(Σ) ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δ. ΔΗΜΑΡΑΣ ΝΙΚΗΤΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ( ΝΙΚΗΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ)

 

Σ


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

 σ’, αντων. σου, σι, σ’ π. χ. σ’ του είπα.

σαβούρα, η, 1. τα σκουπίδια, «Πουλλή σαβούρα έχ’ του κατώι. Είνι ούλα για πέταμα». 3. το έρμα του πλοίου. «Να βάλουμι σαβούρα στου καΐκ’ για να μη μπατάρ’». 2. οι άχρηστοι άνθρωποι. «Μη τουν ινουχλείς. Είνι ντιπ σαβούρα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < λατιν. saburra = έρμα πλοίων.

σαβουρντίζου, ή σαβουρντώ ρ., πετάω κάτι σαν άχρηστο. «Καθάρ’σα του κατώι κι τα σαβούρτ’σα ούλα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. savurdu = πετάω, ρίχνω.

σαβουρώνου, ρ., τρώω ο,τιδήποτε για να κορέσω την πείνα. «Φέρι ό,τ’ έχ’ς να σαβουρώσου γιατί ψόφ’σα απού τ’ πείνα».

σαβουρουγάμ’ς, ο, αυτός που κάνει έρωτα με όποια βρει. «Η Πέτρους είνι πουλύ σαβουρουγάμ’ς. Δεν αφήν’ ούτι θηλ’κιά γάτα».

σάισμα, το, το τρίχινο στρωσίδι που έβαζαν οι μελισσάδες πάνω στο σαμάρι και ειδικά πάνω από τα κοφίνια που ήταν φορτωμένα στο ζώο. «Ρίξι του σάισμα παν’ απού τα κουφίνια, γιατί μπουρεί να καβαλ’κέψου στου δρόμου». ΕΤΥΜ. αρχ. < σάττω = γεμίζω, τουρκ. saya = χοντρό μάλλινο σκέπασμα.

σακατεύουμι, ρ, 1. χτυπώ άσχημα. «Έπισα κι σακατέυκα στου πουδάρ». 2. κουράζομαι υπερβολικά. «Σακατεύ’κα απ’ τ’ πουλλή τη δ’λειά».

σακάτιμα, το, το σακάτεμα. Βλ. λ. σακατλίκ’.

σακατιμένους, ο, επίθ. ο καταχτυπημένος. «Μη μι ακουμπάς γιατί είμι σακατιμένους».

σακατλίκ’, το, το σακάτεμα, η αναπηρία. «Μι τέτoιου σακατ’λίκ’ που έχ’, τίπουτι δε μπουρεί να κάν’».

σακάτ’ς , ο, ο σακάτης, ο ανάπηρος. «Δε μπουρεί να κάν’ καμιά δ’λειά. Είνι σακάτ’ς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. sakat = αναπηρία.

σακαφλιόρα, η, η παλιά πόρνη, εύκολη γυναίκα. «Έμπλιξι μι μια σακαφλιόρα! Θα τουν φάει ούλα τα λιφτά τ’». ΕΤΥΜ. < νορβηγ. saka = περίπτωση, < ιταλ. fiore = λουλούδι.

σακούλα, η, 1. η σακούλα 2. το τσιουβάλι «Φέρι τ’ σακούλα να τ’ γιμίσουμι ιλιές». 3.. τα χρήματα. «Πόσα έχ’ς στ’ σακούλα»; ΕΤΥΜ. <υποκ. του ουσ. σάκκος, ή σάκος.

σακκουλέβα, η, τύπος πλεούμενου. «Στου λιμάν’ άρραξαν δυο σακουλέβις». ΕΤΥΜ. < μεσν. σαγολέφαια < μτγν. σάγος = χοντρό μάλλινο ύφασμα.

σακκουράφα, η, η πολύ μεγάλη βελόνα που έραβαν σκληρά πράγματα. Π.χ. δέρματα. «Δώσι μι τ’ σακουράφα να ράψου του σαμάρ’». ΕΤΥΜ. <σάκος + ράπτω.

σακκουτρύπ’, το, αυτό που τρυπάει το σάκκο. «Γιόμουσι του παντιλόνι μ’ σακκουτρύπια». Καρπός ξηρός από αγριοβότανο με αιχμή. ΕΤΥΜ. <σάκκος + τρύπα.

σαλαγάου, ρ., 1. οδηγώ με φωνές το κοπάδι, «Σαλάγα τα γίδια κατά του μαντρί». 2. διώχνω τις μέλισσες από το κοφίνι με το καπνιστήρι. «Σαλάγα τ’ς μέλσσις να τρυγίσουμι». ΕΤΥΜ. < μτγν. σαλαγώ < σαλαγή < αρχ. σάλος + επίθ. - αγ-.

σαλάισμα, το, 1. το οδήγημα του κοπαδιού, 2. το διώξιμο των μελισσών. «Άρχισι του σαλάισμα στα κουφίνια για να τρυγίσουμι».

σαλαΐστρα, η, άδειο κοφίνι για τη μεταφορά του μελισσιού. «Δώσι μι τ’ σαλαΐστρα να βάλου μέσα του μιλίσσ’».

σαλαμάστρα, η, το αλειμμένο με κερί φιτίλι που βοηθάει στη στεγανοποίηση. «Βάλι στ’ χουάν’ σαλαμάστρα για να μή μπαίν’ νιρά απού του γιαλό». ΕΤΥΜ. < ιταλ. salmastra < λατιν. magistra.

σαλαμάτ’μα, το, ο μικρός θόρυβος. «Κάντι ησυχία να ακούσουμι ένα σαλαμάτ’μα. Μι φαίνιτι είνι κανένα φίδ’».

σαλαματώ, ρ., κάνω θόρυβο σιγανό. «Τι σαλαματάει στου σκίνου; Καμιά χιλώνα θα είνι».

σαλάμ’κα, επίρρ., σίγουρα. «Πάρι σαλάμ’κα κουντά μπόλ’κου νιρό γιατί θα γατσιάσουμι». ΕΤΥΜ. < σλαβ. slamka = το στέλεχος, το καλάμι του σιταριού.

σαλάμ’κους, ο, επίρρ., σίγουρος. «Σα να πήρι του μάτι μ’ του Γιώρ’ αλλά δεν είμι σαλάμ’κους».

σαλατιάζου, ρ., 1. κάνω κάτι πολύ γρήγορα, τα παραμαζεύω, «Πότι κιόλας τ’ς σαλάτιασις τ’ ς δ’λειές; 2. διαβάζω γρήγορα χωρίς νόημα. «Πουλύ γλήγουρα τα σαλάτιασαν οι ψαλτάδις. Νουρίς σχόλασι η ικκλησία». ΕΤΥΜ. < ιταλ. salata.

σαλάτιασμα, το, το γρήγορο τελείωμα. «Τι σαλάτιασμα είνι αυτό; Πιο αργά δε μπουρείς»;

σαλεύου, ρ., περπατώ. «Σάλιβι πιο γλήγουρα γιατί ούτι αύριου δε θα φτάσουμι». ETYM. < αρχ. σαλεύω.

σάλιακας ή σαλιακός, ο, το σαλιγκάρι. «Δεν έβριξι πολύ κι δε βγήκαν οι σαλιακοί». ΕΤΥΜ. < σάλιακας < μτγν. σαλιακός < αρχ. σίαλος.

σαλιάρα, η, 1. η σαλιάρα στα βρέφη, «Βάλι του μ’κρό τ’ σαλιάρα». 2. είδος ψαριού. «Γέμιση του δίχτυ μ’ σαλιάρις.

σαλιάρ’ς, ο, 1. αυτός που τρέχουν τα σάλια, 2. ο φλύαρος. «Τουν βαριέσι όταν κρέν’. Είνι πουλύ σαλιάρ’ς». ΕΤΥΜ. < σαλιο + παραγ. επίθημα - άρης.

σαλντάου, ρ., 1. πηδώ, κάνω σάλντο, «Σιγά σιγά μη σαλντάς σα του παλιάλουγου». 2. πετώ κάτι σαν άχρηστο. «Κράτα τα καλύτιρα κι τάλλα σάλντατα σια πέρα». ΕΤΥΜ. < ιταλ. saltare = πηδώ < λατιν. saltare.

σάλντ’μα, το, το πήδημα. «Έκανα ένα σάλντου να πηδήξου του χαντάκ’ κι έπισα μέσα».

σάλντους, ο, βλέπε λ. σάλντμα.

σαλτανάτ’, το, η αυθαιρεσία, η περηφάνεια. «Άσι κατά μέρους του σαλτανάτ». ΕΤΥΜ. < τουρκ. saltanat = σουλτανάτο.

σαμακιάζου, ρ., στριμώχνω τα ρούχα σε τσάντα και τα τσαλακώνω. «Βάλι απαλά τα ρούχα κι μη τα σαμακιάειζς».

σαμάκιασμα, το, το στρίμωγμα, η πίεση. «Τα έκανις τα ρούχα πατσιαβούρις απού του σαμάκιασμα».

σαμακιασμένα, μτχ., τα στριμωγμένα. «Ξανασιδέρου τα ρούχα γιατί ήταν στ’ βαλίτσα σαμακιασμένα».

σαμάκους, ο, είδος βούρλου. «Θα κόψου σαμάκου να γιουμίσ’ η σαμαράς τα σαμάρια». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. σάμαξ, σάμακος.

σαμαρουσκούτ’, το, το σκουτί από το σαμάρι, η επένδυση. «Θα πάου στου σαμαρά να μι ράψ’ του σαμαρουσκούτ’ γιατί πέφτ’ν οι σικαλές απού μέσα». ΕΤΥΜ. < σαμάρι + σκυτίον υποκ. του αρχ. σκύτος.

σάματι, λες και… «Σάματι είσι κουσβός ρε Γιώρ’»! ETYM. < ως (χρ. σύνδ.) + αμα + ότι = αμέσως όταν.

σαντράτσ’, το, το μαχαίρι με ξύλινη λαβή που έσιαζαν το νύχι του ζώου για να μπει το πέταλο. «Σιάσι μι του σιαντράτσ’ τα νύχια απ’ του μ’λάρ’ για να του βάλουμι τα πέταλα».

σαούλ’, το, το νήμα της στάθμης. «Φέρι του σαούλ’ να αλφαδιάσου του ντουβάρ’» ΕΤΥΜ. < τουρκ. çecül = νήμα στάθμης.

σαπράκα, η, 1. το σάπιο ξύλο, «Δεν είνι γιρά ξύλα. Είνι ούλα σαπράκις». 2. (μεταφ.) ο ανίκανος άνθρωπος. «Άσ’ τουν! Δε μπουρεί να κάν’ τίπουτα. Είνι σκέτ’ σαπράκα». ΕΤΥΜ. < αρχ. < θ. σαπ- + παραγ. επίθημα - ρος. Σαπρός / σαπράκα.

σαπράκ’, το, βλέπε λ. σαπράκα.

σαπρακιάζου, ρ., γίνομαι άχρηστος σαν τη σαπράκα. «Η Γιάνν’ς ντιπ σαπράκιασι. Τίπουτα δε μπουρεί να κάν’».

σαραγλί, το, το γλύκισμα με σουσάμι σε σχήμα σπείρας. «Κάνι ρε μάνα κανένα σαραγλί να φάμι»! ΕΤΥΜ. < τουρκ. sarayli = γυναίκα του παλατιού

σαρκώνου, ρ., πιάνω τόπο, χορταίνω. «Φέρει κανένα σουβλάκ’ να σαρκώσου γιατί η σούπα μι ξιλίγουσι». ΕΤΥΜ. < αρχ. σαρκόω = δυναμώνω.

σαρμάς, ο, κιμάς τυλιγμένος σε λάχανο, λαχανοσαρμάς. «Σήμιρα η γ’ναίκα μ’ μ’ άκανι λαχανουσαρμάδις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. sarma = γεμιστό με λαχανόφυλλα.

σαφλιάκ’ς, ο, ο γερασμένος πρόωρα. «Ντιπ σαφλιάκ’ς έγινι».

σαφλιάκιάζω, ρ., γερνώ πρόωρα. «Είδα προυχτές του Μήτσιου κι δε τουν γνώρ’σα. Ντίπ σαφλιάκιασι».

σαχάν’, το, 1. το ρηχό τηγάνι, 2. το καπάκι από τενεκεδένιο δοχείο. «Βάλι του σαχάν’ στου φουκά μι τ’ λίγδα να μη πάει κανένα μπουντίκ’ μέσα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. sahan = είδος τηγανιού.

σαχνιάζ’, ρ., πάντα στο τρίτο πρόσωπο. Μουχλιάζει. «Πέτα τ’ κουριλού γιατί σάχνιασι». ΕΤΥΜ. < μεσν. σαχλός < μτγν. σαχνός < αρχ. σαθρό = άνοστος.

σάχνιασμα, το, το μούχλιασμα. «Μαύρισι του ντουβάρ’ απού του σάχνιασμα».

σαχνιασμένου, το, μτχ., το μουχλιασμένο. «Πέταξι του ψουμί γιατί είνι σαχνιασμένου».

σαψάλ’ ς, ή σ(ι)αμσάλ’ς ο, χαζός. ΕΤΥΜ. < τουρκ. şapşal = βλάκας. «Άστουν αυτόν . Είνι ντιπ σαμσάλ’ς».

σάψαλου, το , το χούφταλο. ΕΤΥΜ. < τουρκ. şapşal = αλλοπαρμένος.

σβακιάζου, ρ., 2. χτυπώ, «Μη του σβακιάειζς του κουρτσούδ’». 3. πλένω τα ρούχα πρόχειρα, «Γιατί τα σβάκιασις τα ρούχα κι δε τα ’πλυνις καλά»; 3. μπουλώνω, «Τι τα ζβάκιασις έτσ’ τα ρούχα στ’ βαλίτσα»; 4. (μεταφ.) κάνω έρωτα. «Είδα του Μήτσιου κι ζβάκιαζι τ’ Βίκυ σ’ ένα ντουβάρ’».

σβάκιασμα, το, η συμπίεση, το μπούλωμα. «Τι ζβάκιασμα είνι αυτό που έκανις τα πράγματα; Δε θα τα βρίσκουμι».

σβακιασμένους, ο, μτχ., 1. ο χτυπημένος, 2. ο πρόχειρα πλυμένος. «Πού είχις τα ρούχα σ’ κι είνι τόσου σβακιασμένα»;

σβανάς, ο, το κυρτό μαχαίρι με δοντάκια, που κλείνει στην εγκοπή που έχει η λαβή. «Του ψουμί είνι σκληρό κι δεν κόβιτι. Φέρι του σβανά να του κόψου».

σβάραχνα, τα, τα βράγχια των ψαριών. «Έπιασα ένα λαβράκ’ απού τα σβάραχνα». ETYM. < αρχ. < βράγχιον υποκ. του ουσ. βράγχος = βραχνάδα.

σβαρνιάρ’ς, ο, επίθ., ο ασυμμάζευτος, ο ανοικοκύρευτος. «Βάλι του π’κάμσου σ’ μέσα στου παντιλόν’ ρε σβαρνιάρ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < σλαβ. barna με ανάπτυξη του προθέματος –s (s)barna.

σβαρνίζου, ρ., 1. περνώ το χωράφι με τη σβάρνα και το ψιλοκομματιάζω, «Του σβάρνισα του χουράφ’ γιατί θα βάλλου μπουστάν’». 2. σέρνω κάτι πίσω μου. «Τι σβαρνίζιτι πίσου απ’ του μ’λάρ’»;

σβάρνισμα, το, το πέρασμα με τη σβάρνα. «Του αμπέλ’ θέλ’ σβάρνισμα γιατί γιόμουσι χουρτάρια».

σβαρνισμένου, το, μτχ., το περασμένο με τη σβάρνα. «Ούλα τα χουράφια που έχου είνι σβαρνισμένα».

σβαρνιστά, επιρρ., με τη σβάρνα. «Πέρνα του χουράφ’ σβαρνιστά να σιάσ’».

σβάου, ρ., σβήνω. «Μη σβάτι τουν πίνακα γιατί θέλου να τα γράψ’τι». ΕΤΥΜ. < από το νεότερο αόρ. έσβησα < αρχ. σβέννυμι = διαγράφω κάτι γραμμένο.

σβέρκουμα, το, το χτύπημα στο σβέρκο. Βλέπε λ. σβιρκιά.

σβιρκιά, η, το χτύπημα στο σβέρκο. «Το δουσι του πιδί μια σβιρκιά κι του σακάτιψι». ΕΤΥΜ. < αλβ. zverk-u = τράχηλος.

σβιρκουμένους, ο, 1. αυτός που τον πονάει το σβέρκο, «Βγήκα στουν αέρα κι σβιρκόθ’κα». 2. (μεταφ.) αυτός που είναι υπό την επιτήρηση κάποιου. «Δε μπουρεί να βγάλ’ γλώσσα γιατί τουν έχ’ σβιρκουμένου».

σβιρκώνου, ρ., χτυπώ κάποιον στο σβέρκο. «Κάτσι καλά γιατί θα σι σβιρκώσου».

σ’βός, ο, επίθ., ο αδύνατος, ο κούφιος. «Τα λιφτόκαρα είνι ούλα σ’βά». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. ρ. σβένυμι.

σβουκαίει, ρ., στο τρίτο πρόσωπο. Σιγοκαίει, βγαίνει καπνός από τα αποκαΐδια. «Τ’ν έσβησαν τα φουτιά αλλά ακόμα σβουκαίει». ETYM. <σβήνω + καίω.

σβούλους, ο, ο σβώλος από χώμα. «Του όργουσα του χουράφ’ αλλά έχ’ ακόμα πουλλά σβούλια». ΕΤΥΜ. < αρχ. επίθ. ερίβωλος /βώλος/ σβώλος/ σβούλους..

σβραχνάδα, η, βραχνάδα. «Έχ’ η φουνή σ’ μια σβραχνάδα. Τι έπαθι»;

σβραχνιάζου, ρ., βραχνιάζω. «Μη φουνάειζς πουλύ γιατί θα σβραχνιάεισς». ΕΤΥΜ. < σ προσθ. + < μτγν. βραχνιάζω = πνίγω < αρχ. βραγχιώ < βράγχος.

σβράχνιασμα, το, το βράχνιασμα. «Η φουνή σ’ δεν ακούιτι ντίπ μι του σβράχνιασμα».

σβραχνιασμένους, μτχ., βραχνιασμένος. «Κρύουσα γι αυτό είμι σβραχνιασμένους».

σβ’ώ, ρ., σβήνω. «Μη τ’ σβάς τ’ λάμπα». ΕΤΥΜ. < αρχ. σβένυμι.

σβώντας μετχ. του σβήνω. π.χ. σβώντας τ’ φουτιά

σγάν’σι ή σγανουκόπ’σι, ρ., στο τρίτο πρόσωπο. Βρώμισε. «Έκλασις κι σ’γανουκόπσι η τόπους».

σγκ’ντώ, ρ., σκουντώ. «Μη του σγκ’ντάς του τραπέζ’ γιατί θα πέσ’ν τα πιάτα».

σέια, τα, τα εργαλεία αλλά και τα κινητά πράγματα του νοικοκυριού. ΕΤΥΜ. < τουρκ. sey = πράγμα. «Θα κουβαλήσουμι ούλα τα σέια μας στου κινούργιου σπίτ’».

σειρουλόι, το, το συγγενολόγι. «Πλάκουσι ούλου του σειρουλόι στου σπίτ’».

σένσουλα ή σέσουλα, η, το ειδικό φκιαράκι του μπακάλη που παίρνει χύμα όσπρια ή ζάχαρη να τα ζυγίσει κ.λ.π. «Βάλι μι τ’ σένσουλα δυο ουκάδις φασούλια». ΕΤΥΜ. < ιταλ. sessola.

σέρκους, ο, ο σέρτικος, ο ανυπόμονος, ο βαρύς, ο οξύθυμος, ο ασύχαστος. «Πουλύ σέρκους άνθρουπους είνι η Κώτσιους. Ντιπ δε σταματάει». ΕΤΥΜ. < τουρκ. sert = σκληρός < περσ. sard = ψυχρός.

σέρνου, ρ., 1. σύρω, «Φύγι απού κει να σύρου του χαλί». 2. στο τρίτο πρόσωπο για τo ζώo σημαίνει ότι βρίσκεται σε οργασμό, «Σέρν’ πάλι η σκύλα μας. Τι θα τα κάνουμι τόσα κ’τάβια»; 3. σαν προστακτική σημαίνει πήγαινε. «Συρι να πας ψουμί». ΕΤΥΜ. < μεσν. < σύρνω < αρχ. σύρω.

σία, ναυτικό παράγγελμα. Κίνηση των κουπιών κόντρα στην πορεία της βάρκας. «Κάνι τα κουπιά σία γιατί είδα ένα χταπόδ’». ΕΤΥΜ. < ιταλ. scia προστ. του sciare.

σιαδώ, επίρρ., προς τα δω. «Έλα σιαδώ να σι κρίνου». ΕΤΥΜ. < ίσια + εδώ.

σιάζου, ρ., 1. ισιάζω, «Σιάξι λίγου τα μαλλιά σ’». 2. στοχεύω, «Δε σιάζου ντιπ μι τα λάστιχα» 3. αποκρυσταλλώνω κάποια γνώμη και δεν μετακινούμαι από τις θέσεις μου. «Άμα σιάξ’ η κιφάλα σ’ σι κάτ’ δε ξισιάζ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. ισάζω < αρχ. ίσος.

σια κάτ’, επίρρ., προς τα κάτω. «Πάμι σιακάτ’ στ’ θάλασσα για μπάνιου»; ΕΤΥΜ. < ίσια + κάτω.

σια ’κεί, επίρρ., προς τα κει. «Τράβα σιακεί να βλέπου». ΕΤΥΜ. < ίσια (ε)κεί.

σιαματάς, ο, η φασαρία. «Κάντι μιγάλου σιαματά για του τίπουτα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. samata = φασαρία.

σια μπρουστά, επίρρ., 1. (χρον.) λίγο πιο μπροστά. «Που είνι του χουράφ’»; «Σιαμπρουστά». 2. (τοπ.), προσεχώς, «Πότι θα πάμι για ψάριμα»; «Σια μπρουστά». ΕΤΥΜ. < ίσια + μπροστά.

σια όξου, επίρρ., προς τα έξω. «Δε βαρέθ’κις ούλ’ μέρα στου σπίτ’; Βγε κι λίγου σια όξου». ΕΤΥΜ. < ίσια + έξω.

σια πάν’, επίρρ., προς τα πάνω. «Κατά σια πάν’ θα πάμι ή κατά σιακάτ’» ; ΕΤΥΜ. < ίσια + πάνω.

σια παρέκ’, επίρρ., πιο πέρα αλλά έχει και την έννοια του: πάει τέλειωσε! Τώρα! «Ίκλεισαν τα σκουλειά»; «Τώρα ! Σιαπαρέκ’». ΕΤΥΜ. < ίσια + παρά + εκεί.

σια πέρα, επίρρ., προς τα πέρα. «Μη τουν ζ’γών’ς ντιπ. Τράβα σιαπέρα». ΕΤΥΜ. < ίσια + πέρα.

σια πίσου, επίρρ, προς τα πίσω. «Πάτι στ’ γιαγιά σας κι να γυρίσ’τι σιαπίσου του βράδ’». ΕΤΥΜ. < ίσια + πίσω.

σια πού, προς τα πού, πού. «Σιαπού τα αφήνεις τα πιδιά ιμένα κι του σπίτι»; Δημ. τραγ. Νικήτης.

σιάργκαβους, ο, επίθ., και ο επικίνδυνος, ο ανάποδος. «Δε βουλέβιτι η Γιώρ’ς μι τίπουτα. Είνι πουλύ σιάργκαβους άνθρουπους».

σιάσμου, το, η εμμονή για κάτι. «Έχ’ ένα σιάσμου! Δεν τουν αλλάειζς μι τίπουτα».

σιαστίζου, ρ., τα χάνω. «Μόλις μι είδι σιά’τσι. Είχι κιρό να μι διεί». ΕΤΥΜ. < τουρκ. sastim αόρ. του sasmak = εκπλήσσομαι, θαυμάζω.

σια τ’ν άλλ’, μεθαύριο. «Σια’ τ’ν άλλ’ θα αρχίσουμι του θέρου». ΕΤΥΜ. < σε + την + άλλη.

σιβντάς, ο, η καψούρα, ο έρωτας. «Γιατί μια καρδιά που έχω το σεβντά σου δεν αντέχω..» Λαϊκό τραγούδι. ΕΤΥΜ. < τουρκ. sevda = έρωτας.

σίβους, ο, ο γκριζομάλλης. «Έχου μια άσπρ’ γίδα κι μια σίβα».

σιγγούν’, το, μάλλινο γυναικείο σακάκι εφαρμοστό. «Έχου μια παλιά φουρισιά μι ουραίου σιγγούν’». ΕΤΥΜ. < αλβαν. shigun.

σικαλιά, η, το στέλεχος από τη σίκαλη. «Βρέξι τ’ σικαλιά να κάνουμι διμάτια». ETYM. μεσν. < λατιν. secale/sicale.

σικλέτ’, το, το βάσανο, ο καημός. «Κάνι ό,τ θέλ’ς. Δε μι πιάν’ του σικλέτ’». ETYM. < τουρκ. siklet = βάρος, θλίψη, καημός.

σικλιντίζουμι, ρ., στενοχωριέμαι. «Μη σικλιντίζισι μι του τίπουτα γιατί θα πάθ’ς ζημιά».

σιλντίζου, ρ., αναστατώνομαι, κουράζομαι. «Σίλτ’σα ούλου του μήνα μι τ’ς ιλιές». ΕΤΥΜ. < από τον αόρ. του τουρκ. silmek, sildim = αναστατώνομαι.

σιλτές, ο, το στρώμα του κρεβατιού. «Τίναξι του σιλτέ να φύγ’ η σκόν’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. silte = μεγάλο μαξιλάρι.

σιμίτ’, το, 1. το κουλούρι, το σουσαμωτό, 2. το άσπρο ψωμί. «Θα σας φέρου του βράδ’ απ’ τ’ Σαλουνίκ’ απού ένα σιμίτ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. simit = κουλούρι. Αντιδάνειο από το σησαμίτης (ενν. άρτος).

σιμσιλέτ’, το, το σόι. «Γαμώ του σιμσιλέτι σ’».

σινί, το, το ρηχό ταψί. «Φκιάσι μι μουρέ μάνα στου σινί μια λαχανόπτα»! ΕΤΥΜ. < μτγν. σινίον. Τουρκ. < sini = μεγάλος δίσκος.

σιούτα, η, η γίδα χωρίς κέρατα. «Η σιούτα η γίδα δε προυτσίσ’κι φέτου». ΕΤΥΜ. < αλβ. shyt = ακέρατα, ιδίως για γιδοπρόβατα.

σιρβιτάρισμα, το, η ολική ανατροπή του σκάφους. «Διε ένα καράβ’ πως γέρν’. Σι λίγου θα αρχίσ’ του σιρβιτάρισμα».

σιργιάν’, το, η βόλτα. «Βγήκαν οι σιαλιακοί στου σιργιάν’». ETYM. <τουρκ. seyran = εκδρομή.

σιριάν’σμα, το, η βόλτα. Βλέπε λ. σιριάν’.

σιριανώ, ρ., περπατώ αργά. «Ήμαν τρεις μήνις μι τα μπαστούνια. Τώρα άρχισα να σιριανώ λιγάκ’».

σιρμαές, o, ή σιρμαϊά, η, ο, όλο το εμπόρευμα, όλο το νοικοκυριό, όλα τα πράγματα. «Αύριου θα φουρτώσουμι ούλου του σιρμαέ για τα μιλίσσια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. sermaye = κεφάλαιο.

σιρμπέτ’, το, το σιρόπι, ή το πολύ γλυκό. «Σιρμπέτ’ μι τουν έκανις τουν καφέ». ETYM. < τουρκ. cerbet = ζαχαρούχο ποτό.

σιρσέμ’ς, ο, ο νευρικός και ανάποδος. «Είσι παλαβουσιρσέμ’ς». ETYM. <τουρκ. sersem = αυτός που δε ξέρει τι κάνει.

σιρσιρής, ο, ο επιπόλαιος «Μη τουν δίν’ς τι λέει. Είνι σιρσιρής». ΕΤΥΜ. < τουρκ serseri = αλήτης.

σιφτές, ο, η πρώτη πληρωμή. «Μ’ έκανις καλό σιφτέ σήμιρα στου μαγαζί. Ψούν’σαν πουλνοί πιλάτις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. siftah = η πρώτη αγοροπωλησία της ημέρας.

σκαλιέρα, η, σκάλα από μικρά και γερά σκαλοπάτια που είναι δεμένα στα ξάρτια και βοηθούν στο ανέβασμα στο κατάρτι. «Ανέβα τ’ σκαλιέρα κι δέσι τ’ σημαία». ΕΤΥΜ. < μτγν. σκάλα < λατιν. scala.

σκαλουμένου, το, μτχ. Το κρεμασμένο. «Του σακάκι σ’ είνι σκαλουμένου στου καρφί».

σκαλώματα, τα, 1. Τα σκαλώματα του διχτυού στις πέτρες του πυθμένα. Χτες του βράδ’ είχαμι πουλλά σκαλώματα στου δίχτ’». 2. τα καρφιτσωμένα χρήματα στο γαμπρό ή στη νύφη στο τέλος του γάμου από τους καλεσμένους. «Πάρι στου γάμου λιφτά γιατί στου τέλους έχ’ σκαλώματα».

σκαλώνου, ρ, 1. κρεμώ ένα αντικείμενο κάπου, «Σκάλουσι του κλειδί στου καρφί». 2. Ενώ πηγαίνω για μια δουλειά κάποιον βρίσκω και πιάνω κουβέντα και αργώ να γυρίσω. «Έχ’ς μια ώρα που ήφκις. Πού πάλι σκ’αλουσις»; 3. καρφιτσώνω χαρτονομίσματα στη νύφη ή στο γαμπρό στο τέλος του γάμου. «Πόσα σκάλουσις στου γαμπρό»;

σκαμνούδ’, το, το μικρό σκαμνί. «Φέρι τα σκαμνούδια να καθίσουμι κουντά στου τζιάκ’». ETYM. < μεσν. σκαμνίον υποκ. του μτγν. σκάμνιον < λατιν. scamnum = βάθρο, σκαμνί.

σκαμπάζου, ρ., γνωρίζω, ξέρω. «Φύγι απού δω. Δε σκαμπάειζς να κάν’ς τίπουτα». ΕΤΥΜ. < μεσν. σκαμβάζω = είμαι διεστραμμένος, βλέπω < μτγν. σκαμβός = κυρτός, στραβός.

σκαμπίλ’, το, 1. το χαστούκι, «Δώσ’ του ένα σκαμπίλ’ να σταματίσ’». 2. παιχνίδι με τράπουλα. < γαλλ. Sqempile.

σκανιάζου, ρ., αγανακτώ, εκνευρίζομαι, εκνευρίζω, ζηλοφθονώ. «Σκανιάζου που βλέπου να διαβάζ’ν τα άλλα τα πιδιά κι συ να γυρίειζς απού δω κι απού κει». ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. σχάζω = σχίζω, ανοίγω.

σκάνιασμα, το, η αγανάκτηση. «Τόχου μιγάλου σκάνιασμα που δεν έβγαλα ούτι λέπ’ απού του ψάριμα».

σκάνου, ρ., 1. ραγίζω. «Έσκασαν τα πουρτουκάλια απού του κρύου».

2. σκάνω. «Έσκασι απού του κακό τ’». 3. ζεσταίνομαι υπερβολικά. «Έσκασα απ’ τ’ ζέστα».

σκαπιτάου, ρ., σκαπετώ, περνώ την κορφή του λόφου και παίρνω από την πίσω πλευρά τον κατήφορο, χάνομαι από τη θέα κάποιων. «Άμα σκαπιτίσουμι κι αυτόν του λόφου φτάνουμι στου χουριό». ΕΤΥΜ. < ιταλ. skapare = περνώ την κορυφή υψώματος και χάνομαι.

σκαρβέλια, τα, τα τέσσερα ξύλα που εξέχουν στο σαμάρι και κρεμούν πράγματα. «Σκάλου τουν τρουβά απ’ τα σκαρβέλια». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. επίθ. σκαύρος = αυτός που προεξέχει, σκαύρος < σκάρβος + κατάλ. - ελ- ελιον.

σκαρίζου, ρ., βγάζω το κοπάδι για βοσκή. «Σκάρ’σι τα γίδια να βουσκήσ’ν γιατί ψόφ’σαν απ’ τ’ πείνα». ΕΤΥΜ. < αρχ. σκαίρω = χορεύω, χοροπηδώ.

σκαρφίζουμι, ρ., επινοώ, σχεδιάζω. «Πού τα σκαρφίσ’κι μι του μυαλό τ’ τόσα ψέμματα που μας είπι». ΕΤΥΜ. < σκαριφίζομαι < μτγν. σκαριφώ- ώμαι.

σκάρφισμα, το, η σκέψη , η σύλληψη κάποιου σχεδίου. «Ούλου σκαρφίσματα βάζ’ μι του μυαλό τ’».

σκατζιάς, επίθ, μόνο στο αρσ, γένος. Ο μικρός στην ηλικία ή ο μεγάλος που είναι κοντός και καχεκτικός. «Αυτόν του σκατζιά δε μπουρεί να δείρ’ς». ΕΤΥΜ. βλ. λ. σκατζουριάζου.

σκατζουρά, τα, επίθ., 1. τα κατσαρά μαλλιά, 2. οι θάμνοι ή τα δέντρα που δεν έχουν βλάστηση. «Τα πουρνάρια είνι σκατζουρά. Δεν απόλ’καν απ’ τ’ ξηρασία».

σκατζουριάζου, ρ., 1. μαραζώνω, 2. στο τρίτο πρόσωπο σημαίνει στρίβει το φύλλο από αρρώστια ή έλλειψη νερού. «Σκατζούριασαν οι ιλιές απού τ’ ξηρασία».

σκατζουριασμένα, τα, μτχ., τα μαραμένα. «Τα φύλλα απ’ τ’ς ντουματιές είνι ούλα σκατζουριασμένα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. σκαντάρω. < βεν. scangiar = φεύγω, απομακρύνομαι < λατιν. campsare από το αρχ. κάμψαι του ρ. κάμπτω = λυγίζω.

σκατζόχοιρους, ο, ο σκαντζόχοιρος. «Οι γιούφτ’ τ’ς τρων’ τ’ς κατζόχειρ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. κανθόχοιρος < αρχ. ακανθόχοιρος.

σκατίνα, η, μεγενθ. του σκατό. «Να φας μια σκατίνα». ΕΤΥΜ. < αρχ. σκώρ.

σκέλια, τα, τα βήματα, τα σκέλια. «Για μέτρα του χουράφ’ μι τα σκέλια να διούμι πόσου είνι»; ΕΤΥΜ. < σκέλη (πληθ. του σκέλος).

σκιαγμένους, ο, μτχ., ο τρομαγμένος., ο κυνηγημένος. «Έλα δω να σι διούμι κι μη κάν’ς σα του σκιαγμένου».

σκιάζου, , ρ., 1. σκιώνω. «Δώσι μι τ’ σκιάθα να μι σκιάζ’ λιγάκ». 2. τρομάζω. «Μη τ’ς σκιάειζς τ’ς κότις, Άφ’σι τις να φάν’». 3. κοιμάμαι ελάχιστα. «Νύσταζα πουλύ κι τουν έσκιαξα λιγάκ’ του μισ’μέρ’ τουν ύπνου». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. σκιάζω = φοβίζω, τρομάζω.

σκιάζουμι, ρ., φοβάμαι. «Δε σι σκιάζουμι ντιπ».

σκιάθα, η, το ψάθινο καλοκαιρινό καπέλο. «Βάλι στου σκιάχτρου μια σκιάθα να σκιάζ’ντι οι καλιάκις». ΕΤΥΜ. < αρχ. σκιάθιον.

σκιάξ’μου, το, η τρομάρα. «Ξιπάτ’σαν οι κότις απού του σκιάξ’μου».

σκιασιάρ’ς, ο, επίθ., αυτός που συχαίνεται. «Δε πίν’ νιρό απ’ του ίδιου του πουτήρ’. Είνι πουλύ σκιασάρ’ς». ΕΤΥΜ. < αρχ. σικχαίνω < σικχός = αηδιαστικός.

σκιάτζαρου, το, 1. το σκιάχτρο, 2. η άσχημη γυναίκα. «Πήρι η Γιάνν’ς ένα σκιάτζαρου! Δε κοιτάζιτι». ΕΤΥΜ. < ρ. σκιάζω.

σκιαχτά, επίρρ,. για λίγο, απότομα. «Θα πιράσου απ’ του σπίτι σ’ σκιαχτά γιατί έχου δ’λειά».

σκιαχτός, ξαφνικός, απότομος. «Κάτσι λίγου να σι διούμι. Ούλου σκιαχτός είσι».

σκιβρουμένου, το, μτχ., το στραβωμένο. «Οι σανίδις είνι σκιβρουμένις κι θέλ’ν σιάξ’μου». ΕΤΥΜ. < μεσν. < σκεύριον = κασέλα, χρηματοκιβώτιο <αρχ. σκευάριον υποκορ.του ουσ. σκεύος.

σκιβρών’, ρ., πάντα στο τρίτο πρόσωπο. Στραβώνει. «Άφ’σα στου ήλιου του μπαστούν’ κι σκέβρουσι».

σκιμπές, ο, η κοιλιά. «Σταμάτα να τρως γιατί έκανις μιγάλου σκιμπέ». ΕΤΥΜ. < τουρκ. iskembe < περσ. iskanba = το τρίτο στομάχι μηρυκαστικού.

σκιπαστή, η, η σκεπή. «Θα βάλου μάστουρα στ’ σκιπαστή γιατί στάζ’ νιρό». ΕΤΥΜ. < από τη λ. σκέπη.

σκιρβιλές, ο άχρηστος, σκάρτος. ETYM. < γαλλ. skervele. «Δεν είνι για τίπουτα η σκιρβιλές».

σκ’ληκόειδου, το, ο ανήσυχος το πειραχτήρι. «Τι γυρίειζς σα του σκ’ληκόειδου». ΕΤΥΜ. < σκουλήκι + είδος < μεσν. < αρχ. σκωλήκιον υποκ. του σκώληξ – κος.

σκ’λίδα, η, το μικρό κομμάτι από σκόρδο. «Βάλι στου φαΐ μιρικές σκ’λίδις σκόρδου». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. σκελίς, σχελίς >σκελίδα >σκ’λίδα

σκ’λιμουρίζου, ρ., μουρμουρίζω, διαμαρτύρομαι. «Τι σκλιμουρίειζς αυτού κι δεν ακούου τι λές»; ΕΤΥΜ. < σκύλος + μουρμουρίζω. <σκλημου(ρμου)ρίζου.

σκ’λιμούρ’σμα, το, η μουρμούρα, η διαμαρτυρία. «Άφ’σι του σκ’λιμούρ’σμα κι δούλιβι».

σκ’λιπιτάρ’, το, αυτός που τριγυρνάει, ο ασύχαστος. «Κάτσι κι λιγάκ’ ρε σκλιπιτάρ’ κι μη γυρίειζς συνέχεια». ΕΤΥΜ. < σκύλος + πετάρι = αυτό που πετάει.

σκ’λίτ’κους, ο, επίθ., ο σκυλίσιος. «Κάνου μπάνιου τα σκ’λίτ’κα». ΕΤΥΜ. < μεσν. υποκ. του μτγν. σκύλ(λ)ος.

σκ’λόγιρους, ο, ο παλιόγερος. «Βρέ του σκ’λόγιρου! Δε βλέπ’ τα χάλια τ’ μου του γάμπρισμα τουν μάρανι». ΕΤΥΜ. < σκύλος + γέρων < γέρος.

σκ’λουγέρασα, συνήθως είναι εύχρηστο στον αόριστο. «Είχα χρόνια να τουν διω του Μήτσιου. Ντίπ σκ’λουγέρασι». ΕΤΥΜ. < σκύλος + γήρας = γηρατειά.

σκ’λουμάζουμα, το, ο αχαΐρευτος, ο ανεπρόκοπος. «Πού του βρήκι αυτό του σκ’λουμάζουμα κι του πήρι»; ΕΤΥΜ. < σκύλος + μαζεύω.

σκ’λουμαζώνου, ρ., αποπαίρνω κάποιον, παραμαζεύω. «Τι τουν έχ’ς κι σι λέει κουσβάδις κι δε τουν σκ’λουμαζών’ς»;

σκ’λουμπόδιου ή σκ’λόμπουδου, το, το εμπόδιο. «Φύγι απού δω να δ’λέψουμι. Σκέτου σκ’λουμπόδιου είσι». ΕΤΥΜ. < από το σκύλος + εμπόδιο < αρχ. εμπόδιος < επίρρ. εμποδών = αυτός που βρίσκεται μπροστά στα πόδια.

σκ’λουμπουδάου, ρ., εμποδίζω. «Άσ’ τουν να διαβάσ’ τα μαθήματα κι μη τουν σκ’λουμπουδάς».

σκ’λουντάμαρου, το, ο άτιμος άνθρωπος. «Άσ’ του του σκ’λουντάμαρου. Μη του κρέν’ς ντιπ». ΕΤΥΜ. < από το σκύλος + νταμάρι < τουρκ. damar = φλέβα ορυκτού πετρελαίου ή μέταλλου.

σκ’λόψουμου, το, το σκυλόψωμο παρασκευασμένο από πίτουρα. «Κάνι κάμπουσα σκ’λόψουμα να τα πάμι στου μαντρί». ΕΤΥΜ. < σκύλος + ψωμός < ψωμί.

σκ’μίζου, ρ., σπαταλώ, πετώ πράγματα χρήσιμα. «Μη του σκ’μίειζς του ψουμί γιατί δε θα μας φτάσ’ να φάμι».

σκ’νίζ’, ρ., κυριολεξία για τα γουρούνια. Μόνο στο τρίτο πρόσωπο. «Του γ’ρούν’ κι του σουρλά να του κόψ’ πάλι θα σκ’νίζ’». Λαϊκή παροιμία. ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. κόνις -εως.

σγκ’ντάου-ώ, ή γκντάου, ρημ., σπρώχνω. «Μη μι σγκ’ντάς γιατί θα πέσου». ΕΤΥΜ. < όψιμο μεσν. σκουντώ < μεσν. κουντώ με ανάπτυξη του –σ- κουντώ < σκουντώ, πχ. κόνις < σκόνη.

σκόβου ή σκόφτου, ρ., κατηγορώ κάποιον και τον εμποδίζω να κάνει κάτι. «Έσκουψαν κι δεν έγινι η αρραβώνας». ΕΤΥΜ. < αρχ. σκόπτω.

σκοίνια, τα, ο θάμνος σχοίνος. «Σι κείνα τα σκοίνια τρύπουσι ένας λαγός». ΕΤΥΜ. < αρχ. σχοίνος.

σκότα, η, το σκοινί που είναι δεμένο στην άκρη του πανιού. «Δέσι τ’ς σκότις γιατί λύθ’καν». ΕΤΥΜ. < ιταλ. scota.

σκουλνώ, ρ., 1. σχολώ από το σχολείο. «Σκόλασαν τα πιδιά απ’ του σκουλειό». 2. παύομαι από τη δουλειά μου «Μι σκόλασαν απ’ τη δ’λειά». 3. αχρηστεύω. «Πάει Μήτσου! Σκόλασις κι συ»! ΕΤΥΜ. < αρχ. σχολάζω = τελειώνω τη δουλειά.

σκούλους, ο, το πίσω μέρος του τσεκουριού. «Χτύπα καλά του παλούκ’ μι του σκούλου να μη βγει». ΕΤΥΜ. < αρχ. σκόλοψ –οπος = παλούκι < ρ. σκάλλω = σκαλίζω, σκάβω.

σκούμ’σμα, το, η σπατάλη. «Τι σκούμ’σμα είνι αυτό μι του τυρί; Θέλουμι μια πλάκα τ’ μέρα».

σκουντουφλώ, ρ., παραμαζεύω αντικείμενα στο σκοτάδι, σκοντάφτω. «Δεν πήρα μαζί μ’ λάμπα κι ούλου κουντουφλώ στου δρόμου». ΕΤΥΜ. <από συμφυρμό των λέξεων, σκουντώ + τυφλός.

σκούτα, η, η κάτω άκρη του φορέματος. «Το ’κανις μακρύ του παλτό σ’ κι η σκούτα ακουμπάει στου χώμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. σκυτίον υποκ. του σκύτος = δέρμα.

σκουτάδ’ το, το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δυο φεγγάρια. «Απού τ’ Διφτέρα αρχίζ’ του σκουτάδ’ κι θα ψαρεύουμι συνέχεια».

σκουτίδα, η, το σκοτάδι. «Κάηκαν οι λάμπις κι είνι σκουτίδα του σπίτ’». ΕΤΥΜ. < υποκ. του αρχ. σκότος.

σκουτιδιάζ’, ρ., σκοτεινιάζει. «Τώρα είνι χ’μώνας κι σκουτιδιάζ’ γρήγουρα».

σκουτίδιασμα, το, το σκοτείνιασμα. «Έχ’ μιγάλου σκουτίδιασμα στουν ουρανό. Σίγουρα κανένα μπουρίν’ θα έρτ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. σκοτάζω, ους. σκοτία.

σκουτ’νός, ο, επίθ., ο σκοτεινός, ο καταχθόνιος «Είνι ούλα μαύρα κι σουτ’νά».

σκράπα, η, το τούβλο στα γράμματα. «Ήμαν σκράπας στα γράμματα». ΕΤΥΜ. < αγγλ. scrap = άχρηστο κατάλοιπο.

σκρόπιους, ο, 1. ο σκόρπιος. «Μάσι τα πράγματα σ’ ένα μέρους γιατί τα έχ’ς σκρόπια». 2. ο σπάταλος. «Δε τουν μέν φράγκου του σκρόποιου». 3. ο ασυμμάζευτος. «Που να τα βρεις τα πράγματα σ’ τέτοιους σκρόποιους που είσι»; ΕΤΥΜ. < αρχ. σκορπίζω.

σκ’ρουπουχώρ’, το, το μη συγκροτημένο, το διαλυμένο. «Δεν είνι οικουγένεια αυτή. Είνι σκ’ρουπουχώρ’».

σκρόφα, η, 1. η γουρούνα στη γέννα της. «Η σκρόφα μας γένν’σι έξ γ’ρουνούδια». 2. (μεταφ.) η ανήθικη γυναίκα. «Αυτή δεν είνι γναίκα που πήρα. Σκρόφα είνι». ΕΤΥΜ. < μεσν. < λατιν scrofa = γουρούνα.

σκρουφουκούδουνου, το, το κουδούνι από το θηλυκό γουρούνι. «Ακούγιτι του σκρουφουκούδουνου. Έρντι τα γρούνια». ΕΤΥΜ. < σκρόφα = θηλυκό γουρούνι + κουδούνι.

σκύβαλα, τα, τα υπολείμματα από το κοσκίνισμα του σιταριού στο αλώνι. «Έμασα σι ένα τσιουβάλ’ τα σκύβαλα για τ’ς κότις». ΕΤΥΜ. < μτγν. σκύβαλον.

σκύψας, ο, ο σκυφτομετάνειας. «Ούτι σκόν’ του κιφάλι τ’ η σκύψας. Ούλου τιμινάδις είνι». ΕΤΥΜ. < μεσν. σκύπτω από τον αόριστο έσκυψα του αρχ. κύπτω.

σκ’φούν, το, η μάλλινη ή βαμβακερή κάλτσα πλεγμένη στο χέρι. «Μι έπλιξι η μάνα μ’ δυο ζιβγάρια σκ’φούνια για του χ’μώνα». ΕΤΥΜ. <σκούφια < μεσν. ιταλ. scuffia.σλαβ. = σλαβικά.

σ’λλόισμα, το, βλέπε λ. σ’λουή.

σ’λλουή, η, ο συλλογισμός, η σκέψη, το συλλόγισμα. «Άμα σι δίν’ του χουράφ’ τόσου φτηνά δε θέλ’ σ’λλουή».

σ’λλουιούμι, ρ., συλλογιέμαι. «Άμα είνι καλό κουρίτσ’ μη σ’λλουέσι ντιπ. Πάρ’ του να τιλειώνουμι κι μι σένα». ΕΤΥΜ < συλλογίζομαι. Αρχική σημασία, υπολογίζω, στοχάζομαι < συν - + λογίζομαι.

σ’λλουισμένους, ο μτχ., ο συλλογισμένος, ο σκεπτικός. «Ούλου σ’λλουισμένου σι βλέπου τιλιφταία. Τι τρέχ’»;

σ’μάζιμα, το, το συμμάζεμα, η τακτοποίηση, το νοικοκύρεμα. «Του σπίτ’ είνι χάλια. Θέλ’ σ’μάζιμα».

σ’μαζώνου, ρήμ,. συμμαζεύω. «Σ’μάσι λιγάκ’ του δουμάτιου σ’ γιατί είνι χάλια». ΕΤΥΜ. < συν + μαζεύω.

σ’μα, επίρρ., σιμά, κοντά. «Έλα ντε σ’μα να σι διούμι! Ούλου απού μακριά μας χιριτάς». ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. σιμός = πλατσ’κομύτης.

σ’μαμίδ’, το, το σαμιαμίδι. «Μη του σκουτών’ς του σ’μαμίδ’ γιατί τρώει τα κουνούπια». ΕΤΥΜ. < μεσν. σαμαμίθιον.

σμίξ’, η, το σμίξιμο, δυο ποταμών, δρόμων κ. λ.π.

σ’μώ, ρ., σμίγω, συνεταιρίζομαι. «Ζίμ’ξαν στου όργουμα γιατί είχαν απού ένα μ’λάρ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μέλων σμίξω < αρχ. μέλλων συμμείξω του ρήμ. συμμείγνυμι = αναμειγνύω, συνενώνω.

σμιγάδ’, το, το ένωμα βρώμης και κριθαριού. «Έσπειρα πέντι στρέματα σμιγάδια για τα μ’λάρια».

σμίγου, ρ. ανταμώνω, ενώνομαι. «Θα σμίξουμι τα μ’λάρια για να ουργώσουμι τα χουράφια». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μέλλων σμίξω < αρχ. μέλλων συμμείξω του ρ. συμμίγνυμι = αναμειγνύω.

σμίξ’μου, το, 1. η κοινοπραξία, η κοληγιά, «Θα κάνουμι σμίξ’μου μι τα μάρια στου ζιβγάρ. 2. το αντάμωμα,. «Ένα διάστημα ήταν χουρισμέν’ κι μιτά του σμίξ’μου ούλου αγάπις είνι».

σ’μμάζιμα, το, το συμμάζεμα. «Του σπίτ’ είνι χάλια. Σμάζιμα θέλ’».

σ’μμαζώνου, ρ., 1. συμμαζεύω, τακτοποιώ, «Θα σ’μάσου του σπίτ’ γιατί είνι χάλια». 2. αποθηκεύω. «Σύμμασα καμπόσα ξύλα για του χ’μώνα».». ΕΤΥΜ. < συν + μαζεύω, μεσν. < μτγν. ομαδεύω = αθροίζω.

σ’μπάντα, φράση (στην + πάντα) στην άκρη. «Κάτσι ζ’μπάντα ισύ να μη βρεις του μπιλιά σ’».

σ’μπέθιρους, ο, ο συμπέθερος. «Έκανις καλό ζ’μπέθιρου Γιάνν’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < συν + αρχ. πενθερός.

σ’μπιθιριάζου, ρ, συμπεθεριάζω. «Έμαθα ζ’μπιθέριασις μι του Μαυρουδή τουν Πούλιου. Είνι αλήθεια»;

σ’μπιθιριακό, το, το σύνολο των συμπεθέρων. «Τα τρία πουτάμια μι νιρό κρασί για του ζ’μπιθιριακό». Δημ. τραγ. Νικήτης.

σμπόμπα, κοπάνα «Έκανα σήμιρα σμπόμπα απού τα μαθήματα»

σμυριά, η, είδος θάμνου αγκαθωτού που έκαναν σκούπες για τη αυλή. «Κόψι μιρικές σμυριές για σκούπις». ΕΤΥΜ. < αρχ. < μύρρα = αρωμ. φυτό.

σ’μώ, ρ., σμίγω, συνεταιρίζομαι. «Ίσμιξαν στου όργουμα γιατί είχαν απού ένα μ’λάρ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μέλων σμίξω < αρχ. μέλλων συμμείξω του ρήμ. συμμείγνυμι = αναμειγνύω, συνενώνω.

σ’μώνου, ρ., πλησιάζω, ζυγώνω, έρχομαι κοντά. «Σαλαματούσι κάτ’ στου βάτου. Σ’μώνου κουντά κι τι βλέπου! Έναν φίδαρου δυο μέτρα». ΕΤΥΜ. <επίρρ. μεσν. σιμά < αρχ. επίθ. σιμός.

σ’νάφ, το, η συντεχνία, ο συνάδελφος, ο όμοιος. «Αυτός κάν’ παρέα μου μι τα σ’νάφια τ’». ΕΤΥΜ. < εσνάφι < τουρκ. esnaf = μικρέμπορος

σ’νέρα, η, βλέπε λ. σ’νέρσμα.

σ’νέρ’σμα, το, το συνέρισμα. «Διέ τα τα ψουριάρκα σ’νέρ’σμα αναμιταξύ τ’ς που έχ’ν»;

σ’νιρίζου, ρ., συνερίζω. «Μη του σ’νιρίειζς μαρή του πιδί. Μ’κρό είνι». ΕΤΥΜ. < μτγν. συνερίζω = αντιδικώ, ερίζω < συν- + ερίζω.

σ’νιφέρνου, ρ., συνεφέρνω. «Ζαλίσ’κι κι είπα αμάν να τουν σ’νιφέρου». ΕΤΥΜ. < συν + φέρω.

σ’νταυλίζου, ρ., 1. συμμαζεύω τους δαυλούς, «Σ’νταύλα τ’ φουτιά γιατί θα σβήσ’». 2. ενδιαφέρομαι συνεχώς για κάτι. «Σ’νταύλα συνέχεια για να βρεις δ’λειά». ΕΤΥΜ. < συν. + δαυλίζω < δαυλός.

σ’νταύλισμα, το, το συμμάζεμα των δαυλών το συνδαύλισμα.. «Ασχουλούμι συνέχεια μι του σ’νταύλισμα για να ζισταίνιτι το νιρό στου καζάν’».

σ’νταυλισμένους, ο, μτχ., ο συνδαυλισμένος. «Μη τα πειράειζς τα κούτσουρα είνι σ’νταυλισμένα».

σ’ντουμπίζου ή σντουμπώ ρ, 1. χτυπώ, δέρνω, στουμπίζω. «Πουλύ του ζ’λεύ’ του μ’κρό. Μόλις βρει ιφκιρία του σ’ντουμπίζ’». 2. ψιλοκομματιάζω. «Θα ζ’ντουμπίσου λίγου του πιπέρ’».

σ’ντούμπους, ο, ο μικρόσωμος άνθρωπος ο στούμπος. «Πού του βρήκις Μαρίγια αυτόν του σ’ντούμπου κι τουν πήρις; Δεν έχ’ ντίπ μπόι». ΕΤΥΜ. μεσν. < στούμπος < σλαβ. stopa = κόπανος.

σ’ντούμπ’σμα, το, το χτύπημα. «Τιλείουσις του σ’ντούμπ’σμα μι του σκόρδου στου γ’κδί» ;

σ’ντουμπ’σμένου, το, μτχ., το χτυπημένο. «Του σταρ’ για τα κόλ’βα είνι σ’ντουμπ’σμένου».

σ’ντράβλιστρου, το, το μακρύ λεπτό ξύλο με το οποίο αναμόχλευαν τη φωτιά στο φούρνο. «Φέρι του σ’ντράβλιστρου να καεί καλά η φούρνους». ETYM. < συν + δαυλός = συνδαύλιστρο.

σ’ντράν, το, συνοδεύεται πάντα με τη λέξη «χαμένου», και σημαίνει χαμένο κορμί. «Μη τουν κάν’ς παρέα γιατί είνι χαμένου σ’ντράν’».

σντρόξ’, επιρρ., τροχάδην με υποζύγια. «Έλα να κάνουμι ζντρόξ μι τα γαδούρια». ETYM. < συν + τρέχω.

σόκουρα, τα στενά περιθώρια μεταξύ των παράλληλων σανίδων του πλευρικού πετσώματος των πλοίων. Τα τοποθετούσαν τελευταία για να σφηνώσουν οι σανίδες. «Τα σόκουρα θα τα καρφώσουμι τιλιφταία»

σόμπουρους, ο, η βραδυνή παρέα των γυναικών στα σοκάκια και στις αυλές. «Ι σόμπουρους βάσταξι μέχρι τα μισάνυχτα». ΕΤΥΜ. < σλ. Zbor = ομιλία.

σουγλί, το, το σουβλί, το μυτερό εργαλείο. «Φέρι τα σουγλιά να σουγλίσουμι τα τσιουβάλια». ΕΤΥΜ. < λατ. subula = αιχμηρό όργανο.

σουγλίζου, ρ., σουβλίζω. «Σούγλισι λιγάκ’ του γαδούρ’ να σαλεύ’».

σουικός, ο, επίθ., 1. από σόι καλό, 2. από ποικιλία καλή. «Δεν είνι σουικές οι ντουμάτις που πήρα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. soy = συγγενείς.

σούκαλου, το, η μούρη. «Άμα σι δώσου μια στου σούκαλου, θα τρέχ’ν αίματα απ’ τ’ αρθούνια σ’».

σουλατσάρου ή σουλατσέρνου, ρ., τριγυρνώ, περπατώ, κάνω βόλτα. «Τι σουλατσέρν’ς πίσου μπρος κι δε κάν’ς καμιά δ’λειά»; ETYM. < ιταλ. sollazzare = διασκεδάζω < sollazzo = διασκέδαση < λατιν. solarium = ανακούφιση, παρηγοριά < ρ. solor = παρηγορώ.

σουλάτσου, το, ο περίπατος. «Φτάν’ τόσην δ’λειά. Θα κάνουμι τώρα κι κανένα σουλάτσου». ETYM. < ιταλ. sollazzo.

σουλτάν μιριμέτ, το, ο ξυλοδαρμός. «Τσακώνουνταν συνέχεια τα μ’κρά κι τα ’δουσα ένα σουλτάν μιριμέτ κι ησύχασαν».

σουλφαμίδα, η, το παυσίπονο χάπι. «Φέρι μι μια σουλφαμίδα γιατί μι πουνάει του κιφάλι μ’». ΕΤΥΜ. < γαλλ. sulfamide < sulfo - <λατιν.sulphur = θειάφι + - amide = αμωνία + παραγ. επίθημα.

σουμπόριμα, το, βλέπε λ. σόμπουρους.

σουμπουρεύου, ρ., συμμετέχω στο σόμπουρο. «Πάμι να σουμπουρέψουμι λίγου να πιράσ’ η ώρα».

σουντιμοιάζου, ρ., παρομοιάζω. «Όταν σι βλέπου καλά σι σουντιμοιάζου μι έναν φίλου μ’». ΕΤΥΜ. < σαν + αντί + όμοιος.

σουντίμοιασμα, το, η παρομοίωση. «Έχ’ν κι οι δυο ένα σουντίμοιασμα»!

σουρλάντ’σμα, το, το απότομο πέταγμα ενός πράγματος σαν άχρηστο. «Κατέφ’κα στου παλιουκάτουγου κι τα μ’σα τα πράγματα έφαγαν σουρλάντ’σμα».

σουρλαντώ ή σουρλαντίζου ρ,. πετώ κάτι σαν περιττό. «Τα άχρηστα τα ρούχα τα σουρλάτ’σα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. zorlamak.

σουρλάς, ο, η μούρη του γουρουνιού. «Του γρούν’ κι του σουρλά να του κόψ’ πάλι θα σκ’νίζ’». ΕΤΥΜ. < από τη λέξη σούρλα = μυτερή κορυφή <σλαβ. surla = προβοσκίδα.

σουρλόπ’, το, η αδιαφορία «Δε διαβάζ’ ντιπ. Του έριξι στου σουρλόπ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. corolop = γρήγορη κατάποση.

σουρντίζου, ρ., με πιάνει κόψιμο. «Έφαγα ραντ’σμένα μήλα κι μι σούρτ’σαν». ΕΤΥΜ. < γαλλ. surntine = διαρκώ, συνεχίζω.

σουρούπουμα, το, μετά το ηλιοβασίλεμα. «Μιτά του σουρούπουμα να κλείεισς τ’ς κότις.

σουρουπών’, ρ., βραδιάζει. Πάντα στο τρίτο πρόσωπο. «Όταν σουρουπώσ’ θα πάμι για ψάριμα». ΕΤΥΜ. < σύρρυπον < συν - + ρύπος.

σουρτουκέματα, τα, τα ύποπτα γυρίσματα. «Δεν αφήν’ς λέου ιγώ τα σουρτουκέματα κι να κάν’ς κι καμιά δ’λειά»;

σουρτουκεύου, ρ., γυρίζω όλη νύχτα, μπερμπαντεύω. «Πουλύ σουρτουκεύ’ς τώρα τιλιφταία. Ντιπ δε σ’μαζώνισι στου σπίτ’».

σουρτούκ’ς, ο, επίθ., ο μπερμπάντης. «Είμι κι ιγώ αλλά κι συ είσι μιγάλους σουρτούκ’ς». ΕΤΥΜ. < τουρκ. sürtük = η γυναίκα που περνάει τον καιρό της στο δρόμο, η πόρνη.

σούρτ’σμα, το, το κόψιμο, η ευκοίλια. «Τι σούρτ’σμα είνι αυτό! Ικατό φουρές πήγα στουν καμπινέ». ΕΤΥΜ. < γαλλ. surdine διαρκώ, συνεχίζω.

σουρτ’σμένου, το, μτχ., το σκατωμένο από ευκοίλια. «Άλλαξι του πιδί γιατί είνι σουρτ’σμένου».

σουρφιλέ, το, το καρίκωμα. «Έκανα σουρφιλέ του παντιλόν’».

σουσούρα, η, θάμνος που μοιάζει με το ρείχι. Από τα άνθη βγαίνει το σουσουρίσιο μέλι που είναι δυναμωτικό. «Αν’ξι η σουσούρα κι πρέπ’ να κουβαλήσουμι τα μιλίσσια». ΕΤΥΜ. < σεισούρα < σείω.

σουτρόπ’, το, το πλατύ και χοντρό μαδέρι που μπαίνει εσωτερικά κατά μήκος της καρίνας. «Σήμιρα η μάστουρας θα βάλ’ στου καΐκ’ του σουτρόπ’ κι θα δέσ’ καλύτιρα». ΕΤΥΜ. < εσωτρόπιον < έσω + τρόπος.

σουφίζου, ρ., κουτσομπολεύω. «Τι σουφίειζς τουν κόσμου; Δε βλέπ’ς τα χάλια σ’»; ΕΤΥΜ. < αρχ. σοφός.

σουφίζουμι, ρ., εφευρίσκω, σκέπτομαι, σκαρφίζομαι. «Σουφίζιτι του μυαλό τ’ κάτ’ ιστουρίις! Που τ’ς βρίσκ’»;

σουφίστρα, η, η κουτσουμπόλα γυναίκα ή ο άντρας. «Η Μάκης η Παπάγγιλους είνι μιγάλ’ σουφίστρα».

σούφρα, ο, 1. η ρυτίδα «Γέρασις. Ούλου σούφρις είνι του μούτρου σ». 2. ο πρωκτός. «Έφαγα καυτιρή πιπιριά κι μι πουνάει η σούφρα μ’». 3. η πτυχή «Η φουστανέλα τ’ ήταν γιουμάτ’ σούφρις». 2. Η εύνοια της τύχης. «Έχ’ μιγάλ’ σούφρα. ούλου κιρδίζ’ στου λαχείου» ΕΤΥΜ. < τουρκ. sofra = πρωκτός

σουφράς, ο, μικρό, χαμηλό, στρόγγυλο τραπέζι. «Θα φάμι στου σουφρά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. sofra = χαμηλό τραπέζι.

σουφρουμένους, ο, μτχ., 1. ο ζαρωμένος, «Είνι σουφρουμένου του του παντιλόνι μ’» 2. ο μουντός καιρός. «Η κιρός είνι πουλύ σουφρουμένους. Φαίνιτι θα βρέξ’».

σουφρώνου, ρ., 1. ζαρώνω, «Σούφρουσαν τα μάγ’λα μ’ 2. είμαι συνοφρυωμένος. «Τι σουφρών’ς τα μούτρα σ’; Δε σ’ αρέζ’ του φαΐ»; 3. κλέβω. «Που τα σούφρουσις πάλι τα σύκα»;

σπαθάτους, ο, 1. ο λιγερός και ο ίσιος, «Αγόρασα ένα σπαθάτου άλουγου»! 2. ο κοφτός χωρίς πιριστροφές λόγος. «Η Γιάνν’ς είπι σπαθάτις κουβέντις». ΕΤΥΜ. < μεσν. σπαθάτος <αρχ. σπάθη + παραγ. επίθημα - ατος.

σπάλα, η, η ωμοπλάτη από τα ζώα. «Θα αγουράσου απού του χασαπιό δυο ουκάδις σπάλα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < ιταλ. spalla < λατιν. spatula υποκ. του λατιν. spat(h)a < αρχ. σπάθη.

σπαλαθριά, η, ο αγκαθωτός θάμνος που τα κίτρινα λουλούδια του είναι όμοια με του σπάρτου. «Του χουράφ’ γιόμουσι σπαλαθριές κι πρέπ’ να τ’ς βγάλουμι». ΕΤΥΜ. < αρχ. ασπάλαθος.

σπάργουμα, το, 1. το εξόγκωμα των μαστών των ζώων λόγω υπερβολικής ποσότητας γάλακτος, «Έχ’ν ένα σπάργουμα οι κατσίκις! Φαίνιτι έφαγαν πουλύ χλουρασιά». 2. (μεταφ.) η υπερβολική συγκέντρωση ούρων στην κύστη. «Σπάργουσα. Θα πάου να κατουρήσου».

σπαργουμέν’, η, μτχ., (για θηλυκά μόνο) Πρησμένη στούς μαστούς από υπερβ. ποσότητα γάλακτος. «Άρμιξι τ’ς γίδις γιατί είνι σπαργουμένις».

σπαργών’, ρ., λέγεται σε τρίτο πρόσωπο για θηλαστικά όταν αργεί το άρμεγμα. «Δε βύζαξα τα κατσίκια κι σπάργουσαν οι γίδις». ΕΤΥΜ. < αρχ. σπαργώ < λατιν. spargere = σπέρνω, ραίνω.

σπαρματσέτου, το, το κερί που βγαίνει από ξύγκι. «Τα κιριά δεν είνι απού αγνό κιρί αλλά είνι σπαρματσέτα». < ιταλ. spermaceti < λατιν. sperma ceti = σπέρμα κήτους = λίπος κήτους.

σπαρτίνα, η, το χοντρό σκοινί. «Δέσι τα μ’λάρια μι τ’ σπαρτίνα». ΕΤΥΜ. < αρχ. σπάρτιον/σπάρτος = σκοινί , χορδή.

σπαρτουντρουβάς, ο, ο τουρβάς που χρησιμοποιούσε ο γεωργός για τη σπορά. «Ρίξι του σπόρου μι τουν σπαρτουντρουβά».

σπίθα, η, 1. η σπίθα, 2. ο μικρός φάρος που αναβοσβύνει. «Φαίνουντι δυο σπίθις. Φαίνιτι μπαίνουμι στου λιμάν’». ETYM. < του ρ. σπινθίζω.

σπιράγιου, το, το κουβούκλιο που εξέχει του καταστρώματος. «Τιλεύουσι η μάστουρας του κατάστρουμα κι σήμιρα θα κάν’ του σπιράγιου». ΕΤΥΜ. < βενετ. spiragio = κοβούκλιο.

σπίρτου, το, 1. το σπίρτο, 2. το οινόπνευμα. «Φέρι του σπίρτου να σι τρίψου να φύγ’ του κρύου».

σπιρτουλόους, ο, το καμινέτο. «Φέρι του σπιρτουλόου να ψήσου έναν καφέ». ΕΤΥΜ. < ιταλ. spirito = καθαρό οινόπνευμα < λατιν. spiritus = αιθυλ. αλκοόλη.

σπιτάρα, η, το μεγάλο δωμάτιο πολλαπλών χρήσεων. «Τα λουκάν’κα θα τα φκιάσουμι τσ’ σπιτάρα».

σπιταρώνα, η, το μεγάλο σπίτι. «Έχ’ η Νίκους μια σπιταρώνα! Χάνισι μέσα». ETYM. < μεσν. < μτγν. οσπίτιον < λατιν. hospitium.

σπλιάδα, η, η ξαφνική και δυνατή πνοή ανέμου, από τη στεριά προς τη θάλασσα. «Έβγαλι σπλιάδα κι δε πάμι για ψάριμα». ΕΤΥΜ. < μεσν. σπιλάς – άδος < αρχ. σπίλος.

σπουριά, η, 40 τ.μ. «Έσπειρα δυο σπουριές βίκου». ΕΤΥΜ. < αρχ. <σπείρω.

σπουρ’κό, ο, ο σπόρος. «Ήταν απού καλό σπουρ’κό οι μιλτζάνις».

σπρουιτάς, ο, ή ασπρουιτάς ο, ή σπρουίτ’, το, το σπουργίτι. «Οι σπρουιτάδις μας έφαγαν τα σταφύλια». ΕΤΥΜ. < μεσν. < μτγν. πυργίτης.

σταβάρ’, το, το μακρύ ξύλο που ενώνει το ζυγό με το αλέτρι. «Δέσι του αλέτρ’ καλά μι του σταβάρ’ για να ουργώσουμι». ΕΤΥΜ. < μεσν. σταβάριον < αρχ. ιστοβοεύς = τιμόνι αρότρου < ιστός + - βοεύς < βους = βόδι.

σταλαχίδα, η, η αγωνία, η στενοχώρια. «Δε γύρ’σι η Μήτσιους η Δούκας απ’τα μιλίσσια κι μ’ έπιασι σταλαχίδα». ΕΤΥΜ. < μτγν. < αρχ. σταλάσσω, σταλάζω.

σταλαχίζουμι, ρ., αγωνιώ, στενοχωριέμαι. «Καλότ’χου σ’! Δε σταλαχίζισι μι τίπουτα».

σταλίζου, ρ., οδηγώ τα πρόβατα ή τα γίδια στον ίσκιο. «Έχ’ πουλύ ζέστα κι ούλ’ μέρα τα πρόβατα σταλίζ’ν». ΕΤΥΜ. < μτγν. στάλη = μαντρί.

σταλούδα, η, η μικρή ποσότητα. «Δώσι κι μένα μια σταλούδα γλυκό να φάου». ΕΤΥΜ. < από το σταλάσσω.

στάλ’σμα, το, η παραμονή των ζώων στον ίσκιο. «Μιτά του στάλ’σμα να τα φέρ’ς τα πρόβατα να πιουν νιρό απ’ τ’ κουπάνα».

στάμα, το, το σύνολο του καρπού της ελιάς για μια παρτίδα εξαγωγής λαδιού. «Έβγαλα δυο στάματα λάδ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. στάμα = κάθισμα, θέση.

σταματ’κά, τα, το πήδημα χωρίς φόρα. «Έλα να μπαρμπαρ’στούμι στα σταματ’κά». ΕΤΥΜ. < μεσν. σταματώ < στάμα = κάθισμα, θέση < θ. στα- του αρχ. ίστημι.

σταματούρα, η, ο κρίκος που ασφάλιζε το καπίστρι του ζώου να μη βγεί. «Χάλασι η σταματούρα κι έβγαλι η γάδαρους του καπίστρ’». ΕΤΥΜ. <από το αρχ. ρ. ίστημι = στέκω.

σταμπίλ’, το, η ευστάθεια του πλοίου. «Αυτή η βάρκα που έκανα δεν έχ’ καλό σταμπίλ’».

στανιάρου, ρ., φουσκώνου τα ξύλινα βαρέλια νερό να μη τρέχουν. «Θα στανιάρου τα βαρέλια για να βάλλου μέσα κρασί». ΕΤΥΜ. < ιταλ. stagnare < λατιν. stagnare < stagnum = τέλμα, αργός ποταμός.

στανιάρ’σμα, το, το φούσκωμα «Το ’κανα καλό στανιάρ’σμα του βαρέλ’. Ντίπ δε τρέχ’».

στανιαρισμένου, το, μτχ., «Η βάρκα είνι καλά στανιαρισμέν’».

στανιό, το, η βία , το ζόρι. «Δε κραίν’ ντιπ. Μι του στανιό να τουν πάρ’ς μια λέξ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. στανέο < επίρρ. στανέως < σθενέως < αρχ. σθένος.

σταξιά, η, το στάξιμο, ο λεκές . «Έχ’ του κουστούμι σ’ μια σταξιά απού κιρί». ΕΤΥΜ. < θ. σταξ- (ρ. στάζω αόρ. έσταξα) + κατάλ. - ια.

στάτζιου, το, το πανί μεταξύ άλμπουρου και πλώρης. «Σκίσ’κι του στάτζιου απ’ τουν αέρα».

σταυρί, το, το σημείο της σπονδυλικής στήλης κοντά στη λεκάνη, ή μέση. «Μι πόνισι του σταυρί μ’ απού του σκύψιμου». ΕΤΥΜ. από τη λ. σταυρός. Επειδή κατά κάποιο τρόπο σχηματίζεται σταυρός ανάμεσα στην σπονδυλική στήλη και το οσφύο.

σταυρουκουπιέμι, ρ., κάνω το σταυρό μου. «Έριχνι αστραπές κι συνέχεια σταυρουκουποιούμαν».

σταυρώματα, τα, οι μασχάλες του δέντρου. «Έκουψα τ’ς ιλιές στα σταυρώματα να ξανανιώσ’ν». ΕΤΥΜ. < αρχ. σταυρώ = πασσαλώνω (σταυρός).

σταυρώνου, ρ., 1. σταυρώνω, 2. συναντώ κάποιον στο δρόμο, «Τουν σταύρουσα στου δρόμου». 3. κάνω το σημείο του σταυρού για κάποιον άλλο. «Σταύρου του πιδί να μη του ματιάξ’ν».

στάφν’, η, το νήμα αλειμμένο με μπογιά για ευθείες γραμμές. Τη χρησιποποιούν οι ναυπηγοί. «Δώσι μι τα’ στάφ’ν να σ’μαδέψου στ’ βάρκα τα βριχούμινα». ΕΤΥΜ. < αρχ. στάθμη.

σταφνιάζου, ρ., σημαδεύω με τη στάφνη. «Στάφνιασι τα ξύλα να τα κόψουμι».

στάφνιασμα, το, το σημάδεμα με τη στάφνη. «Για κάν’ς στ’ βάρκα ίσις γραμμές θέλ’ν στάφνιασμα».

σταφνιασμένους, ο, ο σημαδεμένος με τη στάφνη. «Ούλα τα ξύλα για του καΐκ’ είνι σταφνιασμένα».

σταφνίζουμι, ρ., ετοιμάζομαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι. «Σταφνίζουμι να πάου για μπάνιου, αλλά βαριούμι».

σταχουλόι, το, βλέπε λ. σταχουλόιμα.

σταχουλόιμα, το, το σταχυολόγημα. «Πάμι για σταχουλόιμα για να έχουμι για τ’ς κότις». ΕΤΥΜ. < στάχυ < υποκ. του αρχ. στάχυς = οξύς, αιχμηρός.

σταχτουπάν’, το, το πανί που στραγγίζουν τη στάχτη. «Μπάλουσι καλά του σταχτουπάν’ για να μη βγαίν’ η πιπιλιά». ΕΤΥΜ. < στάχτη + πανί. <στάκτη < στακτή ουσ. θηλυκό του αρχ. στακτός.

στέριουμα, το, η μονιμότητα, η σταθερότητα, η στερεότητα. «Άντι κι καλό στέριουμα στη δ’λειά σ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. < στερεώ < στερεός.

στίγγα πανιά. Ναυτικό παράγγελμα που σημαίνει: σταθεροποίηση των πανιών του πλοίου. «Θανάσ’! Στίγγα πανιά».

στινούρα, η, η το στενό πέρασμα, η στενωσιά. «Θα πιράεισς απού μια στινούρα κι μιτά είνι του σπίτι μ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. στενός/στεινός.

στιριουμένους, ο, μτχ., ο στερεωμένος, ο ακλόνητος. «Άντι κι στιριουμένου του κινούργιου καΐκ’ κι καλουτάξιδου».

στιριώνου, ρ., 1. στερεώνω. «Στέριουσι του κάδρου στουν τοίχου». 2. μένω σταθερός στο πόστο μου. «Δε στέριουσι στη δ’λειά ή Μιχάλ’ς». 3. έχω την εύνοια της τύχης «Δε στέριουσι αυτό του σπίτ’». ΕΤΥΜ. <στερεώνω.

στιχτός ή στοιχτός, ο, ο υποταχτικός, ο βοηθός σε αγρόκτημα, ο βοσκός. «Δούλιψα στιχτός πέντι χρόνια τ’ς Πουλυγυρνές Καλύβις». ΕΤΥΜ. < αρχ. στίχος ρ. στείχω = βαδίζω, προχωρώ.

στ’λώνου, ρ., 1. επιμένω, 2. προσπαθώ πάνω από τις δυνάμεις μου. «Δε τουν φτάν’ του Γιώρ’ οι παράδις κι στ’λών’ πάρα πουλύ». ΕΤΥΜ. <στυλώνω < στύλος.

στοίβα, η, η σωρός. «Τ’ς πέτρις απ’ του χουράφ’ τ’ς έκανα μια στοίβα». ΕΤΥΜ. < μτγν. < αρχ. στοιβή = σωρός , στοίβα.

στοιβάζου, ρ,. Έχει πολλές έννοιες. Πάντα έχει την έννοια της υπερβολής. «Στοίβαξα ένα κρασί»! = ήπια πολύ. «Στοίβαξα ένα φαΐ»! = έφαγα πολύ. «Στοίβαξα έναν ύπνου»! = κοιμήθηκα πολύ. κλπ.

στοιβιάζου, ρ., κάνω σωρό. «Στοίβιασι καλά τα ξύλα για να χουρέσ’ν πουλλά».

στοίβιασμα, το, η δημιουργία σωρού. «Έκανις καλό στοίβιασμα τα διμάτια στ’ θημουνιά».

στοιβιασμένους, ο, μτχ., ο βαλμένος σε σωρό. «Οι κιψέλις είνι στοιβιασμένις στου κατώι».

στόμ’, το, το στόμιο με γλυκό νερό κοντά στη θάλασσα. «Πιάσαμα στου στόμ’ ένα σουρό ψάρια». ΕΤΥΜ. < αρχ. στόμιον υποκ. του στόμα.

στόμουμα, το, 1. η αποστομωτική απάντηση, «Δε κουτάς να πεις τίπουτα κι του στόμουμα είνι πρώτου». 2. η φθορά της κόψης του μαχαιριού. «Του τσ’κούρ’ δε κόβ’ ντιπ. Έχ μιγάλου στόμουμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. στόμωμα <στομώ.

στουματαράς, -ού - αρκου, επίθ., αυτός ή αυτό που λέει πολλά και άσχημα λόγια. «Πήρι μια γ’ναίκα στουματαρού, χτουπών’ ούλου τουν κόσμου». ΕΤΥΜ. < αρχ. Ι. Ε. stom-en = στόμα.

στουμουμένου, επίθ, φθαρμένη κόψη μαχαιριού ή τσεκουριού. «Του μαχαίρ’ είνι στουμουμένου κι δε κόβ’ ντιπ».

στουμπίζου, ρ., χτυπώ κάτι με βαρύ αντικείμενο. «Τι του στουμπίειζς έτσ’ του πιδί; Θα του σκουτώεισς». ΕΤΥΜ. < μεσν. στούμπος < σλαβ. stompa, βλάχ. στόμπου = γουδοχέρι.

στουμπέτσ’, το, η άσπρη μπογιά για τα παπούτσια. «Βάψι τα παπούτσια μι του στουμπέτσ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. üstübeç < περσ. istibac = λευκός μόλυβδος.

στούμπους, ο, 1. το γουδοχέρι, 2. ο πολύ κοντός άνθρωπος. «Πήρι η Μάχη ένα στούμπου! Μια π’θαμή είνι».

στουμπώνου, ρ., 1. βουλώνω, ταπώνω, κλείνω τις τρύπες, «Στούμπουσι η νιρουχύτ’ς κι δεν τρέχ’ του νιρό». 2. δωροδοκώ. «Άμα του στουμπώεισς του γιατρό καμπόσνι παράδις θα γίν’ η δ’λειά σ’». ΕΤΥΜ. < από το μεσν στουπί < αρχ. στυπ(π)είον , ρ. στυπώνω.

στουμώνου, ρ., 1. αποστομώνω, «Δε κουτάς να πεις τίπουτα κι μιάφουρα σι στουμών’». 2. τρίτο πρόσωπο σημαίνει φθορά στην κόψη των μαχαιριών. «Στόμουσι του μαχαίρ’ κι δεν κόβ’ Θέλ’ ακόν’σμα». ΕΤΥΜ. <αρχ. στομώ < στόμα.

στραβουμουτσ’νιάζου, ρ., θυμώνω στραβώνοντας τα μούτρα. «Άμα διεις κανένα φαΐ κι δε σ’ αρέζ’ στραβουμουτσ’νιάειζς μιάφουρα». ΕΤΥΜ. <μεσν. < βεν. musona = γκριμάτσα < ιταλ. muso = ρύγχος, μουσούδα <λατιν. musum.

στραβουμουτσούνιασμα, το, το θύμωμα. «Τι στραβουμουτσούνιασμα είνι αυτό; Ποιος σι πείραξι»;

στραβουρόκανου, το, ροκάνι για την κατασκευή εσωτερικής εσοχής. «Φέρι του στραβουρόκανου να σιάσου απού μέσα του βαρέλ’». ΕΤΥΜ. <στραβό + ροκάνι.

στραγγουλνώ, ρ., στραγγίζω, πίνω και την τελευταία γουλιά. «Στραγγούλσι ούλου του νιρό». ΕΤΥΜ. < αρχ. στραγγάλη.

στραμπουλίζου, ρ., στρεβλώνω το χέρι ή το πόδι μου. «Παραπάτ’σα κι στραμπούλιξα του πουδάρ’».

στραμπούλ’μα, το, το στρέβλωμα. «Μ’ αυτό του στραμπούλ’μα δε μπουρώ να πουρ’πατήσου ντίπ». ETYM. < μεσν. < ιταλ. strambolare.

στραπατσάδα, η, φαγητό στο τηγάνι με αυγά, τυρί και ντομάτα. «Δεν έχουμι φαΐ του μισ’μέρ’ κι θα φκιάσουμι μια στραπατσάδα». ΕΤΥΜ. βεν. strapazzada < strarazzo = ανακάτεμα.

στράφτ’, τζάμπα, στο κενό, στον αέρα. «Πήγι στράφτ’ ούλους η κόπους». ETYM. < τουρκ. israf = σπατάλη.

στραχιάζου, ρ., κολλώ σε μια γωνία, μαζεύομαι στην άκρη. «Έβριχι κι στράχιασα σ’ ένα μπαλκόν’». ΕΤΥΜ. < το αστράχα = υδροροή της στέγης < μεσν. αστράκα < αρχ. όστρακον.

στράχιασμα, το, το στρίμωγμα. «Τουν είχι ένα στράχιασμα στουν τοίχου, τουν ψόφ’σι στου δικανίκ’».

στραχιασμένους, ο, επίθ., ο στιμωγμένος. «Τουν είχι στραχιασμένου στουν τοίχου κι δε μπουρούσι να φύγ’».

στρέ(χ)ου, ρ., 1. δέχομαι, «Ιγώ πάντους στρέου». 2. (στο τρίτο προσ.) φέρνει γούρι. «Δεν τουν στρέει ντιπ. Ούλου ανάπουδα τουν έρχουντι». ΕΤΥΜ. < αρχ. στέργω = προσέχω, φροντίζω.

στρι, φύγε! δρόμο! (προέρχεται χάριν συντομίας από το «στρίβε») «Στρι απού δω να μη συ δείρου». ΕΤΥΜ. < μεσν. στρίβω από τον αόρ. έστρεψα του αρχ. στρέφω.

στριφτάρ’, το, ο κρίκος με στρόφαλο για να μη στρίβει το σκοινί που είναι δεμένα τα υποζύγια.. «Κόπ’κι του στριφτάρ’ κι λύθ’κι η γάδαρους».

στρουβίλα, η, ο κωνικός καρπός της κουκουναριάς. «Θα μάσουμι στροβίλις, θα βγάλουμι τα κουκνάρια». ΕΤΥΜ. < από τη λ. στρόβιλος.

στρουβλιά, η, η κουκουναριά. «Στου Ντραγντέλ’ έχ’ ένα σουρό στρουβλιές».

στρούγγα, η, η στάνη. «Πέρνα μακριά απού τα’ στρούγγα γιατί έχ’ άγρια σκλιά». ΕΤΥΜ. μεσν. < αρωμ. strunga = ξαπλώνω, διασκορπίζω.

στρουγγιά, τα, παιδικό παιχνίδι με πέτρες. «Έλα να παίξουμι τα στρουγγιά!» ETYM. < μεσν. αρωμ. strunga.

στρουμπάδα, η, η φθορά της κόψης του τσεκουριού. «Κουπάν’σα του τσ’κούρ’ στ’ πέτρα κι του έκανα στρουμπάδις».

στρουσίδ’, το, 1. αυτό που στρώνουμε κάτω, 2. το σύνολο των υφαντών κλινοσκεμασμάτων. «Βάλι κανένα στρουσίδ’ στου σαλόν’». ΕΤΥΜ. <μεσν. στρωσίδιον, υποκ. του αρχ. στρώσις.

στρουφάρ’, το, τμήμα καλλιεργημένου χωραφιού. «Μουνάχα ένα στρουφάρ’ όργουσα». ΕΤΥΜ. < από τη λ. στροφή.

στρόφους, ο ψόφος, το θανατικό. Απαντάται στερεώτυπα στη φράση. «Να σι βαρέσ’ η στρόφους». = να πεθάνεις. ΕΤΥΜ. < από τη λέξη οίστρος που είναι ασθένεια των προβάτων.

στυλιάρ’, η 1. η ξύλινη λαβή από το τσεκούρι. ή από σκαπτικά εργαλεία. «Μ’ έσπασι του στυλιάρ’ απού του τσ’κούρ’» 2. η καποποίηση κάποιου. Το χτύπημα. «Έφαγι η Γιώρ’ς ένα στυλιάρ’! Θα του θ’μάτι».

στυλιάρουμα, το, ο ξυλοδαρμός. «Αυτός για να βάλ’ μυαλό θέλ’ ένα καλό στυλιάρουμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. στύλος < θ. στυ- + παραγωγικό επίθημα -λος.

στυλιαρώνου, ρ., χτυπώ με το στυλιάρι, δέρνω κάποιον. «Τουν στυλιάρουσα για τι μι κουρόιδιβι».

στ’φίζου, ρ., ειμαι στυφός. «Στ’φύζ’ν τα δαμάσκ’να. Δεν έγιναν ακόμα». ΕΤΥΜ. < αρχ. στύφω.

στ’φός, ο, επίθ., 1. ο στυφός, «Στ’φά ήταν τα μήλα που πήρις». 2. ο αγέλαστος άνθρωπος. «Τι στ’φός άνθρουπους είνι. Ούτι γιλάει τ’ αχείλι τ’».

στ’χώ, ρ., εκμισθώνω τη δουλειά μου. «Θα στ’χίσου σια μπρουστά στου Πουλυγυρνό». ΕΤΥΜ. βλέπε στοιχτός.

συγκαίουμι, ρ., έχω σύγκαμα. «Πουρπατούσα τρεις ώρις μι τ’ ζέστα κι συγκάηκα». ΕΤΥΜ. < συγκαίω < καύμα < καίω.

σύγκαμα, το, ο ερεθισμός δέρματος από περπάτημα. «Έχου στα σκέλια σύγκαμα κι δε μπουρώ να πιρπατήσου».

συδιμένους, ο, επίθ., ο λογοδοσμένος, ο αρραβωνιασμένος. «Ξένε τη θυγατέρα μου την έχω συδεμένη». Δημ. τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < αρχ. συνδέω = δένω μαζί < συν + δέω.

συμπράγκαλα, τα, τα αντικείμενά μας, το νοικοκυριό. «Θα πάμι στου κινούργιου του σπίτ’ κι θέλ’ να μάσουμι τα συμπράκαλα».

σύξυλου, το, η ολότητα. «Ήταν στ’ν ικκλησία ούλου του χουριό σύξυλου». ΕΤΥΜ. < συν + ξύλο.

συρουλόι, το, το σόι, το συγγενολόι. «Μαζεύκι στ’ γιορτή μ’ ούλου του σιρουλόι». ETYM. < αρχ. συρρέω < συ(ν) - + ρέω.

συρουλουϊά , η, βλέπε λ. συρουλόι.

σύρτ’ς, ο, σανίδα με κοτσάνι που μάζευαν το άχυρο. «Φέρι του σύρτ’ να μάσουμι του άχυρου». ΕΤΥΜ. < από το ρ. σύρω.

σφάζ’, πονεί. «Ιδώ στ’ μέσ’ μι σφάζ’ απ’ του προυί». ΕΤΥΜ. < αρχ. σφάζω.

σφαλαγγιά, η, τα τέσσερα μεγάλα αγκίστρια ενωμένα «Έβγαλα ένα μιγάλου χταπόδ’ μι τ’ σφαλαγγιά». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. φαλάγγιον.

σφαλνώ, ρ., κλείνω. «Σφάλ’να τα παράθυρα μη σπάσ’ν τα τζάμια». ΕΤΥΜ. < από τηλ. σφάλλω.

σφάχτ’ς, ο, ο οξύς, απότομος, παροδικός πόνος. «Μ’ έπιασι ένας σφάχτ’ς δε μπουρώ να ησυχάσου απ’ τουν πόνου». ΕΤΥΜ. < μτγν. σφάκτης < αρχ. σφάζω.

σφιντίλ’, το, το στρογγυλο μέρος που τοποθετείται στο κάτω μέρος του αδραχτιού. «Βάλι στου αδράχτ’ βαρύ σφιντίλ’ για να γυρίζ’ καλύτιρα». ΕΤΥΜ. < αρχ. σφόνδυλος.

σφιντόνα, η, 1. ένα ξύλο διχαλωτό που δένονται δύο λάστιχα κι αυτά ενώνονται με ένα πετσί. Με τη σφεντόνα κυνηγούν πουλιά. «Σκότουσα μι τ’ σφιντόνα ένα σουρό π’λιά». 2. γρήγορο τρέξιμο. «Σφιντόνα πήγινι τουν κατήφουρου». ΕΤΥΜ. < αρχ. σφενδόνη < λατιν. funda.

σφιντουνίζου, ρ., 1. ρίχνω κάτι με ορμή, «’Ελα να σφιντουνίξουμι απου μια πέτρα». 2. χτυπώ κάποιον, «Σα σι σφιντουνίξου στα μάγλα σ’ μια μπάτσα θα σι πω ιγώ»! 3. τρέχω στον κατήφορο. Σφιντούνιξ’ του απού δω σια κάτ’ να πας πιο γλήγουρα». ΕΤΥΜ. < αρχ. σφενδονίζω.

σφίξις, οι, η στενότητα, η πίεση, η στενοχώρια «Έχουμι σφίξεις πουλλές γιατί σπουδάζουμι τρία πιδιά». ΕΤΥΜ. < από το ρ. σφίγγω.

σφυτζιουρίζ’, ρ., απαντάται στο τρίτο πρόσωπο αποκλειστικά για τον αέρα. Φυσάει δυνατά. «Όξου η αέρας σφυτζιουρίζ’ πουλύ»! από τη λ. σφυρίζω. ΕΤΥΜ. < από το σφυρίζω σφυ(τζο)ρίζω.

σφυτζιούρ’σμα, το. Το δυνατό φύσημα του αέρα. «Κάν’ ένα σφυτζιούρ’σμα του παράθυρου όταν φ’σάει»!

σφούγκ’, το, όλα, το σπόγγισμα. «Όσα λιφτά έβγαλι τα’ κανι σφούγγια». ΕΤΥΜ. < αρχ. σφογγίζω < σπόγγος.

σφουγκάτου, το, το τηγανητό φαγητό από κρεμμύδια, παστό και αυγά. «Κάνι ένα σφουγκάτου να φάμι». ΕΤΥΜ. < μεσν. σφουγγάτον < αρχ. σπόγγος + παραγ. επίθημα - ατο.

σχίζα, ή σκίζα η, 1. το κομμάτι ξύλου που πετιέται με το σκίσιμο. «Μάσι τ’ς σχίζεις για προυσανάμματα». 2. ο πολύ ψηλός άνθρωπος. «Είνι η γιος μ’ μια σχίζα δυο μέτρα». ΕΤΥΜ. < αρχ. σχίζα.

σ’χουρνώ, ρ., συγχωρώ. «Σ’χώρνα τουν δε θα του ξανακάν’». ΕΤΥΜ. <αρχ. συγχωρώ = συναντώ κάποιον. < συν- + χωρώ < χώρος.

σ’χώριου, το, η συγχώρεση. «Αυτό του κουρίτσ’ που πήρις είνι μπουκιά κι σ’χώριου».

σώκουρου, το, το στενό περιθώριο μεταξύ δύο παράλληλων ακμών σανίδας. «Θα καλαφατίσου τα σόκουρα τ’ς βάρκας γιατί βάζ’ νιρά». ΕΤΥΜ. < έσω = μέσα + χώρος. Εσώχωρο / σώχωρο / σώκωρο / σώκουρου.

σώψουμου, το, το εσώψωμον. Το σταβόξυλο που ενώνει την καρίνα με το ποδόσταμο. «Μιτά τ’ καρίνα η μάστουρας θα βάλ’ του σώψουμου». ΕΤΥΜ. < από το επίρρ. έσω + ψωμί.

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ