(Ο) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δ. ΔΗΜΑΡΑΣ ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ( ΝΙΚΗΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ)

Ο


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ  

όγκιθρου, το, η τριγωνική υποδοχή στην οποία προσαρμόζεται το γυνί. «Βίδουσι του γ’νι στου όγκιθρου». ΕΤΥΜ. < μεσν. ακίδα < ακίθα < αρχ. ακίς, ακίδος.

όιντ’σμα, το, η ομοιότητα, η ταύτηση. «Όιντσμα που έχ’ν κι οι δυο ! Σα να είνι αδέρφια».

όμπουντι, χρ. συνδ., όταν. «Όμπουντι μουρείς, έλα» Υπάρχει και η φρασεολογία, «Όμπουντι κι κάμουντι» = ποτέ.

όμπυους, ο, το πύον. «Έλα να σι πατήσου του σπυρί να βγεί ι όμπυους». ΕΤΥΜ. < από τη λ. πύον < αρχ. πύθω = σαπίζω.

όντας, μτχ., που ήταν, ενώ ήταν. «Τουν έκλιψαν όντας στου σπίτι τ’». ΕΤΥΜ. < μετ. του ρ. ειμί.

οπ, επιφώνημα. Δηλώνει ξάφνιασμα. ΕΤΥΜ. < τουρκ. hop = χρησιμοποιείται για προειδοποίηση.

όπαλα, και οπαλάκια , επιφώνημα. Χρησιμοποιείται όταν παίρνουμε στην αγκαλιά ένα παιδί. ΕΤΥΜ. < τουρκ. hoppala = δηλ. απορία

όργους, ο, κομμάτια αθέριστης γης. «Είνι πουλύ μιγάλους η όργους κι θα αργήσουμι του θέρ’σμα». ΕΤΥΜ. < από το οργώνω.

όρνιου, το, το όρνιο. «Τι μι βλέπ’ς σα του όρνιου». ΕΤΥΜ. < μεσν. όρνιον <αρχ. όρνεον.

όρτσα, κόντρα στον αέρα (ναυτική ορολογία). «Όρτσα τα πανιά»! ΕΤΥΜ. < μεσν. < ιταλ. orza αγνώστου ετύμου.

οτούρ, ωρίστε , καθήστε. «Έλα Γιώρ’ οτούρ». ΕΤΥΜ. < τουρκ. otur.

-ούδα, υποκ. κατάλ. θηλ. ονόμ.π.χ. καρτούδα, γατούδα.

-ούδ’, υποκ. κατάλ. ουδ. γένους π.χ. κουρτσούδ’, γατούδ’.

ουιντίζου, ρ., ταιριάζω, μοιάζω. «Αφνοί ουιντίζ’ν γι αυτό κάν’ παρέα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. uymak = ομοιάζω, ταιριάζω.

ούλνοι, οι, αντων. όλοι. «Σκουθήτι ούλνοι για να φύγουμι». ΕΤΥΜ. < όλος

ουλουένα, επίρρ.,συνέχεια. «Ουλουένα τέτοιους κουσβός θα είσι».

ουλούρμι, νισάφι. «Ουλούρμι ρε πιδιά! Σταματήστι του μάλουμα».

ουματιά, η, το παχύ έντερο γουρουνιού που το έψηναν και το έτρωγαν. «Ξισκάλου μια ουματιά να τ’ τιγανίσου να τ’ φάμι».

ουμούτ’, το, η ιδέα. «Μι του ουμούτ’ ψουφάει η αλ’πού». ΕΤΥΜ. < τουρκ. < umut = ελπίδα.

ούμπας, επιφών. που δείχνει αποτροπιασμό. «Ούμπας καμάδα μ’»!

ουμπέτ’ς, ο, ο ολιγόλεπτος ύπνος . «Έσκαβα τ’ αμπέλ’ κι του μισμέρ’ πήρα έναν ουμπέτ’ κάτ’ απ’τ’ν ασκαμιά».

ουμώνου, ρ., ορκίζομαι. «Θα ουμώεισς ότι δε θα του ξανακάν’ς»; ΕΤΥΜ < αρχ. όμνυμι, ομνύω = ορκίζομαι.

ουντάς, ο, επίσημη κάμαρα. «Πάου να τ’ν αράξου στουν ουντά μ’ γιατί πόστασα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. oda = δωμάτιο.

ουργυιά, η, η οργιά, απόσταση ίση με το άνοιγμα των χεριών. «Τα ψάρια τα έπιασα σι τριάντα ουργιές». ΕΤΥΜ. μτγν. < αρχ. όργυια < ρ. ορέγω= απλώνω, εκτείνω.

ουργιάζου , ρ., αποπαίρνω, επιπλήττω αυστηρά και οργισμένα. «Ούριαξι του σ’κλί να πάει σιαπέρα». ΕΤΥΜ. < μεσν. ουριάζω < αρχ. ωρύομαι.

ούργιασμα, το, το διώξιμο σκύλου ή ανθρώπου. «Τράβα τουν ένα ούριασμα να φύγ’».

ούρδα, η, η μυζήθρα. «Αγόρασα μια ουκά ούρδα να φάμι».

ουριαχτήρα, η, βλέπε λ. ούριασμα.

ουρλιάρ’κου, το, επίθ., το νερουλό. «Τα σταφύλια απού τ’ς βρουχές είνι πουλύ ουρλιάρ’κα».

ουρλιούμι, ρ., αλυχτώ για τα ζώα, βγάζω άναρθρες κραυγές για τους ανθρώπους.. «Ούλ’ τα’ νύχτα ουρλιούνταν τα τσακάλια» «Πιο σιγά σ’ ακούου. Μην ουρλιέσι». ΕΤΥΜ. < αρχ. ωρύομαι.

ουρλό το, επίθ., νερουλό αυγό, μελάτο. «Δεν τά ’βρασις τα αυγά. Είνι ούλα ουρλά».

ουρμήνεια, η, η συμβουλή. «Του πιδί δε θέλ’ ξύλου . Θέλ’ ουρμήνεια». ΕΤΥΜ. < από το ρ. ερμηνεύω.

ουρμός, ο, η αρμαθιά από αγριόσυκα που την έβαζαν στη συκιά για γονιμοποίηση. «Άμα θέλ’ς να φας σύκα να βάλλ’ς ουρμό». ΕΤΥΜ. < αρχ ορμανθός < όρμος = περιδέραιο.

ουρνέκ’, το, το στολίδι. «Βγάλι αυτό του κριμμαστάρ’. Για ουρνέκ’ του έβαλις»; ΕΤΥΜ. < λατιν. orno = στολίζω < ιταλ. ornare = στολίζω <τουρκ. örnek = παράδειγμα.

ουρτώνου, ρ., κατέχω, γνωρίζω. «Δεν ουρτών’ ούτι να φάει». ETYM. < από το ορθώνω.

όφλιου, το, το λασκαρισμένο. «Μη του δέν’ς σφιχτά. Άστου λίγου όφλιου».

ουχτρός, ο, εχθρός. «Άϊντε κι παίρνου τουν ουχτρό μου για του πείσμα του δικό μου». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < από το εχθρός.

όχτους, ο, 1. η όχθη. «Κάθουνταν στουν όχτου κι τουν παράμασι του πουτάμ». 2. το ρείθρο από χώμα. «Η παπάς απ’ του Μυριόφτου τα ’φκιασι μέσα στουν όχτου». Αυτοσχέδιο δίστιχο Νικήτης. ΕΤΥΜ. < αρχ. όχθη.

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ