Ρ
ραβάν’, το, ειδικό περπάτημα αλόγου. (καμαρωτό βάδην με πολύ μικρά πηδηματάκια).
ραγουβύζ’, το, η πιπίλα, η ρόγα. «Δώσ’ του μαρή του ραγουβύζ’ να μη κλαίει»! ΕΤΥΜ. < ρόγα + βυζί. < μεσν. < ρογεύω.
ραΐζου, ρ., ραγίζω. «Του πουτήρ’ ράισι απ’ του ζιστό του νιρό». ΕΤΥΜ. <μεσν. από τον αόριστο ερράγησα < γ. πληθ. ερράγησαν παθ αόρ. β΄ του αρχ. ρήγνυμι.
ράισμα, το, το ράγισμα. «Μη πίν’ς νιρό απού τ’ κανάτα γιατί έχ’ ένα ράισμα».
ραϊσμένου, το, μτχ., το ραγισμένο. «Πέτα του του πουτήρ’ γιατί είνι ραϊσμένου».
ρακί, το, το τσίπουρο. «Φέτου του ρακί ήταν τριάντα γράδα». ΕΤΥΜ. <τουρκ. raki.
ραφίδ’, το, η κόκκινη γραμμή από ξυλοδαρμό. «Άμα πάρου μια βέργα θα σι κάνου ραφίδια τα κουλιά σ’». ETYM. < αρχ. ραφίς - ίδος < ραφή.
ραχάτ’ ή ραχατ’λίκ’, το η ντεμπελιά, το άραγμα, η ξάπλα. «Ούλου ραχατ’λίκια είσι. Κάνι κι καμιά δ’λειά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. raxat = τεμπελιά.
ραχταβάν’ς, ο ο ασουλούπωτος, ο άξεστος. «Φύγι απού δω ρε ραχταβά ναμη σι βλέπου».
ραχών’, το, το ύψωμα, ο λόφος. «Θα πιράσουμι δυο ραχώνια κι μιτά είνι του χουριό». ΕΤΥΜ. < αρχ. ράχις- εως = αγκάθι, αιχμή.
ρέζ’γους, ο, επίθ., ο ετοιμόρροπος, ο επικίνδυνος να πέσει. «Είνι πουλύ ρέζ’γου του πάτουμα. Κ’νιέτι ουλόκληρου». ΕΤΥΜ. < γενουατ. rezigu <risico < μεσν. ριζικό.
ρέμπιλους, ο, επίθ., ο ασυμμάζευτος, ο ανοικοκύρευτος. «Δε διαβάζ’ ντιπ. Έγινι πουλύ ρέμπιλους».
ρέπατα, τα, οι δρόμοι, τα μονοπάτια. (μόνο στον πληθυντικό) «Πήρι τα ρέπατα». ΕΤΥΜ. < ρεπατζού < ρεπό.
ριζές, ο, ο μεντεσές. «Λάδουσι τ’ς ριζέδις να μη τρίζ’ η πόρτα». ΕΤΥΜ. <τουρκ. reze = μεντεσές.
ριζιγάρου, ρ., κινδυνεύω, ζορίζομαι. «Πουλλή δ’λειά έχουμι σήμιρα. Θα ριζιγάρουμι ως του βράδ’».
ριζιλίκ’, το, ο εξευτελισμός. «Τι ριζιλίκια είνι αυτά. Θα μας γιλάει η κόσμους». ΕΤΥΜ. < τουρκ. rezil = εξευτελισμένος.
ριζιμνιό, το, αυτό που είναι μόνιμα σε μια θέση, που ρίζωσε. «Αυτή η πέτρα είνι ριζιμιά». ETYM. < μεσν. ριζιμίος < μτγν. ριζιμαίος < αρχ. ρίζα + παραγ επίθημα - ιμαίος.
ριμπάτ’μα, το, το ράψιμο με το χέρι της ούγιας ενός παντελονιού ή φούστας να μη ξεφτίσει. «Κάνι ριμπάτ’μα του παντιλόν’».
ριμπέλιμα, το, βλέπε λ. ριμπιλιό.
ριμπέτ’ ασκέρ’, το, ο ασύνταχτος, ο ασυμμάζευτος. «Άσ’ τουν. Δε μπαίν’ σι δρόμου. Είνι ριμπέτ’ ασκέρ’». ETYM. < τουρκ. ribat = στρατώνας, ομάδα ατάκτων στρατιωτών, αsker = τουρκ. στρατός.
ριμπιλιό, το, η τεμπελιά. «Το ’χου ρίξ’ στου ριμπιλιό». ΕΤΥΜ. < μεσν. <βεν. rebelo αντάρτης < λατιν. rebellis = επαναστάτης < re- ανα - + bellis <bellum = πόλεμος.
ριμπισκές, ο, ο σκόρπιος, ο ανεπρόκοπος. «Έχ’ δυο πιδιά κι τα δυο είνι ριμπισκέδις».
ριπιτίγκους, ο, υπερβολικός φόβος. «Είδα έναν λύκου στου β’νό κι μι πήγι ριπιτίγκους». ΕΤΥΜ. < αρχ. ριπίζω < ριπή.
ριτσέλ’, το, γλυκό από κολοκύθια και πετιμέζι. «Κάνι λίγου ριτσέλ’ να έχουμι να τρώμι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. reçel = κομπόστα με μούστο.
ριτσίν’, η, η ρητίνη. «Φέτου τα τσιάμια έχ’ν πουλλή ριτσίν’». ΕΤΥΜ. <μεσν. αρχ. ρητίνη.
ριτσ’νάς, ο, ο ρυτινοσυλλέκτης. «Ζέστανι κι οι ριτσ’νάδις άρχισαν να πιλικούν τα τσιάμια».
ριτσ’νουκάρτιλου, το, ένα μικρό δοχείο από λαμαρίνα, που το κάρφωναν οι ρετσινάδες στο πληγιασμένο πεύκο, για τη συλλογή της ρυτίνης. «Γιόμουσαν τα ριτσ’νουκάρτιλα κι θα πάου να τα αδειάσου». ΕΤΥΜ. <ρετσίνι + κάρτα < καρτέλι.
ρίχνου, ρ., 1. ρίχνω, 2. κλάνω. «τουν έριξις πάλι» = έκλασες 3. αποθηκεύω, «Θα ρίξου δέκα τον’ ξύλα για του χ’μώνα» 4. επιταχύνω το βήμα μου «Ρίξι λιγάκ’ τα πουδάρια σ’ κι μι πααίν’ς σα τα’ χιλώνα». 5. αποβάλλω «Του ’ρξι του μ’κρο η Μαρίγια».
ρόβ’, το, η κτηνοτροφή που μοιάζει με το βίκο. «Τάισι λίγου ρόβ’ τα βόδια». ΕΤΥΜ. < αρχ. ορόβιον. υποκ. του όροβος.
ρόδισμα, το, το ελαφρό ψήσιμο, αλλά και η ανατολή του ηλίου. «Μι του ρόδισμα η πίτα πρέπ’ να γυρίσ’ απ’ τ’ν άλλ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. ροΐδιν <μτγν. ροΐδιον υποκ. του αρχ. ρόα/ροιά/ροδιά.
ρότα, η, η πορεία του πλοίου. «Θα αλλάξουμι ρότα για να βγούμι σι λιμάν’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. rotta.
ρουγκλιά, η, η γουλιά. «Δό μ’ κι μένα μια ρουγκλιά κρασί να πιω». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη γουλιά/ρουγγλιά < μεσν. γούλα < λατιν. gula = ισοφάγος.
ρουγκλώ, ρ, καταπίνω. «Βρε τουν κιαρατά! Του ρούγκλισι ούλου του ρακί».
ρουδαμός, ο, τα νέα βλαστάρια από το πουρνάρι. «Κόψι ρουδαμοί να φάν’ τα γίδια». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη ροδάμι < υποκ. του αρχ. ροδαμνός, ράδαμνος, ορόδαμνος.
ρουδάν’ το, το ροδάνι. Χειροκίνητο εργαλείο που μαζεύεται το νήμα από την ανέμη στα μασούρια. «Φέρι μι του ρουδάν’ για να γιομίσου μιρικά μασούρια». ΕΤΥΜ. < αρχ. ροδάνη = νήμα, στριμμένη κλωστή < ροδανός <ροδαλός < ροδινός.
ρουεύου, ρ., μοιράζω, δίνω, σκορπώ. «Είχαμι ένα σουρό αυγά κι τα ρούιψις ούλα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ρογεύω < λατιν. orogare = δαπανώ.
ρούιμα, το, η μοιρασιά. «Σταμάτα του ρούιμα μι τα αυγά κι κράτα κι κανένα να φάμι».
ρουκάν’, το, το ροκάνι η χειροκίνητη πλάνη. «Θα πάρου μι του ρουκάν τ’ πόρτα γιατί δε κλείν’». ΕΤΥΜ. < μτγν. ρυκάνη < λατιν. runcare = σκαλίζω.
ρουκανίζου, ρ., 1. λειαίνω το ξύλο, «Ρουκάν’σι λίγου του στυλιάρ’» 2. Τρώω το χρόνο μου στη δουλειά άσκοπα. «Μη ρουκανίειζς του χρόνου άσκουπα». 2. (μεταφ.) καταβροχθίζω. «Βρε τουν κιαρατά! Του ρουκάν’σι ούλου του φαΐ».
ρουκάν’σμα, το, το ροκάνισμα, το φάγωμα. «Μουνάχα μι ρουκάν’σμα θα κλείσ’ν τα παράθυρα».
ρουκαν’σμένους, ο, μτχ., ροκανισμένος. «Τα σανίδια τα έχου ρουκαν’σμένα».
ρούμ’κους, ο, ο κοκκινωπός και μεγαλόσωμος κόκκορας. «Κράτ’σα ένα ρούμ’κου πιτ’νό για να βατεύ τ’ς κότις».
ρούπ’, το, 1/8 του πήχη. «Κάτσι ιδώ καημένι κι μη του κ’νίεις ρούπ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. urup.
ρούτα, η, η στενόμακρη πετσέτα μικρού μεγέθους που τύλιγαν το προσφάγι για τις αγροτικές δουλειές. «Βάλι στ’ ρούτα αρμυρόψαρα».
ρούχου, το, 3. ρουχισμός. «Αυτό είνι πουλύ καλό ρούχου». 2. κλινοσκέπασμα, «Βγάλι τα ρούχα στου μπαλκόν’ να πάρ’ν αέρα». ETYM. < μεσν. ρούχον < σλαβ. ruho.
ρυστίου, το, ο κυματισμός χωρίς αέρα που σκάει στην ακτή. «Δε μπουρούμι να ρίξουμι τα δίχτυα όξου γιατί έχ’ ρυστίου». ΕΤΥΜ. < αρχ. ρύσις < ρέω.