(Ζ) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δ. ΔΗΜΑΡΑΣ ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ( ΝΙΚΗΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ)

 Ζ

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ


ζαβιάρς
, ή ζαβιάρκους ο, επίθ., ζαβολιάρης. «Όταν παίζ’ χαρτιά είνι πουλύ ζαβιάρ’ς». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. ζαβός.

ζαβλάκουμα, το, το ζάλισμα «Μι έπιασι ζαβλάκουμα απού τουν πουλύ τουν ύπνου». ΕΤΥΜ. < από συμφυρμό του ζα (δια) + βλακώνω < βλάκας.

ζαβλακουμένους, μτχ., ο, ο ζαλισμένος. «Κάθιτι κι σι βλέπ’ σα ζαβλακουμένους».

ζαβλακώνουμι, ρ., ζαλίζομαι. «Κοιμούμι δέκα ώρις κι ζαβλακώθ’κα απ’ τουν ύπνου».

ζαβιάρ’ς, ο, ο ζαβολιάρης, αυτός που καταπατεί τους όρους ενός παιχνιδιού. «Μπαμπά! Δεν παίζου μι του Γιώρ’ γιατί είνι πουλύ ζαβ’λιάρ’ς».

ζαγκότσ’, το, το λεπτό ξύλο, σκληρό και στραβό από τη μια άκρη, με μια εγκοπή που δέναν τα δεμάτια «Δε του πήραμι του ζαγκότσ’ κι τώρα πώς θα δέσουμι τα διματ’κά»; ΕΤΥΜ. < τουρκ. zangoç = νεωκόρος.

ζαΐμ’ς, ΕΤΥΜ. < τουρκ. zaim = ιδιοκτήτης γαιών, φοροεισπράκτορας.

ζαΐφ’κους, ο, επίθ., ο αδυνατισμένος. «Πουλύ ζαΐφκου του έχ’ς του μ’λάρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. zayif = καχεκτικός.

ζακατίκ’, επίρρ., τροχάδην. «Τουν ανήφουρου ανέφ’κα αργά αλλά τουν κατήφουρου το ’βαλα στου ζακατίκ’». ΕΤΥΜ. ρ. ζακατίζομαι = εξαφανίζομαι.

ζαλίκουμα, το, το υπεβολικό φόρτωμα. «Αμ τι ζαλίκουμα είνι αυτό που έχ’ς στ’ πλάτ’».

ζαλικουμένους, ο, μτχ., ο φορτωμένος υπερβολικά. «Του μ’λάρ’ του έχ’ς πουλύ ζαλικουμένου κι θα του κατσιάεισς».

ζαλικώνουμι, ρ., φορτώνομαι μεγάλο βάρος στην πλάτη. «Ζαλ’κώθ’κα στ’ πλάτ’ ένα τσιουβάλ’ μι ιλιές κι ζουρίσ’κα». ΕΤΥΜ. < από το ουσ. ζαλίκι = φόρτωμα ανθρώπου + κατάλ -ώνομαι < ζαλιά = φορτίο < ζαλώνω = φορτώνω < ζάλη. < βουλγ. zaluk = δυστυχής.

ζαλίμ’, το, 1. το ασθενικό γαϊδούρι, «Θα χώσου καβάλα στου ζαλίμ’». 2. ο ασθενικός άνθρωπος. «Μη τουν βάειζς δ’λειά. Σκέτου ζαλίμ είνι». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. ζάλη.

ζαμάκουμα, το, το δυνατό χτύπημα «Έπισα απ’ τ’ν ιλιά κι τράβ’ξα ένα ζαμάκουμα»!

ζαμακώνου, ρ., χτυπώ άγρια, αλλά και πιέζω, στριμώχνω. «Έπισα κι ζαμάκουσα σι κάτ’ βράχια! Σακατεύ’κα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. zam = προσθήκη, αύξηση.

ζαμάν’, το, ο καιρός. Απαντάται στερεότυπα με τη φράση «Χρόνια και ζαμάνια». «Είχα να σι δω χρόνια κι ζαμάνια». Δηλ. πολλά χρόνια. ΕΤΥΜ. < τουρκ. zaman = χρονική περόδος.

ζαμπαράς, ο, ο παντρεμένος γυναικάς. «Αφήν’ κάθι βράδ τ’ γ’ναίκα τ’ κι πααίν’ μι άλλις, η ζαμπαράς»! ΕΤΥΜ. < αρχ. διοπίζω < ζιαμπώ (με ζητακισμό του –δ- = πιέζω, πλακώνω.

ζαμπούν’κους, ο, επίθ., ο αδύνατος. «Του ένα του πιδί είνι ζαμπούν’κου κι τ’άλλου μπαμπάτσ’κου». ΕΤΥΜ. < γαλλ. Jambon < τουρκ. zebun = αδύναμος.

ζαμπράχας, ο, αυτός που βήχει. «Άντι βρε ζαμπράχα, σταμάτα του βήχα γιατί σι βαρέθ’κα».

ζανάτ ή ζαναέτ, το, το σκαρί, ο χαρακτήρας. «Μουρέ ξέρου γώ τι ζανάτ’ είνι αλλά τι να κάνου που τουν έχου ανάγκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. zanat = συνήθεια., επάγγελμα.

ζαντσάρ’, το, παιδικό παιχνίδι. Ένα μεγάλο κουμπί ή μια λαμαρίνα στρόγγυλη. Στη μέση είχε δυο τρύπες και περνούσαν ένα σκοινί. Το στρίβαμε, μετά ανοιγοκλείναμε τα χέρια και γύριζε γύρω από το σκοινί. «Φέρι του ζαντσάρι σ’ να παίξουμι». ΕΤΥΜ. ηχοπ. λέξη.

ζαπανίκα, η, η χοντρή και μεγάλη βέργα. «Άρπαξι μια ζαπανίκα κι τουν ψόφ’σι στου ξύλου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. coban = τσομπάνης >τζιουμπανίκα <ζαπανίκα = η γκλίτσα του τσομπάνη.

ζαπάρτου, το, το μάλωμα, το σιχτίρισμα. «Τουν τραβάει η Μήτσιους ένα ζαπάρτου δεν ήξιρι απού πού να φύγ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. saparta = μάλωμα.

ζαπουνέ, ή ζαπουνούδ’, το, το αμάνικο φανελάκι των μικρών παιδιών. «Βάλι του πιδί κανένα χουντρό ρούχου γιατί θα κρυώσ’ μι του ζαπουνούδ’». ETYM. < γαλλ. (costume) la japonais = ιαπωνικό ένδυμα.

ζαρζαβάτ’, το, το λαχανικό. «Θα αγουράσουμι σήμιρα κανένα ζαρζαβάτ’ να φάμι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. zerzevat = λαχανικά.

ζαρζαρίζου, ρ., προκαλώ το γάιδαρο να γκαρίζει, φωνάζοντας δυνατά ζάααααααρ, ζαρ ζάααααααρ! «Ζαρσάρ’σι λίγου του γάδαρου να γκαρίξ’».

ζάρκα, επίρρ. Απαντά στερεότυπα με τη φράση «στα ζάρκα» Χρησιμοποιείται μόνο όταν πετάμε πέτρα με το χέρι κατεβασμένο. «Πάρι κι συ μια πέτρα να μπαρμπαριστούμι στα ζάρκα».

ζαχαράτου, το, η καραμέλα. «Δώσι μι να φάου κανένα ζαχαράτου γιατί πικρίζ’ η στόμας μ’». ETYM. < η ζάχαρη, λ. αραβική σουχήρ.

ζγανίζου, ρ., βρωμώ. «Έκλασις κι σγάν’σι ι τόπους».

ζγανουκουπώ, ρ., βλέπε λ. ζγανίζου.

ζ’γιάζου, ρ, ζυγίζω. «Φέρι του καντάρ’ να ζ’γιάσουμι του κατσίκ’». ETYM. < αρχ. ζεύγνυμι = ζεύω < ζυγός.

ζ’γιασμένου, το, μτχ., ζυγισμένο. «Πάρι του κρασί του έχου ζ’γιασμένου».

ζγκρουβάλια, τα, οι βώλοι. «Δε του ψιλουχουμάτ’σις καλά τουν κήπου κι είνι γιουμάτους ζγκρουβάλια».

ζ’γός, ο, ο ζυγός. Ο ζυγός ήταν ένα ελαφρύ ξύλινο δοκάρι μήκους 1,30 περίπου και πάχους 0,15 που έμπαινε στον τράχηλο των βοδιών. Στο μέσο του ζυγού έδεναν άλλο ξύλο, το σταβάρ’ και στη συνέχεια το αλέτρι, ή την αδοκάνη, ή τη σβάρνα, κ. ά. «Φέρι του ζ’γό να ζέψουμι τα βόδια».

ζ’γουλούρ’, το, ο ιμάντας από δέρμα βοδιού που έδεναν το ζυγό με το αλέτρι. ΕΤΥΜ. < μεσν. ζυγόλουρον < αρχ. ζυγόλωρον < ζυγός + λώρος. «Δέσι καλά του αλέτρ’ μι του ζ’γουλούρ’».

ζ’γούρ’, το, το αρνί που δεν γέννησε ακόμα. «Θα σφάξουμι για του Πάσχα ένα ζ’γούρ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. ζυγούριν, υποκ. του ζυγός.

ζ’γώνου, ρ, πλησιάζω, ζυγώνω. «Μη ζ’γώεισς κουντά θα σι σκουτώσου». ΕΤΥΜ. < αρχ. ζυγώ = συναρμόζω.

ζέρβας, ο, ο αριστερόχειρας. «Τίπουτι δε κάν’ μι του διξί του χέρ’. Είνι ζέρβας». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ζαρβός < ζαβρός < ζαβός = ιδιότροπος.

ζεύλα, η, τα σίδερα που μπαίνουν στο ζυγό ένα από τη μια πλευρά κι ένα από την άλλη. Τα δυό αυτά σίδερα δένονταν από κάτω με ένα στενό λουράκι που κρατούσε σταθερά το ζυγό στο τράχηλο των βοδιών. «Οι ζεύλις είνι μουνάχα τρείς κι δε μπουρούμι να αλουνίσουμι». ΕΤΥΜ. < αρχ. ζεύλη < ζεύγνυμι = ζεύω + παραγ. επίθημα - λη.

ζεύου, ρ., 1. περνώ τον ζυγό στον τράχηλο βοδιών ή το λαιμούρι στο λαιμό των αλόγων ή των μουλαριών και δένω όλα τα εξαρτήματα που χρειάζονται στο όργωμα, «Έλα να ζέψουμι μαζί τα μ’λάρια γιατί είνι άμαθα». 2. (μεταφ.) έχει την έννοια του βάζω στη δουλειά κάποιον με το ζόρι. «Τουν έζιψι του Γιώρ’ καλά η γναίκα τ’. Δεν τουν αφήν’ ντιπ να καθίσ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. ζεύγω < αρχ. ζεύγνυμι.

ζέψ’μου, το, το ζέψιμο. «Του μ’λάρ’ είνι ανάπουδου στου ζέψ’μου». ΕΤΥΜ. Από το ζεύγνυμι, ζεύω.

ζητ’λιάρ’ς, ο, ο ζητιάνος. «Ούλου ξένα πράματα γυρεύ’ς. Ούτι ζητλιάρ’ς δε σι φτάν’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ζητώ + παραγ επίθημα - ιάρης.

ζήφ’σα, ρ., αόρ. του σβώ, σβήνω. «Ζήφ’σα τ’ φουτιά». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. ρ. σβένυμι.

ζιαφέτ’, το, το γεύμα. «Έλα να σι φλέψουμι! Έχουμι καλό τζιαφέτ’ σήμιρα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. ziyafet = φαγοπότι, κέρασμα.

ζιβγάρ’, το, 1. το ζεύγος πραγμάτων, ζώων, ανθρώπων «Διέ του τι μουνιασμένου ζιβγάρ’ που είνι! Του ζ’λεύου». 2. το όργωμα. «Η Γιάνν’ς δεν είνι δω. Πήγι στου ζιβγάρ’». ETYM. < αρχ. ζευγάριον υποκ. του ζεύγος.

ζιβγαράτους, ο, ο γεωργός. «Η Μαρίγια έψαχνι για υπάλληλου, ζιβγαράτου πήρι».

ζιβγαρίζου, ρ., οργώνω. «Μια που θα ζιβγαρίεισς του θ’κό σ’ του χουράφ’ ζιβγάρ’σι κι του θ’κό μ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. ζευγίζω.

ζιβγάρ’σμα, το, το όργωμα. «Όπ’ νάνι τιλειώνου του ζιβγάρ’σμα».

ζιβγαρ’σμένου, το, μτχ., το οργωμένο χωράφι. «Ούλα τα χουράφια μ’ είνι ζιβγαρ’σμένα».

ζιβζέκ’ς, ο, ο ανάποδος, ο κουτουπόνηρος. «Δεν μπουρείς να κάν’ς κουλιγιά μι του Νίκου. Είνι πουλύ ζιβζέκ’ς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. zevzek = φλύαρος.

ζιγκί, το, 1. ο αναβολέας της σέλας του αλόγου, «Δέσι καλά τα ζιγκιά στου άλουγου να μη μας πέσ’ν στου δρόμου». 2. αυτός που πατάει στις μύτες των ποδιών του. «Χτες του βράδ’ στου καφινείου η Κώτσιους χόροβι στου ζιγκί». ΕΤΥΜ. < τουρκ. üzengi = αναβατήρας.  

ζίγρια, η, το πυκνό δάσος. «Πήγα να μάσου στου β’νό σουσουρίτις κι καταξισκίσ’κα Είχι μια ζίγρια! Δε μπουρούσις να πιράεισς».

ζιμλάρ’, τα, κωνικό εργαλείο για τρύπες σε ξύλο «Κάνι πιντέξ’ τρύπις μι του ζιμλάρ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. σμίλη.

ζιμπίλ’, το, ο μποκτσάς. «Πάρι του ζιμπίλ’ να πάμι στη δ’λειά». ΕΤΥΜ. <τουρκ. zempil = ψάθινος σάκος αραβ. zampil.

ζιφτούρια, τα, τα δυο βόδια στο ζυγό. «Θα ουργώσου μι τα ζιφτούρια». ΕΤΥΜ. < από τη λ. ζεύγνυμι ή ζευγνύω = ζεύω.

ζ’λάου, ρ., ζουπώ, πιέζω. «Του ζούλ’ξις του σπυρί πουλύ κι μι πουνάει». ETYM. < μεσν. ζουλίζω < αρχ. διυλίζω μετατρ. δ σε ζ.

ζ’λάπ', το, το αγρίμι, ο λύκος. «Μ’ έφαγι του ζ’λάπ’ δυο γίδις». ΕΤΥΜ. <μεσν. ζουλάπιν < αλβ. zullap = άγριο ζώο, ηλίθιος.

ζ’μαρ’κό, το, το ζυμάρι με λίγδα και αλάτι ξεραμένο στον ήλιο.. «Τραβούσαμι πείνα όταν είμασταν μ’κροί! Ούλου ζ’μαρ’κό μας τάιζαν». ΕΤΥΜ. < μεσν. ζυμάριον υποκ. του ζύμη.

ζ’μί, το, το ζουμί. «Τα φασούλια κάν’τα να έχ’ν λίγου ζ’μί». ΕΤΥΜ. < αρχ. ζωμός, ζωμίον.

ζμουρδούτ’λιγμα, το, το πρόχειρο τύλιγμα. «Τι σμουρδούτλιγμα είνι αυτό που έκανις στου δέμα; Τύλιξί του καλύτιρα».

ζμουρδουτ’λίγου, ρ., 1. τυλίγω πρόχειρα, «Τύλιξί του καλά του μ’κρό. Τι του ζμουρδούτλιξις έτσ’». 2. τελειώνω μια δουλειά εντελώς πρόχειρα. «Δε το ’σκαψα καλά τα αμπέλ’. Του ζμουρδούτλιξα λίγου κι του απαράτσα».

ζ’νάρ’, το, 1. το ζουνάρι «Μη ξιχάεισς να βάλ’ς πάνου απ’ τα’ τσακσίρα τουζνάρ’». 2. η απόσταση από τα πέλματα μέχρι τη μέση. «Απού τ’ς βρουχιές του χουρτάρ’ έγινι ένα ζ’νάρ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. ζώνη, ζώνιον, ζωνάριον.

ζ’νίχ’, το, το σβέρκο. «Κρύουσα κι πιάσκι του ζ’νίχι μ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. ζινίχιον = δέρμα, λουρί < αρχ. ζεύγνυμι = ζεύομαι. Επειδή τα ζώα ζεύονται για το όργωμα από το σβέρκο.

ζντράν, το, συνοδεύεται πάντα με τη λέξη «χαμένου», και σημαίνει χαμένο κορμί. «Μη τουν κάν’ς παρέα γιατί είνι χαμένου ζ’ντράν’». ETYM. <βλάχ.

strani = ρούχο.

ζντρόξ’, επιρρ. τροχάδην με υποζύγια. «Έλα να κάνουμι ζντρόξ μι τα γαδούρια». ΕΤΥΜ. < συν + τρέχω

ζόρ ζουρνά, επίρρ, με το ζόρι. «Ζόρ ζουρνά να φάου. Αφού δε θέλου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. zor = δυσκολία + τουρκ. < zurna.

ζουζ’νίζου, ρ., βουίζω. «Ζουζ’νίζ’ν πουλλά κουνούπια». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη ζου, ζου, + παραγ. επίθημα ούνι = ζουζούνι.

ζούζουλου, το, 1. ζωΰφιο, έντομο, «Γιόμουσι η κήπους ζούζουλα». 2. μεταφ. για παιδιά, το πειραχτήρι. «Κάτσι ήσυχα βρε ζούζουλου!» ΕΤΥΜ. <σλαβ. zusel = ζωΰφιο.

ζούλα, επίρρ. κρυφά. «Ούλα τα κάν’ς στη ζούλα. Χαμπάρ’ δεν παίρνουμι» ΕΤΥΜ. < τουρκ. zula = κρυψώνα.

ζουμπάς, ο, 1. εργαλείο σιδερένιο από τη μια μεριά μυτερό κοντό, που χτυπούν τα καρφιά να πάνε πιο βαθιά, «Χτύπα λίγου τα καρφιά τ’ς βάρκας μι του ζουμπά για να τα βάψουμι». 2. (μεταφ.) σημαίνει κοροϊδευτικά τον κοντό άνθρωπο. «Που τουν βρήκις αυτόν του ζουμπά κι του πήρις»; ΕΤΥΜ. < τουρκ. zimpa = εργαλείο που κάνουμε τρύπες.

ζουμπιρέκ’, το, ο περάτης, το μάνταλο. «Τράβα του ζουμπιρέκ’ να κλείσ’ η πόρτα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. zemberek = έλασμα που κλείνει η πόρτα

ζούμπιρου, το, 1. η κάμπια με πολλά πόδια, το ζούμπερο, 2. το πειραχτήρι. «Αυτό του μ’κρό είνι μιγάλου ζούμπιρου». ΕΤΥΜ. < σλαβ. zonbru = ζωύφιο, ζουζούνι.

ζουπιάζου, ή ζουπίζω, ρ, πιέζω, στριμώχνω. «Ζουπιάσ’καν στου δρόμου τα ρουδάκ’να κι χάλασαν». ΕΤΥΜ. < ζουπίζω = βγάζω χυμό < δι(α) + αρχ. διοπίζω, οπός = χυμός.

ζούπιασμα, το, το στρίμωγμα «Απ’ του πουλύ του ζούπιασμα ψόφ’σι του γατούδ’».

ζουπιασμένου, το, μτχ., το πιεσμένο, το ζουληγμένο. «Του διξί χέρι μ’ μι πουνάει γιατί είνι ζουπιασμένου απού μιά πέτρα».

ζούπουμα, το, το κλέψιμο. «Ούλου στου ζούπουμα σι έχ’ η νους. Όπ’ βριθείς τα αρπάειζς».

ζουπώ, ρ., πιέζω. «Ζούπα του λίγου του χέρ’ να βγεί η όμπιους». ΕΤΥΜ. <αρχ. δι-οπίζω (βγάζω τον οπόν του).

ζουπώνου, ρ., κλέβω. «Ιδώ άφ’σα τα λιφτά μ’ ποιος τα ζούπουσι»;

ζούρα, η, η αρρώστεια. «Τουν έπιασι η ζούρα κι δε σ’κώνιτι απ’ του κριβάτ’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. usura = μαρασμός.

ζουρζουβούλ’ς, ο, αυτός που δε κάθεται σε ένα μέρος, που τα ανακατεύει όλα, ο διαβολάκος. ΕΤΥΜ. < εβρ. Βεελζεβούλ = ο άρχοντας των δαιμονίων. «Βρε ζουρζουβούλ’! Σταμάτα κι λίγου να πηράειζς τουν κόσμου»!

ζουριάζου, ρ., ακινητοποιώ ένα ζώο και δεν το αφήνω ελεύθερο να τρέξει. «Άστου του σκλούδ’ θα του ζουριάεισς τόσις ώρις που του έχ’ς στ’ν αγκαλιά». ΕΤΥΜ. < από τη λ. ζόρι.

ζουριάρ’κου, το, μτχ. το αρρωστιάρικο, το υποτονικό, το καχεκτικό. «Αυτό του κατσκούδ’ δε χουρουμπ’δάει. Είνι πουλύ ζουριάρ’κου».

ζουριασμένου, το, μτχ. καχεκτικό. Βλέπε λ. ζουριάρκου.

ζουρλάδα, η, η παλαβομάρα. «Έχ τιλιφταία μια ζουρλάδα. Δε βουλέβιτι μι τίπουτα».

ζουρλαίνου, -ουμι, ρ., τρελαίνω, τρελαίνομαι. «Ζουρλάθ’κις κι θα κάν’ς μπάνιου του καταχείμουνου».

ζουρλαμάρα, βλέπε λ. ζουρλάδα. ΕΤΥΜ. < τουρκ. zorlu = δύσκολος

ζουρλός, ο, επίθ., ο παλαβός. «Ιγώ νόμζα ότι ήσαν λίγου ζουρλός αλλά ισύ είσι πουλύ». ΕΤΥΜ. < (σ)βουρλός < σβουρίζομαι = γυρίζω σα σβούρα <βεν. zurlo = άστατος.

ζουρνάς, ο, το μουσικό όργανο που μοιάζει με κλαρίνο. «Πάμι στα καρναβάλια. Βαρούν οι ζουρνάδις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. zurna < περσ. surna = είδος τρομπέτας.

ζουρνατζής, ο, αυτός που παίζει ζουρνά. «Ήρταν ένα σουρό ζουρνατζήδις κι παίζ’ν απ’ του προυί».

ζούφιους, ο, επίθ., 1. ο κούφιος. «Έφαγα δέκα μύγδαλα ήταν ούλα ζούφια. Δεν είχαν ντιπ παπαλούδα μέσα». 2. αυτός που δεν έχει δυνατό σπέρμα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να τεκνοποιήσει. «Δεν έκανι πιδιά. Φαίνιτι είνι ζούφιους». ΕΤΥΜ. < ζούφιος < μεσν. ζουφός < αρχ. σομφός = αραιός, σπογγώδης.

ζούφουμα, το, το κλέψιμο, το κρύψιμο. «Το ρ’ξι στου ζούφουμα. ΄Οτ’ βρει του παίρν’». ΕΤΥΜ. < από το ζόφος = σκοτάδι.

ζουφουμένους, ο, μτχ., ο κρυμμένος «Που τα έχ’ς τα λιφτά ζουφουμένα κι δε μπουρώ να τα βρώ» ;

ζουφουτός, ο, επίθ., ο κρυφός. «Δε μπουρείς να τουν καταλάβ’ς μι τίπουτα. Είνι πουλύ ζουφουτός».

ζουφώνου, ρ., κρύβω κάτι, καταχωνιάζω κάτι σε κρυφό μέρος. «Πού του ζούφουσις του πουρτουφόλι κι δε του βρίσκ’ς»;

ζυγκί, το, ο αναβολέας στη σέλα του αλόγου. «Βάλι τα πουδάρια σ στα ζυγκιά γιατί θα ζαμακώεισς». ΕΤΥΜ. < μεσν. ζύγιν < μτγν. ζύγιον υποκ. του αρχ. ζυγός.

ζύγουμα, το, πλησίασμα. «Διε ζύγουμα που κάν’ του διλφίν’ στ’ βάρκα. Ούτι σκιάζιτι».

ζύι, το, ζύγι, ζύγισμα, σταθμά. «Πρόσιχί τουν γιατί είνι άτιμους. Θα σι φάει στου ζύι».

ζύμ’, η, η δόση για ζύμωμα «Αυτό του αλεύρ’ είνι ακριβώς μια ζύμ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. ζυμώ = ζυμώνω.

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ