(Τ) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δ. ΔΗΜΑΡΑΣ ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ( ΝΙΚΗΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ)

 

Τ


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

 τ’, το 1. άρθρο «Χτύπ’σι του χέρι τ’». 2. κτητικό. «Τίνους είνι αυτό; Τ’ Γιάνν’».

ταβάς, ο, το βαθύ ταψί. «Του κατσίκ’ θα του κάνουμι ψήμα στουν ταβά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. tava = τηγάνι.

τάβλα, η, το υφαντό τραπεζομάντιλο που το έστρωναν στο τραπέζι ή στο σουφρά. «Τα τραγούδια της τάβλας». ΕΤΥΜ. < λατιν. tabula.

ταγάρ’ το, ο τουρβάς. «Βάλι τα φαϊά στου ταγάρ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. ταγάριον.

ταή, η, η τροφή των ζώων. «Κατέβα στου κατώι κι δώσι λίγου ταή στα ζώα να μη π’νούν». ΕΤΥΜ. < αρχ. σημασία = παράταξη, διάταξη < θ. ταγ-του ρ. τάσσω αόρ. β΄ ετάγην.

τακίμ’, το, ο όμοιος, ο ίδιος. «Αφνοί είνι τακίμια . Ό,τ’ κάν’ η ένας κάν’ κι η άλλους». ΕΤΥΜ. < τουρκ. takim = ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί.

ταλαγάν’, το, το χοντρό ανδρικό επανωφόρι. «Θα φουρέσου του ταλαγάνι μ’ γιατί κάν’ πουλύ κρύου». ΕΤΥΜ. < αλβ. tallagane αρωμ. ταλαγανία η κάπα.

ταμάμ, ακριβώς. «Ταμάμ σι έκανι η μπλούζα που έπλιξα». ETYM. <τουρκ. tamam = εντάξει.

ταμάχ’, το, η απληστία, η πλεονεξία. «Έκανα ταμάχ’ κι πήρα πουλλές ιλιές μισιάρ’κις, αλλά μπαΐλτ’σα». ETYM. < τουρκ. tamah = πλεονεξία.

ταμαχιάρ’ς, ο, ο πλεονέκτης. «Πουλύ ταμαχιάρ’ς είσι. Ούλα θ’κά σ’ τα θέλ’ς».

ταμένους, ο, μτχ., ο ταγμένος. «Ήταν ταμένους απ’ τα μάνα τ’ κι τουν έστειλι για καλόϊρου στου όρους». ETYM. < μεσν. < τάγμα = εκπλήρωση ευχής.

τανίζουμι, ρ., επιχειρώ να κάνω κάτι πάνω από τις δυνάμεις μου. «Τανίσκα κι πήρα δάνειου για του σπίτ’ κι τώρα δε μουρώ να του ξιπληρώσου».

ταντίνα, επίρρ., το ξεπαράδιασμα, το άδειασμα. «Δεν έχου δραχμή. Έμεινα ταντίνα».

ταξίμ’, το, το εισαγωγικό κομμάτι μουσικής σ’ ένα τραγούδι το κλείσιμο του τραγουδιού με σόλο ενός οργάνου. «Η κλαριντζής είνι πουλύ καλός στα ταξίμια» ΕΤΥΜ. < τουρκ. taksim = σκοπός, ρυθμός.

ταπεινώνου, ρ, 1. υποβιβάζω, μειώνω, 2. λιγοστεύω το φως της λάμπας. «Του βράδ’ η μάνα μ’ ταπείνουνι τ’ λάμπα για να μη καίει πουλύ γκαζ’».

ταπουλτώρα, επίρρ., πρωτύτερα, προ ολίγου. «Πού πήγι ι Γιάνν’ς; Ταπουλτώρα ιδώ ήταν». ΕΤΥΜ. < τα + πολύ + τώρα.

ταράτσουμα, το, 1. η κατασκευή της ταράτσας, «Σήμιρα θα γίν’ του ταράτσουμα απού του σπίτ’».

ταρατσώνω, ρ., 1. παγώνω, «Θα δ’λέψου του τσιμέντου για να μη ταρατσώσ’». 2. γεμίζω την κοιλιά μου. «Σήμιρα του μισ’μέρ’ είχαμι καλό φαΐ κι τ’ ταράτσουσα τ’ κοιλιά μ’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. terraza = επίπεδη επιφάνεια.

ταραχίζουμι, ρ., ταράζομαι, συγχίζομαι. «Μη ταραχίζισι μι του τίπουτα». ΕΤΥΜ. < μεσν. από τον αόριστο ετάραξα του αρχ. ταράσσω.

τας τας, ερεθιστική προτροπή με σύγχρονο άπλωμα του χεριού προς τον τράγο να επιτεθεί.

τας ταμάμ, ακριβώς, στην ώρα. Λέγεται κοροϊδευτικά. «Α τώρα τας ταμάμ = ακόμα αυτό έλλειπε». ΕΤΥΜ. < τουρκ. tamam = εντάξει

ταύτου, προτάσεται πάντα το «για» και σημαίνει γι αυτό. «Για ταύτου ισύ φώναζις! Είχις δίκιου»! ETYM. < το αυτό.

ταχιά τ’ν άλλ’, (φράση) αύριο, μεθαύριο, στο εγγύς μέλλον. «Ταχιά τ’ν άλλ’ που θα βγάλ’ς παράδις θα μι δώεισς κι μένα». ΕΤΥΜ. < ταχέα + την + άλλη.

ταχιά, επίρρ., αύριο. «Φτάν’ τόση δ’λειά. Αύριου πάλι». ΕΤΥΜ. μεσν. <αρχ. ταχέα (πληθ. ουδ. του ταχύς).

τάψους, το, το μικρό τύμπανο, το ντέφι. «Τραγ’δούσι κι έπιζι τουν τάψου». ETYM. < όψιμο μεσν. < τουρκ. tepsi = ταψί.

ταχ’νεύου, ρ., επιταχύνω το ρυθμό της δουλειάς με το να σηκωθώ πολύ πρωί. «Αύριου προυί θα του ταχ’νέψου να τιλειώνουμι». ΕΤΥΜ. < αρχ. ταχύς.

τζα! για μωρά όταν κρύβεσαι και ξαφνικά φανερώνεσαι. «Έλα καλό μ’ να σι κάνου τζα»!

τζαναμπέτ’ς, ο, επίθ., ο πονηρός, ο κατεργάρης. «Δεν είνι του Γιώρ’ να τουν έχ’ς ιμπιστουσύν’. Πουλύ τζαναμπέτ’ς είνι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cenabet = ο ακάθαρτος στη μουσουλμανική θρησκεία.

τζατζαλιάρ’ς, ο, επίθ., ο κουρελιάρης, ο τσαπατσούλης. «Δεν είσι νοικουκύρ’ς στα πράγματα σ’. Τζατζαλιάρ’ς είσι». ΕΤΥΜ. < μεσν. τζάντζαλον, < ιταλ. cencio = κουρέλι, ράκος.

τζάτζαλου, το, κουρέλι. «Γιόμουσις του σπίτ’ ούλου τζάντζαλα».

τζ’βός, ο, καχεκτικός, κούφιος. «Τα μύγδαλα που μι έδουσις ήταν ούλα τζ’βά».

τζ’γέρ’, το, το πνευμόνι του ζώου. «Πάρι κανένα τζ’γέρ’ να του τηγανίσουμι να φάμι». ETYM. < τουρκ. ciçer < περσ. ciga = συκώτι.

τζέτζιρ’ς, ο, η κατσαρόλα. «Φέρι του τζέτζιρ’ να αρμέξου τ’ γίδα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. tencere = μεταλλικό σκεύος με καπάκι.

τζιαμπατζής, ο, επίθ., αυτός που αποφεύγει να πληρώσει. «Δε σι του π’λώ του μ’λάρ’ γιατί είσι πουλύ τζιαμπατζής». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cabasi = ο παράσιτος.

τζιαμπατζίδ’κα, επίρρ., πολύ φτηνά. «Του πούλ’σι του σπίτ’ ντιπ τζαμπατζίδ’κα».

τζιάνου μ’, καλέ μου. «Στου ’πα τζιάνουμ κι δεν άκουσις. Καλά σι γίν’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. canim = ψυχή μου.

τζιαφέτ’, το, το γλεντάκι. «Μιτά τουν αρραβώνα θα κάνουμι ένα τζιαφέτ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. ziyafet = συμπόσιο.

τζιβρές, ο, το υφαντό μαντίλι που το υφάδι είναι από «χρυσές κλωστές». «Ύφανα για τα κουρίτσια απού δυο τζιβρέδις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cevre = κεντητό τσεμπέρι.

τζιγκένιους, ο, επίθ., ο φτιαγμένος από τσίγκο. «Φέρι τουν τζιγκένιου τουν αρμιγά να αρμέξου τ’ γίδα».

τζίγκους, ο, ο τσίγκος. «Η κατσαρόλα είνι απού τζίγκου». ΕΤΥΜ. < ιταλ. zinco < γερμ. zink.

τζίλια, τα, τα εντόσθια από τα ψάρια. «Φώναξι τ’ς γάτ’ να φάν’ τα τζίλια». ETYM. < αγγλ. gel.

τζιλιάζου, ρ., τσαλακώνω, συνθλίβω. «Να τζιλιάεισς καλά τα σταφύλια μι τ’ τσιαπατούρα».

τζιλιασμένους, ο, μτχ., τσαλακωμένος. «Οι ντουμάτις είνι τζιλιασμένις».

τζίνα, η, το ανέβασμα του παιδιού στον τράχηλο. «Έλα καλό μ’ να σι πάρου λίγου τζίνα γιατί πόστασα να σ’ έχου στ’ν αγκαλιά τόση ώρα»!

τζιμάν’, το, ο άνθρωπος που είναι εντάξει σε όλα. «Α ρε Γιάνν’! Τζιμάν είσι!» ΕΤΥΜ. < από την αγγλ. Φράση G (overnment) man = ο άνθρωπος που κυβερνάει.

τζιούφιους, ο, ο αραιός, ο άηχος, ο κούφιος. «Οι πουρδοί που έριξα ήταν ούλ’ τζιούφιοι». ΕΤΥΜ. < αρχ. σομφός = πορώδης, αραιός >ζοφός >ζούφιος.

τζιρβάς, ο, η χλιαρή κατάσταση. ΕΤΥΜ. < τουρκ. çorba = σούπα. «Δε σι χουνεύ γιατί τουν χαλάς του τζιρβά».

τζιριμές, ο, 1. η ζημιά, ο ζημιάρης, «Πουλλά ξουδεύ’ς. Σκέτους τζιριμές είσι». 2. το πρόστιμο. «Ξιπαλουκώνιτι του γαδούρ’ κι πααίν’ σι ξένα γρασίδια. Βαρέθ’κα να πληρώνου τζιριμέδις». ETYM. < τουρκ. cereme = πρόστιμο.

τζιριμέτ’τα, το, η ζημία. «Έπαθα μιγάλου τζιριμέτ’μα μι τα μιλίσσια. Μι ψόφ’σαν τα μ’σά».

τζιριμιτίζου, ρ., ζημιώνω. «Είχα ανάγκ’ κι του πούλ’σα του χουράφ’. Μι τζιριμέτ’σαν οι κιαρατάδις».

τζιρμπατζής, ο, επίθ., ο πλούσιος. ΕΤΥΜ. < τουρκ. çorbaci = αφέντης «Ι Νίκους είνι τζιρμπατζής».

τζίρλα, η, αραιωμένα κόπρανα από κόψιμο. «Έχου δυο μέρις ψόφ’σα στ’ τζίρλα».

τζιρλιάρ’κου, το, επίθ., 1. αυτός που βγάζει τζίρλα, «Πάρτου μακριά του τζιρλιάρκου σ’ γιατί του ασκαίνουμι». 2. τα νερουλά σταφύλια. «Τα σταφύλια δε τρώγ’ντι. Είνι πουλύ τζιρλιάρ’κα».

τζιρλιάρ’ς, ο, επίθ.,βλέπε λ. τζιρλιάρ’κου.

τζιρλίζουμι, ρ., κάνω τζίρλα. «Έχου ένα κατσ’κούδ’ τζιρλίζιτι ιδώ κι τρεις μέρις». ΕΤΥΜ. < τσι(ρ)λώ < αρχ. τιλώ < τίλος = διάρροια.

τζιρλισμένους, ο, επίθ., ο ευκοίλιος. «Πάρι του μ’κρό κι καθάρ’σι του γιατί είνι τζιρλισμένου».

τζίρους, ο, 1. το απόγαλο που μένει μετά το πήξιμο του γάλακτος, «Δώσι στου γ’ρούν’ να πιεί τζίρου». 2. σύνολο της είσπραξης από πώληση. «Τι τζίρου έκανις σήμιρα στου μαγάζ.ι σ’»; ΕΤΥΜ. < ιταλ. giro.

τζιτζβές, ο, το το μπρίκι του καφέ. «Βάλι στου τζιτζβέ για δυο καφέδις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. < cezve = μπρίκι. < αλβαν. zhezve = το μπρίκι του καφέ.

τζιτζί, το, το πολύ ωραίο. «Αγόρασα ένα αμάξ’! Τζιτζί.» ΕΤΥΜ. < τουρκ. cici = ωραίος.

τζιτζιριάζ’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο. Καίει πολύ ο ήλιος. «Δεν είνι για δ’λειά. Τζιτζιριάζ’ πουλύ». ΕΤΥΜ. < τζίτζικας με επίθ. - ρας. < τζίτζιρας. < τουρκ.circir= τριζόνι.

τζιτζίριασμα, το, η μεγάλη ζέστη, ο καύσωνας. «Κάν’ ένα τζιτζίριασμα σήμιρα! Θα σκάσουμι».

τζίφους, ο, η αστοχία, η αποτυχία, η ανυπαρξία. «Ούλα τα λαχεία που πήρα ήταν τζίφους». ΕΤΥΜ. < αραβ. zife < αρχ. ψήφος = μηδέν.

τζ’μπίδ’, το, το τσιμπίδι. «Ανακάτιψι τα κάρβ’να μι του τσ’μπίδ’ να ανάψ’ν». ΕΤΥΜ. πιθ. < αρχ. εμπίς – ιδος = είδος εντόμου < εμπίνω = καταπίνω < εν- + πίνω.

τζ’μπώ, ρ., τσιμπώ. «Μη τα τζ’μπάς τα σπυριά θα μουλυνθούν».

τζουγκρανιά, η, η γρατσουνιά. «Μ’ έκανι του γατί ένα σουρό τζουγκρανιές». ΕΤΥΜ. < πιθ. γρατσούνα < τσουγκράνα.

τζουγκράν’σμα, το, 1. το γρατσούνισμα, «Είμι γιμάτους τζουγκρανίσματα απού τα βάτια». 2. ό,τι κάνω με τη τζουγκράνα. «Του χώμα θέλ’ τζουγκράν’σμα».

τζουγκραν’σμένου, το μτχ., το γρατσουνισμένο, το περασμένο με τη τζουγκράνα. «Γιατί είνι τζουγκραν’σμένα τα μούτρα σ’;» «Του παρτέρ’ του έχου ούλου τζουγκραν’σμένου».

τζουγκρανώ, ρ., 1. γρατσουνώ. «Πήρα αγκαλιά του γατί κι μι κατατζουγκράν’σι». 2. μαζεύω τα χόρτα ή το χώμα με τη τζουγκράνα. «Τζουγκράνσι λίγου τα χώματα».

τζουμπαΐρ’, το, πολύτιμος λίθος. «Κι ο νιόκας της την έβλεπε κρυφά απ’ το παραθύρι μάλαμα και τσομπαΐρι». Δημ τραγούδι Νικήτης. ΕΤΥΜ. <τουρκ. cevahir.

τζουτζές, ο, ή τζουτζέκ’ το, ο νάνος, ο μικροπρεπής, το ανθρωπάκι. ΕΤΥΜ. < τουρκ. cüce = μικροκαμωμένος. «Άντι ρε ντζουτζέ μη μι κάν’ς του καμπόσου»!

τζουτζουκλέρ’, το, το μικρό παιδί. «Έχ’ τρία τζουτζουκλέρια στου σπίτ’ κι τ’ν αλανιάζ’ν». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cocuk = παιδί.

τηγανίτα, η, ο λουκουμάς. «Θα σας κάνου στ’ γιουρτή μ’ τηγανίτις να φάτι». ΕΤΥΜ. < αρχ. τηγανίτης < αρχ. τίγανον = τηγάνι.

τίγκα, επίρρ., γεμάτο, ξέχειλο. «Έμασα πέντι τσιουβάλια ιλές τίγκα». ΕΤΥΜ. πιθ. < ιταλ. diga = επίχωμα, φράγμα <ιταλ. διάλεκτος tinga <ρ. tingare=δίνω, παρέχω αφθόνως.

τίδα, στη φράση αμ τίδα = σιγά να μη. «Κι αμ πως δα κι αμ τίδα την προκοπή σ’ την είδα». Λαϊκό άσμα. ΕΤΥΜ. < από την ερωτημ. αντωνυμία τι και το μόριο δα.

τιζάρου, ρ., 1. τεντώνω, «Θα τιζάρου του σκ’νί γιατί λασκάρ’σι». 2. πεθαίνω, «Η παπούς μ’ χτες τιζάρ’σι». 3. σκάω από το κακό μου, αποκάμνω. «Δε βουλέβισι μι τίπουτα. Ήρτα κι τιζάρ’σα απού τ’ σκασίλα μ’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. tesare = τεντώνω, διατείνω < teso.

τιζάρ’σμα, το, το τέντωμα. «Απού του πουλύ του τιζάρ’σμα χάλασι του φιρμουάρ».

τιζέρνου, ρ., τεντώνω, τεζάρω. «Μη τιζέρν’ς πουλύ του σκ’νι γιατί θα κουπεί».

τιμινάς, ο, η αβρότητα, τα κόλπα. «Κάτσι κι φάει. Μη θέλ’ς τιμινάδις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. temennah = χαιρετισμός με υπόκλιση.

τιναχτής, ο, ο ειδικός στο τίναμα της ελιάς. «Πήρα δυο τιναχτάδις για τ’ς ιλιές». ΕΤΥΜ. < αρχ. τίναγμα < τινάσσω.

τιρλίκια, τα, οι κοντές μάλλινες κάλτσες, τα σοσόνια. «Βάλι τα τιρλίκια στα πουδάρια σ’ για να μη κρυών’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. terlik = ελαφρά υποδήματα.

τιρτίπ’, το, το κόλπο. «Ξέρ’ πουλλά τιρτίπια κι θα τουν καταφέρ’ν». ETYM. < τουρκ. tertip = η τοποθέτηση σε σωστή σειρά.

τισσαρουβράκουνου, το, βρακί των γυναικών, το αντίστοιχο με «σέλα» βρακί των ανδρών. «Οι μιγάλις οι γ’ναίκις φουρούσαν απού κάτ’ του τισσαρουβράκουνου».

τιτίζα, η, η λεπτολόγα, η κομψευόμενη. «Η Μαρίγια πάντα τιτίζα βγαίν’ βόλτα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. titiz = ο ψείρας.

τιτoιώνου, ρ., έχει πολλές έννοιες. Το λέμε όταν δε μας έρχεται στο μυαλό το κατάλληλο ρήμα. π.χ. «Μή του τιτοιών’ς του πιδί = μη το πειράζεις». ETYM. < μεσν. από συμφυρμό των αντωνυμιών τοίτοιος και τέτοιος.

τιφαρίκ’, το, το εκλεκτό το στολίδι, το πολύ όμορφο. «Πήρι η Γιάνν’ς μια γ’ναίκα! Τιφαρίκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. tefarik = ψιλοπράγματα.

τιφτέρ’, το, το τετράδιο, το μπλόκ «Φέρι του τιφτέρ’ να να διω ένα τηλέφουνου» ΕΤΥΜ. < τουρκ. defter = ράδιο, αρχ. φιφθέρα.

τ’λιγάδ’, το, το τυλιγάδι. Ένα ξύλο με διχάλα από τη μια μεριά και από την άλλη περασμένο μέσα στο ξύλο ένα μεγάλο καρφί. «Τύλ’ξα απού του προυί δέκα τ’λιγάδια νήμα». ΕΤΥΜ. < μεσν. τυλιγάδιον < τυλίγω + υποκ επίθημα - άδι(ο)ν.

τ’λιγαδιάζου, ρ., 1. τυλίγω το νήμα στο τυλιγάδι, «Τ’λιγάδιασα του νήμα κι αύριου θα του βάλου στ’ν ανέμ’ να του μασουρίσου». 2. χτυπώ κάποιον με το τυλιγάδι ή με ένα ξύλο. «Σα σι τ’λιγαδιάσου μια στουν κώλου θα σι πω ιγώ».

τ’λιγάδιασμα, το, το τύλιγμα του νήματος στο τυλιγάδι αλλά και το γρήγορο περπάτημα. «Τιλείουνι του τ’λιγάδιασμα γιατί έχουμι κι άλλ’ δ’λειά να κάνουμι».

τ’λιγαδιασμένου, το, μτχ., περασμένο στο τυλιγάδι. «Του νήμα του έχου ούλου τ’λιγαδιασμένου».

τ’λούπα, η, 1. η μικρή ποσότητα μπαμπακιού ή μαλλιού, 2. οι νιφάδες χιονιού. «Ρίχν’ κάτ’ τ’λούπις όξου! Θα του στρώσ’ σι λίγου». ETYM <τολούπα < αρχ. τολύπη.

τ’λουπάν’, το, η μαντήλα. «Βάλι στου κιφάλι σ ένα τ’λουπάν’ για να μη κρυών’ς». ΕΤΥΜ. < μεσν. < τουρκ. tülbent = λεπτό βαμβακερό ύφασμα.

τ’μαρεύου, ρ., νοικοκυρεύω, βάζω τα πράγματα στη θέση τους. «Τ’μάριψα του σπίτ’ γιατί πιριμένου κόσμου». ETYM. < μεσν. τιμάριον < περσ. timar

τ’νάζου, ρ., 1. τινάζω «Θα τα’νάξου τα χαλιά» 2. πεθαίνω. «Τα τίναξι η παππούς μ’». 3. χτυπώ. «Σα σι τ’νάξου μια μ’κρέλι ! Θα σι πω ιγώ». «Πάει η Γιάνν’ς. Τα τίναξι τα πέταλα». ETYM. < μεσν. από το αόριστο ετίναξα του αρχ. τινάσσω.

τ’ν άλλ’, την επόμενη μέρα. «Αύριου θα σκάψου τουν κήπου κι τ’ν άλλ’ θα σπείρου φασούλια». ΕΤΥΜ. < την + άλλη.

τόκα, η, η χειραψία. «Έλα! Τόκα του».

το ’κουψι δίπλα, (φράση), ξάπλωσε. «Το ’κουψι δίπλα κι δε πήγι στη δ’λειά».

τόπ’, το, 1. το τυλιγμένο ύφασμα στα ράφια των υφασματοπωλείων. «Κόψι απ’ του τόπ’ δυο μέτρα φόδρα». 2. το τόπι. «Πάρτι του τόπ’ κι παίξ’τι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. top = σφαίρα.

τόριασι, ρ., στο τρίτο πρόσωπο, ξάπλωσε για ξεκούραση. «Πόστασι απ’ τη δ’λειά κι τόριασι».

του, το άρθρο το. «Δώσι μι του γαδούρ’ να του καβαλ’κέψου».

τουζλούκ’, το, είδος χοντρής κάλτσας. ΕΤΥΜ. < τουρκ. tozluk. «Φόρα τ’ς ιλιές τα τουζλούκια γιατί κάν’ πουλύ κρύου».

τουκάδα, ή τουκάς η, η μεταλλική μικρή πόρπη. «Χάλασι η τουκάδα κι μι πέφτ’ του παντιλόνι μ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. toka = πόρπη.

τούλ’, το, το λευκό ύφασμα για νυφικό ή για μπουμπουνιέρις. «Οι μπουμπουνιέρις είχαν ουραία τούλια». ΕΤΥΜ. < γαλλ. tulle. από την ομώνυμη πόλη της Γαλλίας Τουλών.

τουμάρ’, το, 1. το δέρμα των ζώων, «Τα τουμάρια απού τα γίδια θα τα π’λήσουμι». 2. κακότροπος άνθρωπος. «Είνι μιγάλου τουμάρ’ η Γιώρ’ς». ΕΤΥΜ. < μτγν. τομάριον < αρχ. τόμος + παραγ. επίθημα - άριον.

τούντσ’, πολύ σκληρό. «Του χώμα δε σκάβιτι. Είνι τούντσ’». ΕΤΥΜ. <τουρκ. tunç = χαλκός.

τουρλού, το , το φαγητό με διάφορα λαχανικά. «Σήμιρα του μισμέρ’ θα φάμι τουρλού». ΕΤΥΜ. < τουρκ. türlü = διαφόρων ειδών.

τουρλουμένους, ο, μτχ., ο πεταχτός κώλος προς τα έξω. «Έχ’ τουν κώλου τ’ς τουρλουμένου».

τουρλώνου, ρ., τεντώνω τον κώλο προς τα έξω. «Διέ την ! Όταν πουρπατάει τουρλών’ τουν κώλου τ’ς σια όξου». ΕΤΥΜ. < μεσν. τρούλλω / τρούλλος < μτγν τούρλα < τούρλα.

τουρμπάν’, το, είδος γυναικείου καπέλου. «Πέταξι αυτό του τουλμπάν’ γιατί δε σι πααίν’ ντιπ». ΕΤΥΜ. < τουρκ. tülbent = γυναικείο κάλυμμα κεφαλής.

τούρνα, η, 1. λιμνίσιο ψάρι, «Έβγαλα μι τα δίχτυα δέκα ουκάδις τούρνις» 2. ο μεθυσμένος. «Ψες του βράδ’ έγινα τούρνα στου μιθύσ’». ΕΤΥΜ. <γαλλ. tourneε < ρ. tourner = γυρίζω < αρχ. τόρνος. «Τη στρογγύλη ως από τόρνου». Ηρόδοτος.

τραβέρσου, το, κόντρα στον καιρό με αναμμένη μηχανή. «Μας έπιασι η κουλόκιρους κι πήγαμι τραβέρσου». ΕΤΥΜ. < όψιμο μεσν. < ιταλ. traversa.

τραβώ, ρ., 1. σύρω. «Θα τραβήξου λιφτά απού τ’ τράπιζα». 2. παίρνω το κρασί από τα στέμφυλα. «Θα τραβήξου κρασί απ’ τ’ κάδ’». 3. περνώ άσχημα. «Τι τραβάει απ’ τουν άντρα τ’ς»! ΕΤΥΜ. < μεσν. τραυώ < ταυρώ = σύρω όπως ο ταύρος < αρχ. ταύρος.

τραγάνα, η, ομαλός βυθός με άμμο και πέτρες, που είναι καλός ψαρότοπος. «Θα ρίξουμι τα δίχτυα σι τραγάνις να πιάσουμι λυθρίνια». ΕΤΥΜ. < μτγν. τραγανός < αόρ. β΄ έτραγον < τρώγω.

τραΐ, το, ο τράγος. ΕΤΥΜ. < αρχ. τραγέλια = ξηροί καρποί. «Απόλ’κα του τραΐ για να προυτσίσ’ τ’ς γίδις».

τραΐσιου, το, επίθ., αυτό που έχει σχέση με τον τράγο. «Σήμιρα θα φάμι τραΐσιου κρέας». ΕΤΥΜ. < αρχ. τράγος.

τρακατήρ’, το, το κουδούνι για γιδοπρόβατα. «Πιρνούν τα πιραστ’κά. Ακούγ’ντι τα τρακατήρια». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη.

τράμπα, η, η ανταλλαγή από χέρι σε χέρι. «Κάναμι τράμπα τουν τράγου μι τ’ γίδα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. trampa.

τρανεύου, ρ., 1. μεγαλώνω. «Τράνιψαν τα πιδιά κι δε μας ακ’λουθούν». 2. αυξάνω. «Πάντριψα τα πιδιά κι τράνιψι του σόι». ΕΤΥΜ. < μεσν. τρανός-ή-ό. < μτγν. < αρχ. τρανής < τρανός = σαφής.

τράνιμα, το, το μεγάλωμα. «Άσ’τα τα μ’κρά μη τα δέρν’ς. Μι του τράνιμα θα γίν’ καλύτιρα».

τρανίτιρους, ο, επίθ., ο μεγαλύτερος. «Η Γιώρ’ς είνι τρανύτιρους απ’ του Θανάσ’ δυο χρόνια».

τρ’ανταφ’λλιά, η, η τριανταφυλλιά. «Έχου στου κήπου τ’ς καλύτιρις τρ’ανταφ’λλιές». ΕΤΥΜ. < μεσν. τριαντάφυλλον < τριάντα + φύλλον.

τρ’αντάφ’λλου, το, το τριαντάφυλλο. «Κόψι τραντάφλα για του βάζου».

τραουτσέλους, ο, ο μικρός τράγος. «Θα παίξου λιγάκ’ μι τουν τραουτσέλου». ΕΤΥΜ. < αρχ. τράγος.

τρατάρ’σμα, το, το κέρασμα, η προσφορά. «Ήταν ό,τ’ πρέπ’ του τρατάρ’σμα. Του γύρ’βα ένα ρακί». ΕΤΥΜ. < γαλλ. ρ. traiter.

τρατάρου, ρ., κερνώ, προσφέρω. «Κάτσι να σι τρατάρου κανέ καφέ». ΕΤΥΜ. < ιταλ. trattare = προσφέρω, περιποιούμαι < λατιν. tractare = χειρίζομαι, ασχολούμαι < μτχ. tratus του ρ.trahere = τραβώ, έλκω.

τράτους, το, τα περιθώρια χρόνου, τόπου, αλλά και γενικά το περιθώριο. «Θα ανοίξου τ’ φούστα μ’ λιγάκ’! Έχ’ τράτου». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ιταλ. tratta θηλ. του επιθ. tratto = τραβηγμένος, τεντωμένος < λατιν. tractus

τραφιάζου, ρ., κάνω τράφο. «Θα τραφιάσου του αμπέλ’ να δυναμώσ’».

τράφους, ο, το μακρουλό ανάχωμα που περικλείει τα κλήματα «Πάμι να κάνουμι τράφου στ’ αμπέλ’ να χουντρίν’ οι ρόγις». ΕΤΥΜ. < μεσν. τράφος < αρχ. πάφρος < τάφρος.

τραχανάς, ο, το βρασμένο τριμμένο σιτάρι με γάλα. «Θα κάνου καμιά δικαριά ουκάδις τραχανά για του χ’μώνα». ETYM. < τουρκ. tarhana με αντιμετάθεση = ζυμαρικό σε μορφή κόκκων < περσ. tarxana.

τράχουμα, το, 1. το τράχωμα, ασθένεια των ματιών, «Δε βλέπου καλά. Έχ’ν τα μάτια μ’ τράχουμα». 2. το υπερυψωμένο μέρος από το υπόλοιπο χωράφι. « Θα κάνου ένα τράχουμα στουν κήπου να σταματάει του νιρό». ΕΤΥΜ. < αρχ. τράχωμα.

τραχουπαλλήκαρου, το, το γεροντοπαλλήκαρο, που δεν έχει παντρευτεί. «Η Νικήτ’ έχ’ πουλλά τραχουπαλλήκαρα».

τρέβλου, το, η γλιστρίδα. «Θα μάσου τρέβλα για του γ’ρούν’». ΕΤΥΜ. <από το αρχ. επίθ. στρεβλός, στρέφω.

τρέδιμα, το, συνεχής ασχολία με κάτι, βασάνισμα. «Του παντιλόν’ χάλασι απ’ του πουλύ του τρέδιμα».

τριβόλια, τα, χόρτο με καρπό σα ρεβύθι με αγκαθωτές προεξοχές. «Πάτ’σα ένα σουρό τριβόλια κι μι πουνούν τα πουδάρια». ETYM. < μεσν. τριβόλιον, υποκ. του αρχ. τρίβολος (< τρι- + - βόλος < βάλλω.

τριδεύου, ρ., 1. συχνοπερνώ. «Δε τριδέβιτι πουλύ η δρόμους». 2. καταγίνομαι συχνά με κάτι, χρησιμοποιώ κάτι συχνά. «Δε του τριδεύου πουλύ του αμάξ’ κι του ξέχασα». ΕΤΥΜ. < αρχ. τρίβω.

τριές, οι, οι ασημένιες λεπτές κλωστές ή χρυσές που έβαζαν οι καλεσμένοι του γάμου στο πέτο. «Βάλι μι κι μένα στου πέτου τριές για να φαίνουμι για καλισμένους». ΕΤΥΜ. < αρχ. θριξ, τριχός. < γαλλ. trese = διακοσμητική ταινία.

τριζάτους, ή τριζός, επίθ. ο σφριγηλός, ο δυνατός. «Αν κι πέρασαν τα χρόνια τ’ είνι ακόμα τριζάτους». ΕΤΥΜ. < από το ρ. τρίζω

τρικόπ’, το η μέση. «Φόρτουσα κούτσουρα κι μι πόνισι του τρικόπι μ’». ΕΤΥΜ. < από αριθμ. τρία + κόπτω. Η ένωση της σπονδυλικής στήλης με το οσφύο.

τριμιρίτσις, οι, οι γυναίκες που κρατούσαν απόλυτη νηστεία - εκτός από νερό - τρεις μέρες μετά την Καθαρά Δευτέρα, και στη συνέχεια κοινωνούσαν. «Η ικκλησία ήταν γιμάτ’ τριμιρίτσις».

τριμουχουχλιάζου, ρ., κρυώνω, τρέμω από το κρύο. «Τι τριμουχουχλιάειζς κι δε βάειζς κανένα σακάκ’»; ΕΤΥΜ. < αρχ. < Ι.Ε. trem- < λατιν. tremere = τρέμω.

τριμ’τσιακός, ο, επίθ., ο πολύ νευρικός. «Άσ’ τουν ρε τουν τριμ’τσιακό μη τουν κρέν’ς γιατί θα βρείς του μπιλιά σ’». ΕΤΥΜ. < από το ρήμα τρέμω.

τρισκέλ’, το, ο τρίποδας που βάζουν πάνω την εικόνα του αγίου που γιορτάζει. «Βάλι καντηλουνάφτ’ του τρισκέλ’ για να βάλουμι τουν Αϊ – Γιώρ’ αύριου στ’ γιουρτή τ’». ΕΤΥΜ. < τρισ- + σκέλος.

τριχάλα, η, το τρέξιμο. «Το ’βαλα στ’ τριχάλα γιαυτό ήρτα γλήγουρα». ΕΤΥΜ. < τρέχω + παραγ. επίθημα - αλα.

τριώτ’ς, ο, το παιδικό παιχνίδι με βότσαλα που παίζεται με δυο άτομα πάνω σε ένα τετράγωνο σχήμα με διαγώνιους. «Έλα να παίξουμι τριώτ’». ΕΤΥΜ. < από το τρι(α) + κατάλ. – ώτης.

τρόκνια, η, η πάνινη ή υφαντή κούνια του μωρού. Με την τρόκνια κουβαλούσαν νερό, ξύλα, κ.ά. «Θα πάου μι τ’ τρόκνια να φέρου νιρό».

τρουβαδιάζου, -ουμι, ρ., βάζω στον τουρβά προσφάγια για το χωράφι. «Τρουβάδιασί μι για του χουράφ’».

τρουβάδιασμα, το, το γέμισμα του τουρβά με προσφάγια. «Θα κάτσουμι μέρις στου χουράφ’ κι θέλ’ καλό τρουβάδιασμα».

τρουβαδιασμένους, ο, μτχ., αυτός που έχει τον τουρβά του γεμάτο. «Μπράβου! Βλέπου είστι καλά τρουβαδιασμέν’».

τρουβαδόσκ’νου, το, 1. το σκ’νί του τουρβά. «Κόπ’κι στου δρόμου του τρουβαδόσκ’νου κι δεν είχαμι φαϊ να φάμι». 2. (μεταφ.) η χρηματική εξάρτηση από κάποιον. «Αν σι κόψου του τρουβαδόσκνου να διούμι τι θα φας»;

τρουβάς, ο, ο τορβάς, το ταγάρι. «Κρέμμασι καλά τουν τρουβά στου γάδαρου να μη πέσ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. torba περσ. torba = σάκκος.

τρουβιάς, ο, η στρογγυλωπή πέτρα που έτριβαν το χοντρό αλάτι. «Φέρι μι τουν τρουβιά να τρίψου του άλας». ΕΤΥΜ. < μτγν. τριβεύς - εως < αρχ. τρίβω.

τρουιούρ’ ή τρουιουριστά, επίρρ., γύρω-γύρω. «Θα πας τρουιούρ’ να μπείς στου σπί’τ». ΕΤΥΜ. < μεσν. < τριγύρω.

τρουιουρίζου, ρ., τριγυρίζω, κάνω βόλτες. «Τι τρουιουρίειζς συνέχεια στου σπίτ’ κι δε πας για δ’λειά»;

τρουιούρισμα, το, το τριγύρισμα. «Διέ τουν τι τρουιούρισμα κάν’ τ’ Μαρίγια».

τρουιουρίστρα, η, το ερέθισμα του δέρματος κυκλικού σχήματος. «Έβγαλα στου ένα του πουδάρ’ μια τρουιουρίστρα κι δε μπουρώ να πουρπατήσου».

τρόυρα, επίρρ., γύρω-γύρω. βλέπε λ. τρουιούρ’.

τρουκνόσκ’να, τα, τα τέσσερα σκοινιά που ένωναν τις άκρες της τρόκνιας σε στυλ πλεξούδας. «Κούνια π’ σι κ’νούσι κι δε κόβ’νταν του τρουκνόσ’κνου»! ΕΤΥΜ. < τρόκνια + σκοινί.

τρουπί, το, ο μακρύς και ίσιος κορμός δέντρου που προορίζεται για καρίνα. «Θα ψάξουμι να βρούμι μιγάλου τρουπί γιατί του καΐκ’ θα γίν’ μιγάλου». ΕΤΥΜ. < αρχ. τροπή < τρέπω < τρόπις = έλικας.

τρουχάλα, η, η μεγάλη στρόγγυλη πέτρα. «Πάμι να βγάλουμι τα τρουχάλις απ’ του χουράφ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. επίθ. τροχαλός = αυτός που τρέχει, στρογγυλός < τροχ- (< τρέχω + παραγ. επίθημα - αλος - αλα.) τροχός = κύκλος.

τρόχαλου, το, βλέπε λ. τρουχάλα.

τρυπουκάρ’δου, το, το πουλί τρυποφράχτης. «Χώνιτι παντού σα του τρυπουκάρ’δου». ΕΤΥΜ. < τρύπα + καρύδι.

τρυπουξ’λίτ’ς, ο, αυτός που τρυπώνει παντού, αυτός που ανακατεύεται με όλα. «Μη τουν φουβάσι αυτόν τουν τρυπουξ’λίτ’. Θα βρεί δ’λειά». ΕΤΥΜ. < τρυπώνω + ξύλο.

τ’ς : α) άρθρο 1. της: «τ’ς θυγατέρας» 2. τους: «Τ’ς ανθρώπ’». 3. τις: «Τ’ς καρπέτις». β) κτητική αντωνυμία γ΄ προσώπου 1) για έναν κτήτορα θηλ γένους «του σπίτι τ’ς». 2) για πολλούς κτήτορες όλων των γενών «τα σπίτια τ’ς».

τσαγανό, το, ο ζήλος, το ενδιαφέρον, το μεράκι «Δεν έχ’ απάνου τα’ ντιπ τσαγανό. Σκέτους χαλβάς είνι». ΕΤΥΜ. < ουδ. του μεσν. τσαγανός <τουρκ. cagazoz = κάβουρας.

τσάγκαρα, τα, τα πολύ λεπτά καυσόξυλα. «Δε βρήκα χουντρά ξύλα στου β’νό . Είνι ούλα τσάγκαρα». ΕΤΥΜ. < από την αρχ. λ. τσάγγη = είδος υποδήματος.

τσαγκαρουσούγλ’, το, το σουβλί του τσαγκάρη. «Φέρι μι του τσαγκαρουσούγλ’ να ράψου λίγου του σαντάλ’». ΕΤΥΜ. < τσαγκάρης+ σούβλα < μεσν. τσαγγάριος < τζάγγη = είδος υποδήματος.

τσαΐρ’, το, το λιβάδι. «Καλά που είνι κι τα τσαΐρια κι βόσκ’ν οι αγιλάδις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çayir = λιβάδι.

τσάκα, η, γραμμή σε παντελόνι από σιδέρωμα. «Δε πρόσιξις στου σιδέρουμα κι μ’ έκανις πουλλές τσάκις».

τσακίδια, τα, προτάσσεται πάντα το «στα». Σημαίνει στο διάβολο, κομμάτια να γίνεις. «Α στα τσακίδια απού δω. Φύγι να μη σι βλέπου». ΕΤΥΜ. < τσακίζω + επίθ. - ιδια.

τσακίρ κέφ’, το, η ευθυμία. «Βλέπου απόψι είσι στου τσακίρ κέφ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çakirkeyf = ελαφρώς μεθυσμένος.

τσάκνου, το, το μικρό κομματάκι από κλαδί για προσάναμμα. «Σα τα τσάκνα είνι τα πουδάρια τ’. Δεν τρώει ντιπ». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη από το τσακ – τσάκ ή από το κάκνα > κάγκανα = ξύλα ξηρά, ελαφριά.

τσακπίν’ς, ο, επίθ., ο σκερτσόζος. «Είνι πουλύ τσακπίν’ς η άτιμους γιαυτό τουν αγαπούν οι γ’ναίκις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. capkin = γυναικάς.

τσάκ’σμα, το, το τσάκισμα. «Έχου ένα τσάκ’σμα στου πουδάρι μ’, ακόμα μι πουνάει». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη από το τσακ.

τσακ’σμένου, το, μτχ., 1. το τσακισμένο, «Έχου τσακ’σμένου του ένα του πουδάρ’». 2. (μεταφ.) λέγεται προσβλητικά για κάποιον «Του στακσμένου! Ντίπ δε διαβάζ’».

τσακ’στός, ο, επίθ., ο τσακιστός. «Θα κάνου φέτου τσακ’στές ιλιές να έχουμι».

τσαλί, το, το ξερό χαμόκλαδο. «Μάσι μιρικά τσαλιά να ανάψουμι του τζιάκ’» ΕΤΥΜ. < τουρκ. çαli = κομμάτι από ξηρό θάμνο.

τσαλίμ’, ή τσαλιμάκ’, το, το σκέρτσο, το κόλπο, η φυγούρα. «Διέ τουν τσαλίμια που κάν’ στου χουρό». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çalim = οι κινήσεις για εντυπωσιασμό.

τσαμαντάν’, το, το ανδρικό υφαντό γιλέκο. «Βάλι κι του τσαμαντάν’ απού πάνου σ’ να μη κρυών’ς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. camantan = γιλέκο

τσαμασίρια, τα, τα προσωπικά είδη. «Μάζιψι τα τσαμασίρια να πάμι για μπάνια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. camasir = ασπρόρουχα.

τσαμούζ’κου, το, το ζώο που κλωτσάει. «Έχου ένα μ’λάρ’ κι είνι πουλύ τσαμούζ’κου».

τσαμπάηζς, ο, ο ζωομεσίτης. «Γυρίζ’ ένας τσαμπάηζς κι παζαρεύ’ τα μ’λάρια. Θα δώσουμι κι ιμείς τ’ μούλα μας». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cabaci = αυτός που αγοράζει και πουλάει άλογα.

τσαμ’πνάρ’, το, η αυτοσχέδια τσαμπούνα από το στέλεχος του σιταριού. «Σα τσαμπ’νάρια πααίν’τι στου τραγούδ’».

τσαμπ’νώ, ρ., λέω κουταμάρες, ανόητα, παράλογα. «Τι τσαμ’πνάς συνέχεια κουσβάδις»;

τσαμπούνα, η, η ντουντούκα, η σφυρίχτρα. «Έλα να σι φκιάσου μια τσαμπούνα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ιταλ. zambogna < λατιν. symphonia < αρχ. συμφωνία.

τσαμπουρτάνους, ο, επίθ., ο μπερμπάντης. «Ούλου μι γ’ναίκις γυρίζ’. Είνι μιγάλους τσαμπουρτάνους».

τσάμπρου, το, ο το σταφύλι «Θα πάου να πατήσου τα τσάμπρα». ETYM. < μεσν. τσαμπί < βενετ. zambin υποκ. του ιταλ. zampa.

τσαντίλα, η, το πανί που πήζουν το γάλα και το κάνουν τυρί. «Πλύνι καλά τ’ τσαντίλα για να πήξουμι του τυρί». ΕΤΥΜ. < σλαβ. cedilo.

τσαξίρα, η, μάλλινη βράκα (παλιά ανδρική ενδυμασία) «Έχουμι στου μουσείου δυο τσαξίρις». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. αναξυρίς. < τουρκ. çakþir = σώβρακο.

τσαούησς, ο, ο νευρικός. «Παριξηγιέτι μι του τίπουτα. Είνι πουλύ τσαούησς». ETYM. < μεσν. τσιαβούσης/τσαούσιος < τουρκ. çavuþ = λοχίας, φρουρός.

τσαπάδ’, το, το μικρό παρακλάδι. «Θα καθαρίσου τα τσαπάδια να κάνου μια μπαστούνα». ΕΤΥΜ. < μεσν. τσάπα < ιταλ. zappa.

τσαπαδιάρα, ή τσαπαδουτή, η, η βέργα με εξωγκώματα. «Σαν αρπάξου μια τσαπαδιάρα κι σι πιριλάβου»!

τσαπιρδόνα, η, η σκανδαλιάρα η πεταχτούλα, ναζιάρα. «Είνι μια τσαπριδόνα η κόρη σ’! Δε σι λέου τίπουτα». ΕΤΥΜ. < πιθ. < μτγν. σαπέρδιον υποκ. του αρχ. σαπέρδης = είδος ψαριού.

τσαπράζ’, το, το δόντι του πριονιού. «Θα ακουνίσου τα τσαπράζια για να κόβ’ του πριόν’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çapraz = ασημένια στολίδια, του σταυρωτού γιλέκου.

τσαπραζουλόγους, ο, ειδική λίμα για το τσαπράζωμα (ακόνισμα) των πριονιών. «Φέρι τουν τσαπραζουλόγου να ακουνίσου του πριόν’».

τσέργα, η, η η βελέντζα. «Στρώσι καταή τ’ς τσέργις». ΕΤΥΜ. < μεσν. <σλαβ. tserga < ρουμαν. serga < λατιν. soricus.

τσέτα, η, παρέα, συμμορία. «Αφνοί είνι ούλνοι τσέτα. Τίπουτι δεν αφήν’ όρθιου». ΕΤΥΜ. < αλβαν. çete = αντάρτης, ληστής.

τσια, η, η σπίθα. «Πιτάχ’κι μια τσια κι μ’ έκαψι του σακάκι μ’».

τσιαγνίζου, ρ., κυριολεξία για σκύλους, γαύγισμα μετά από πόνο «Τι τσιαγνίζ’ η σκύλους; Κάποιους θα τουν κουπάν’σι του φουκαρά». ΕΤΥΜ. ηχομιμ. λέξη.

τσιαγνιρό, το, το μικρό που κλαίει. «Δε σαματάει ντιπ του τσιαγνιρό. Ούλου κλαίει».

τσιάγνισμα, το, το γαύγισμα. «Μ’ αυτό του τσιάγνισμα Δε μπουρούμι να κοιμ’θούμι».

τσιάζου, ρ., επιθυμώ πολύ. «Τσιάζου για ριτσίνα απόψι». ΕΤΥΜ. < από το κάνω τσα.

τσιακανίζου, ρ., 1. χτυπώ κάτι με πέτρα, πελεκώ την πέτρα, «Τι τσιακανίειζς ούλ’ τ’ν ώρα κι δε μ’ αφήν’ς να κοιμ’θώ»; 3. χτυπώ τα δόντια μου από το κρύο. «Γιατί τσιακανίειζς τα δόντια σ’»;

τσιακάν’σμα, το, το χτύπημα με σκληρή πέτρα, ή το πελέκημα της πέτρας. «Οι πέτρις για να τ’ς χτίσουμι θέλ’ν λίγου τσιακάν’σμα». ΕΤΥΜ. ηχομιμ.λέξη τσακ, τσακ.

τσιακαν’σμένου, το, μτχ., το χτυπημένο με πέτρα.«Τσιακανσμέν’ μι τ’ν έφιρις τ’στάμνα. Πού τ’ κουπάν’σις πάλι»;

τσιακαν’στά, επίρρ. Χτύπος τσιάκ τσιάκ. «Χτύπα τ’ς πέτρις μι του σφυρί τσιακαν’στά».

τσιακμακώ, ρ., 1. δουλεύω το τσακμάκι, 2. τραβώ τη σκανδάλη. «Δε τσιακμακάει ντίπ του όπλου. Είνι για πέταμα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cakmak = αναπτήρας.

τσιακμακώνου, ρ., τσακίζομαι, φεύγω, εξαφανίζομαι. «Είχα ένα σκλούδ’ αλλά του τσιακμάκουσι».

τσιαλαπατώ, ρ., πατώ και λιώνω κάτι. «Πέρασι ένα τρακτέρ κι μι τσιαλαπάτ’σι του πουδήλατου μ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. τσαλαπατώ. < άτσαλα + πατώ.

τσιάμ’, το, το πεύκο. «Του τσιάμ’ κάν’ τουν καλύτιρου ίσκιου». ETYM. < τουρκ. cam = γυαλί.

τσιανάκ’, ρ., 1. το πιάτο, «Βάλι του σκύλου να φάει στου τσιανάκι τ’». 2. ο αυθάδης άνθρωπος, ο οξύθυμος. «Δε τουν ζ’γών’ κανένας. Είνι μιγάλου τσιανάκ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çanak = γαβάθα < μτγν. σαννάκιον = πήλινο δοχείο.

τσιανάκα, η, η βαθουλή πιατέλα. «Π’νούσα κι έφαγα μια τσιανάκα φασούλια».

τσιαντί, το, το πορτοφόλι. «Βρήκα ένα τσιαντί μι παράδις». ΕΤΥΜ. < από τηλ. τσάντα.

τσιαντίρ’, το, η σκηνή. «Γιόμουσι η τόπους γιούφ’κα τσαντήρια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çadir = αντίσκηνο.

τσιαούνια, τα, τα, σαγόνια. «Κάτσι καλά γιατί θα σι σπάσου τα τσιαούνια». ΕΤΥΜ. < βλάχ. τσιαούλια < αλβαν. çaoul = κάτω γνάθος.

τσιαπατούρα, η, ξύλο με 3 - 4 διχάλες που πατούσαν τα σταφύλια. «Φέρι τα τσιαπατούρα να πατήσου τα σταφύλια».

τσιάπ’ς, ο, ο σκύλος. «Έχου στου σπίτ έναν τσιάπ’ γαβγίζ’ ούλ’ τ’ νύχτα»

τσιαράπα, η, το σπασμένο σταμνί που έπιναν οι κότες νερό. «Γιόμουσι τ’ς τσιαράπις νιρό να πιούν οι κότις».

τσιαρδάκ’, το, το πρόχειρο σκεπαστό από καλάμια για καλοκαιρινή κατασκήνωση. «Του καλουκαίρ’ θα πάμι στου τσιαρδάκ’ να κάνουμι μπάνια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çardak = καλύβι από κλαδιά.

τσιαρές, οι, η ανυπακοή. «Δε κουμαντέρνιτι μι τίπουτα. Ούλου τσιαρές είνι».

τσιάρκ’, το, το μαγκανοπήγαδο. «Θα βγάλου νιρό μι του τσιάρκ’ για να πουτίσου τα ζαρζαβατικά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cark = τροχός.

τσιαρσί, το, η αγορά. «Να διω της πόλης τα τσιαρσιά της πόλης τα μπουγάζια». Δημ. τραγ. Νικήτης. ETYM. < τουρκ. çαrsι = αγορά

τσιαρτσιάφ’, το, το σεντόνι που καλύπτει το πάπλωμα. «Πλύνι του τσιαρτσιάφ’ γιατί λιρώθ’κι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çarþaf = σεντόνι, τσαντόρ

τσιαρτσιάφ’σμα, το, το καπλάντισμα. «Του πάπλουμα θέλ’ τσιαρτσιάφ’σμα».

τσιαρτσιαφώνω, ρ., καπλαντίζω. «Να τσιαρτσιαφώεισς του πάπλουμα».

τσιασίτ’, το, το είδος. «Κουβάλ’σις χίλια δυο τσιασίτια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çeşit = είδος, ποκιλία.

τσιάσκα, η, η κούπα, το μεγάλο φλιτζάνι. «Βάλι μι να πιώ λίγου τσάι να πιω σι μια τσιάσκα». ETYM. < σλαβ. tsaska.

τσιατάλ’, το, το διχαλωτό ξύλο. «Φέρι ένα ξύλου μι τσιατάλια». ETYM. <τουρκ. catal = διχαλωτός πάσαλος.

τσιατί, το, ο σκελετός της στέγης. «Του τσιατί απ’ τ’ σκιπή είνι απού καστανιά κι δε πρόκειτι να σαπίσ’ καμιάφουρα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cati = η στέγη.

τσιατμάς, ο, το μεσοντούβαρο των σπιτιών που ήταν καμωμένα από πηχάκια, καλάμια ή βέργες από πικροδάφνη. Τα άλειφαν με χώμα ανακατεμένο με άχυρα. «Στου παλιό του σπίτ’ έπεισαν ούλνοι οι τσιατμάδις». ETYM. < τουρκ. catma.

τσιάτρα - πάτρα, επίρρ., έτσι κι έτσι, στο περίπου. «Ξέρου Αγγλικά τσιάτρα- πάτρα». ΕΤΥΜ. < μεσν.σάταλα–πάταλα.

τσιάτσιανις, ρ., μόνο κοροϊδευτικά στη φράση: «Μι τσιάτσιανις»! = Με σκότωσες! (απαντάται μόνο στον ενικό του παρατατικού).

τσιβδός, ο, ψευδός. «Του ένα του πιδί είνι τσιβδό». ΕΤΥΜ. < ψευδός <τσιβδός.

τσιβί, το, 1. Το καουτσούκ σε μορφή ρευστή που μπαλώνουν τα λάστιχα, «Τρύπ’σι του λάστιχου κι θέλ’ τσιβί». 2. η δυσκολία, το ζόρι. «Ήταν μιγάλου τσιβί του σκάψιμου». ΕΤΥΜ. < ισπαν. ceiba.

τσιβουράκ’, το, το οργανάκι, το μπαγλαμαδάκι. «Πάρε το τσιβουράκι σου κι έλα στη γειτονιά μου». Δημ. τραγούδι Νικήτης.

τσιγαρίδις, οι, ο παστός του γουρουνιού με ελάχιστο κρέας που τον τηγάνιζαν. «Τα Χριστούγιννα μι του γ’ρούν’ θα κάνουμι τσιγαρίδις κι πασπαλά». ΕΤΥΜ. < τσιγαρίζω < ονοματ. λέξη.

τσιγαρίζου, ρ., τηγανίζω το κρεμύδι με το λάδι για να ανακατέψω το φαγητό. «Τσιγάρ’σι πρώτα του κρουμύδ’ κι μιτά βάλι τα φασουλάκια». ETYM. < μεσν. ονοματοπ. λέξη.

τσιγάρ’σμα, το, το τηγάνισμα κρεμυδιού με λάδι. «Του φαΐ θέλ’ τσιγάρ’σμα».

τσιγαρ’σμένου, το, μτχ., βλέπε λ. τσιγαρ’στό.

τσιγαρστό, το, το φαγητό καμωμένο με τσιγάρισμα. «Του χταπόδ’ να του κάν’ς τσιγαρ’στό».

τσιγγιλάκ’ , το, το βελονάκι πλεξίματος. «Δώσιμι του τσιγγιλάκι σ’ να πλέξου».

τσίγγιρ, το, παιδικό παχνίδι με παλιά κέρματα. «Ιλάτι να παίξουμι του τσίγγιρ». ΕΤΥΜ. < λέξη ηχομιμ. από τον ήχο των κερμάτων.

τσιγγιρίκια, τα, τα κέρματα, τα χρήματα. «Θέλου να πάρου ένα άλουγου αλλά δε φτάν’ τα τσιγγιρίκια».

τσιγκινές, ο, ο πολύ φτωχός. «Δεν έχ’ δραχμή η τσιγγινές». ΕΤΥΜ. <τουρκ. cingene = τσιγγάνος.

τσιγκρίκ’, το, το χειροκίνητο εκκοκιστήριο βάμβακος.ή ο μοχλός που βγάζουμε νερό από το πηγάδι. «Πέρνα του μπαμπάκ’ στου τσιγκρίκ’ να πέσ’ν τα σπόρια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çikrik = χειροκίνητο μηχάνημα για το στρίψιμο του νήματος.

τσιγκρίκα, η, το χειροκίνητο μαγκάνι των πηγαδιών. «Βγάλι μι τα τσιγκρίκα νιρό να πουτίσουμι τα μ’λάρια».

τσίκνας, ή τσικνιάρ’ς, ο, ο γινατσής, ο ευερέθιστος. «Είνι πουλύ τσίκνας. Μι του παραμικρό θυμών’». ΕΤΥΜ. < μεσν. πιθ. < κνίτσα < αρχ. κνίσα.

τσικνιάς, ο, ο λαγός, ο κρύος αέρας. «Έβγαλι του σκ’λί απ’ τα σκοίνια έναν τσικνιά δυο ουκάδις».

τσικνίζου, ρ., μυρίζω κάτουρο. «Άλλαξι του βρακί σ’ γιατί τσικνίειζς».

τσίκνισμα, το, η μυρωδιά από τα ούρα. «Κατουρούν του βράδ’ τα ντουβάρια κι δε βαστάς απού του τσίκνισμα».

τσικνισμένου, το, μτχ., 1. το καμένο φαγητό, «Τα φασούλια δε τρώγουντι γιατί είνι τσικνισμένα». 2. αυτό που μυρίζει κάτουρο. «Βγάλι του τσικνισμένου του βρακί σ’ κι βάλι καθαρό».

τσικνώνου, ρ., καίω το φαγητό που μαγειρεύω. «Μια φουρά ένα φαΐ τ’ς προυκουπής δε μπουρείς να κάν’ς. Ούλου του τσικνών’ς».

τσιλίκ’, το, 1. το ατσάλι. 2. το παιδικό παιχνίδι με βέργες, «Ιλάτι να παίξουμι τσιλίκια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çelik = ατσάλι.

τσιλίκουμα, το, 1. η προσθήκη ατσαλιού, 2. το δυνάμωμα. «Διε τουν ένα τσιλίκουμα που έχ’! φαίνιτι xάφτ’ καλά.

τσιλικώνου, ρ., 1. προσθέτω ατσάλι στο γυνί, «Πάεινι στου γιούφτου του γ’νί να του τσιλικώεισς». 2. δυναμώνω. «Μ’κρός ήσαν ντιπ ψόφιου. Τώρα βλέπου τσιλίκουσις για τα γιρά».

τσιλιπής, ή τσιλιμπής ο, επίθ., ο λεπτοκαμωμένος, ο ντελικάτος, ο καλομαθημένος. «Είνι πουλύ τσιλιπής. Δε τρώει τίπουτα». ΕΤΥΜ. <τουρκ. celebi = ευγενής, μορφωμένος.

τσίμα- τσίμα, επίρρ., καλούπι, ίσια ίσια. «Τουν έρχιτι του κουστούμ’ τσίμα τσίμα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. cima = κορυφή βλαστού., άκρη < λατιν. cima = νεαρός βλαστός. < αρχ. κύημα < κύω.

τσιμούδα, η, ένα κομματάκι. «Δώσι μι μια τσιμούδα τυρί να φάου».

τσίμπαλα, τα, τα μικροσκοπιδάκια που σκαλώνουν στα δίχτυα. «Έριξα τα δίχτυα κι γιόμουσαν τσίμπαλα» ΕΤΥΜ. < από το ρήμα τσιμπώ.

τσιμπέρ’, το, το κάλυμα κεφαλιού γυναικών. (Τουρκ.) «Φουρούσαν τα κουρίτσια ουραία τσιμπέρια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çember = κύκλος, δακτύλιος < περσ. cambar = μαντήλι.

τσίμπλα, η, 1. η τσίμπλα, «Βγάλι τ’ς τσίμπλις απ’ τα μάτια σ’». 2. οι μασχάλες στα κλήματα. «Μιγάλουσαν οι τσίμπλις απ’ τα κλήματα κι θέλ’ν βγάλσ’μου». ΕΤΥΜ. < μεσν. τσιμπλιάζω.

τσιμπλιάρ’ς, ο, 1. αυτός που τα μάτια του έχουν τσίμπλες. 2. ο πολύ μικρός στην ηλικία. «Κάν’ τουν άντρα η τσιμπλιάρ’ς».

τσιμπ’μένους, ο, μτχ., 1. ο τσιμπημένος «Γιατί είσι τσιμπ’μένους στα μούτρα»; 2. ο ερωτευμένος. «Η Γιώρ’ς είνι τσιμπ’μένους μι τα Μαρίγια». ΕΤΥΜ. < μεσν. τσιμπώ < τσιμπίζω < εξεμπίζω.

τσιμπρής, ο, αυτός που θυμώνει εύκολα «Πού τουν βρήκις αυτόν τουν τσιμπρή κι τουν πήρις; Δε μπουρείς κουβέντα να πείς. Αμέσους αρπάζιτι».

τσιόμπανους ή τσιουμπαν’ς ο, ο βοσκός. «Ακούγιτι η τσιόμπανους μι τ’ φλουγέρα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. coban < περσ. soban < goban = βουκόλος.

τσιου, η επιφυλακή, το στήσιμο αυτιού για κρυφάκουσμα. «Όταν κρένουμι στου δουμάτιου η γριά δίπλα τσιού τόχ’ τα αυτί να ακούσ’ τίπουτα».

τσιούγκους, ο, το εξόγκωμα στο κεφάλι από χτύπημα. «Χτύπ’σα στου κιφάλ’ κι σκώθ’κι ένας τσιούγκους, θηρίους»! ΕΤΥΜ. < αλβαν. cung = ακρωτηριασμένος.

τσιούγκς, προσταγή στο ζώο να σταματήσει. «Τσιούνκς! Μούλα».

τσ’νιάρ’κου, το, επίθ., αυτό που τσινάει. «Του μ’λάρ’ που αγόρασα είνι τσινιάρ’κου».

τσ’νώ, ρ., κλωτσώ. «Του μ’λάρ’ τσίν’σι». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. τινώ >τινάσσω, αγριεύω, θυμώνω.

τσιουκάν’, το, το σφυρί. «Δώσι μι του τσιουκάν’ να σπάσου τα μύγδαλα». ΕΤΥΜ. < μτγν. τυκάνιον υποκ. του τυκάνη = δοκάνη, αλωνιστικό εργαλείο.

τσιότρα, η, ξύλινο δοχείο κρασιού. «Βάλι κρασί στ’ τσιότρα να πάρουμι κουντά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cotra = ξύλινο σκεύος για νερό <αρχ. κοτύλη

τσιούλ’, το, το τρίχινο κομμάτι που βρίσκεται στο πίσω μέρος του σαμαριού για να προστατεύεται το ζώο από το κρύο. «Βάλι του τσιούλ’ στα καπούλια απ’ του μ’λάρ’ γιατί έχ’ παγουνιά». ΕΤΥΜ. μεσν. < τουρκ. çul αραβ. Cūl.

τσιουμλέκ’, το, το αλουμινένιο ή πήλινο δοχείο με χερούλι που κουβαλούσαν το φαγητό ή το γάλα. «Να πας μι του τσιουμλέκ’ λίγου φαΐ στουν παπού σ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. comlek = πήλινο δοχείο, πήλινο δοχείο.

τσιουμπαναρού, η, 1. η γυναίκα του τσομπάνη. 2. (μεταφ.) η άξεστη γυναίκα. «Πήρι η Γιώρ’ς μια γ’ναίκα ντιπ τσιουμπαναρού είνι». ΕΤΥΜ. <τουρκ. çoban < περσ. soban < goban = βουκόλος.

τσιουμπανόσκλου, το, το σκυλί του κοπαδιού. «Μη πιρνάς απ’ του μαντρί θα σι φάν’ τα τσιουμπανόσκ’λα».

τσιούπρα, η, το κορίτσι. «Έχου ένα πιδί κι δυό τσιούπρις». ΕΤΥΜ. <αλβαν. çupa.

τσιούρμου, το, το πλήθος ανθρώπων. «Στ’ γιουρτή μ’ μαζεύκι ούλου του τσιούρμου». ΕΤΥΜ. < μεσν. τσούρμα < ιταλ. ciurma = πλήρωμα πλοίου.

τσιούσκα, η, η καυτερή πιπεριά. «Βάλι στου φαΐ μια τσιούσκα να καίει». ΕΤΥΜ. < βλάχ. σούσκε = καυτερή πιπεριά.

τσιούτσιανους, ο, επίθ., ο μικρός. «Βρε μαντράχαλι! Μ’αυτό του τσιούτσιανου τα ’βαλις»;

τσιουτσιούλ’, το, το λοφίο. «Έχου έναν πέτ’νου κι έχ’ μια π’θαμή τσιουτσιούλ’». ΕΤΥΜ. < ρουμ. cacula = σκούφος, αλλά και υπερηφανεύομαι.

τσιουτσιούλα, επίρρ., φουλ, γεμάτο, ξέχειλο. «Ήπια μια κανάτα νιρό τσιουτσιούλα».

τσιουτσιουλώνου, ρ., γεμίζω, φουλάρω. «Μη του τσιουτσιουλών’ς του πιάτου τόσου πουλύ».

τσίπα, η, η 1. πέτσα. «Πουλύ μ’ αρεσ’ η τσίπα απού του γιαούρτ’». 2. η ντροπή, η σεμνότητα,. «Δεν έχ’ τσίπα απάνου τ’. Ντιπ ξιτσίπουτους είνι». ΕΤΥΜ. < μεσν. με σημασία, πέπλο, τσεμπέρι <σλαβ. tsipa.

τσίπουρου, το, το ρακί. «Βάλι ένα τσίπουρου να πιούμι». ETYM. μεσν. <τουρκ. sapre < μτγν. σίκερα = οινοπν. ποτό.

τσίπ’ρα, τα, τα υπολλείματα των σταφυλιών μετά το τράβηγμα του μούστου. «Αν’ξι του καζάν’ να πιτάξου τα τσίπ’ρα».

τσιπ’ρόβρασμα, το, το βράσιμο των στέμφυλλων. «Του κάθι τσιπ’ρόβρασμα κρατάει δυο ώρις».

τσιπ’ρουβράζου, ρ., βράζω τα στέμφυλλα να βγάλω τσίπουρο. «Δυο μέρις τσιπ’ρόβραζα στου ρακουκάζανου».

τσιράκ’ το, 1. ο μαθητευόμενος. «Στου χαλκιδιό τ’ Γιάνν’ έχ’ πουλλά τσιράκια». 2. ο κολλητός κάποιου. «Μη λές τίπουτα. Τσιράκια τ’ Γιωρ’ είνι». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cira = μαθητευόμενος.

τσιρέμπουλα, τα, τα μικροαντικείμενα. «Γιόμουσις του κατώι τσιρέμπουλα. Πέτα κι καμπόσα».

τσιρίδα, η, η δυνατή κραυγή. «Έβγαλι μια τσιρίδα ξισήκουσι ούλ’ τ’ γειτουνιά». ΕΤΥΜ. < αρχ. < συρίζω.

τσιρίζου, ρ., φωνάζω δυνατά. «Μη μι κάν’ς κι τσιρίζου».

τσιριμόνια, τα, τα νάζια, τα καμώματα. «Μι τα τσιριμόνια τ’ ό,τ’ θέλ’ κάν’». ΕΤΥΜ. < τσεριμόνια < ιταλ.cerimonia.

τσιριτσάντζουλις, οι, τα καμώματα, νάζια. «Δε μι ξιγιλάς ιμένα μι τ’ς τσιριτσάντζουλις». ΕΤΥΜ. < αντιδ. gironzolare = περιφέρομαι άσκοπα.

τσιρνιάζ’, ρ., στο τρίτο πρόσωπο. Μουδιάζει. Πάντα στο τρίτο πρόσωπο. «Κάθουμαν κι τσίρνιασι του πουδάρι μ’».

τσίρνιασμα, το, το μούδιασμα. «Δε μπουρώ να κ’νήσου του ένα του πουδάρ’ απ’ του τσίρνιασμα».

τσιρνιασμένου, το, μτχ., το μουδιασμένο. «Δε μπουρώ να πουρπατήσου γιατί είνι του πουδάρι μ’ τσιρνιασμένου».

τσιρνούχια, τα, τα μικρά ψάρια του γλυκού νερού. «Θα αγουράσου τσιρνούχια κι θα τα παστώσου».

τσιρόν’, το, το μικρό λιμνίσιο ψάρι. «Πήρα δυο ουκάδις τσιρόνια να φάμι». ΕΤΥΜ. < υποκ. του τσίρος.

τσιρουπούλ’, το, 1. το μικρό πουλάκι και ιδιαίτερα ο σπουργίτης, 2. (μεταφ.) τα μικρά παιδιά όταν ανταμώνουν και παίζουν. «Αυτά τα νήπια σκέτα τσιρουπούλια είνι». ΕΤΥΜ. < από το ρ. τσιρίζω + πουλί.

τσιρουφλίζου, ρ., καίω λίγο. «Τσιρουφλίσ’καν τα μαλλιά σ’ απ’ τ’ λαμπάδα». ΕΤΥΜ. < από το συμφυρμό των λέξεων τσουρώνω + μεσν. τσουφλίζω.

τσιρούφλισμα, το, το ελαφρό κάψιμο. «Οι ιλιές ξηράθ’καν απ’ του τσιρούφλισμα».

τσιρουφλισμένους, ο, μτχ., ο καμένος ελαφρά. «Τα μαλλιά σ’ είνι τσιρουφλισμένα».

τσιρώνου, ρ, τηγανίζω. «Να τσιρώεισς στου τ’γάν’ τα ψάρια να φάμι».

τσίτ’, το, φτηνό βαμβακερό ύφασμα. «Του φουστάν’ είνι απού τσίτ’ κι ακόμα δεν του πήρα κι χάλασι» ΕΤΥΜ. < τουρκ. çit = βαμβακερό ύφασμα

τσίτις, οι, λεπτά πασσαλάκια που κρατούσαν τις κηροπλασιές. «Βάλι κι άλλις τσίτις για να μη πέσ’ν οι κηρήθρις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. < çita = πηχάκι

τσιτσί, το, το κρέας στη γλώσσα των νηπίων. «Θέλ’ς καλό μ’ λίγου τσιτσί να κάν’ς μάμ»; ΕΤΥΜ. < παιδική λέξη < αρχ. τιτθίον υποκ. του τιτθός = μαστός.

τσιτσίδ’, το, βλέπε λ. τσίτσιδους.

τσίτσιδους, ο, ο ολόγυμνος. «Βάλι κανένα ρούχου απάνου σ’ κι μη γυρνάς τσίτσιδους». ΕΤΥΜ. < τσιτσί + παραγ επίθημα - ίδι.

τσιτσιρδώνουμι, ρ., καμαρώνομαι, υπερηφανεύομαι. «Διε τουν πως τσιτσιρδώνιτι».

τσιτώνου, ρ., τεντώνω. «Τσιτών’ τα αυτιά κι ακούει τι λέμι». ΕΤΥΜ. από το ρ. στύω >στυτός >στυτόω <στυτώνου <τσυτώνου.

τσιφλιάρ’, το, η φλογέρα. «Ήρτι στου παναΰρ’ η γιουρου- Γκέτσους μι του τσιφλιάρ’ κι μας έπιξι».

τσίφνα, η, αρρώστια που προσβάλλει τις κότες. «Τα ’πιασι τα πλιά η τσίφνα κι θα ψουφήσ’ν ούλα».

τσιφνιάρ’κου, το, το πουλί που το έπιασε η τσίφνα. «Δεν έχ’ν χαΐρ φέτου τα π’λιά. Ούλα βγήκαν τσιφνιάρ’κα».

τσιχριές, οι, το φυσικό χρώμα προσώπου, το μη ξεθωριασμένο. «Τσιχριές είνι του μούτρου σ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. < çehre = πρόσωπο.

τσ’κάλ’, το, το τσουκάλι. «Βράζου στου τσ’κάλ’ αρβύθια». ΕΤΥΜ. <μεσν υποκ. του τσούκ(κ)α < ιταλ. zucca = κολοκυθιά, ελλην. < τσούκα = πήλινο σκεύος.

τσ’κάρ’, το, η κορυφή βουνού ή λόφου. «Άμα πιράσουμι αυτό του τσ’κάρ’ μιτά φτάνουμι γλήγουρα».

τσ’κούρ’, το, το τσεκούρι. «Σκίσι λίγου δαδί μι του τσ’κούρ’». ΕΤΥΜ. <μεσν. τσεκούριον μτγν. σεκόριον.

τσ’κουρίσιους, ο, ο μονοκόματος, ο ντόμπρος. «Δε μπουρεί να κρυφτεί η Αντών’ς η Μάντσιους. Είνι ντιπ τσ’κουρίσιους».

τσ’μπώ, ρ., τσιμπώ. «Μη τα τσ’μπάς τα σπυριά γιατί θα ματώσ’ν». τσ’νάου, ρ., κλοτσώ. «Πρόσιχι του μ’λάρ’ γιατί τσ’νάει». ΕΤΥΜ. < μεσν. τσινώ < τινώ < τινάζω.

τσ’νιάρ’κου, το, το ζώο που κλωτσάει. «Ήταν ήμιρου του μ’λάρ’ όταν του πήραμι αλλά μιτά βγήκι τσ’νιάρ’κου».

τσόλ’, το, 1. ράκος, το κουρέλι, το λυωμένο ρούχο, «Μάσι τα τσόλια σ’ κι δρόμου»., 3. η γυναίκα κατώτερης πάστας. «Τι τσόλ’ είνι αυτό που πήρι η Αντών’ς»; ΕΤΥΜ. < μεσν. < τουρκ. çul < αραβ. cūl.

τσόρτσοπ, λέξη κανονισμού παιδικού παιχνιδιού με τις μπίλιες. Αυτός που έλεγε πρώτος τη λέξη είχε το δικαίωμα να καθαρίσει το έδαφος μπροστά, ούτως ώστε να μη υπάρχουν εμπόδια. «Τσόρτσοπ …». Το αντίθετο ήταν το «έτσ’» που σήμαινε όπως είναι το έδαφος.

τσούδα, η, προηγείται πάντα το «μια». Πολύ λίγο, μια σταλιά. «Δώσι μι κι μένα μια τσούδα ρακί». ΕΤΥΜ. < τόσο δα.

τσούζου, ρ., πίνω ποτά. Στο τρίτο πρόσωπο σημαίνει: πονάει η πληγή. «Τα ’τσουξις πάλι μπικρούλιακα». ΕΤΥΜ. μεσν. < τσούζω < αρχ. σίζω = πίνω.

τσουλαρία, η, τα άχρηστα πράγματα, τα ευτελή που είναι ανακατεμένα. «Τι τσουλαρία είνι αυτή; Πέταξι καμπόσα» ΕΤΥΜ. < βλ. λ. τσόλ’.

τσουλαριό, το, βλέπε λ. τσουλαρία.

τσουλιάζουμι, ρ., ξαπλώνω κάτω πρόχειρα, «ρίχνω κάπα» σε ένα σπίτι χωρίς να τους ρωτήσω. «Τσουλιάσ’κι για τα καλά στου σπίτι μ’. Δε τουν κόβ’ να πάει στου θ’κό τ’».

τσουλιάς, ο, 1. ο φουστανελλοφόρος, «Η Γιάνν’ς πήγι τσουλιάς στα ανάκτουρα». 2. η κουρελού. «Στρώσι τουν τσουλιά να καθήσουμι».

τσουλνάρ’, το, ο σωλήνας της βρύσης με συνεχή ροή. «Ικεί που μαζεύ’νταν νιρό, έβαλαν ένα τσουλνάρ’ κι παίρ’ν νιρό ούλους η κόσμους». ETYM. < τσυλώ < αρχ. κύλω.

τσουλναρίζ’, ρ., συνήθως στο τρίτο πρόσωπο. Τρέχει ακατάπαυστα το νερό ή οτιδήποτε υγρό με πίεση. «Τρύπ’σι του βαρέλ’ κι τσουλναρίζ’ του κρασί».

τσουλναρίστρα, η, το συγκεντρωμένο νερό μπροστά από το λούκι. «Θα πουτίσου τα μ’λάρια στ’ τσουλναρίστρα».

τσουλνάρ’σμα, το, η ροή του νερού από το τσουλνάρ’. «Τρύπ’σι η σουλήνα μι του νιρό κι έκανι ένα τσουλνάρ’σμα»!

τσούλου, η, η τσαπατσούλα αλλά και η ανήθικη. «Ντιπ τσούλου είνι η γ’ναίκα που πήρι η Γιάνν’ς». ΕΤΥΜ. < βλ. λ. τσόλ’.

τσουλούφ’ το, τούφα μαλλιών. ΕΤΥΜ. < τουρκ. zülüf = μπουκλίτσα μαλλιών.

τσουπί, το, η πάνα των ελαιοτριβείων που έβαζαν το ζυμάρι από τις ελιές. «Μπήκι του ζ’μάρ’ απ’ τ’ς ιλιές στα τσουπιά». ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. στυπ(π)είον.

τσουράκ’, το, το σκουλαρίκι. «Αμ τι ουραία τσουράκια που φουράς! Έλα κουντά να σι καμαρώσουμι»!

τσουρακάτ’, η, επίθ., η γυναίκα στολισμένη με σκουλαρίκια. «Διε μια γ’ναίκα τσουρακάτ’ τι καλή που είνι»!

τσουράπ’, το μάλλινη κάλτσα. «Φέρι να βάλου τα τσουράπια γιατί έχ’ κρύου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. çorap = κάλτσα.

τσούρλους, ο, σπυρί με πύο. «Θα σπάσου τουν τσούρλου γιατί γιόμουσι όμπιου». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μτγν. < τρούλλα = σωρός στρογγύλου σχήματος με προεξοχή. < τρούλλα < τρούλλος < τσούρλος.

τσουτσέκ’ , το, ο υπηρέτης , ο μπράβος. «Τ’ Γιώρ’ οι φίλ’ είνι ούλνι τσουτσέκια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. cüse = κοντός.

τσουτσούν’, το, 1. το ειδικό δόλωμα από σκουλήκι, «Αγόρασα τσουτσούν για να ψαρέψου μι τα’ πιτουνιά». 2. το πέος του μικρού παιδιού. «Του πουνάει του μ’κρό του τσουτσούνι τ’ κι κλαίει». ΕΤΥΜ. < αναδίπλωση του τσούνι/τσουνί < κυνίον υποκ. του αρχ. κύων - κυνός.

τυράννια, η, η αγανάκτηση, η τυραννία. «Σκέτ’ τυράννια είνι αυτές οι ιλιές». ΕΤΥΜ. < αρχ. τύραννος.

τυφλουβδόμαδα, η, Η εβδομάδα που παντρεύεται κάποιος χωρίς να το πολυσκεφτεί. «Άμα έρτ’ η τυφλουβδόμαδα θα παντριφτείς χουρίς να του καταλάβ’ς».

τυφλουπάνα, η, το παιδικό παιχνίδι που κλείνουν τα μάτια με ένα πανί. «Ιλάτι να παίξουμι τα τυφλουπάνα».

τυφλουπανιάζου, ρ., τυφλώνω τα μάτια σφίγγοντας ένα πανί. είμαι κοντόφθαλμος. «Να τυφλουπανιάεισς καλά του γάδαρου στου τσιάρκ’ για να μη ζαλίζιτι». ΕΤΥΜ. < τυφλός + πανί.

τυφλουπάνιασμα, το, το δέσιμο των ματιών με πανί. «Κάν’ του καλό τυφλουπάνιασμα του γαδούρ’ στου τσιάρκ’ για να μη ζαλίζιτι».

τ’φάν’, το, η κακοκαιρία. ΕΤΥΜ. < αρχ. τυφών < τουρκ. tufan = κατακλυσμός. «Φύγιτι στου σπίτ’ γιατί έρχιτι απού μακριά τ’φάν’».

τώραϊα, επίρρ., μόλις, αμέσως. «Τώραϊα να πας να διαβάεισς τα μαθήματα σ’».

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ