ΔΗΜΑΡΑΣ ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΝΙΚΗΤΙΑΝΑ ΕΠΙΘΕΤΑ


ΝΙΚΗΤΙΑΝΑ
ΕΠΙΘΕΤΑ

  ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

Αδαμίδης: Γιος του Αδάμ.

Αλέγρας: Ο ζωηρός, ο χαρούμενος, ο κεφάτος.

Αναγνωστάρας: Μεγάλος αναγνώστης.

Ανδρούδης: Μικρόσωμος άνδρας.

Αποστολίδης: Απόστολος.

Αποστολούδας: Μικρός Απόστολος.

Αργυρίου: Από το άργυρος = ασήμι.

Αστερίου: Από το αστέρι.

Ασυλλόγιστος: Αυτός που δε σκέφτεται σωστά.

Βαγιωνάς: 1. Αυτός που κατασκευάζει βαγένια (βαρέλια). ή 2. Από το βάιον < βάγια.

Βάσιος: Χαΐδευτικό του ονόματος Βασίλης.

Βαφείδης: Βαφέας.

Βεκίλης: Τουρκ. vekil = αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος.

Βρασταμνός: Ο κάτοικος των Βραστών.

Γεωβανέκος: Από το Αλβανικό Γιοβάννης που θα πει Γιάννης.

Γεωργακούδας: Υποκοριστικό του υποκοριστικού Γεωργάκης, του ονόματος Γεώργιος.

Γεωργούδης: Μικρός Γιώργος.

Γιαννακούδης: Υποκοριστικό του υποκοριστικού Γιαννάκης, του ονόματος Γιάννης.

Γιαντάς: 1. Από το τούρκικο yades < yadetmek = θυμούμαι. 2. Από τη λέξη Νταγιαντάς < Γιαντάς. Νταγιαντώ = υπομένω, προβάλω αντίσταση, σταματώ. < Τουρκ. dayand.

Γκέτσος: Από τη λέξη Γκέτσο που είναι επαρχία των Βάσκων της Ισπανίας με πληθ. 86. 436. Γκέτσος ή γκέσος = αυτός που έχει γκρί, σταχτί χρώμα.

Γκίνης: Στα αρβανίτικα σημαίνει Ιωάννης.

Γουματιανός: Ο κάτοικος του Γοματίου.

Δεληθανάσης: Τουρκ. Deli = Τρελός.

Δημαράς: Μεγάλος σε διαστάσεις Δήμος.

Δούκας: Λατιν. duxdukis = Ηγεμόνας.

Ζαφειρούδης: Μικρός Ζαφείρης.

Ζάχος: Χαΐδευτικό του Ζαχαρίας.

Ζορμπάς: Ένοπλο μέρος άτακτου στρατού, που λεηλατούσε. Τουρκ. zorba = ταραξίας.

Θωμάς: Από το όνομα Θωμάς (Δίδυμος).

Θωμολάρης: Από τη λέξη Θωμάς.

Καζάνης: Ο κατασκευαστής καζανιών.

Καλατζής: Αυτός που κολάει μέταλλα με το καλλάι. Τουρκ. kalay.

Καλλέας: Αυτός που κολλάει με το καλλάι.Τουρκ. kalay.

Καμπάνης: Από τη λέξη καμπάνα.

Κανατάς: Αυτός που κατασκευάζει κανάτια.

Καραγιάννης: Μαύρος Γιάννης.

Καραγγούνης: Κάτοικος της πεδινής Θεσσαλίας που ασχολείται με την γεωργία. ΣΕ αντίθεση με τους βλάχους που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Τουρκ. Kara + guna. = μαύρη κάπα.

Καραδήμος: Μαύρος Δήμος.

Καρακυριαζής: Μαύρος αγωγιάτης.

Καραλής: 1. Μαύρος Αλής. Καρααλής /Καραλής. 2. Καραλής <καρελής < καρούλι. <λατιν. carrulus.

Καραμαύρος: Δυό φορές μαύρος.

Καρανικόλας: Μαύρος Νικόλαος.

Καρράς: Αυτός που κατασκευάζει κάρρα.

Κάργας Είναι χλευαστικό = Τάχα σπουδαίος.

Κασσανδρινός: Ο κάτοικος της Κασσάνδρας.

Κατσίμερος: Ο Κατσίβελος.

Κεφαλάς: Αυτός που έχει μεγάλο ή «χονδρό» κεφάλι.

Κεχαγιάς: 1. Αρχιβοσκός, αρχιτσέλιγκας, 2. Γραμματέας ανώτατου αξιωματούχου. Τουρκ. < Kehaya.

Κιαβρές Πιθ. από την τουρκ. λέξη gebre = ξύστρα για άλογα, η στλεγγίδα των αρχαίων. Κιαβρές = αυτός που ξύνει τις πλάτες των αλόγων.

Κωλοβρέχτης: Αυτός που βρέχει τον κώλο του στη θάλασσα. Ο ψαράς.

Κολυμπάνος: Από το το κολυμπώ.

Κομπούρης: Από τη λέξη κομπούρι = όπλο ή θηκάρι που ο έφιππος τοποθετούσε το όπλο του. < τουρκ. kubur = πιστόλι έφιππου.

Κονδυλιάνος: Αυτός που γράφει με το κονδύλι < μεσν. Κονδύλιον.

Κοντός: Από το επίθετο κοντός - ή – ό.

Κουκουρούμας: Από τη ξέξη κουκούρης = αγροίκος. <λατιν. Cucurum = άγριο.

Κούρας: 1. μεσν. < ιταλ. cura. Αυτός που φροντίζει τον ασθενή. 2. Κούρα στα αρβανίτικα = κώλος.

Κουρμπέτης: Ο εργένης.

Κουρτζίδης: 1. Από το κουρδίζω, κουρντίζω. Αυτός που κουρδίζει το όργανο και κατ’ επέκταση ο οργανοπαίκτης. 2. Από το τουρκ. kur = λύκος.

Κουφαδάκης: Από τη λέξη κωφός / κουφός.

Κρικέλας: Από τη λέξη κρίκος < κρικέλι, που στα ντόπια λέγεται και κρικέλα.

Κριτής: Ο δικαστής αυτός που κρίνει δυο αντίδικους.

Κτίστης: Ο μάστορας που κτίζει.

Κυριαζής: Από το κυρατζής = αγωγιάτης.

Κωστίκας: Μικρός Κώστας.

Λαγός: Από το γνωστό ζώο.

Λαμπρινός: Ο φωτεινός.

Λανταβός: Από το Γαλλικό landau = είδος αμαξιού.

Λιάκος: Μικρός Ηλίας < Ηλιάκος < Λιάκος.

Λίβας: Από το ζεστό άνεμο Λίβας.

Λουκοβίτης: Ο κάτοικος της Λόκωβης = Ταξιάρχης.

Μαδημένος: Ο φαλακρός, αυτός που του έπεσαν τα μαλλιά.

Μακρυγιάννης : Μεγάλος σε ανάστημα Γιάννης.

Μάντσιος: Από το αραβ. manzar = όμορφος..

Μαράγκας: Μεγάλος μαραγκός ξυλουργός

Μεταγγιτσινός: Ο κάτοικος του Μεταγγιτσίου.

Μητσιάρας: Μεγάλος Μήτσος.

Μιχαήλ: Από το Εβραϊκό όνομα Μιχαήλ.

Μιχαλούδης: Μικρός Μιχάλης.

Μουστάκας: Αυτός που έχει μεγάλο μουστάκι.

Μπακάλης: Αυτός που έχει μπακάλικο.

Μπατζής: Στην Ηπειρωτική διάλεκτο σημαίνει: αυτός που μαζεύει τα γάλατα. Σλαβικά Bacija = o τόπος και η καλύβα όπου αρμέγονται τα πρόβατα.

Μπιλάλης: Από τη λέξη μπελάς < τουρκ. bela. Αυτός που βάζει τους άλλους σε μπελάδες. Μπελαλής / Μπιλαλής / Μπιλάλης.

Ξάκης: χαϊδευτικό του Χρίστος < Χριστάκης < Ξάκης. Το ΧΡ στα ντόπια προφέρεται ΞΤ. Χριστόφορος < Ξτόφορος.

Ξανθόπουλος: Χαϊδευτικό του Ξανθός.

Ξαργιάς: Από τη λέξη ξάργια που σημαίνει στολίδια.

Οικονόμου: Από τη λέξη οικονόμος που σημαίνει διαχειριστής χρημάτων και ειδικά της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Παθήτης: Από το παθαίνω.

Παπάγγελος: Παπάς + Άγγελος.

Παναγιώτου: Γενική του Παναγιώτης.

Παπαγεωργίου: Παπάς + Γεώργιος.

Παπαδημητρίου: Παπάς + Δημήτριος.

Παπαθανασίου: Παπάς + Αθανάσιος.

Παπαϊωάννου Παπάς + Ιωάννης.

Παπανικολάου: Παπάς + Νικόλαος.

Παπαστεργίου: Παπάς + Στέργιος (Αστέριος).

Παπαχρήστος: Παπάς + Χρήστος.

Πλασταράς: Αυτός που πλάθει πλαστά (ψωμιά).

Πλούμης: Από τη λέξη πλουμί = στολίδι. Μεσν. < πλουμίον υποκ. του λατιν. pluma = χνούδι, πούπουλο.

Πολύζος: Είναι ευχετικό. Από το πολυζώης/ πολύζωος/πολύζος.

Πούλιος: 1. Από τον αστερισμό πούλια. 2. Από το αρχαίο πολιός = αυτός που έχει άσπρα μαλλιά. 3. Από τη λ. πουλί.

Προβατάρης: Ο τσομπάνος που βόσκει πρόβατα.

Ρεντίνης: Ο κάτοικος της Ρεντίνας. (στενά κοντά στο σταυρό Χαλκιδικής). Ρέντης = σοβαρός, σπουδαίος, δύσκολος.< σλαβ. rente.

Ρέτσικος: Από το βουλγαρικό retsko = παραμύθι. Ρέτσικος = παραμυθάς.

Ρηγούλης: Μικρός Ρήγας (βασιλιάς).

Σάλιαρης: Από τη λέξη σάλιο.

Σαμαράς: Ο κατασκευαστής Σαμαριών.

Σμαραγδής: Αυτός που έχει ή πουλάει σμαράγδια.

Σουνάς: 1. τουρκ. < sünnet = περιτομή. 2. από το αραβ. sûna = τρόπος. ζωής μουσουλμάνων που βασίζεται στο κοράνι.

Σούστας: Από τη λέξη σούστα.Αυτός που κατασκευάζει σούστες.

Σούφης: Από το σοφίζω = κουτσομπολεύω πρβλ. σουφίστρα = κουτσουμπόλα.

Σταμάτης: Από τη λέξη σταματώ.

Συρδάρης: Σερδάρης. Από το τουρκ. serdar = διοικητής.

Ταρταρής: Από τη λέξη τάρταρα του κάτω κόσμου.

Τζίτζιος: Τουρκ. Cici. Από το τζιτζί = όμορφος.

Τουβλατζής: Αυτός που κατασκευάζει τούβλα.

Τραμουντάνης: Από τον άνεμο τραμουντάνα.

Τριγώνης: Από τη λέξη τρίγωνο.

Τσάγκας: 1. Από τη λέξη τσαγγός = ο ιδιότροπος, ο ασυμβίβαστος, ο βρωμιάρης < αρχ. ταγγός νεοελλ. < νταγγίλα 2. Μεσν. τσαγγάς = παπουτσής εξού και τσαγγάρης.

Τσακμάκης: από τη λέλη τσακμάκι. Τουρκ. cakmak.

Τσαχάς: Αγν. ετύμου.

Τσεσμελής: Ο κάτοικος του Τσεσμέ. (παραλία κοντά στη Σμύρνη)

Τσιουλίδης: Από το τσόλι. Ο ευτελής άνθρωπος.

Τσούκης: Αγν. τύμου. Οι ντόπιοι τσούκη αποκαλούν τον αλήτη, τον άσωτο.

Φουντούκης: Μικρό φουντούκι.

Χατζής: Προσκυνητής των Αγίων Τόπων. Αραβ. hac = προσκυνητής.

Χονδρογιώργης: Χονδρός Γιώργης.

Χουχούτας: Ηχοποίητη λέξη. Χου, χου.

Χριστιανός: Χριστιανός.

Χριστοδουλάκης: Μικρός δούλος του Χριστού.

Χριστοφορίδης: Αυτός που φέρει μέσα του το Χριστό.

Ψάλτης: Ψάλτης.

Ψηλογιώργης: Ψηλός Γιώργος.

   ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ