ΔΗΜΑΡΑΣ ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΤΗΣ

 


ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΗΤΗΣ

   ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

Α. ΨΑΡΙΑ

Αθιρίνα: < αρχ. αθερίνη.

Αλ’πού: < αρχ. αλώπηξ - ηκος.

Γαύρους: < από το ρ. γαυριώ = καμαρώνω, υπερηφανεύομαι.

Γαλέους: < μεσν. αρχ, γαλεός. Είδος σκυλόψαρου.

Γλώσσα: < αρχ. γλώσσα.

Γόπα ή γώπα: < από το βώπα < μετγν. βώψ < βόαψ ή βόωψ.

Γ’ρουνόψαρου: γουρούνι + ψάρι. Μοιάζει η μούρη του με τη μούρη του γουρουνιού.

Γύλους: < αρχ. γύλος.

Διλφίν’: < δελφίνιον υποκ. του αρχ. δελφίν - ίνος.

Δράκινα: < αρχ. δράκων - οντος.

Δρουσίτ’ς: < αρχ. δρόσος.

Ζαργάνα: < μεσν. ζαργάνη < ίσως αρχ. σαργάνη.

Καλκάν’: μεσν. < τουρκ. kalkan.

Καλουγρίτσα: < μεσν. καλόγρια + υποκ κατάλ. –ίτσα.

Κιφάλ’: < αρχ. κέφαλος.

Κοκωβιός: < από το κωβιός με δίπλωση της α΄συλλαβής.

Κουκάλ’: < αρχ. κόκκαλος.

Κουλιός: < αρχ. κολοιός.

Κουτσουμούρα: < από το κουτσός + μούρη = πρόσωπο.

Κυνηγός: < αρχ. κυνηγός.

Λαβράκ’: < μτγν. λαβράκιον υποκ. του αρχ. λάβραξ - ακος < επίθ. λάβρος.

Λάμπινα: < από το ρ., λάμπω.

Λασπόβλαχους: < λάσπη + βλάχος.

Λυθρίν’: < μεσν. λυθρίνιν < ερυθρίνιον < υποκ. του αρχ. ερυθρίνος.

Λούτσους < βεν. luzzo < λατιν. lucius < αρχ. λύκος.

Μαγιάτ’κου < από το μήνα Μάϊος. Εμφανίζεται από το Μάϊο και πέρα.

Μαλαπέρδα: < αγν. ετύμου.

Μέλουνα: < αρχ. μέλαινα.

Μιλανούρ’: < μεσν. μελανούριον < υποκ. του αρχ. μελάνουρος < μέλαινα ουρά = μαύρη ουρά.

Μιλικόπ’: < από τηλ. μέλι + κόπτω.

Μουγγρί: < μετγν. γογγρίον υποκ. του < αρχ. γόγγρος, με παρετυμολογική επίδραση του μουγγρίζω.

Μουδιάστρα: < αρχ. ρ., αιμοδιώ.

Μουρμούρα: < από το μορμύριον, υποκ. του αρχ. μόρμυρος.

Μουσμούλ’: < μεσν. μούσπουλον < μέσπουλον < αρχ. μέσπιλον.

Μπακαλιάρους: < ιταλ. baccalaro.

Μπαλάς: <μεσν. μπάλα < ιταλ. balla.

Μπαρμπούν: < βεν. barbon = γενειάδα τουρκ. < barbunia = χάντρα.

Μπατσιάκα ή Πεσκαντερίτσα: < Ιταλ. rescatice θηλ. του λατιν. rescator = αλιέας, ψαράς.

Μπέρκα: < αρχ. πέρκη.

Ξιφίας: < αρχ. ξιφίας < ξίφος.

Παλαμίδα: < μεσν. παλαμίδα < αρχ. παλαμύς < πηλός. (Παρετυμολογία του παλάμη).

Ρίνα: < μτγν. ρίνα < αρχ. ρίνη.

Ρουφός: < μτγν. ορφός < αρχ. ορφός.

Σαλάχ’: < μεσν. σαλάχιον < αρχ. σελάχιον υποκ. του αρχ. σέλαχος.

Σαπιουνάς: < σάπιο.

Σαυρίδ’: < μεσν. σαυρίδιν < αρχ. σαυρίδιον υποκ του σαύρος.

Σαλιάρα: < θηλ. του επιθ. σαλιάρης.

Σαμπανιό: < γαλλ. champagne.

Σαργός: < αρχ. σαργός.

Σαρδέλλα: < μεσν. σαρδέλα < ιταλ. sardella.

Σαρδιλουμάνα: < σαρδέλα + μάνα.

Σάρπα: < αρχ. σάρπη < σάλπη.

Σκαθάρ’: < μεσν. σκαθάριν < μτγν.κανθάριον υποκ του αρχ. κάνθαρος.

Σκλόψαρου: < σκύλος + ψάρι.

Σκουμπρί: < μεσν. σκουμπρίν < σκομβρίον υποκ, του αρχ. σκόμβρος.

Σκουρπιός: < αρχ. σκορπίος.

Σμέρνα: < αρχ. μύραινα.

Σόνα: < αγν. ετύμου.

Σπάθα: < μεσν. σπαθίον υποκ. του αρχ. σπάθη.

Σπαθόψαρου: < σπάθη + ψάρι.

Σουλούβουρδους: < λέγεται σουλούβαρδος ή ποντικόψαρο. Η επιτημονική ορολογία του είναι: phicisphicis.

Σπάρους: < αρχ. σπάρος.

Συναγρίδα: < μεσν. συναγρίδα < αρχ. συναγρίς.

Ταούκια: < αγν. ετύμου.

Τζέρουλα:, < αγν. ετύμου.

Τουνάκ’: βλ. τούνα.

Τούνα: βλ. τούνα < γαλλ. tone < αρχ. τόνος < τείνω.

Τουρούκ’: το τορίκι, είδος παλαμίδας, < τουρκ. torik.

Τσιγαράς: < ιταλ. cigaro < ισπαν. ciggaro.

Τσιπούρα: < μεσν. τσιπούρα < ίππουρα, θηλ. του αρχ. ίππουρος = είδος ψαριού.

Φαγγρί: < μεσν. φαγγρίν < φάγγριον υποκ. του φάγγρος.

Φασί: < αγν. ετύμου.

Φίδ’: < μεσν. φίδιν < μτγν. οφίδιον υποκ. του αρχ. όφις.

Χάννους: < μτγν. χάννος < αρχ. χάννη.

Χαψί: < τουρκ. hamsi.

Χιλιδουνόψαρου ή Καπόν’: < χελιδόνι + ψάρι.

Χριστόψαρου: ή κότα: < μεσν. χριστόψαρον.

Χτέν’: < μτγν. κτένιον, υποκ. του αρχ. κτείς.


Β.ΜΑΛΑΚΙΑ ΜΑΛΑΚΟΣΤΡΑΚΑ ΟΣΤΡΑΚΟΕΙΔΗ

Ανιμώνις: < αρχ. ανεμώνη.

Αρκέλ’: < αγν. ετύμου.

Αστακός: < αρχ. αστακός < οστακός < οστούν = κόκαλο.

Αστιρίας ή Σταυρός: < μτγν. αστέριον υποκ. του αρχ. αστήρ.

Αχ’νός: < εχιναίος < αρχ εχίνος.

Γά(μ)παρ’: < αρχ. κάμαρος < ιταλ. gamberi.

Γαρίδα: < αρχ. καρίδα, αιτ. του καρίς.

Γουρουνάκια ή γατούλις: < λόγω ομοιότητας του σχήματος.

Γρύλλους, ή Ψώλους: < μτγν. γρύλλος - γρύλος.

Θράψαλου: < μτγν. θρύψαλον από το θέμα θρυψ- του μέλλοντος και αορίστου του αρχ. θρύπτω.

Ιππόκαμπους: < ίππος + κάμπος.

Καλαμάρ’: < μεσν. καλαμάρι < μτγν. καλαμάριον < λατιν. calamaria =θήκη καλάμων γραφής.

Κάβουρας: < μτγν. κάβουρος < αρχ. πάγουρος.

Καβούρα: < μτγν. κάβουρος < αρχ. πάγουρος.

Καραβίδα: < αρχ. καραβίς.

Καβουρουαστακός: < κάβουρας + αστακός. Με πολύ μεγάλες δαγκάνες.

Κυδώνια: < αρχ. επίθ. κυδώνιον από την Κυδωνία της Κρήτης.

Κουλουκτύπα: < κώλος + κτυπώ.

Κουλ’φάδα, η, < αρχ. ακαλήφη.

Κουχύλ’: < αρχ. κογχύλιον, υποκ του κογχύλη.

Μέδουσα: < αρχ. ουσιαστικοποιημένο θηλ. μετοχής του ρ. «μέδω» = κυβερνώ, άρχω.

Μιλιδόνα: < μέλι + δίδω.

Μηλουκύδουνα: < μήλο + κυδώνι.

Μουσκιός: είδος χταποδιού. < Περσ. musk.

Μύδ’: < μεσν. μύδιν < μτγν. μύδιον υποκ. του μυς.

Πίνα: < αρχ. πίννα.

Πιταλίδα: < μεσν. πατελίδα υποκ. του ιταλ. patella.

Πουρλίδα: < αγνώστου ετύμου.

Πουρφύρα: < λατιν. porpura. Δίνει κόκκινη χρωστική ουσία που οι αυτοκράτορες του βυζαντίου έβαφαν τα επίσημα ενδύματά τους.

Σουπιά: < αρχ. σηπία.

Στρείδ’: < μεσν. οστρείδιον < οστρεΐδιον υποκ του αρχ. όστρεον.

Σφουγγάρ’: < μτγν. σφογγάριον, υποκ. του αρχ. σφόγγος - σπόγγος.

Τσούχτρα: < από το θ. του αορ. έ-τσουξ-α (ρ. τσούζω) και το παραγωγικό επίθημα -τρα.

Φούσκα: < μτγν. φούσκα < αρχ. φύσκη.

Χταπόδ’: < μεσν. οχταπόδιον, υποκ. του αρχ. οκτάπους.

Ψείρα: < μεσν. ψείρα < αρχ. φθείρ – φθειρός.

   ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ