕΤΥΜ. < από το κερί < αρχ. κηρός.

κηρουδισιά, η, το σύνολο των κεριών για το μνημόσυνο. «Ισύ κανόν’σι τ’ κηρουδισιά για του μνημόσυνου». ΕΤΥΜ. < μεσν < αρχ. κηρίον + δένω.

κιαμέτ’, το, το πλήθος. «Ένα κιαμέτ κόσμους ήταν φέτου στου παναΐρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kiymet = αξία.

κι απου λές, στερεότυπη φράση στη διήγηση. «Κι απού λες…» ΕΤΥΜ. από τη φράση «και που λές».

κιαρατένιους, ο, ο κερατάς. «Τουν κιαρατένιου Δε μ’ ακούει ντιπ». ΕΤΥΜ. < μεσν. κέρατο < αρχ. κέρας.

κιαρατίκας, ο, χαϊδευτική προσφώνηση σε μικρά. «Τι κιαρατίκας είσι»!

κιβούρ’, το, ο τάφος. «Τα κιβούρια στου νικρουταφείου βλέπ’ν στ’ν Ανατουλή». ΕΤΥΜ. < αρχ. κιβώριον = ο ουρανός της Αγ. Τράπεζας.

κικιρίκια, τα, τα φυστίκια με το καβούκι τους. «Άμα πας στ’ν αγουρά πάρι μι λίγα κικιρίκια». ΕΤΥΜ. < λατιν. cicer = ρεβύθι < τουρκ. kikirlamak.

κιλίμ’, το, το χαλί. «Στρώσι τα καλά τα κιλίμια στου σπίτ’ τα Χριστούγιννα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kilim = μάλλινο χαλί.

κιλιπούρ’, το, το κελεπούρι η ευκαιρία . «Τιλικά είσι μιγάλου κιλιπούρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kelepir = αγαθό που πουλιέται κάτω από την τιμή του.

κιλλάρ’ το, η αποθήκη. «Βγάλι λίγου κρασί απού του κιλάρ’». ΕΤΥΜ. <ιταλ. cella = θάλαμος, αποθήκη.

κιμπαρλίκ’, το, η αξιοπρεπής συμπεριφορά. «Αυτό που κάν’ είνι κιμπαρλίκ’».

κιμπάρ’ς, ο, επίθ., ο αρχοντικός, ο αξιοπρεπής. «Είνι πουλύ κιμπάρ’ς άνθρουπους». ETYM. < τουρκ. kimbar = ευγενής.

κιντέρ’, το, το βάσανο. «Άσ’ τουν μη τουν πειράειζς. Έχ’ μιγάλα κιντέρια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. gider = δαπάνη.

κιντιά, η, ο διαδοχικός μικρός πόνος. «Έχου μια κιντιά στου στουμάχ’! Κατά διαστήματα μι πουνάει» ! ETYM. < αρχ. κεντώ = τσιμπώ, ερεθίζω, κεντρίζω.

κιντί, το λέμε όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση σε κάτι. «Κιντί δικανίκ’ που σι χρειάζιτι»! ΕΤΥΜ. < τουρκ. kenti = 1. εαυτός 2. αυτοπροσώπως

κιντίδ’, το, στολίδι κεντημένο σε φορεσιά. «Η φουρισιά σ’ έχ ουραία κιντίδια». ΕΤΥΜ. < από το κεντώ.

κινώνου, ρ., αδειάζω το φαγητό από την κατσαρόλα στο πιάτο. «Καθήστι στου τραπέζ’ να σας κινώσου του φαΐ». ΕΤΥΜ. < αρχ. κενώ (-όω ) <κενός.

κιόλα ή κιόλας, επίρρ., ήδη, πλέον. «Πότι κιόλας του χλαπάκιασις του φαΐ». ΕΤΥΜ. < και + όλα.

κιούγκια, τα, οι πήλινοι σωλήνες. «Έσπασαν τα κιούγκια απ’ τουν υπόνουμου κι βρουμουκουπάει η τόπους». ΕΤΥΜ. < τουρκ. künk < περσ. kunk = υδροσωλήνας.

κιούπ’, το, το μικρό πιθάρι. «Βρήκι ένα κιούπ’ λίρις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. küp = πιθάρι.

κιουτεύου, ρ., δειλιάζω, υποχωρώ. «Μη κιουτεύ’ς μι του παραμικρό»! ΕΤΥΜ. < τουρκ. kotu = κακός.

κιούτιμα, το, δειλία «Χτυπάει η καρδιά τ’ απ’ του κιούτιμα».

κιουτιμένους, ο, επίθ., ο δειλός. «Μη τουν κρέν’ς ντίπ. Είνι κιουτιμένους».

κιραζίλ’, το, το σκοινί που έδεναν τα βόδια στα παχνιά. «Έκουψαν τα βόδια τα κιραζίλια κι έφυγαν»!

κιριστάρ’, το, το μεγάλο πριόνι του μαραγκού. «Φέρι του κιριστάρ’ να κόψουμι του κούτσουρου».

κιριστές, ο, η οικοδομική χοντρή ξυλεία. «Βγάλι στου ξυλουργείου καδρόνια κι κιριστέδις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kereste = οικοδομήσιμη ξυλεία.

κιρχανατζής, ο, επίθ., ο χαμένος, ο άχρηστος. «Άσ’ τουν τουν κιρχανατζή! Μη τουν κάν’ς παρέα». ΕΤΥΜ. τουρκ. < kerhaneci = αεριτζής, προαγωγός

κισλάς, ο, η αμοιβή από το βόσκημα ξένου χωραφιού. «Ι Γιώρ’ς παίρν’ ένα σουρό λιφτά απού τουν κισλά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kişlak χειμαδιό.

κίστ’, το, η δόση δανείου. «Πήρα ένα δάνειου κι κάθι μήνα πληρώνου ένα σουρό κίστ’». EΤΥΜ. < αρχ. κίστη = κιβώτιον, κιστοφόρος = νόμισμα τριών δραχμών.

κιτάπ’, το, το δεφτέρι ή ο τίτλος ιδιοκτησίας. «Υπάρχ’ν παλιά κιτάπια για του χουράφ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kitap = εμπορικό βιβλίο < αραβ. qitap = ιερό βιβλίο.

κιφαλάρ’, το, 1. το ύψωμα, «Έχου ένα χουράφ’ είνι παν’ στου κιφαλάρ’». 2. το μεγάλο μαξιλάρι που έφθανε για δυο άτομα. «Βάλι του κιφαλάρ’ στου κριβάτ’ να κοιμ’θούμι». ΕΤΥΜ. < κεφαλή.

κιχαϊάς, ο, ο μεγαλοκτηνοτρόφος, ή ο αρχηγός των βοσκών. «Έφιραν πάλι οι κιχαγιάδις τα γίδια. Τα είχαν του καλουκαίρ’ στα β’νά γιατί είχι χουρτάρ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. τουρκ. < kehaya. = διαχειριστής σε μεγάλο σπίτι.

κ’κι, το, το κουκί. «Λιάζου τα κ’κιά για να τα σπάσου μι τουν κόπανου». ΕΤΥΜ. < μεσν. κουκίν < μτγν. κουκίον υποκ. του αρχ. κόκκος.

κλαβανή, ή γκλαβανή, η, καταπακτή. «Κλείσι τ’ κλαβανή για του κατώι να μη πέσ’ κανένα μ’κρό του βράδ’ απ’ τ’ς σκάλις». ΕΤΥΜ. < σλαβ. klavanije = κρύπτη.

κλαδουκόπους ή παλιουρουκόπους, ο, μεγάλο κλαδευτήρι με στυλιάρι που έκοβαν θάμνους. «Έκουψα μι τουν παλιουρουκόπου τα βάτια κι τα παλιούρια». ΕΤΥΜ. < αρχ. κλάδος < κλαδίον < κλαδί = υποκ. του κλάδος.

κλάδουμα, το, το κουκούλι πάνω σε κλαδί, συνήθως σουσούρα. «Άρχισαν του κλάδουμα τα μαμούδια».

κλαδών’, ρ., κυριολεξία για τους μεταξοσκώληκες, όταν ανεβαίνουν στο κλαδί για να πλέξουν το κουκούλι. «Αρχισαν να κλαδών’ τα μαμούδια».

κλαίουμι, ρ., μεμψιμοιρώ. «Κλαίουντι οι χήρις κλαίουντι κι οι παντριμένις». ΕΤΥΜ. < αρχ. κλάF-jω < κλαίω.

κλαμαριάζουμι, ρ., μου κόβονται τα γόνατα από την κούραση, κλαίω από τον πόνο. «Δε μπουρεί να πουρπατήσ’ ντιπ γιατί κλαμαριάσ’κι απ’ τη δ’λειά». ΕΤΥΜ. < κουλουριάζομαι < κλαμαριάζουμι. Πονώ πολύ από την κούραση και γίνομαι κουλούρα.

κλαμάριασμα, το, η δίπλωση των γονάτων από κούραση. «Κ’τσαίν’ η Μαρίγια. Είνι απ’ του κλαμάριασμα».

κλαμαριασμένους, ο, μτχ., ο διπλωμένος από την κούραση. «Δε σκώνιτι απού καταή. Είνι κλαμαριασμένους απ’ του σκάψ’μου».

κλάπα, η, το κομμάτι από σανίδα ή από καλάμι. «Έσπασι του κατσίκ’ του πουδάρι τ’ αλλά του έβαλα μια κλάπα κι έγειανι». ΕΤΥΜ. < μτγν. κλαπαί (πληθ.) ξύλινα υποδήματα.

κλαπουμένους, ο, μτχ., ο δεμένος με κλάπες. «Του τειχίου είνι καλά κλαπουμένου».

κλαπώνου, ρ., στηρίζω κάτι με κλάπες. «Κλάπουσι καλά του ντουβάρ’γιατί θα πέσ’».

κλειδουπίνακου το, το στρογγυλό ξύλινο σκεύος που έβαζαν τυρί, ελιές. «Βάλι κουντά να φάμι ένα κλειδουπίνακου ιλιές κι ένα τυρί». ΕΤΥΜ. <κλειδί + πινάκιο = πιάτο. Πιάτο δηλ. που κλειδώνει με καπάκι.

κλίκ’, το, το ψωμί σε σχήμα σπείρας. «Βάλι κουντά στ’ αμπέλ’ ένα κλίκ’ να φάμι». ΕΤΥΜ. < μεσν. κουλίκιν < κολίκιον υποκ. του αρχ. κόλιξ – ικος = μικρό ψωμί, κουλουράκι, επίθ. κολικοφάγος.

κλίκα, η, η σπείρα, η ομάδα ανθρώπων που αλληλοΰποστηρίζονται. «Είνι κλίκα κι βουηθάει η ένας τουν άλλου». ΕΤΥΜ. < γαλλ. clique = παρέα χειροκροτούντων Ρ. cliquer = χειροκροτώ.

κλίκας, ο, το μεγαλόσωμο παιδί ή ο ψηλός και άγαρμπος άνδρας. «Μουρέ τράνιμα η γιος! Κουτζιάμ κλίκας έγινι».

κλιτσ’νάρια, τα, τα αδύνατα πόδια. «Δεν τρώει ντίπ του πιδί. Φαίνιτι απ τα κλιτσ’νάρια που έχ’». ΕΤΥΜ. < από το κλίτσα ή γκλίτσα.

κλιφτάτα, επίρρ., κρυφά, γρήγορα. «Ούτι πήραμι χαμπάρ’. Έφυγι στα κλιφτάτα». ΕΤΥΜ. < μεσν < αρχ. κλέπτω.

κ’λός, ο επίθ., ο κουλός, ο ανάπηρος. «Του ένα του πουδάρι μ’ είνι κ’λό». ΕΤΥΜ. < αρχ. κυλλός = χωλός.

κ’λουθουγυρίζου, ρ., τριγυρνώ. «Πουλύ σι κλουθουγυρίζ’ η Μήτσιους Βίκυ! Δε ξέρου σι γαμπρίζ’»; ΕΤΥΜ. < από το κλώθω + γυρίζω.

κ’λουθουγύρισμα, το, το τριγύρισμα. «Πέφτ’ πουλύ κλουθουγύρισμα».

κ’λουρίζ’, το, η παραφυάδα. «Βγάλι καμπόσα κλουρίζια απού τ’ς τρανταφ’λλές να τα φυτέψουμι». ΕΤΥΜ. < από το κώλος + ρίζα < μεσν. κώλος < αρχ. κώλον = έντερο.

κ’λούρ’ς, ο, επίθ., αυτός που κοιμάται κουλουριασμένος, ο τεμπέλης. «Σήκου ρε κλούρ’ να κάν’ς καμιά δ’λειά»! ETYM. < μεσν. κουλλούριν <μτγν. κολλούριον αρχ. κολλύριον υποκ. του κολλύρα.

κ’νάδ’, το, το κουνάβι. «Μπήκι μέσα στου κουτέτσ’ ένα κ’νάδ’ κι μι έπνιξι ούλις τ’ς πλάδις». ETYM. < μεσν. κουνάδι υποκ. του σλαβ. kuna.

κνάκουμα, το, το σφήνωμα. «Έχ’ ένα κνάκουμα! Δε βγαίν’ μι τίπουτα».

κνακουμένου, το, μτχ., το σφηνωμένο. «Είνι γιρά κνακουμένου κι δε βγαίν’».

κνακώνου, ρ., σφηνώνω κάτι σε δυο άλλα πράγματα. «Κνάκουσι καλά κι δε βγαίν’ μι τίπουτα».

κνώδαλου, το, ανόητος, τιποτένιος. «Μη του δίν’ς σημασία του κνώδαλου». ΕΤΥΜ. < αρχ. κνώδαλον = άγριο ζώο που δαγκώνει.

κόγκξις, οι, πάντα στον πληθυντικό. Τερτίπια. «Μη μι κάν’ς ιμένα κόγξις γιατί θα μιτανοιώεισς». ΕΤΥΜ. < αγγλ. conk = καπρίτσιο, πείσμα.

κοινών’μα, το, η μεταλαβή, η θεία κοινωνία. «Άργισι σήμιρα η παπάς γιατί είχι πουλύ κοινών’μα». ΕΤΥΜ. < αρχ. κοινωνώ < κοινών - ώνος = συμμέτοχος < κοινός.

κόλ’βα, τα , τα κόλυβα. «Του Ψυχουσάββατου μοιράζ’ν κόλ’βα». ΕΤΥΜ. < μτγν. κόλυβον αρχ. κόλυβος νόμισμα μικρής αξίας.

κόλιντα, τα, τα κάλαντα που τα έλεγαν την παραμονή της πρωτοχρονιάς το πρωί κρατώντας ένα κλαδί ελιάς. «Έμασαν τα μ’κρά απ’ τα κόλιντα απού ένα καλάθ’ πισκέσια». ΕΤΥΜ. < από τη λ. καλένδες, κάλαντα.

κόμπους, ο, 1. ο κόμβος: «Ιδώ είνι η κόμπους». 2. σταγόνα. «Βάλι έναν κόμπου λάδ’ στου φαϊ».

κόν’δα, η, το αυγό της ψείρας. «Του κιφάλι σ’ είνι γιμάτου κόν’δις». ETYM. < μεσν. < αρχ. κονίς - ίδος.

κόπρισμα, το, η λίπανση των χωραφιών με κοπριά. «Οι ιλιές απ’ του κόπρισμα άλλαξαν φάτσα».

κόπ’τσα, η, η μικρή πόρπη, ο τοκάς. «Χάλασαν οι κόπ’τσις απού του φουστάνι μ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kopça = μεταλλικός γάντζος.

κόρδουμα, το, το καμάρωμα, η υπερηφάνεια. «Διε τουν κόρδουμα που έχ! Ούτι βλέπ’ κανέναν» . ΕΤΥΜ. < μεσν. κόρδα < λατιν. chorda < ελλ. χορδή.

κόρ(ι)α, η, η φλούδα του ψωμιού. «Ιγώ θα φάου τ’ ψύχα κι ισύ τ’ κόρα γιατί έχ’ς γιρά δόδια». ΕΤΥΜ. < σλαβ. kora < αλβ. kore < βλάχ. κοάρα = η εξωτερική σκληρή επιφάνεια του ψωμιού.

κόρφους, ο, 2. το λιμανάκι. 1. το στήθος, ο θώρακας, «Δεν είχα σακούλα κι τα σύκα τα έβαλα στουν κόρφου μ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. κόρφος μτγν. κόλφος αρχ. κόλπος.

κότσια, τα, 1. οι αστράγαλοι, 2. (μεταφ.) η σωματική δύναμη, «Δεν έχου ντιπ κότσια». 3. το παιδικό παιχνίδι με τα κότσια. «Φέρι να παίξουμι μι τα κότσια Βιζίρ’ - Βασιλιά». ΕΤΥΜ. < μεσν. κότσιν < κόττιον υποκ. του κόττος.

κότσιαλα, τα, τα χοντρά και μικρά κομματάκια από καλαμιές. «Φέρι τα κότσιαλα να τα φάει του μ’λάρ’». ΕΤΥΜ. < κόπτω < κόψανο < κότσιαλο

κότσιανους, ο, 1. η άκρη από την πίτα, «Ιγώ θέλου να φάου απ’ τ’ πίτα τουν κότσιανου». 2. το μπούτι από την κότα. «Θέλου να φάου έναν κότσιανου απ’ τ’ κότα.

κουκκάρ’, το, οι μικροί βολβοί κρεμμυδιών για φύτεμα. «Φύτιψα δυο ουκάδις κουκάρ’». ΕΤΥΜ. < μτγν. κοκκάριον υποκ. του κόκκος.

κουκκούδ’, το, το ξηρό μέρος από το σπυρί. «Κλείν’ η πληγή, γιατί έχ’ κουκκούδ’ απού πάν’». ΕΤΥΜ. < ισπαν. cuesco = καρυδάκι, φουντουκάκι.

κουκκούδα, η, 1. το αρσενικό βλαστάρι του κρεμμυδιού. «Τα κρουμμύδια έπιασαν ούλα κουκκούδα». 2. (μεταφ.) το μεγάλο χρέος. «Δε του ξιπλήρουσα ούλου του δάνειου. Έχου μιγάλ’ κουκκούδα ακόμα».

κουκκουδιασμένους, ο, μτχ., ο γεμάτος κουκκούδα. «Δεν πήρα καλό κουκάρ’. Ούλα τα κρουμίδια είνι κουκκουδιασμένα».

κουκκ’νώχουμα ή πατώχουμα, το, ειδικό κόκκινο χώμα που άλειβαν τα χωμάτινα πατώματα ή τα αλώνια «Έφιρα κουκκ’νόχουμα να πατώσουμι του κατώι». ΕΤΥΜ. < κόκκινος + χώμα. < μτγν. κόκκινος < αρχ. κόκκος = από κόκκινους κόκκους πουρναριού που έβγαζαν του χρώμα.

κουκ’λάρ’κου, (μετάξι), το, μετάξι άριστης ποιότητας. «Αυτό του στρουσίδ’ είνι φκιασμένου απού μιτάξ’ κουκ’λάρ’κου».

κούκ’λουμα, το, το σκέπασμα με κλινοσκεπάσματα. «Σήκου να πάμι για κούκ’λουμα γιατί κλείν’ τα μάτια μ’».

κουκλουμένους, μτχ., ο κουκουλουμένος με στρωσίδι που κοιμάται ή είναι έτοιμος για ύπνο. «Που είνι η Μήτσιους; Μέσα κουκλουμένους».

κουκ’λώνου, ρ., 1. κουκουλώνω, σκεπάζω, «Κούκλουτουν μι τ’ κάπα γιατί κρύουσι». 2. καλύπτω κάποια παράβαση του νόμου, «Τα κουκούλουσαν στου δικαστήριου κι γλίτουσαν». 3. (μεταφ.) παντρεύομαι κάποιον ή κάποια χωρίς να το καταλάβει. «Ούτι κατάλαβι πότι τουν κουκούλουσαν». ΕΤΥΜ. < μεσν. < λατιν. cuculla.

κουκ’νάρ’, το, ο σπόρος της κουκουνάρας. «Μάσι κουκ’νάρια να βάλουμι στ’ γαλουπούλα». ΕΤΥΜ. < μεσν. κουκουνάριον < κοκκινάριον υποκ. του αρχ. κόκων < κόκκος.

κουκ’νάρα, η, το κουκουνάρι ή ο καρπός του καλαμποκιού. «Κόψι λίγις καλαμπουκ’νάρις να τα ψήσουμι».

κουκούδα, η, 1. το ξεσταχιασμένο φύλο του κρεμμυδιού. «Γιόμουσαν τα κρουμύδια κουκούδις». 2. Το χρέος. «Έχου ακόμα μιγάλ’ κουκούδα για του σπίτ’».

κουκουμόκου, η, η επιπόλαιη γυναίκα που μόνο στολίζεται. «Πήρι μια κουκουμώκου δε κάν’ τίπουτα». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη κοκώνα < σλαβ. cocoana

κουκουτζιούμ’, το, ο καχεκτικός καρπός οπωροφόρων. «Δεν έχ’ καλά αχλάδια φέτου. Είνι ούλα κουκουτζιούμια».

κουκώνα, η, η αριστοκράτισσα , η καμαρωτή γυναίκα. «Η Αντρουμάχ’ τ’ Μήτσ’ πουρπατάει στου δρόμου σα κουκώνα». ΕΤΥΜ. < ρουμ.cocoana.

κουλάζου, κουλάζουμι, ρ., αμαρτάνω, σκανδαλίζω (ομαι) «Αμάν, αμάν αυτός η παπάς στ’ν ικκλησία μι κόλασι απ’ τ’ς φουνές». ΕΤΥΜ. < αρχ. κόλασις = τιμωρία.

κουλάι, το, ευκολία, με το πάσο, σιγά σιγά. «Μη βιάζισι. Μι του κουλάι θα γίν’ ούλα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kolay = ευκολία.

κουλαντρίζου, ρ., γίνομαι κολιτσίδα σε κάποιον. «Μι κουλαντρίζ’ συνέχεια να τουν δώσου παράδις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kulandum = χρησιμοποιώ.

κουλάντρισμα, το, η ενόχληση. «Σταμάτα του κουλάντρισμα γιατί θα μαλώσουμι στου τέλους».

κουλαράς, ο, 1. αυτός που έχει μεγάλο κώλο. 2. ο δυσκίνητος, ο ντεμπέλης. «Άντι κουλαρά μ’! Κάνι κι καμιά δ’λειά». ΕΤΥΜ. < μεσν. κώλος < αρχ. κώλον.

κουλάς, ο, ο λαίμαργος. «Είσι πουλύ κουλάς. Ότ,’ σι δίν’ του τρως».

κουλατσιό, το, το προσφάγι, το πρόχειρο φαγητό. «Θα φάμι λίγου κουλατσιό κι θα συνιχίσουμι τη δ’λειά». ΕΤΥΜ. < μεσν. κολάσιον < ταλ. colazzione < ρ. colar = καλλιεργώ.

κουλιγιά, η, η συνεργασία. «Κάνουμι κουλιγιά στου ζιβγάρ’ γιατί έχουμι απού ένα μ’λάρ’». ΕΤΥΜ. < μτγν. < λατιν. collega = συνεργός < colligo = συλλέγω < cum = μαζί + lego = συλλέγω.

κουλί, το, ο γλουτός, πληθ. τα κουλιά. «Σα σι φουσκώσου μια στα κουλιά σ’ ! Θα σι μάθου ιγώ»!

κουλιάστρα, η, το πρωτόγαλο. «Δώσ’ του να πιεί λιγάκ’ κουλιάστρα για να δυναμώσ’ κουμάτ’». ΕΤΥΜ. < λατιν. Colostrums = πρωτόγαλα.

κουλ’βόζ’μου, το, το ζουμί από τα κόλλυβα. «Βάλι τα κόλ’βα στου στρακ’στήρ’ να φύγ’ του κουλ’βόζ’μου». ΕΤΥΜ. < κόλυβα + ζωμός.

κουλνώ ή ακουλνώ, ρ., κολλώ. «Κουλνώ του βιβλίου».

κουλόμπαρους, ο, επίθ., ο γυμνός «Έπισι μέσα στ’ στάμνα ένας σιάλιακας κουλόμπαρους». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kulampara παρετυμολογική επίδραση του κώλος.

κουλουβαρώ, ρ., αναβάλλω συνεχώς κάτι εσκεμμένα. «Είνι για ιγχείρισ’ κι ούλου του κουλουβαράει».

κουλουκάτσ’, το, το πρόχειρο κάθισμα. «Φέρι ένα κουλουκάτσ’ να καθήσου γιατί πόστασα». ΕΤΥΜ. < κώλος + ρ. κάθημαι.

κουλουκ’θουλούλουδου, το, το λουλούδι από το κολοκύθι. «Μάσι λίγα κουλουκ’θουλούλουδα να τα κάνουμι γιμιστά» ΕΤΥΜ. < κολοκύθι + λουλούδι.

κουλουκούτ’μα, το, το ανακάτεμα υγρού, ταρακούνημα. «Δεν είχαν τα παγούρια καπάκια κι απού του πουλύ του κουλουκούτ’μα χύθ’κι του νιρό».

κουλουκτάου, ρ., κουνώ ένα δοχείο με νερό ή ένα αυγό. «Για κουλουκούτα του βαρέλ’ να διούμι αν έχ’ άλλου κρασί». «Κουλουκ’τούν τα αυγά. Φαίνιτι είνι κλούβια». ΕΤΥΜ. < ηχομ. λέξη

κουλουμπαρόπ’τα, η, η πίτα με τρυφερά κολοκύθια χωρίς φύλλα. «Η μάνα μ’ κάν’ πουλύ καλές κουλουμπαρόπ’τις». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. κουλόμπαρους.

κουλουμπατσ’κάς, ο, το νεογνό πουλιών χωρίς πούπουλα. «Βρήκα μια φουλιά κι έχ’ μέσα πέντι κουλουμπατσ’κάδις». ETYM. < από το κώλος + μπάτσιακας = βάτραχος (επειδή είναι γυμνά σαν το κώλο και σαν το βάτραχο).

κουλουμπατσ’κούδια, (υποκ. του κουλουμπατσ’κάς).

κουλουπανιάζου, ρ., τσαλακώνω, λερώνω τα ρούχα. «Κρέμμασι του π’κάμ’σου κι μη του κουλουπανιάειζς έτσ’». ΕΤΥΜ. < από το κώλος + πανί.

κουλουπάνιασμα, το, το τσαλάκωμα. «Έχ’ς ένα κουλουπάνιασμα του παντιλόν’! Δε σιδηρώνιτι μι τίπουτα».

κουλούρα, η, 1. η κουλούρα ψωμιού, 2. το στεφάνι του γάμου. «Απού τότι που τουν έβαλι τ’ κουλούρα δε τουν αφήν’ ντίπ να βγει όξου». ΕΤΥΜ. <μεσν. < μτγν. κολλούρα < αρχ. κολλύρα.

κουλουριασμένους, ο, μτχ., ο διπλωμένος σαν κουλούρα. «Βρήκα όξου απού του σπίτ’ ένα φίδ’ κουλουριασμένου δυο μέτρα».

κουλουτούμπα, η, η τούμπα με τον κώλο. «Έκανα κουλουτούμπις μι τ’ αμάξ’ κι δεν έπαθα τίπουτα». ΕΤΥΜ. < από το κώλος + τούμπα < μεσν. τούμπα < λατιν. tumpa = μικρό ύψωμα, γήλοφος, τάφος < αρχ. τύμβος.

κουλουτρίβουμι, ρ., Επιθυμώ πολύ να πραγματοποιήσω κάτι, και γυρίζει το μυαλό μου συνεχώς εκεί. «Συνέχεια κουλουτρίβιτι να τουν δείρου». ΕΤΥΜ. < κώλος + τριβή.

κουλουφουτιά, η, η πυγολαμπίδα. «Διες πως φέγγ’ν οι κουλουφουτιές». ΕΤΥΜ. < κώλος + φωτιά.

κουλλ’τσίδα, η, 1. το αγριοχόρταρο που σκαλώνει στα ρούχα, «Μη πααίν’ς μεσ’ στα βουτάνια γιατί θα γιουμίεισς κουλλ’τσίδις». 2. (μεταφ.) ο άνθρωπος που δεν ξεκολλάει από κάποιον λόγω συμφέροντος ή από αδυναμία. «Μιγάλ’ κουλ’τσίδα έγινι η Θανάησς. Ούτι ξικουλάει απού πάνου σ’». ETYM. < μεσν. < κολλητίδα < κολλητός < κολλώ.

κουλώνου, ρ., κιοτεύω, οπισθοχωρώ. «Προυχώρα κι μη κουλών’ς μι του παραμικρό». ΕΤΥΜ. < από το κώλος + κατάλ. –ώνω.

κουμάσ’, το, 1. το σπιτάκι για γουρούνι, «Πάεινι Μαρίγια κι καθάρ’σι του γρουνουκούμασου να μπουρεί να ξαπλών’ του γ’ρούν’». 2. (μεταφ.) ο ανήθικος άνθρωπος. «Μουρέ τουν ξέρου ιγώ τι κουμάσ’ είνι αλλά τι να τουν κάνου που είνι φίλους». ΕΤΥΜ. < μεσν. < τουρκ. kumaş = πανί, χαρακτήρας < αραβ. qumas.

κουματάς, ο, ο χαραμοφάης, ο ντεμπέλης. «Τι τ’ς έχ’ς τ’ς κουματάδις κι τα κάν’ς ούλα ισύ»; ΕΤΥΜ. < από το κομμάτι (ψωμιού).

κουμουδιά, η, το περιεχόμενο του αχινού εκτός από τα αυγά. «Οι αχνοί δέ έχ’ν ντίπ αυγά. Είνι γιουμάτ’ κουμουδιά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cum = άμμος.

κουμούρα, η, η αδιαθεσία, η εξάντληση. «Έχου μια κουμούρα σήμιρα! Δεν μπουρώ να κάνου καμιά δ’λειά». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. κομμός = αρχ. σημασία στηθοκόπημα < κόπτω.

κουμπάσου, το, ο ξύλινος διαβήτης. «Δώσιμι του κουμπάσου να κάνου ένα κύκλου στου σανίδ’». ΕΤΥΜ. < βεν. compass < τουρκ. kumpas = διαβήτης.

κουμπόδιμα, το, το κομπόδεμα το σύνολο χρημάτων που φυλάγονταν στο σπίτι σε κρυφό μέρος. «Ασ’τουν αυτόν.΄Εχ’ στ’ν άκρη μιγάλου κουμπόδιμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. κομπώνω < μτγν. κομβώ = ξεγελώ.

κουνάκ’, το, το σπίτι, το καταφύγιο. «Βαρέθκα του όξου. Θα πάου να αράξου στου κουνάκι μ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. konak = μεγαλοπρεπής κατοικία.

κουνόμ’κου, το, το κουρμπάνι (γεύμα) σε θρησκευτικό πανηγύρι. «Στουν Αϊ Παύλου είχι καλό κουνόμ’κου». ΕΤΥΜ. < από το οικονομώ.

κουνόμους, ο, 1. ο διαχειριστής χρημάτων, 2. αυτός που κάνει οικονομία. «Ξέρ’ς τι κουνόμους είνι; Τίπουτα δε τουν λείπ’». ETYM. < σύνθετο, οίκος + νέμειν, νέμεσθαι.

κουνουμάς, ή κουνόμους, ο, ο υπεύθυνος για το κουρμπάνι. «Φέτου ανάλαβαν του κουρμπάν’ δέκα κουνουμάδις».

κουνουμώ, ρ., οικονομώ, φροντίζω να έχω αγαθά. «Απού πού τα κουνόμ’σις τα ξύλα για του τζιάκ’»;

κουνουστάσ’, το, το εικονοστάσι. «Άναψι του καντήλ’ στου του κουνουστάσ’». ΕΤΥΜ. < από την αρχ. λ. εικών = ρ. ίσταμαι.

κουνταρίδα, η, η μεγάλη βέργα που κρεμμούσαν τα λουκάνιακα. «Έκανα τα Χριστούγιννα μια κουνταρίδα λουκάν’κα». ΕΤΥΜ. < μεσν. κοντάρι <μτγν. κοντάριον υποκ. του κοντός.

κουνταρίκα, η, καλύβα από ξύλα και κλαδιά. «Θα κάνουμι μια κουνταρίκα στου μαντρί για να ξιγιννάμι τα γίδια». ΕΤΥΜ. < από το κοντός.

κουνταρίτσα, η, ο κλήρος ανάμεσα σε δυο άτομα με δυο άνισα ξυλάκια. «Να βάλουμι κουνταρίτσα ποιος θα πάει για νιρό». ΕΤΥΜ. < από το κοντός.

κουντ’λάου, ρ., παραπατώ «Διε τουν! Κουντ’λάει απ’ του κρασί που ήπχι». ΕΤΥΜ. < μεσν. < κούτουλος < κούτελο < κουτουλώ < κουντλώ.

κούντ’λημα, το, το παραπάτημα. «Απ’ του πουλύ του κούντλημα έπισι καταή».

κουντουζ’γώνου, ρ., πλησιάζω. «Κουντουζ’γώνουμι τώρα. Όπ’ να ’νι θα φτάσουμι στου χουριό». ΕΤΥΜ. < κοντό + ζυγώνω < αρχ. ζυγώ = συναρμόζω, πλησιάζω.

κουντουκάπ’, το, το κοντό και χοντρό παλτό. «Βάλι του κουντουκάπ’ γιατί έχ’ πουλύ κρύου». ΕΤΥΜ. < κοντός + κάπα. μεσν. < λατιν. cappa.

κουντουκαρτιρώ, ρ., «Προχωρώ βαδίζοντας, και κάνω ολιγόλεπτες στάσεις. «Κουντουκαρτέρι παπαδιά δυο λόγια να σι κρίνου». Δημ. τραγούδι Νικήτης.

κουντουπίθαρους, ο, επίθ., ο πολύ κοντός. «Πήρι έναν κουντουπίθαρου! Τουν πιρνάει ένα κιφάλ’». ETYM. < κοντός + πιθάρι.

κούντουρ’, η, συνοδεύεται πάντα με το «μέρα» κι έχει την έννοια του κουτσουρεμένη. «Σήμιρα είνι κούντουρ’ μέρα». ΕΤΥΜ. < κοντός.

κουντούρα, η, το μεσοφόρι γυναικών σε τοπική ενδυμασία. «Έχ’ στου μουσείου μια πολύ ουραία κουντούρα». ΕΤΥΜ. < κοντός.

κουντουρούπ’, το, 1. η μικρή και χοντρή βέργα, «Φέρι ένα κουντουρούπ’» 2. ο ξυλοδαρμός. «Θέλ’ κουνουρούπ’ να στρώσ’». ΕΤΥΜ. < κοντός + ρούπι < τουρκ. uruq.

κουντουρούπα, η, η κοντή και χοντρή βέργα. «Σα πάρου τ’ κουντουρούπα κι σι πιριλάβου»!

κούντουρους, ο, επίθ., ο σκύλος με κομμένη ουρά. «Να σι φάει η κούντουρους η σκύλους». ΕΤΥΜ. < κοντός.

κουντουστέκουμι, ρ., περπατώ και σταματώ κατά διαστήματα να ξεκουραστώ ή να μη με αντιληφθούν οι άλλοι. «Σάλιβι κι μη κουντουστέκισι γιατί έχουμι πουλύ δρόμου ακόμα». ETYM. < κοντά + στέκομαι, μεσν. < μτγν. (ε)στήκω από τον αρχ. παρακ. έστηκα του ρήμ ίσταμαι.

κουντουστούπ’, το, ο πολύ κοντός άνθρωπος. «Που μαρή κατίνα του βρήκις αυτό του κουντουστούπ’ κι του πήρις;»

κουντράτου, το, το συμβόλαιο, η σύμβαση. «Του καΐκ’ του έχουμι μισιάρ’κου μι του Γιώρ’ κι έχουμι κάν’ κουντράτου». ΕΤΥΜ. < ιταλ. contratto.

κουπάνα, η, 1. η σκάφη, «Φέρι τ’ κοπάνα να ζ’μώσουμι». 2. (μεταφ.) το σκασιαρχείο. «Σήμιρα τ’ν έκανα κουπάνα απ’ τη δ’λειά». ΕΤΥΜ. < μτγν. <αρχ. κόπανον < κοπή + παραγ. επίθημα - ανον = κόπανον , κοπάνα.

κουπανάρ’, το, ένα σανίδι προσαρμοσμένο στη σκάφη (κουπάνα) που πάνω εκεί χτυπούσαν τα ρούχα για γα ασπρίσουν. «Θα χτυπήσου τα ρούχα ακόμα λίγου στου κουπανάρ’ για να πλυθούν καλύτιρα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. κόπανος.

κουπανίζου, ρ., 1. χτυπώ με τον κόπανο, «Έλα να κουπανίσουμι τα ρούχα για να ασπρίσ’ν». 2. δέρνω κάποιον. «Τουν κουπάν’σα μια στου μάγ’λου, κι κατακκουκίν’σι».

κουπάν’σμα, το, 1. το χτύπημα με τον κόπανο, «Τώρα θα αρχίσουμι του κουπάν’σμα στα ρούχα». 2. το οποιοδήποτε χτύπημα. «Έτριχα κι έκανα ένα κουπάν’σμα! Σακατεύ’κα».

κουπαν’σμένους, ο, μτχ., βλέπε κουπανστός.

κουπαν’στός, ο, επίθ., κοπανιστός. «Κάνι στου γκ’δί λίγου κουπαν’στό ταραμά».

κουπούκ’ το, το τεμπέλικο σκυλί και κατ’ επέκταση ο τεμπέλης άνθρωπος «Όλ’ μέρα κάθιτι σαν του κουπούκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. köpek = σκύλος

κουπρίζου, ρ., ρίχνω στα κτήματα κοπριά. «Φέτου δε ρίχνου λιπάσματα τ’ς ιλές αλλά θα τ’ς κουπρίσου».

κουπρίτ’ς, ο, επίθ., τεμπέλης, ο ανεπρόκοπος, ο ανήθικος. «Τιλικά η Γιάνν’ς είνι μιγάλους κουπρίτ’ς. Ούλ’ τ’ μέρα κ’μάτι». ΕΤΥΜ. < αρχ. κοπρία < κόπρος.

κουπώ, β΄συνθ. για επιτείνει την έννοιά τους: π. χ. βροντώ- βρουνουκουπώ.

κουραδάς, ή κουραδίκας, ο, επίθ., ο τεμπέλης, ο αζόριστος, ο ανίκανος. «Άσι αφνοί τ’ς κουραδάδις. Δε πρόκειται να σι κάν’ τίπουτα».

κουράκ’, το, 1. ο κόρακας, «Τα κουράκια μας έφαγαν τα καρπούζια». 2. η άκρη του ποδόσταμου της πλώρης που εξέχει πάνω από την κουπαστή του πλοίου. «Στου κουράκ’ είνι σκαλισμέν’ μια γουργόνα».

κουρακ’στά, επίρρ., συνθηματικά, μιλώ κορακίστικα, δηλ. ακαταλαβίστικα. «Αυτά που μι λες είνι κουρακ’στά. Δε καταλαβαίνου τίπουτα». ΕΤΥΜ. < μεσν. επίρρ. κορακιστί < αρχ. κόραξ.

κουραστάρ’, το, Είχε μια λαβή και στενή γερή πριονωτή λίμα για να μπορεί να είναι ευέλικτο και να κόβει πάνω σε χνάρι καμπυλωτό. «Φέρι του κουραστάρ’ να σκίσου ένα ξύλου».

κουρατζίνια, τα, τα άγουρα μούρα. «Δεν έγιναν οι μπαμπούσκ’. Είνι ακόμα κουρατζίνια».

κουραχάν’, το, το χορατό, το ανέκδοτο, το αστείο. «Όταν έρχιτι η Γιώρ’ς στου σπίτ’ ψουφούμι στα γέλια. Ούλου κουραχάνια λέει».

κούρβ’λου, το, ο κορμός του αμπελιού. «Όταν κλαδεύου του αμπέλ’ αφήνου σι κάθι κούρβ’λου τρεις ώμ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. κούρβουλον <κούρβος < λατιν. curvus = κυρτός, καμπύλος.

κουρδάκ’, το, το πτώμα, ο θάνατος. «Κ’μούνταν κι του προυί τουν βρήκαν κουρδάκ’». ΕΤΥΜ. < κόρδα λατιν. c(h)orda αρχ. χορδή.

κουρδέρνου, ή κουρδάρου, ρ., 1. κυνηγώ κάποιον, τον απομακρύνω. «Ήρταν στ’ν αυλή δυο σκ’λιά κι τα κόρδαρα κι ίφ’καν». 2. επί γυναικών παίρνω κάποια στο κατόπι με ανήθικο σκοπό. «Χτες κόρδαρα τ’ Βίκυ αλλά δεν έκανα τίπουτα».

κουρδούκ’λα, η, η κατρακύλα. «Γλίστρησα κι πήρα μια κουρδούκ’λα τουν κατήφουρου»! ΕΤΥΜ. < κορδέλα + κυλώ < βεν. cordela υποκ. του corda < λατιν. c(h)orda < αρχ. χορδή.

κουρδούκ’λημα, το, βλέπε κουρδούκ’λα.

κουρδουκ’λώ, ρ., κατρακυλώ. «Δε μπουρούσα να τα σ’κώσου τα κούτσουρα κι τα κουρδούκ’λησα».

κουρδουκύλα, η, βλέπε κουρδούκ’λα.

κουρδουκύλ’, το, το στεφάνι από βαρέλι που με ένα γυριστό σύρμα έδινες ώθηση και καρακυλούσε. «Πάρουμι τα κουρδουκύλια κι πάμι μια βόλτα να παίξουμι»;

κουρδώνουμι, ρ., καμαρώνω, περηφανεύομαι. «Πουλύ κουρδώνιτι όταν βγαίν’ βόλτα». ΕΤΥΜ. < κόρδα < λατιν. c(h)orda αρχ. χορδή. Τεντώνω το κορμί μου σαν τη χορδή από περηφάνεια.

κουριά, η, η λέρα. «Βγάλι του π’κάμσου να σι του πλύνου γιατί είνι γιμάτου κουριά». ΕΤΥΜ. < από το ρήμα κοριάζω = σχηματίζω κρούστα πάνω από την πληγή, < λατιν. korium = δέρμα, < σλάβ. kora = κρούστα, πέτσα.

κουριαστής, ο, το μεγάλο πριόνι με δυο λαβές που το δουλεύουν δυο άτομα. «Τα κούτσουρα θα τα κόψουμι μι τουν κουριαστή».

κουριλιάζου, ρ., κάνω κάτι σαν το κουρέλι. «Κρέμμασι του π’κάμσου σ’ κι μη του κουριλιάειζς».

κουριλού, η, η κουρελού, το υφαντό από κουρέλια. «Τ’ν ύφανα για τ’ προίκα τ’ς κι δυο κουριλές». ΕΤΥΜ. < μεσν. κουρέλ(λ)ιν < κουρέλιον υποκ. του λατιν. corium = δέρμα ζώου, σκουτί.

κουρκότζιλας, ο, η λέρα, ο βούρκος. «Ικεί που έχουμι του γ’ρούν’ είνι γιμάτου κουρκότζιλα». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. κουρκούτ’.

κουρκουμπίνια, τα, κυλινδρικά σιροπιαστά γλυκά. «Αγόρασα μια ουκά κουρκουμπίνια να φάου». ΕΤΥΜ. < ιταλ. cucurbita λατ. cucurbita = νεροκολοκύθα.

κούρκους, ο, η γαλοπούλα. «Τα Χριστούγιννα θα σφάξουμι έναν κούρκου να τουν κάνουμι γιμιστό». ΕΤΥΜ. < ρουμ. curca < σλαβ. curka.

κουρκούτ’, η, το γλυκό από νερό, αλάτι, αλεύρι, λάδι, και μέλι. «Δεν έχ’ του σπίτ’ τίπουτι άλλου. Θα σας κάνου λίγ’ κουρκούτ’ να φάτι». ETYM. <μεσν. κορκότιον.

κουρκουτιάζ’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο, 1. πήζει κάτι, «Βάλι νιρό στ’ σούπα γιατί θα κουρκουτιάσ’». 2. θολώνει το μυαλό μου. «Δε μι κόβ’ τι να κάνου. Κουρκούτιασι του μυαλό μ’».

κουρκουτσέλα, η, ανακατεμένα φαγητά. «Τι κουρκουτσέλα είνι αυτή που έκανις ; Να τ’ φας ισύ».

κουρμάδ’ς, ο, επίθ., ο φουκαράς, ο καημένος. «Βρε τουν κουρμάδ’ τι έπαθι»! ΕΤΥΜ. < μτγν. κορμίον < υποκ. του αρχ. κορμός < κορμάκι <κουρμάδ(ι)

κουρμάσ’, το, το γυμνό από βλάστηση μέρος στο δάσος, το ξέφωτο. «Θα βάλουμι τα μιλίσσια απάν’ στου κουρμάσ’».

κούρμαχους, ο, ο εργένης. «Δε παντρέφκι η Γιάνν’ς. Απόμνι κούρμαχους».

κούρμπα, η, η στροφή του δρόμου. «Η δρόμους για τουν Πουλύγυρου είνι γιμάτου κούρμπις». ΕΤΥΜ. < γαλλ. courbe = πόρνη < λατιν. curva , us = κυρτός, καμπύλος, διεστραμμένος.

κουρμπάν’, το, το φαγητό σε καζάνια που κάνουν στα χωριά σε θρησκευτικά πανηγύρια. «Πάμι στουν Αϊ- Ξτόφουρου. Άκουσα έχ’ καλό κουρμπάν’ φέτου». ΕΤΥΜ. < μεσν. < τουρκ. kurban = θυσία.

κουρμπάτσ’, το, το γυμνό από τρίχες κεφάλι. «Γιατί το ’κανις του κιφάλι σ’ κουρμπάτσ’»;

κουρμπέτ’, το, η μοναξιά. «Τώρα συνήθ’σα. Χρόνια στου κουρμπέτ’».

κουρμπέτ’ς, ο, η εργένης. «Τα μυαλά που έχ’ς ισύ κουρμπέτ’ς θα απουμείν’ς στου τέλους. Ούτι πρόκειτι να παντριφτείς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. gurbet = ξενιτειά.

κουρμπιτιά, η, η μοναξιά, βλέπε κουρμπέτ’.

κουρνιαχτός, ο, ο κονιορτός, η σκόνη. «Να κατακάτσ’ η κουρνιαχτός να μετρηθεί τ’ ασκέρι». Δημ τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < μεσν. κορνιακτός <κονιορτός < κορνιοτός.

κούρους, ο, το κούρεμα των γιδοπροβάτων. «Όταν οι τσιουμπανοί έχ’ν τουν κούρου στα πρόβατα κιρνάν’ ριζόγαλου». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μτγν. κουρεύομαι < αρχ. κουρά < κούρος.

κουρσιούμ’, επίρρ., πορεία προς τα μπρος, χωρίς λοξοκοίταμα ή παράκαμψη. «Ούτι γυρίζ’ να μας δει. Τραβάει κουρσιούμ’ σια μπρουστά». ΕΤΥΜ. μεσν. < μτγν. corsa < γαλλ. course < λατιν. cursus < ρήμ. curo = τρέχω.

κουρ’τσίστ’κα, επίρρ., κοριτσίστικα. «Του μαγαζί έχ’ ρούχα κουρτσίστ’κα».

κουρφάδις, οι, οι κορυφές από λαχανικά. «Μάσι μιρικές κουρφάδις να κάνουμι σαλάτα». ΕΤΥΜ. < αρχ. κορυφάς - άδος = κορυφή.

κουπάνα, η, 1. η ξύλινη σκάφη πλυσίματος ή του ζυμώματος, «Θα πλύνου τα ρούχα στ’ κουπάνα». 3. το σκασιαρχείο. «Τ’ν έκανα κουπάνα απ’ του σχουλειό».

κουπούκ’, 1. το τεμπέλικο σκυλί, 2. ο τεμπέλης. «Δε κάν’ τίπουτα. Είνι μιγάλου κουπούκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kopuk = κομένος, αποσπασμένος.

κουραστάρ’, το, πριόνι για το σκίσιμο των ξύλων. Είχε μια λαβή και μια πριονωτή λίμα για να μπορεί να είναι ευέλικτο και να κόβει πάνω σε χνάρι καμπυλωτό. Φέρι του κουραστάρ’ να κόψουμι τα στραβά απ’ του καΐκ’».

κουρατζίνια, τα, τα άγουρα μούρα. «Δεν έφτασις φτασμέν’μπαμπούσκ’. Αυτά είνι κουρατζίνια».

κουραχάν, το, χορατό, αστείο. «Ιλάτι να πούμι κανένα κουραχάν να πιράσ’η ώρα».

κουρδουμπούλα, η, κωλοτούμπα. «Έπισα απού ένα βράχου κι έκανα ένα σουρό κουρδουμπούλις».

κουρμάδ’ς, ο, ο καημένος, ο φουκαράς. Το λέμε όταν θέλουμε κάποιον να τον συμπαρασταθούμε, ή να τον λυπηθούμε. «Η κουρμάδ’ς η Μήτσιους δεν έχ’ δικάρα στ’ τσέπ’».

κουρμάσ’, το, το μέρος που είναι γυμνό από φυτά και δέντρα. Θα αφήσουμι τα μ’λάρια στου κουρμάσ’ να βουσκήσ’ν».

κουρμπάτσ’, το, το μαστίγιο. ΕΤΥΜ. < τουρκ. kirbaç = μαστίγιο. «Κουρμπάτσ’ που σι χρειάζιτι»!

κουρσιούμ’, επίρρ. ίσια μπροστά «Του γκιουσέμ’ στου κουπάδ’ τραβάει κουρσιούμ κι ακ’λουθούν πίσου τα γίδια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kursum = σφαίρα πιστολιού.

κουρφάρ’, το, η κορυφογραμμή. «Ανέβα πάνου στου κουρφάρ’ να διείς αν έρχιτι κανένα αμάξ’». ΕΤΥΜ. < από τη λ. κορυφή.

κουσβάδα, η, η ανοησία. «Τιλικά έχ’ς μιγάλ’ κουσβάδα»!

κουσβός, ο, ο ανόητος, ο χαζός. «Είσι πουλύ κουσβός Μάκη». Παράγ. Κουσβουντάμπου, κουσβουμπανάκους, κουσβουρόκου, κουσβουμίχους, κουσβουχήναρου, κουσβουντιμαράς κ.λ.π. ΕΤΥΜ. < από το κόσυβος = κότσιφας.

κουσιά, η, η 1. κοτσίδα. «΄Ελα να σι πλέξου καλά τ’ς κουσιές». 2. η κόσα. «Θα κόψουμι μι τ’ κουσιά τα χουρτάρια». ΕΤΥΜ. < αρχ. κοττίς - ίδος = κεφαλή < υποκ. του κόττος.

κουσιάρ’, το, το εικοσάρικο, είκοσι δραχμές. «Δόσι ρε μάνα κανένα κουσιάρ’ να πιώ καμιά μπύρα»! ΕΤΥΜ. < από τη λ. είκοσι.

κ(χ)ουσιάφ’, το, η νερουλή κομπόστα με σταφίδες, σύκα και δαμάσκηνα. «Έκανα κουσιάφ’ να φάτι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. hoşaf.

κουσκ’νάς, ο, κουσκ’νού, η, 1. η γύφτισσα που πουλάει κόσκινα. 2. (μεταφ.) ο σουρτούκης δηλ. αυτός που γυρίζει από σπίτι σε σπίτι. «Που τα μαθαίν’ς ούλα τα νέα; Είσι μιγάλ’ κουσκ’νού»! ΕΤΥΜ. < αρχ. κόσκινον.

κουσκούνια, τα, τα ατομικά είδη. «Μάζιβι τα κουσκούνια σ’ κι δρόμου».

κους κους’, το, 1. είδος ζυμαρικού, 2. το κουτσομπολιό, ο σχολιασμός. «Κάτσ’τι ιδώ να κάνουμι κους κους». ΕΤΥΜ. < τουρκ. κuskus = ζυμαρικό με κόκκους.

κουτάου-ω, ρ., τολμώ, ρισκάρω. «Τι άνθρουπους είσι; Δε κουτώ να πω τίπουτι κι μιάφουρα μι μαλών’ς». ΕΤΥΜ. < αρχ. κοτώ = οργίζομαι <κότος = οργή < μεσν. κοττώ = ρίχνω κύβους, διακινδυνεύω < αρχ. κόττος = κύβος.

κουτζιάμ ή κουτζιαμάμ επίρρ., τόσο μεγάλος. «Μουρέ πουλύ τράνιψις! Κουτζιάμ μπάρμπας έγινις»! ΕΤΥΜ. < τουρκ. kocam = πελώριος, τεράστιος.

κουτινί, το, ολομέταξο (κόκκινο, μπλε, πράσινο) επίσημο φουστάνι. «Στ’ν ικκλησία οι μανάδις μας έβαζαν του κουτινί». ΕΤΥΜ. < ίσως από τη λέξη κοκκινί /κοτινί

κούτλους, ο, ο ξύλινος τενεκές που μετρούσαν καρπούς και ειδικά σιτάρι για να σπείρουν. «Έσπειρα φέτου δέκα κούτλ’ σ’τάρ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. κότυλος < κοτύλη, κότυλος = κοιλότητα.

κουτούκ’, το, το μικρό καφενείο. «Πάμι να πιούμι ριτσίνα σι κανένα κουτούκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. kutuk αρχ. σημασία = κορμός δένδρου, κούτσουρο.

κουτουρατζής, ο, επίθ., ο ασυλλόγιστος, ο χαβαλετζής. «Δεν έχ’ καμιάφουρα πρόγραμμα. Είνι πουλύ κουτουρατζής».

κουτουρού, επίρρ., στην τύχη, κατ’ αποκοπήν εργασία, ο άνθρωπος χωρίς συνέπεια. «Τ’ πήρα τ’ δ’λειά κουτουρού». «Είσι κουτουρού χαβά». «Πήγα κουτουρού κι του βρήκα του χουράφι σ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. götürü = χονδρικά, συνολικά, αντιδάνειο από το ελληνικό κατά καιρού (επί πλοίων, κατά το φύσημα του ανέμου, κατόπιν έγινε < κατά καιρού, κατατορού <κουτουρού.

κουτούφ’ το, ο άμυαλος, ο ανόητος. «Δε τα παίρν’ η γιος μ’ τα γράμματα. Είνι μιγάλου κουτούφ’». ΕΤΥΜ. < κοττο- μυαλος < αρχ. κόττος = πετεινός.

κούτρα, η, το κεφάλι, το κρανίο. «Μουρέ άμα το ’χ’ η κούτρα τ’ να κατιβάζ’ ψείρις, κάνι ό,τ θέλ’ς». ΕΤΥΜ. < κουτρώ < κουτλώ < κουτελώ < κούτελο < λατιν. scutra = δίσκος, πιάτο < μεσν. κύτρα < αρχ. χύτρα <αρχ. κύτος = κοιλότητα.

κουτρουβαλιάζουμι, ρ., κατρακυλώ με το κεφάλι. «Σκόνταψα σι ένα πλάι κι κουτρουβαλιάσκα τουν κατήφουρου» ΕΤΥΜ. λ. κούτρα = κεφάλι.

κουτρουλός, ή κουτρούλ’ς, ο, επίθ., 1. ο φαλακρός. 2. το σταμνί χωρίς χερούλια. «Πώς να του πιάσου του σταμνί που είνι κουτρουλό κι δεν έχ’ χιρούλια». ΕΤΥΜ. < κουτρο- τρούλης < κούτρα + - τρούλης < τρούλος.

κουτρώ, ρ., 1. για τον άνθρωπο, κτυπώ με το μέτωπο κάπου. «Κούτρισα του κιφάλ’ στουν τοίχου». 2. για τα κερασφόρα ζώα, χτυπώ με τα κέρατα. «Οι παλιμουσκάδις συνέχεια κουτριούντι».

κουτσαφτίκ’ς, ο, αυτός που έχει κομμένα αυτιά. «Που τουν βρήκι κι τουν πήρι αυτόν τουν κουτσαφτίκ’». ΕΤΥΜ. < κουτσός + αυτί. < μεσν. αφτίον ταουτία > ταφτία > τα αφτιά > αφτί.

κουτσιάν’, το, 1. ο βλαστός, το κοτσιάνι, «Έφαγαν οι γίδις ούλα τα φύλλα κι άφ’σαν τα κουτσιάνια». 2. σαν επίρρ. ωραία. «Τα πιρνάει κουτσιάν’». ΕΤΥΜ. < κοψάνιον υποκ. του κόπτω.

κουτσιανάτους, ο, επίθ., ο καλοστεκούμενος ηλικιωμένος. «Η παπούς μ’ είνι πουλύ κουτσιανάτους».

κουτσιούμπ’μα, το, το κλάδεμα, το κορφολόγημα. «Οι τρανταφ’λλιές θέλ’ν λιγάκ’ κουτσιούμπ’μα».

κουτσιουμπ’μένους, ο, μτχ., βλέπε κουτσιουμπός.

κουτσιουμπός, ο, 1. το δέντρο που είναι κομμένη η κορυφή. «Έκουψα τ’ κουρφή απ’ του τσιάμ’ κι απόμ’νι κουτσιουμπό». 2. ο άνθρωπος που έχασε ένα ή περισσότερα δάχτυλα. «Έκουψα δυο δάχ’λα στ’ κουρδέλα κι απόμ’να κουτσιουμπός». ΕΤΥΜ. < αρχ. κοσυμβός = είδος ενδύματος.

κουτσιουμπώ, ρ., μαδώ, κόβω τις κορφές βλαστών. «Θα πάου να κουτσιουμπίσου λιγάκ’ τα κουρφές από τα κλήματα γιατί τράνιψαν πουλύ».

κουτς - κουτς, το κάλεσμα του σκύλου. «Έ ντοκ! κουτς - κουτς». ΕΤΥΜ. <ηχομ. λέξη.

κούτσ’κου, το, το πολύ μικρό παιδί. «Γιατί κλαίει του κούτσκου»; ΕΤΥΜ. < τουρκ. küçük = νεαρός.

κουτσ’μάκ’, το, το κούτσουρο που μένει μετά το κόψιμο του δέντρου. «Έκουψι τα πεύκα κι απόμ’ναν μουνάχα τα κουτσ’μάκια». ΕΤΥΜ. < από το κουτσός.

κουτσουκιφαλιασμένους, ο, μτχ., οαδιάθετος. «Πουλύ κουτσουκιφαλιασμένους είσι. Τι έχ’ς»; ΕΤΥΜ. < κουτσός + κεφάλι.

κουτσουλιά, η, τα περιττώματα των πουλιών. «Κλείσι τ’ς κότις γιατί μας γιόμουσαν τ’ν αυλή κουτσουλιές». ΕΤΥΜ. < κουτσιλιά < κόττο - τσιλιά < κόττα + τσιλιά < μεσν. τσιλώ < αρχ. τιλώ, τίλος = διάρροια.

κουτσουλιάρ’κους, ο, επίθ., τα κλωσσοπούλια που κάνουν συνέχεια κουτσουλιές. «Τι κουτσουλιάρ’κα είνι αυτά τα π’λια! Μας γιόμουσαν τουν τόπου κουτσούλις».

κουτσουλιάρ’ς, ο, βλέπε κουτσουλιάρ’κους.

κουτσουλόχ’μα, το, βλέπε κουτσουλιά.

κουτσουλουχώ ή κουτσουλουχέζου, ρ., βλέπε κουτσουλώ.

κουτσουλώ, ρ., κάνω κουτσούλα. «Ικεί που πουρπατούσα μι κουτσούλ’σι στου κιφάλ’ ένα π’λί».

κουτσουνούρ’ς, ο, ο διάβολος. «Είδα ένα όνειρου πουλύ παράξινου. Κιαρατά τουν κουτσουνούρ’»! ΕΤΥΜ. < κουτσός + ουρά < κοτσούρης <κοτσονούρης.

κουτσουρεύου, ρ., 1. μισερεύω, αχρηστεύω, «Δε ξέρ’ς να κλαδεύ’ς . Πουλύ τ’ς κουτσούριψις τ’ς ιλιές». 2. περικόπτω το μεροκάματο ή το μισθό σε κάποιον. «Μας κουτσούριψαν πουλύ τ’ς μισθοί». ΕΤΥΜ. < πιθ. κόψουρον < κοψ - (κόπτω) + - ουρον < ουρά.

κουφίνα, η, το μεγάλο κοφίνι για μεταφορά προϊόντων ή υλικών με τα ζώα. «Πήγα στου μπουστάν’ κι έμασα δυο κουφίνις καρπούζια». ΕΤΥΜ. <μτγν. κοφίνιον υποκ. του αρχ. κόφινος < λατιν. cophinus.

κουφουρόκανου, ή σταβουρόκανου, το, ροκάνι για την κατασκευή λακούβας. «Φέρι του κουφουρόκανου να κάνου μια λακούβα στου ξύλου». ΕΤΥΜ. < κουφός + ροκάνι.

κουφουσκέπαρνου, το, ειδικό σκεπάρνι γυρτό που το χρησιμοποιούσαν οι βαρελάδες για τις εσοχές του βαρελιού. «Μι του κουφουσκέπαρνου κι βόλιψι του βαρέλ’ απού μέσα». ΕΤΥΜ. < κουφός + σκεπάρνι.

κουψουμέσιασμα, το, ο πόνος στη μέση. «Ακόμα δε μπουρώ να σ’κώσου βάρους απ’ του κουψουμέσιασμα που έπαθα».

κουψουμισιάζουμι, ρ., κόβεται η μέση μου από το βάρος που σήκωσα. «Σήκουσα ένα μιγάλου τσιουβάλ’ κι κουψουμισιάσ’κα». ETYM. < κόπτω (κόβω) + μέση. Από τον αόριστο του ρ. κόπτω.

κουψουμισιασμένους, ο, μτχ., ο διπλωμένος στη μέση από κούραση. «Σήκουσι ένα βαρύ τσιουβάλ’ ιλιές κι είμι κουψουμισιασμένους».

κουψουχουλνώ, ρ,. ελαφρώς ενοχλούμαι, θυμώνω. «Γιατί κουψουχώλιασις πάλι; Τι σι έκανα»; ΕΤΥΜ. < κόπτω + χολώ.

κουψουχουλιασμένους, ο , μετχ. ο δυσαρεστημένος. «Γιατί δε κρέν’ ντιπ; Γιατί είνι κουψουχουλιασμένους μι μένα».

κόχ’, η, 2. η κόγχη η γωνία του σπιτιού. «Τ’ς κόχις στου σπίτ’ έβαλα καλές πέτρις». 1. η ευκαιρία, «Άμα τουν κρύψ’ η κόχ’ καν’ ότ’ θέλ’». ΕΤΥΜ. <από την. αρχ λ. κόγχη.

κρασουβρόχ’, το, το ψωμί βουτηγμένο στο κρασί. «Δεν έχουμι φαΐ κι να φάτι λίγου κρασουβρόχ’». ΕΤΥΜ. < κρασί + βρέχω < μεσν. κρασίον υποκ. του κράσις = ανάμειξη π. χ. κεκραμένος οίνος, άκρατος οίνος.

κρατούνα, η, 1. η κολοκύθα με χερούλι που τη χρησιμοποιούσαν σαν κατσαρολάκι για να μεταγγίζουν ζεστό ή κρύο νερό ή γενικά υγρά προϊόντα, «Ρίξι κάμπουσις κρατούνις νιρό να πλύνου τα ρούχα». 2. το ζαλισμένο κεφάλι από κόσμο ή φασαρία «Αυτά τα μ’κρά ούλ’ μέρα απ’ τ’ς φουνές κρατούνα μι το ’καναν του κιφάλι μ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. κρατώ = εξουσιάζω, κατέχω < κράτος + παραγ. επίθημα – ούνα.

κρένου, ρ., μιλώ. «Μη κρέν’ς ντιπ. Μια χαρά είσι. Έχ’ κι χειρότιρα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. κρίνω.

κριάσ’, το, το κρέας. «Ούλου κριάσ’ δε κάν’ να τρώτι. Φάτι κι κανέ φασούλ’». ΕΤΥΜ < από το κρέας.

κριατές, οι, η κρεατίλα, η μυρωδιά από κρέας. «Μυρίζ’ του σπίτ’ κριατές απ’ του γ’ρούν’ που σφάξαμι».

κρικέλα, η, ο κρίκος, ο χαλκάς. «Έκουψι τ’ κρικέλα απ’ τ’ αλ’σίδα του μ’λάρ’ κι τ’ κουπάν’σι». ΕΤΥΜ. < μτγν. κρικέλλιον υποκ. του κρίκελλος <λατιν. circellus < circulus < circus < αρχ.κίρκος/κρίκος.

κριμανταλάς, ο, ο σωματώδης. «Είνι ένας κριμανταλάς! Μέχρι απάν’ ικείια». ΕΤΥΜ. < από το ρ. κρεμώ.

κρίνα, η, το τενεκεδένιο κουτί για ζάχαρη ή καφέ. «Για του γλυκό που έκανα πήγι μια κρίνα ζάχαρ’». ΕΤΥΜ. < μεγεθυντικό της λ. κρινί = κασετίνα < μτγν. εκρινίον. < λατιν. scrinium = κιβώτιο, < σλάβ. krina.

κριπάρου, ρ., 1. ξεσπώ, σκάω απ' το κακό μου, «Δε διαβάζ’ ντιπ η Γιώρ’ς. Μ’ έρχιτι να κριπάρου». 2. σφίγγω. «Μη του κριπάρ’ς πουλύ του σ’κνί γιατί θα σπάσ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ιταλ. crepare < λατιν. crepare = κροτώ, θορυβώ.

κριπάρ’σμα, το, το σφίξιμο, το ξέσπασμα. «Κόπ’κι του σκ’νί απ’ του κριπάρ’σμα».

κριπαρ’σμένους, ο, μτχ., ο τεντωμένος, ο σφιγμένος. «Είνι κριπαρ’σμένου του σκ’νί απ’ τ’ βάρκα κι θα σπάσ’».

κριτσιανάδ’, ή κριτσ’νάδ’ το, το ξερό μέρος του ψωμιού. «Έφαγις τ’ ψύχα κι μ' άφ’σις του κριτσιανάδ’». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη κρίτς, κράτς.

κριτσιανίζου, ρ., 1. τρώω σκληρό πράγμα που κάνει θόρυβο κριτς - κριτς, «Τι κριτσιανίειζς τόση ώρα σα τουν μπότ’κα»; 2. σπαταλώ τα χρήματα. «Τα κριτσιάν’σι ούλα τα λιφτά κι δεν έχ φράγκου». ΕΤΥΜ. < ηχομ. λέξη.

κριτσιάν’σμα, το, το φάγωμα σκληρού πράγματος. «Ούλου στου κριτσιάν’σμα σ’ έχ’ η νους. Δε σταματάει ντιπ του στόμα σ’».

κριτσιαν’στό, το, το τραγανό. «Του ψουμί ψήθ’κι πουλύ κι έγινι κριτσιαν’στό».

κριτσ’μάς, ο, το πλούσιο τραπέζι μετά το τέλος μιας μεγάλης εργασίας. (π.χ. αλωνισμού). «Τιλείουσι η θέρους κι απόψι έχουμι κριτσ’μά». ΕΤΥΜ. < από το ρ. κριτσώ = τρίζω. πρβλ. κριτσίνια, κριτσανίζω, κριτσνάδια, κριτσανιστά, κ.λ.π.

κρουκάλα, η, το πολύ χοντρό χαλίκι. «Η δρόμους είνι γιουμάτους λάσπ’ κι πρέπ’ να πέσ’ν κρουκάλις». ΕΤΥΜ. < αρχ. κροκάλη.

κρουκτό το, το παχύρευστο μείγμα. «Κάνι τουν ασβέστ’ κρουκτό για να ασπρίς΄καλύτερα του ντουβάρ’»

κρουμμ’δουμάνα, η, το κρεμύδι απ την προηγούμενη χρονιά φυτεμένο. «Σα κουκάρια είνι τα κρουμμύδια σ’. Μη τα βγάειζς για να γίν’ κρουμμ’δουμάνις». ΕΤΥΜ. < κρεμμύδι + μάνα . μεσν. < μτγν. κρομμύδιον υποκ. του κρόμμυον.

κρούου, ρ., χτυπώ, κρούω. «Μη του κρους βρε Γκόγκλιαρη του κουρτσούδ’». Δημ τραγ. Σερρών. ΕΤΥΜ. < αρχ. κρούσ-jω = χτυπώ, σπάζω.

κρυουλόους, ο, η στάμνα γεμάτη νερό που τη βύθιζαν με σκοινί στο πηγάδι για να κρυώσει το νερό. «Έχου απ’ τα χτες στου π’γάδ’ του κρυουλόου».

κ’σούνα, η, το μικρό ψωμί πλεγμένο σα κοτσίδα που έδιναν στα μικρά παιδιά. «Η μάνα μ’ έψησι στου φούρνου δυο κ’λίκια κι μια ξούνα».

κ’τάβ’, το, το κουτάβι. «Η σκύλα γέν’σι πέντι κ’τάβια». ΕΤΥΜ. < μεσν κουτάβιν < αρχ κότταβος.

κ’τι, το, το κουτί. «Διε του κτι τι έχ’ μέσα».

κ’τσάκ’, το, το παιδικό παιχνίδι κουτσός. «Έλα να παίξουμι του κ’τσάκ’». ΕΤΥΜ. < πρόθημα κοψο- < αρχ. κόπτω. Κουτσός < κουτσάκι < κ’τσάκ’

κ’τσιούπ’, το, το κομμάτι από κορμό δέντρου που μένει με τη ρίζα του μετά το κόψιμο του δέντρου. «Κόψαμι τα δέντρα κι αφήσαμι μου τα κ’τσιούπια». ΕΤΥΜ. < κουτσούπι = κομμάτι κορμού δέντρου.

κυγ’νώ, ρ., κυνηγώ. «Του σκ’λί που μι έδουσις πολύ κυγ’νάει». ΕΤΥΜ. <αρχ. ρ. άγω = κύων.

κυπρί, το, το μικρό κουδούνι για κατσίκες. «Ούλις τ’ς κατσίκις τ’ς έβαλα κυπριά στου λιμό να μη χάνουντι». ΕΤΥΜ. < μτγν. κυπρίον < αρχ. Κύπρος.

κ’φάλα, η, 1. μεγάλη κοιλότητα σε κορμό γερασμένου δέντρου, «Έχου μια ιλιά κι έχ’ τιράστια κ’φάλα». 2. κοιλότητα σε δόντι, «Του δόδι μ’ έκανι κ’φάλα κι μι πουνάει». 3. η πόρνη, «Η Μαρίγια είνι μιγάλ’ κ’φάλα»! 4. ο πολύ κουφός. «Δεν ακούει ντιπ. Είνι κ’φάλα».

κ’φαλούπα, ή κ’φάλουγου η, ο πολύ κουφός. «Φώναζι δυνατά γιατί δεν ακούει η κ’φαλούπα»

κ’φόγρουνου, το, μεταφ. ο πολύ κουφός. «Φώναζι όσου θέλ’ς. Είνι ντιπ κ’φόγρουνου». ΕΤΥΜ. < κουφός + γουρούνι.

κώλιθρου, το, ο τιποτένιος. «Άστου του κώλιθρου. Μη τουν δίν’ς σημασία». ΕΤΥΜ. < μεσν. κώλος < αρχ. κώλον. Περιφρονητικό, μειωτικό.

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ