Χ
χαβάδια, τα, πάντα στον πληθυντικό. Η όρεξη, το κέφι. «Ιγώ έχου τα βάσανα μ’ κι σεις έχιτι τα χαβάδια σας». ΕΤΥΜ. < χαβά + υποκ. επίθημα - αδι. < τουρκ. hava = μελωδία.
χαβαλέ, επίρρ., επιπόλαια, αστεία. «Μη παίρν’ς ούλου τα πράματα χαβαλέ». ΕΤΥΜ. < τουρκ. havale = η ανάθεση της δουλειάς και της ευθύνης σε άλλον.
χαβαλιτζής, ο, ο μη σοβαρός. «Δεν είνι να τουν δώεισς να κάν’ τίπουτα. Είνι πουλύ χαβαλιτζής».
χαβαλιτζίδ’κα, επίρρ., επιπόλαια. χαλαρά. «Δεν έχου πουλύ δ’λειά κι τ’ μέρα τ’ν πιρνώ χαβαλιτζίδ’κα».
χαβάς, ο, 1. ο σκοπός των τραγουδιών, «Άκου ένα τραγούδ’. Έχ’ καλό χαβά». 2. η καλή κατάσταση ενός πράγματος. «Δεν έχ’ν χαβάδια οι ιλιές φέτου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. hava = μελωδία.
χαβδουτά, επίρρ., με τα πόδια ανοιχτά. «Μη μαρή κάθισι μι χαυδουτά πουδάρια». ETYM. < επίθ. χαβδός < λαβδός < αρχ. λάβδα = το γράμμα
χαβδώνου, ρ., ανοίγω τα πόδια μου. «Άμα τ’ς ακουμπήεισς τ’ς γ’ναίκις μιάφουρα χαβδών’».
χάβρα, η, η φασαρία. ΕΤΥΜ. < τουρκ. havra = συναγωγή Εβραίων.
χαδιά, η, Το κολητήρι. Μια σφήνα μπρούτζινη με λαβή. «Φέρι του καλάι, του νισαντίρ κι τ’ χαδιά να κουλήσου του μπακράτσ’».
χάζ’, το, το χάζεμα. «Έλα να κάνουμι λιγάκ’ χάζ’ μι τα μ’κρά που παίζ’ν». ETYM. < τουρκ. haz = ευχαρίστηση.
χαζουβράκ’ς, ο, ο ατημέλητος, ο ασυμμάζευτος, ο ασουλούπωτος. «Μη τουν δίν’ς τίπουτα. Είνι πολύ χαζουβράκ’ς κι θα τα χάσ’». ΕΤΥΜ. < χάνω + βρακί < χασβράκης < χαζοβράκης.
χαϊάτ’, το, το σκεπαστό μπροστά από το σπίτι ή την καλύβα. «Πάμι να δ’λέψουμι στου χαϊάτ’ γιατί άρχισι να βρέχ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. hayat = υπόστεγο.
χαϊβάν’, το, το ζώο, το κορόϊδο, ο βλάκας. «Πρόσιξι καλά μη σι πιάν’ για χαϊβάν’ οι άλνοι». ETYM. < τουρκ. hayvan = ζώο.
χαϊλές, ο, ο βρωμιάρης, ο ανεπρόκοπος. «Άντι ρε χαϊλέ τσακίσ’ απού δω». ETYM. < αλβαν. hale < τουρκ. hala αποχωρητήριο, βρωμιάρης.
χαΐρ’, το, η προκοπή. «Ξένα λιφτά χαΐρ δεν έχ’ν». ΕΤΥΜ. < τουρκ. hayir = ωφέλιμος, χρήσιμος.
χαϊρεύου, ρ., προκόβω, και επί φυτών αναπτύσσομαι. «Πέντι χρόνια του έχου του κλήμα κι δε μπουρεί να χαϊρέψ’».
χαϊρλίδ’κα, τα, η ευχή για προκοπή. «Χαϊρλίδ’κου του μ’λάρ’ που πήρις».
χαλάλ’, το, το δοσμένο με ευχαρίστηση, με την καρδιά. «Πάει πουλύ καλά στου σχουλειό. Χαλάλ’ τα λιφτά που μι τρώει». ETYM. < τουρκ. helal = νόμιμος, δικαιωματικός.
χαλαλίζου, ρ., προσφέρω κάτι με ευχαρίστηση. «Δε σι χαλαλίζου μ’ αυτήν που θέλ’ς να πάρ’ς».
χαλασμένους, ο, μτχ., 1. ο χαλασμένος, 2. ο ανόητος, ο ξεφευγάτος. «Τιλικά είσι πουλύ χαλασμένους». ΕΤΥΜ. < αρχ. χαλώ = χαλαρώνω, λύνω.
χαλαστός, ο, η φελομάνα από το γρίπο, ο σάκκος του γρίπου. «Τιλειών’ η καλάθα. Φάν’κι η χαλαστός». ΕΤΥΜ. < αρχ. χαλώ = χαλαρώνω.
χαλίπουμα, το, το αργοσβήσιμο, η ελάττωση της έντασης της φωτιάς. «Η φουτιά θέλ’ χαλίπουμα για να ψήεισς τα ψάρια γιατί θα τα κάψ’».
χαλιπών’, ρ., πάντα σε τρίτο πρόσωπο, αποκλειστικά για τη φωτιά. Σιγοσβήνει. «Τώρα που χαλίπουσι η φουτιά φέρι να ψήσουμι τα λουκάν’κα». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. χαλεπός = πιεστικός < χαλεπώνω, χαλιπώνω.
χαλκάς, ο, ο κρίκος. «Κόπ’κι η χαλκάς κι χάλασι του καπίστρ’ απού του γάδαρου». ΕΤΥΜ. αντιδ. < τουρκ. halka = δαχτυλίδι < αρχ. χαλκός.
χαλκιάς, ο, ο σιδεράς. «Πάεινι τα γ’νιά στου χαλκιά να σι τα φκιάσ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. χαλκεύς.
χαλκιδιό, το, το σιδηρουργείο. «Πάρι τα τσ’κούρια κι πάϊνι τα στου χαλκιδιό να τα ακουνίσ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. χαλκείον.
χαλνώ, ρ., 1. καταστρέφω, «Τ’ χάλασα τ’ καλύβα». 3. κάνω ψιλά, «Χάλασί μι ένα χιλιάρκου». 4. διαλύω σχέσεις, «Τα χάλασαν η Γιώρ’ς μι τ’ Μαρίγια». 5. αλλάζω τον χαρακτήρα μου προς το χειρότερο. «Είχαμι ένα καλό πιδί, χάλασι κι αυτό». 6. δαφθείρω. «Μη κάν’ παρέα μι του Λιφτέρ’ γιατί θα σι χαλάσ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. χαλώ = χαλαρώνω, λύνω.
χαμαλίκ’, το, η βαριά δουλειά, η αγγαρεία. «Άλλους κάν’ τα χαμαλίκια κι άλλους παίρ’ν τ’ς παράδις». ΕΤΥΜ. < τουρκ. hamalik < hamal = χαμάλης.
χαμένου σ’ντράν’, το, (φράση) το χαμένο υποκείμενο, ο παλιάνθρωπος. «Μη τουν κάν’ς παρέα. Είνι χαμένου σ’ντράν’». ΕΤΥΜ. < βλάχ. strain = ρούχο.
χάμ’κου, το, το τσίπουρο στην πρώτη του απόσταξη. «Πήραμι πουλύ χάμ’κου απ’ τα τσίπ’ρα. Θα βγάλουμι πουλύ ρακί».
χαμνός, ο, επίθ., ο υποδιέστερος, ο παρακατιανός. «Πήρα απ’ του λάδ’ διακόσις χιλιάδις. Χαμνά είνι»; ΕΤΥΜ. < από το επίρρ. χάμω < αρχ. χαμαί.
χαμουλόι, το, το σύνολο των ελιών που πέφτουν κάτω στο χώμα. «Τ’ς χτύπ’σι πουλύ η δάκους τ’ς ιλιές κι θα μάσουμι ένα σουρό χαμουλόι». ΕΤΥΜ. < μεσν. < χαμαί < αρχ. χαμαί + λέγω = συλλέγω.
χάμουρα, τα, τα εξαρτήματα του ζώου που είναι ζεμένο στο κάρο. «Βάλι τα χάμουρα κι ζέψι του κάρου να πααίνουμι». ΕΤΥΜ. < ρουμ. hamuri = σαγή ίππου.
χαμούρα, η, γυναίκα ανήθικη. «Η γναίκα τ’ Μήτσ’ είνι πουλύ χαμούρα» ΕΤΥΜ. < τουρκ. hamur = ζυμάρι. < λατιν. camura θηλ. του canor = καμπύλος.
χαμουτζής, ο, αυτός που κατάγεται από τη στερεά Ελλάδα. «Πήρι έναν χαμουτζή απού του Καρπινίσ’». ΕΤΥΜ. επίρρ., χάμω = κάτω.
χαμπάρ’, το, η είδηση, η αντίληψη. «Παντρεύκις κι δε πήρα χαμπάρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. haber = είδηση.
χαμπαρίζου, ρ., υπολογίζω, κατανοώ, λογαριάζω. «Δε χαμπαρίζ’ απού τίπουτα».
χαμπάρ’σμα, το, η κατανόηση. «Άσ’ τουν αυτόν. Του πατσί τ’ δεν παίρν’ απού χαμπάρ’σμα».
χαμπέρ’, το, η είδηση, το μαντάτο. «Τι χαμπέρια μας φέρν’ς απού τ’ πόλ’»;
χαμώι, το, το ισόγειο δωμάτιο. «Άναψι του τζιάκ’ στου χαμώι να ψήσουμι ψάρια». ΕΤΥΜ. < από το αρχ. επίρρ. χαμαί = κάτω.
χαντάκουμα, το, η καταστροφή. «Τι χαντάκουμα είνι αυτό μι του δάνειου. Κιφάλ’ δε μπουρώ να σ’κώσου». ETYM. < μεσν. χανδάκιον υποκ. του μτγν. χάνδαξ - ακος < αραβ. khandaq = τάφρος.
χαντακουμένους, ο, μτχ., 1. ο βουλιαγμένος, 2 ο κατεστραμμένος. «Είμι χαντακουμένους στα χρέια».
χαντακώνου, ρ., καταστρέφω κάποιον. «Αν μι καρφώεισς για του σπίτ’ μι χαντάκουσις».
χαντούμ’ς, ο, ο ευνούχος. «Δε παντρέβιτι γιατί είνι χαντούμ’ς». ΕΤΥΜ. <τουρκ. hadim = ευνούχος.
χάξ’μου, το, το αφηρημένο κοίταμα. «Διέ τουν χάξ’μου που κάν’ σα διεί καμμιά μ’κρή»! ΕΤΥΜ. < ρ. χάσκω < λατιν. hascere = χάσκω, ανοίγω το στόμα μου.
χαξ’τός, ο, επίθ., αυτός που έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Έφαγα δυο καυτιρές πιπιριές κι έμεινα χαξ’τός». «Αν σας πω ένα νέου θα μείν’τι χαξ’τοί».
χαράζ’, ρ., απρόσωπο. Ξημερώνει. «Όταν χαράξ’ θα πάμι να σκώσουμι τα δίχτυα». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. χαράσσω < χάραξ.
χαραή, επίρρ., τα χαράματα, πρωί - πρωί. «Μας πήρε μέρα χαραή μέρα το μεσημέρι». Δημ. Τραγ. Νικήτης. ΕΤΥΜ. < από συμφυρμό των λ. χάραμα + αυγή.
χαράκ’, το, η σειρά, η γραμμή. «Ούλα τα τιτράδια είνι μι χαράκια». ΕΤΥΜ. < μτγν. χαράκιον υποκ. του αρχ. χάραξ - ακος.
χαράμ’ το, άδικα, ανώφελα. «Χαράμ’ πήγι η κόπους μ’ τόσα χρόνια». ΕΤΥΜ. < τουρκ. haram = απαγορευμένο από τη θρησκεία κακό < αραβ. harim = απαγορευμένος.
χάραμα, το, η χαραυγή. «Του χάραμα θα ξικινήσουμι για του χουράφ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. < αρχ. χάραγμα.
χαραμάδα, η, το κενό ανάμεσα σε δυο σταθερά πράγματα. «Στούμπου τ’ς χαραμάδις να μη μπαίν’ μέσα η αέρας». ΕΤΥΜ. < αρχ. χαραμίς.
χαραμίζου, ρ., ξοδεύω στα χαμένα. «Βάλι κι φάει όσου μπουρείς. Μη του χαραμίειζς ούλου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. haram = απαγορευμένο.
χαραμουφάης, ο, αυτός που τρώει τζάμπα. «Δε δ’λεύ’ ντιπ. Είνι μιγάλους χαραμουφάης».
χαράμ’σμα, το, το άσκοπο ξόδεμα. «Αυτό δεν είνι ξόδιμα. Είνι χαράμ’σμα».
χαραμ’τζής, ο, επίθ., ο τεμπέλης. «Είνι σκέτους χαραμ’τζής. Τρώει ούλου τα έτοιμα».
χαράρ’, το, η λινάτσα που κουβαλούσαν το άχυρο. «Θα κουβαλήσου του άχυρου στ’ καλίβα μι του χαράρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. harar = μεγάλος σάκος.
χαραρέτ’, το, η χαρά. «Έχ’ τα χαραρέτια τ’ σήμιρα». ΕΤΥΜ. < αρχ. χαίρω < χαρά.
χαράτσ’, το, κάθε φόρος. «Πληρώνουμι για του σπίτ’ καλό χαράτσ’ κάθι χρόνου». ΕΤΥΜ. < μεσν. < τουρκ. haraç = κεφαλικός φόρος.
χαράτσουμα, το, η επιβολή φόρου. «Έφαγα απού τ’ν ιφουρία μιγάλου χαράτσουμα».
χαρατσώνου, ρ., 1. ζημιώνω, 2. επιβάλλω φόρο, «Του πούλ’σα του χουράφ’ κι μι χαράτσουσι για τα γιρά του κράτους».
χάρβαλου, το, το κατατρυπημένο, το κατεστραμμένο αντικείμενο. «Του τσιουβάλ’ είνι χάρβαλου. Μη βάειζς μέσα στάρ’». ETYM. < μεσν. <χάρβαλον ή χάραβλον.
χαρκαλάς, ο, αγκράφα στη ζώνη, στο λουρί. «Έβγαλι του λουρί κι τουν κουπανούσι μι τουν χαρκαλά». ΕΤΥΜ. < μτγν. χάρκωμα = χάλκινο αγγείο <αρχ. χάλκωμα < χαλκός.
χαρκόλακκας, ο, ο υπαίθριος λάκκος που άναβαν φωτιά και τοποθετούσαν το καζάνι για να ζεστάνουν το νερό ή να βράσουν φαγητό. «Βάλι του καζάν’ στου χαρκόλακκα να βράσουμι τα ψιχτάλια». ΕΤΥΜ. < λάκκος + χαλκός < χαλκόλακκος < χαρκόλακκας.
χαρουμέρ’, το, το ψάρεμα τα χαράματα. «Αύριου θα πάμι στου χαρουμέρ’ για χταπόδια».
χάσκαρ’ς ή χάσκας, ο, επίθ., ο χαζός, αυτός που χάσκει. «Πρόσιχι ρε χάσκαρ’ όταν ουδηγάς για να μη κουπανίσουμι πουθινά».
χάσ’κου, ρ., ανοίγω το στόμα μου «Χάξι καλό μ’. Ουρκινούδ’». ΕΤΥΜ. < αρχ. χάσκω < λατιν. hiscere = χάσκω, ανοίγω το στόμα.
χάσ’κου, το, το άσπρο και εκλεκτό ψωμί.. «Αγόρασα να φάμι χάσ’κου ψουμί». ΕΤΥΜ. < τουρκ. has = εκλεκτός.
χασλαμάς, ο, το φυτώριο από λαχανικά. «Δώσι μι λίγου χασλαμά μαρούλια να βάλου». ΕΤΥΜ. < asilama = εμβολιασμός φυτών.
χασ’ντόλιας, ο, επίθ., 1. ο χαζός, ο αγαθός, «Είσι ντιπ χασ’ντόλιας κι πιστεύ’ς ό,τ’ σι πουν». 2. ο ξεχασιάρης. «Που του άφσις πάλι του σακάκ’ χασ’ντόλια»; ΕΤΥΜ. < από το ρ. χάνω (το μυαλό μου) ξεχνώ.
χασουμέρ’ς, ο, επίθ., ο αργόσχολος. «Είνι πουλύ χασουμέρ’ς στη δ’λειά τ’». ΕΤΥΜ. < χασο- ( < χάνω ) + - μέρι < μέρα.
χασουμέρια, η, το χάσιμο χρόνου. «Αυτές οι ιλές είνι σκέτ’ χασουμέρια».
χασουμιρώ, ρ., 1. χάνω τον καιρό μου άσκοπα, «Δ’λέβτι κι μη χασουμιράτι». 2. δουλεύω αργά. «Κάνι γλήγουρα. Πουλύ χασουμιράς».
χάφτας, ο, 1. αυτός που τρώει πολύ, «Σταμάτα να τρως συνέχεια ρε χάφτα». 2. ο ευκολόπιστος. «Είνι πουλύ χάφτας . Ό,τ’ τουν πεις του πιστεύ’». < αρχ. χαυνώ.
χάφτου, ρ., 1. καταπίνω χωρίς να μασώ, «Χάφτι να γίν’ς διακόσις ουκάδις». 2. (μεταφ.) πιστεύω εύκολα. «Μη τα χάφτ’ς ό,τ’ σι πούν». ΕΤΥΜ. < μεσν. χάπτω < αρχ. κάπτω = καταβροχθίζω, καταπίνω.
χαχάλ’, το, το λειρί του πετεινού. «Η πιτ’νός μας έχ’ του καλύτιρου χαχάλ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. χαχάλιν υποκ. του χαχάλα.
χαχαμίχους, ο, επίθ., ο χαζός. «Είσι ντιπ χαχαμίχους». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ.. λέξη από τον ήχο του γέλιου.
χαχαντούρα, η, η πολύ μεγάλη φωτιά. «Τουν Αη Γιάνν’ θα ανάψουμι χαχαντούρις να π’δήξουμι απού πάν’». Ηχομ. λέξη.
χάχας, ο, ο χαζός. «Τι κοιτάειζς σα του χάχα»; ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη.
χαψάρουμα, το, το γρήγορο και μάσημα «Η νους σ’ είνι ούλου στου χαψάρουμα. Θα γίν’ς ικατό ουκάδις». ΕΤΥΜ. βλέπε λ. χάφτου.
χαψαρώνω, ρ., τρώω γρήγορα και λαίμαργα ή τρώω τζάμπα. «Είχα για κέρασμα ένα βάζου γλυκό κι του χαψάρουσις κι αυτό».
χάψας, ο, αυτός που τρώει. «Είνι μιγάλους χάψας. Δε σταματάει ντιπ του φαΐ».
χαψί, το, ο γαύρος. «Αγόρασα για του μισ’μέρ’ μια ουκά χαψί». ΕΤΥΜ. <τουρκ. hamsi = αντσούγια, γαύρος.
χαψιά, η, μπουκιά. «Αυτό του φαΐ που μ’ έβαλις είνι δυο χαψές». ΕΤΥΜ. < από το θ. του αορ. έχαψα (ρ. χάφτω) και το επίθημα - ια.
χέζας ή χιζιάρ’ς, ο, ο δειλός. «Δε κάν’ για τέτχις δ’λές. Είνι πουλύ χέζας». ΕΤΥΜ. < αρχ. < χέδ-jω = αποπατώ = χέζω.
χειρόβουλου, το, βλέπε λ. χειρουβουλιά.
χειρουβουλιά, η, τα στάχια ή χόρτα ή λουλούδια που χωρούν στο ένα χέρι. «Μάσι μια χειρουβουλιά λουλούδια να σι κάνου ένα στιφάν’». ΕΤΥΜ. μεσν. < χερόβολον < χειρ- + - βόλον < -βόλος < βάλλω.
χειρουβουλιάζου, ρ., κρατώ όσα χωράει η χούφτα μου. «Είνι πουλλά. Δε μπουρώ να τα χειρουβουλιάσου ούλα».
χειρουμύλια, τα, οι δυο πλάκες τρόγγυλες που εφάπτονταν. Στη μέση της μιας υπήρχε μια τρύπα. Την πάνω πλάκα την κινούσαν κυκλικά με μια λαβή. Στην τρύπα έβαζαν το σιτάρι και το άλεθαν για να κάνουν το πληγούρι για τραχανά. «Θα πάου στα χειρουμύλια να κάνου μπλουγκούρ’ για τραχανά». ΕΤΥΜ. < μεσν. χειρόμυλος < μτγν. χειρομύλων < χείρ = χέρι + μύλος.
χιουνιάς, ο, η παγωνιά. «Όξου έχ’ μιγάλου χιουνιά. Μη βγαίντι ντιπ θα ξιπαϊάστι». ΕΤΥΜ. < μεσν. χιόνιον υποκ. του αρχ. χιών – όνος, αρχ. επίθ. χιονωτός.
χιρέτ’μα, το, 1. ο χαιρετισμός, 2. ο ασπασμός εικόνων. «Μιτά του χιρέτ’μα στ’ν Ανάστασ’ θα πάου σπίτ’ για μαγειρίτσα». ΕΤΥΜ. < μτγν. <αρχ. χαίρω + παραγ. επίθημα - ημα.
χλαμπάτσα, η, 1. το φλέγμα «Μη πιτάς τ’ χλαμπάτσα όπ’ να ’νι». 2. αρρώστεια των προβάτων. «Τα πρόβατα τα έπιασι χλαμπάτσα». ΕΤΥΜ. <βλάχ. γκλαμπεάτσα < αλβαν. κelbaze.
χλαμπατσιάρ’κου, το, το μικρό ασθενικό παιδί. Βλέπε λ. χλαμπατσιάρς.
χλαμπατσιάρ’ς, ο, επίθ., 1. ο μιξιάρης, «Άντι ρε χλαμπατσιάρ’! Πάεινι λίγου σια πέρα, γιατί θα ξιράσου». 2. (μεταφ.) ο νεαρός στην ηλικία. «Πέρασαν απ’ τ’ν αυλή καμπόσνοι χλαμπατσιαροί κι δε μι άφ’σαν ούτι ένα κιράσ’». ΕΤΥΜ. < αρωμ. galbeatsa < λατιν. < galbintis = κίτρινος < αλβ. Gëlpagë < kelp = πτύον.
χλιαπατώ ή χλαπακιάζου, ρ. τρώω γρήγορα. «Πότι του χλιαπάτσις του φαΐ κιόλας»; ΕΤΥΜ. < από τη λέξη χλαπαταγή = θόρυβος < οχλοπαταγή <όχλος + πάταγος.
χ’λιάρ’, το, το κουτάλι. «Βάλι στου τραπέζ’ κι τα χλιάρια γιατί έχουμι σούπα». ΕΤΥΜ. < χουλιάρι/χοχλιάρι < μτγν. κοχλιάριον υποκ. του αρχ. κοχλίας.
χ’λιάρα, η, η κουτάλα. «Φέρι τα χ’λιάρα να σας βάλου σούπα».
χ’λιάρας, ο, επίθ., ο άψητος, ο ντελικάτος. «Άντι ρε χ’λιάρα σήκου άμα σι βαστάει του τσιουβάλ’ μι τ’ς ιλιές»!
χλιαριά, η, η κουταλιά. «Βάλι μι δυο χλιαρές κουμπόστα να φάου».
χ’λιαρίζου, ρ., τρώω με το κουτάλι λαίμαργα. «Πότι του χλιάρ’σις του φαΐ ακόμα δε του κένουσα».
χ’λιαρούδ’, το, το κουταλάκι. «Δε βρίσκου ένα χλιαρούδ’ για τουν καφέ».
χλιμιντρώ, ρ., χρεμετίζω. «Τι έπαθαν τα άλουγα κι χλιμιντρούν»; ΕΤΥΜ. < μεσν. χλιμι(ν)τρίζω < αρχ. χρεμετίζω.
χλιό, το, επίθ., το χλιαρό. «Του νιρό για τ’ βάφτισ’ να είνι χλιαρό να μη κάψουμι του πιδί». ΕΤΥΜ. < αρχ. <θ. χλι- (του ρ. χλιαίνω) + παραγ. επίθημα - αρος.
χλιούμ’ς, ο, ο ακοινώνητος. ΕΤΥΜ. < αρχ. χλούνης = ευνούχος. «Άσ’ τουν του χλιούμ. Δε κάν’ μι κόσμου».
χλουρουθέρ’, το, το θέρισμα σε αγίνωτα σιτηρά. «Κόψι λιγάκ’ χλουρουθέρ’ να δώσου τα μ’λάρια να φάν’».
χλουρουκούκια, τα, τα χλωρά κουκιά. «Έφαγα πουλλά χλουρουκούκια κι μι πείραξαν». ΕΤΥΜ. < χλωρός + κουκιά.
χ’νέρ’, η, η φάρσα, το πάθημα. «Έπαθα μιγάλου χ’νέρ’ στ’ θάλασσα μι τα βάρκα. Μι χάλασι η μηχανή κι ήρτα μι τα κουπιά». ΕΤΥΜ. < τουρκ. hüner = δεξιοτεχνία.
χοβ, πάντα στον ενικό και προτάσσεται το «ένα» Μια στιγμή, μια φορά «Ένα χοβ σι είδα στου παναΐρ’ κι μιτά ιξαφανίσ’κις».
χόβουλ’, η, η πολύ ζεστή στάχτη. «Βάλι τ’ς πατάτις στ’ χόβουλ’ να ψηθούν». ΕΤΥΜ. < μεσν. < βεν. fogolo, αθοβόλι = τόπος που βγάζουν τη στάχτη. < μεσν. αθός = στάχτη < αρχ. άνθος +- βόλι < βάλλω.
χόλιασμα, το, ο θυμός. «Έκανι ένα χόλιασμα που δε τουν πήραμι στου χουρό! Ούτι μας κρέν’». ΕΤΥΜ. < από τη λ. χολή.
χουβαρντάς, ο, ο απλοχέρης. «Η Αντών’ς είνι πουλύ χουβαρντάς» ΕΤΥΜ. < τουρκ. hovarda = χουβαρντάς.
χουζμέτ’, το, η ψιλοδουλειά «Σήκου να κάνουμι κανένα χουσμέτ’» ΕΤΥΜ. < τουρκ. hizmet = 1. εξυπηρέτηση, 2. υπηρεσία.
χουζούρ’ ή χουζούριμα, το, η απραξία, η τεμπελιά. «Το’ριξα σήμιρα στου χουζούρ’». ΕΤΥΜ. < τουρκ. huzur = αδράνεια.
χουζουρεύου, ρ., τεμπελιάζω. «Χουζουρεύου απ΄του προυί».
χουζουρλής, ο, ο οκνός, ο αδρανής. «Η Πούλιους είνι πουλύ χουζουρλής άνθρουπους».
χούι, το, το ελάττωμα, η κακή συνήθεια. «Κακό χούι κι αυτό του τσιγάρου. Να διούμι πότι θα του κόψου». ΕΤΥΜ. < τουρκ. huy = όλες οι συνήθειες ενός ανθρώπου.
χουιάζ’, ρ., χωνιάζει, απρόσωπο. Μπάζει αέρας, κρύο. «Πάμι να φάμι σι κανένα αμπάγκιου γιατί ιδώ χουιάζ’ απού παντού». ΕΤΥΜ. < σλαβ. huj(ati).
χουλιασμένους, ο, μτχ., ο θυμωμένος. «Δε μας κρέν’. Κάν’ του χουλιασμένου».
χουλνάου, ρ., θυμώνω. «Μη τουν πειράειζς γιατί χουλνάει μι του τίπουτα». ETYM. < αρχ. χολώ < χόλος < χολή.
χουντράδις, οι, τα χοντρά και προσβλητικά λόγια. «Μη λές χουντράδις. Να είσι ιβγινικό πιδί». ΕΤΥΜ. < χοντρός + παραγ. επίθημα - αδα.
χουντρουμπαλάς, ο, ο χοντρός. «Η ένας απ’ τα πιδιά μ’ είνι λιανός αλλά ι άλλους είνι χουντρουμπαλάς». ΕΤΥΜ. < χοντρός + μπάλα.
χουντρουμπούμπλιακους, ο, ο μικρός που είναι υπερβολικά χοντρός. «Η γιος σ’ είνι πουλύ χουντρουμπούμπλιακους».
χουρατατζής, ο, επίθ., ο αστείος. «Είνι πουλύ χουρατατζής άνθρουπους. Ψουφάς στα γέλια».
χουρατό, το, το αστείο, το χωρατό. «Άσ’ τουν του Γιώρ’. Δε ξέρ’ απού χουρατά». ΕΤΥΜ. < μεσν. < χωρίον < χωρα(τευ)το ουδ. του επιθ. χωρατευτός < ρ. χωρατεύω.
χουρίζου, ρ., 1. βάζω ξεχωριστά, «Χώρσι τα ξύλα σι λιανά κι χουντρά». 2. κόβω ύφασμα στα μέτρα κάποιου για να το ράψω, «Χώρ’σα ένα καλό ύφασμα για φουστάν’». 3. με παίρνει τα μέτρα ο τσαγγάρης για να με ράψει παπούτσια, «Πήγα στουν τσαγγάρ’ κι χώρ’σα παπούτσια για του πιδί» 4. παίρνω διαζύγιο, «Τά ’μαθις; Τουν χώρ’σι η γ’ναίκα τ’». 5. διαιρώ τα μελίσσια και τα πολλαπλασιάζω. «Χώρ’σα τα μιλίσσια κι τα έκανα άλλα τόσα». ΕΤΥΜ. < αρχ. < επίρρ. χωρίς.
χουρουμπόλ’, το, το κέφι για χορό και διασκέδαση. «Ψουφάει για χουρουμπόλια. Κάθι μέρα είνι στα μπουζούκια». ΕΤΥΜ. < αρχ. χορός.
χούφταλου, το, ο πολύ γέρος και αδύνατος. «Διε του χούφταλου χουρό που στιβάζ’! Άς είνι ουγδόντα χρουνού»! ΕΤΥΜ. < χούφτα/φούχτα + πραγ. επίθημα - αλο.
χουφτώνου, ρ., 1. κρατώ κάτι στη χούφτα μου, «Χούφτου καμπόσα λιφτόκαρα να φάμι». 2. βάζω χέρι στις γυναίκες. «Όποια γ’ναίκα γνουρίσ’ τ’ χουφτών’».
χουχλάκα, η, η στρόγγυλη πέτρα. «Άμα σι κουπανίσου μια μι τ’ χουχλάκα θα διείς ισύ». ΕΤΥΜ. < μτγν. κοχλάδιον/κιχλίδιον υποκ. του αρχ. κόχλος = όστρακο.
χουχλακίζου, βράζω, κοχλάζω. «Χουχλακίζ’ του νιρό. Βάλι τα μακαρόνια μέσα». ΕΤΥΜ. μτγν. < αρχ κοχλάζω.
χουχλάκισμα, το, το βράσιμο. «Θέλ’ν οι πατάτις ακόμα χουχλάκιασμα».
χουχλακ’στό, το, επίθ., το βραστό. «Κάνι καμπόσα αυγά χουχλακ’στά να πάρουμι στου χουράφ’».
χουχλιούμι, ρ., 1. κάνω τα χέρια μου χου, χου να ζεσταθούν, «Τι χουχλιέσι κι δεν έρχισι στου τζιάκ’ να ζισταθείς»; 2. πονώ και αναστενάζω. «Τι έπαθις κι δε κιμάσι κι ούλου χουχλιάειζς του βράδ’»; «Ούλ’ τ’ν νύχτα σ’ άκουγα κι χουχλιούσαν. Θα μι πεις τι έπαθις»; ΕΤΥΜ. < ονοματ. λέξη από το χου, χου.
χούχλου, το, το ολιγόλεπτο βράσιμο. «Να πάρ’ του φαΐ ακόμα ένα χούχλου κι μιτά κατέβασί του απ’ τ’ φουτιά». ΕΤΥΜ. < από το ρ, κ(χ)οχλάζω.
χουχλώ, ρ,. Κάνω με την ανάσα μου χου-χου για να ζεσταθεί κάτι.
«Να τα χουχλίκ’ς τα χέρια σ’ για να ζισταθούν».
χουχούτ’μα, το, το χούγιασμα. «Έλιγι ούλου κουσβάδις. Κι τουν τραβάμι ένα χουχούτ’μα! Σταμάτ’σι μιάφουρα». ΕΤΥΜ. < ηχομιμ. λέξη χου, χου.
χούχρια,τα, τα πολύ μικρά σκουπιδάκια. «Του τραπέζ’ να του ξισκουνίεισς γιατί γιόμουσι χούχρια».
χουχ’τάου, ρ., χουγιάζω, γελώ δυνατά. «Ήρτι ξέν’ ουμάδα να παίξ’ μπάλα κι συνέχεια οι θ’κοί μας τ’ς χουχ’τούσαν». ΕΤΥΜ. < ηχομ. λ.
χράμ’, το, η υφαντή κουβέρτα. «Θα υφάνου δυο χράμια για προίκα». ΕΤΥΜ. < τουρκ. ihram = λευκός μανδύας των Μουσουλμάνων.
χρειαζούμινους, ο, μτχ., ο απαραίτητος, ο αναγκαίος. «Τ’ν πήγαν στου γάμου τ’ νύφ’ δώρα χρειαζούμινα». ΕΤΥΜ. < αρχ. χρεία = ανάγκη.
χρουνίζου, ρ., καθυστερώ, χρονίζω. «Σ’ έστειλα να παίξ’ λίγου κι χρόν’σις ως που να γυρίεισς». ΕΤΥΜ. < χρόνος + παραγ. επίθημα – ιζω < αρχ. χρονίζω.
χ’τάζου, ρ., κοιτάζω, βλέπω. «Τι χ’τάειζς σα χάχας». ΕΤΥΜ. < κοιτάζω <αρχ. = βάζω κάποιον στο κρεβάτι, ξαπλώνω < κοίτη.
χτικιάζου, ρ., 1. με έπιασε φυματίωση, 2. (μεταφ) με έπιασε αγανάκτηση. «Χτίκιασα απ’ του κακό μ’». ΕΤΥΜ. < μεσν. κτικιάζω < μτγν. εκτικός = πυρετός < αρχ. έξι = συνήθεια + ρηματ. επίθημα -αζω.
χτικιάρ’ς, ο, ο φυματικός. «Σα χτικιάρ’ς βήχ’ς μι του τσιγάρου. Κόψτου να γλιτώεισς».
χτικιασμένους, ο, μτχ., ο φυματικός.Βλέπε λ. χτικιάρ’ς.
χτικιό, το, η φυματίωση. «Η παπούς μ’ πέθανι απού χτικιό». ΕΤΥΜ. <μεσν. κτικιό < κτικιάζω.
χτινάς, ο, αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει χτένια. «Θα δώσου τα χτένια στου χτινά να μι τα φκιάσ’». ΕΤΥΜ. < μτγν. χτένιον/κτένα από την αιτ. του αρχ. κτείς - κτενός.
χτούπουμα, το, η αποστόμωση, η κακολογία. «Μια καλή κουβέντα δε σι λέει. Ούλου στου χτούπουμα τουν έχ’ η νους».
χτουπουσιάρ’ς, ο, αυτός που κακολογεί. «Μη τουν λές τίπουτα. Ξέρ’ς τι χτουπουσιάρ’ς είνι»;
χτουπώνου, ρ., κακολογώ, αποστομώνω. «Δε μπουρείς να τουν πείς τίπουτα. Μιάφουρα σι χτουπών’». ΕΤΥΜ. < αρχ. κτυπώ. < κτύπος.