ΝΙΚΗΤΙΑΝΑ ΟΝΟΜΑΤΑ
Αγαπητός: (Αγαπ’τός) Αγαπητός
Άγγελος, Αγγελίνα, Αγγελική: (Άγγιλους, Αγγιλίκας, Αγγιλάκ’ς, Αγγιλακάρας, Λάκης, Αγγιλίνα, Αγγέλου. Κούλα, Κική, Κίτσα). Μαντατοφόρος.
Αγνή: Σεμνή.
Αθανάσιος, Αθανασία: (Θανάησς, Νάσιους, Θάνους, Σάκης, Θανασάκ’ς, Σασάκους, Νάσα). Αθάνατος.
Αθηνά: Αθηναία.
Αικατερίνη: (Κατιρίν’, Κατίνα, Κατινάκ’, Κάτια, Καίτη, Κάκια,) Καθαρή.
Ακρίβω: (Ακρίβου). Πολύτιμη.
Αλέξανδρος, Αλεξάνδρα: (Αλέκους, Αλέκα). αυτός – ή που απομακρύνει τους άνδρες.
Αμαλία: Ακούραστη.
Αναστάσιος, Αναστασία: (Ανιστάησς, Τάσιους, Τασούλ’ς ,Τασία, Τασιώ). Αναστημένος,
Ανδρέας: (Αντρέας) Άφοβος.
Ανδρομάχη: (Αντρουμάχ’, Μάχη). Ανήρ + μάχομαι. Αυτή που πολεμάει με τους άνδρες.
Άννα: (Αννούλα, Αννιώ). Εύνοια, χάρη.
Αννέτα: (Ανιτούλα, Τούλα, Νέντου). Από τη λ. Άννα.
Αντιγόνη: αντί + γόνος. Ίσος με τον γονιό
Αντώνιος, Αντωνία: (Αντών’ς, Αντώνας, Τώνια). Από τη λ. άντωση = άνωση . Αντίθετος.
Απόστολος: (Απουστόλ’ς, Πουστόλ’ς, Πιστόλ’ς, Λάκης). Άγγελος Θεού.
Αργυρώ, Αργύρης : Ασημένια.
Αρετή: Αρετή.
Αριστείδης: (Αριστείδ’ς, Άρης). Άριστος στη μορφή, όμορφος.
Αριστοτέλης: (Αριστουτέλ’ς, Τέλης). Άριστος + τέλος. Αυτός που έχει άριστους σκοπούς.
Αρτεμισία: Άρτεμις. Παρθένος.
Αρχοντούλα: (Τούλα). Αρχόντισσα.
Ασάνω: (Ασάνου, Σόνια, Σίσυ). Βουλγ. βασιλική δυναστεία Ασάν.
Ασπασία: Ασπάσιος = χαρούμενος.
Αστέριος: (Στέριους, Στιριάκους, Τσέλιους). Αστήρ.
Αφροδίτη: (Μπούλα). Αφρός + δίω = φεύγω. Αυτή που βγαίνει από τους αφρούς των κυμάτων.
Αχιλλέας: α στερ. + χείλος. Κατά την παράδοση δεν θήλασε.
Βά(γ)ια: (Βαΐτσα) η δάφνη. μεσν. βάγια < μτγν. βάιον υποκ. του βάις (κλάδος φοίνικα) πρβλ. βαϊφόρος.
Βασίλειος, Βασιλεία, Βασιλική: (Βασίλ’ς, Βασιλάκους, Λάκης, Βάσιους, Βάσου, Βασίλου, Βασιώ). Βασιλειάς.
Βαρβάρα: Βάρβαρος.
Βιργίνα: (Βίρνα) Παρθένα.
Βικτωρία: (Βίκυ). Νίκη. Θηλ. του Βίκτωρα.
Γαρυφαλλιά: (Γαρουφαλιά) Από το ομώνυμο φυτό.
Γερακίνα: (Νούλα). Θηλυκό γεράκι.
Γεώργιος, Γεωργία: (Γιώρ’ς, Γιουρίκας, Γιουργάκ’ς, Γιώργης, Γέργους, Γάκης, Γιουργαλής, Γούλα, Γίγη). Γη + έργο = Γεωργός.
Γκιβιζίνα: Από τη λ. γκιβιτζής = είδος αλατζιά με μαύρες και βισινί ρίγες.
Γραμμένη: Από τη λ. γράμμα. Όμορφη σαν ζωγραφιά. Π.χ. γραμμένα χείλη = όμορφα χείλη.
Γρηγόρης: (Γληγόρ’ς) Άγρυπνος.
Δανάη: Χαρούμενη.
Δάφνη: Δάφνη.
Δέσποινα: Κυρία.
Δημήτριος, Δήμητρα: (Δ’μήτρης, Μήτσιους, Μητσιάρας, Μήτσ’κας, Τάκης, Δημητρός, Δημητράκους, Μητσιάκους, Μητσιούλα). Δήμητρα/Δαμάτηρ δα = γη + μήτηρ. Μητέρα γη.
Δήμος: (Ντίμους). Λαός.
Διαλεχτή: (Διαλιχτή). Εκλεκτή.
Διαμάντω: (Διαμάντου, Μάντου). Από το γνωστό πετράδι.
Ειρήνη: (Ρήν’, Ρηνιώ, Ρήνα). Φιλήσυχη.
Ελένη: (Λέν’, Λινιώ). Λαμπάδα.
Ελευθέριος, Ελευθερία: (Λιφτέρ’ς, Λιφτιρία, Ρίτα). Ελευθερωτής.
Ελισάβετ: (Λισάβου, Βέτα). Αφθονία.
Έλλη: Ελληνίδα.
Ελπίδα: (Ιλπίδα). Ελπίζω.
Εμμανουήλ: (Μανώλ’ς, Μάνους). Ο Θεός μαζί μας.
Ευάγγελος, Ευαγγελία: (Βαγγέλ’ς, Βάγγους, Βαγγιλιώ, Λία, Λίτσα. ευ + αγγελία = καλή είδηση.
Ευγενία: (Ιβγινία, Ιβγινιά) ευ = καλό + γένος. Ευγενική.
Ευδοκία: (Ιβδουκία, Δούκινα, Εύα).
Ευδοξία: (Ιβδουξία). ευ = καλή + δόξα.
Ευθύμιος Ευθυμία: (Θύμιους, Μίτσα). Χαρούμενη.
Ευτυχία: (Ιφτυχία). Ευ + τύχη + καλή τύχη.
Ευφημία: (Μίτσα). Καλή φήμη.
Ευστάθιος: (Στάθης) Ακλόνητος, σταθερός.
Ευτέρπη: (Ιφτέρπη). ευ = καλώς + τέρπω = ευχαριστώ. Αυτή που πολύ ευχαριστεί.
Ευφροσύνη: (Φρόσου). Από το ρ. ευφραίνω = ευχαριστώ. Αυτή που ευχαριστεί.
Ζαφείρης, Ζαφείρω: (Ζαφείρ’ς, Ζαφείρου). Από την πέτρα το ζαφείρι.
Ζαχαρίας: (Ζάχους) Αυτός που θυμάται.
Ζαχαρούλα: (Ζαχάρου, Ρούλα). Υποκορ. της λ. Ζάχαρη.
Ζήσης: (Ζήησς). Να ζήσει.
Ζωή: (Ζουή). Ζωή.
Ηλίας: (Λιας, Λιάκους). Θεός μου ο Κύριος.
Ηρακλής: Ήρα + κλέος = η δόξα της Ήρας.
Θεμιστοκλής: (Θέμης). Θέμις = δικαιοσύνη + κλέος = δόξα. Δόξα της δικαιοσύνης.
Θεόδωρος, Θεοδώρα: (Θουδουρής, Θόδουρους, Θουδώρα, Δώρα). Δώρο Θεού.
Θεολογία: Θεός + λόγος.
Θεόφιλος: (Θιόφιλους). Φίλος Θεού.
Θωμάς, Θωμαή: (Θουμάς, Θουμαή). Δίδυμος.
Θρασύβουλος: Θρασύς + βουλή. Αποφασιστικός.
Ιουλία: Από τη λ. Ιούλιος.
Ιωακείμ: (Γιακείμ’ς, Γιακμούλ’ς, Μάκης). Ο Θεός σταθεροποιεί. Εβρ. yahoyaqim = Ο Θεός καθιερώνει.
Ιωάννης, Ιωάννα: (Γιάνν’ς, Γιαννακός, Γιαννακούλας, Γιαννάκ’ς, Γιάννα, Γιαννούλα). Ευνοούμενος από το Θεό.
Ιφιγένεια: (Φιγούλα). Ίφι = ισχυρό + γένος. Από ισχυρό γένος.
Ιωσήφ: Πολύτεκνος.
Καλομοίρα: Καλή μοίρα.
Κλεάνθης: (Κλιάνθης). Κλέος = δόξα + άνθος
Κλεονίκη: (Κλιουνίκ’). Κλέος = δόξα + νίκη. Ένδοξη νικήτρια.
Κλεοπάτρα: (Πάτρα). Κλέος = δόξα + πάτρη + πατρίδα . Η δόξα της πατρίδας.
Κόμνω: (Κόμνου). Κομνηνή.
Κοσμάς: (Κουσμάς, Κουσμαδέλους). Κόσμημα, στολίδι.
Κορτέσα: (Σούλα). < μεσν. γαλλ. corteis < ιταλ. corte = αυλή παλατιού. Γυναίκα ευγενική στους τρόπους.
Κρυστάλλω: (Κρουστάλλου, Λία). Από τη λ. κρύσταλλο.
Κυριαζής: Από το Κυρατζής = αγωγιάτης.
Κυριάκος, Κυριακή: (Κούλα, Κυριακού). Αυτός που ανήκει στον Κύριο (Θεό).
Κωνσταντίνος, Κωνσταντίνα: (Κώστας, Κουστής, Κώτσιους, Ντίνους, Κουστούλας, Κουτσιαρής, Ντίνα). Σταθερός.
Λάμπρος, Λαμπρινή: Λαμπρός.
Λεμονιά: Από το δέντρο λεμονιά.
Μαγδαληνή: (Μάγδα, Μιγδάλου, Μιγδαλ’νή). Από τα Μάγδαλα της Παλαιστίνης.
Μαλαμάτω: (Μαλαμάτου). Από τη λέξη μάλαμα = χρυσός.
Μάρθα: Κυρία οικοδέσποινα.
Μαρία, Μάριος : (Μαριγούλα, Μαρίγια, Μαίρη, Μαριγώ, Γόσα, Γότσα, Γότσ’, Γουτσίνα, Μάρου). Πικρή, ανυπόταχτη.
Μαρίκα: Από τη λ. Μαρία.
Μαρούλα: Μικρή Μαρία.
Μαρούδα: Μικρή Μαρία.
Μαυρουδής: (Μουδής, Μουδίκας) Μαύρος + είδος. Μελαμψός.
Μελέτιος: (Μιλέτ’ς, Μιλιτάκους). Αυτός που δείχνει ενδιαφέρον.
Μενέλαος: (Μένιους). Αυτός που μένει με το λαό.
Μιχαήλ: (Μιχάλ’ς, Λάκης, Λάκας, Μιχάλας). Όνομα εβραϊκό. που σημαίνει όμοιος με το Θεό.
Μορφούλα: (Μουρφούλα). Ευμορφία. ευ + μορφή. Όμορφη.
Μόσχος: (Μόσχους). 1. μοσχάρι 2. μυρωδιά.
Ναπολέων (Ναπουλέους). Νάπη = φαράγγι + λέων. Το λημέρι του λέοντα.
Νέστορας: (Νέστουρας). Νέομαι = επιστρέφω.
Νικήτας, Νικητούλα: Νικητής.
Νικηφόρος: Αυτός που νικά (φέρω + νίκη).
Νικόλαος, Νίκη, Νικουλέτα: (Νικουλάκ’ς, Νίκους, Ν’κόλας, Νικουλάκας, Νικουλός, Νικουλέζους). Νίκη + λαός. Αυτός που φέρνει νίκη στο λαό.
Ξανθίππη: (Ξανθούλα). Ξανθός + ίππος.
Ξενοφών: (Ξινουφός, Φώντας). Αυτός που ηχεί παράξενα.
Όλγα: Ευτυχισμένη.
Ορέστης: (Ουρέστης). Ο ορεινός.
Ουρανία: (Ράνια). Από τη λ. ουρανός. Μία από τις 9 μούσες. Προστάτιδα του σύμπαντος.
Παγώνα: (Νόνα). Θηλυκό παγώνι.
Παναγιώτης, Παναγιώτα: (Πάνους, Παναιώτ’ς, Παναής Παναγιώταρους, Μπότ’ς, Γιώτα, Πανάιου,). Πανάγιος.
Παντελεήμων: (Παντιλής, Λάκης). Αυτός που ελεεί τους πάντες.
Παρασκευή: (Βούλα, Βίκυ). Παρά + σκευάζω. Προετοιμάζω.
Πασχαλιά: Από τη λ. Πάσχα = διάβαση.
Παύλος: (Παύλους). Μικρός.
Περικλής: (Πιρικλής). Φημισμένος.
Περιστέρα: (Πιριστέρα). Θηλυκό περιστέρι.
Πέτρος: (Πέτρους, Πιτριάς). Λίθινος, πέτρινος.
Πηνελόπη: (Λόπα). Πήνη = υφάδι + λέπω = εκτυλίσσω.
Πλούμω: (Πλούμου). Στολισμένη. Πλουμίδι = στόλισμα.
Πολυνίκης: (Πόλυς). πολύς + νίκη.
Πολυχρονία: (Πόλυ). πολύς + χρόνος. Πολυχρονεμένη.
Ρεβέκκα: (Ριβέκα). Παχουλή.
Σεραφείμ: (Σιραφείμ, Σαραφιανός, Σέρης). Φλεγόμενος Άγγελος.
Σοφία: (Σουφία). Γνώση, ευφυΐα.
Σουλτάνα: (Τάνια). Γυναίκα του σουλτάνου.
Σουζάνα: (Σούζη). Από το εβρ. shoshan = κρίνος.
Σπυρίδων: (Σπύρους, Πίπης). εύπορος (πολύ σιτάρι).
Σταμάτης, Σταμάτα: (Μάτα, Ματούλα). Σταματώ.
Σταυρούλα: (Ρούλα) Από τηλ. σταυρός.
Στέργιος, Στεριανή: (Στέργιους, Στιργιάκους, Τσέλιους). Δείχνω στοργή.
Στέφανος, Στεφανία: (Στέφη). Στεφανωμένος.
Στυλιανός, Στυλιανή: (Τσέλιους, Τσιλιάκους, Στέλιους, Στέλα).
Συρίγω: (Συρίγου).
Σωκράτης: (Σουκράτ’ς). Δυνατός.
Σωτήρης, Σωτηρία: (Σώτους). Λυτρωτής.
Τηλέμαχος: τηλέ = μακριά + μάχη. Αυτός που αγωνίζεται μακριά από την πατρίδα.
Τιμολέων: (Ντιμουλέους, Τίμους). τιμή + λέων. Ισχυρός σαν λέων.
Τριαντάφυλλος, Τριανταφυλλιά: (Τραντάφ’λλους, Λάκης, Τσιάτσιους, Τσιατσής, Τσιατσίκας,Τρανταφ’λλιά, Φιλίτσα, Φιλιώ) Ρόδινος.
Τρυγόνα: Θηλυκό τρυγόνι.
Φίλιππος: (Φίλ’ππας). Φίλος των ίππων (αλόγων).
Φρειδερίκη: (Ρούλα). Γερμ. friederike = γαλήνια ήρεμη.
Φώτης, Φωτεινή: (Φώτ’ς, Φουτεινή). Φωτισμένος, φωτεινός.
Χάϊδω: (Χάδου) Χάδι.
Χαμαϊδή: Από τη λ. χαμαί, χάμω = κάτω.
Χαράλαμπος: (Μπάμπης). Αυτός που λάμπει από χαρά.
Χαρίκλεια: Χάρις + κλέος = δόξα.
Χιονία: (Χιόνα) Από την αρχ. λ. χιών –όνος = χιόνι.
Χρήστος, Χρηστίνα: (Κίτσιους, Χρηστάκ’ς, Τάκης, Τακούλης, Τάκουλας, Ξάκ’ς). Ο χρηστός, ο ηθικός.
Χριστόδουλος, Χριστοδουλιά: (Ξτόδουλους, Ξτουδουλάκ’ς, Κστουδουλιά). Ο δούλος του Χριστού.
Χριστόφορος: (Ξτόφουρους, Ξτουφουρίκας, Κστουφουρέλους). Αυτός που φέρει το Χριστό.
Χρυσάφης, Χρυσάφω: (Ξάφ’ς, Ξάφου). Χρυσός.
Χρυσοβαλάντω: Χρυσός + βαλάντιο.
Χρυσούλα: (Σούλα). Από τη λ. χρυσός.