Η απόφαση του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. για απαγόρευση των συναθροίσεων προκάλεσε την αντίδραση κομμάτων της αντιπολίτευσης, νομικών και πολιτών, ανοίγοντας έναν έντονο διάλογο. Οι ανησυχίες για τα δικαιώματα και την ελευθερία μας.
Το τανκ της Χούντας εισβάλει στην είσοδο του Πολυτεχνείου,
ακούγονται πυροβολισμοί και ένας φοιτητής από το ραδιόφωνο των εξεγερμένων απαγγέλλει το τον εθνικό ύμνο και με μια σπαρακτική τρεμάμενη κραυγή κλείνει… “χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!”.Πριν 47 χρόνια δεν επέλεξε τυχαία τον Εθνικό Ύμνο ο αγωνιστής φοιτητής, καθώς πρόκειται για τον “Ύμνο εις την Ελευθερία”, όπως τον τιτλοφόρησε ο Διονύσιος Σολωμός. Αποτύπωνε δηλαδή ανάγλυφα το διακύβευμα της εξέγερσης του πολυτεχνείου, αλλά και το την κυριότερη διαχρονική επιδίωξη των νεωτερικών κοινωνιών.
Σήμερα, 47 χρόνια μετά από εκείνη την μέρα, με την απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας για απαγόρευση των συναθροίσεων άνω των τεσσάρων (4) ατόμων, από την 15η έως την 18η Νοεμβρίου, ξεκίνησε ένας έντονος αλλά κρίσιμος διάλογος. Το πρώτο ερώτημα είναι “ως που μπορεί να φτάσει η περιστολή των ελευθεριών” ακόμα και όταν αιτία είναι μια φονική πανδημία; Το δεύτερο ερώτημα, που προέκυψε από την απόφαση αυτή, αφορά την Συνταγματικότητά της ή μη.
Το News 24/7 καταγράφει το χρονικό της απόφασης αυτής, τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της, ενώ καταγράφει αντίστοιχα μέτρα στο εξωτερικό, τις διαδηλώσεις-πολιτικές εκφράσεις που παρακολουθήσαμε διεθνώς εν μέσω πανδημίας και κλείνει με ένα επίκαιρο και διαχρονικό ερώτημα.
Το χρονικό της απόφασης
Για να φτάσουμε στην απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, έχουν προηγηθεί σειρά μέτρων, αλλά και γεγονότων-σταθμών, που μας είχαν προετοιμάσει για την απόφαση αυτή. Η αρχή έγινε με την πρώτη ΠΝΠ (Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου) στις 25.2.2020, όπου προβλεπόταν η προσωρινή απαγόρευση λειτουργίας Σχολικών Μονάδων, Θεάτρων, Κινηματογράφων κ.λπ., Μουσείων, Ιδιωτικών επιχειρήσεων, Δημοσίων Υπηρεσιών και Οργανισμών και γενικώς χώρων συναθροίσεως κοινού κ.λπ.
Οι ΠΝΠ, περιλαμβάνονται στο άρθρο 44 του Συντάγματος, αποτελούσαν για δεκαετίες ένα άγνωστο αρκτικόλεξο για τους περισσότερους Έλληνες και έμελλε να τις γίνουν περισσότερο γνωστές στα μνημονιακά χρόνια. Από το 2010 μέχρι τα τέλη του 2014, είχαν υπογραφεί 38 ΠΝΠ, ενώ όπως είχε καταγράψει το “Ποτάμι” του Σταύρου Θεοδωράκη μεταξύ 2000 και 2003 μόλις το 2.7% των νόμων ήταν τέτοιες Πράξεις. Την περίοδο 2010-2014 ψηφίστηκαν 502 νόμοι εκ των οποίων οι 29 ήταν κυρώσεις πράξεων νομοθετικού περιεχομένου ήτοι 5,8%. Με λίγα λόγια στα μνημονιακά χρόνια είδαμε περίπου τον διπλασιασμό τους.
Tι γράφει η παράγραφος 1 του άρθρου 44 του Συντάγματος για τις ΠΝΠ:
1. Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Yπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Oι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Bουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παράγραφος 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Bουλής σε σύνοδο. Aν δεν υποβληθούν στη Bουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής.
Όπως γίνεται φανερό και στους μη “κατέχοντες” τη νομική επιστήμη, οι ΠΝΠ αφορούν εξαιρετικά ειδικές περιστάσεις και δίνουν τη δυνατότητα στο Υπουργικό Συμβούλιο, να εκδίδει πράξεις με ισχύ νόμου μέχρι να κυρωθούν -ή να μην εγκριθούν- απ’ την Βουλή, παρότι δεν διαθέτει το όργανο αυτό άμεση λαϊκή νομιμοποίηση, καθώς τα μέλη του διορίζονται με διάταγμα από τον ΠτΔ έπειτα από πρόκληση του ΠΘ και δεν χρειάζεται να έχουν εκλεγεί στο Κοινοβούλιο. Αρκεί να θυμηθούμε την θύελλα αντιδράσεων, όταν το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ με ΠΝΠ μετέφερε τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της Κυβέρνησης σε ενιαίο λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδας με επιτόκιο 2,4%,
Η χώρα λοιπόν εδώ και περίπου 10 μήνες κυβερνάται κατ’ ουσίαν με ΠΝΠ, ακόμα και όταν τα κρούσματα ήταν ελάχιστα. Η Ελλάδα δεν ακολουθούσε τη συνήθη, θεσμική και δημοκρατικά ορθότερη διαδικασία ακόμα και όταν δεν υπήρχε λόγος να συμβαίνει το αντίθετο.
Η εγγενής ροπή της εξουσίας στην παράκαμψη των ορθότερων δημοκρατικών διαδικασιών και πρακτικών είναι διαχρονική και δεν αφορά μόνο την σημερινή Κυβέρνηση. Ωστόσο, πλέον γίναμε μάρτυρες μιας επιμονής πέραν -ενδεχομένως- του θεμιτού. Όταν λοιπόν στις 22 Μαρτίου εξεδόθει η ΠΝΠ, που περιλάμβανε το ενδεχόμενο απαγόρευσης κυκλοφορίας. Η ΠΝΠ εκείνη, η οποία κυρώθηκε αργότερα από την Βουλή των Ελλήνων, προέβλεπε μεταξύ άλλων:
“...είναι δυνατόν, με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, να επιβάλλεται, για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, σε όλη την Επικράτεια ή σε ορισμένη μόνο περιοχή, απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, στις οποίες συμμετέχει ένας ελάχιστος αριθμός ατόμων”.
Από το πρώτο κύμα της πανδημίας διαμορφώθηκε το νομικό οπλοστάσιο, για την απόφαση του Αρχηγού της αστυνομίας, ενώ αυτό συνέβη με μια πρακτική, η οποία σίγουρα δεν αποτελεί την πιο ορθή. Υπό αυτές τις δυσχερείς συνθήκες για την δημοκρατία και με την πλειονότητα του πολιτικού, νομικού και μιντιακού στερεώματος να δείχνει κατανόηση λόγω της έκτακτης συνθήκης της πανδημίας στην επιλογή της κυβέρνησης, καταλήξαμε να ανοίγουμε τον διάλογο περί ελευθερίας… ετεροχρονισμένα.
Η αντίδραση της αντιπολίτευσης
Όπως ήταν λοιπόν αναμενόμενο, η Κυβέρνηση που στο πρώτο κύμα διέθετε την νομιμοποίηση της κοινής γνώμης -σύμφωνα με τα δημοσκοπικά δεδομένα -, για να διοικεί το κράτος με ΠΝΠ και άρα σε ένα περιβάλλον περιορισμένου δημοκρατικού πνεύματος, αξιοποίησε το νομικό οπλοστάσιο που εκείνη δημιούργησε. Πλήρωςσυντεταγμένη με την απόφαση του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ., εκμεταλλεύτηκε το θεσμικό πλαίσιο και στήριξε την απόφαση.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αντέδρασαν στην απόφαση για απαγόρευση των συναθροίσεων, με τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 μαζί με φορείς, νασυνυπογράφουν ένα κείμενο ενότητας εναντίον αυτής της απόφασης,το οποίο θα μνημονεύεται για αρκετά χρόνια. Στο κείμενο αυτό τα τρία κόμματα ανέπτυξαν ως κύριο επιχείρημα το γεγονός, ότι η απόφαση αυτή πρόκειται για πρόδηλη παραβίαση “του συνταγματικού δικαιώματος της συνάθροισης (άρθρο 11), επιβάλλοντας συνολική ανεπίτρεπτη αναστολή της ελευθερίας συνάθροισης και όχι απλά έναν ορισμένο τοπικό περιορισμό”.
Το Κίνημα Αλλαγής απείχε από τη σύμπραξη αυτή, ωστόσο εναντιώθηκε στην απόφαση, κάνοντας λόγο για μια διχαστική επιλογή της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, ενώ η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου επίσης έθιξε το ζήτημα της αναστολής του άρθρου 11 του Συντάγματος, υπενθυμίζοντας ότι αυτό έχει ξανασυμβεί μόνο επί Χούντας.
Με λίγα λόγια σύσσωμη η αντιπολίτευση αντιτάχθηκε στο μέτρο αυτό, με το κυρίαρχο επιχείρημα να είναι η αναστολή του άρθρου 11 του Συντάγματος και συνεπώς η παραβίαση μιας θεμελιώδους δημοκρατικής ελευθερίας. Εξάλλου το δικαίωμα συνάθροισης, αποτελεί ένα από τα παλαιότερα δικαιώματα και συναντάται ήδη στο Σύνταγμα του 1864.
Σύγκρουση για τη συνταγματικότητα της απόφασης
Τι γράφει, όμως το εν λόγω άρθρο, που έμελλε να αποτελέσει την κορωνίδα των επιχειρημάτων της αντιπολίτευσης, αλλά και να εκληφθεί ως ένας κανόνας δικαίου ταυτόσημος και απαραίτητος για την ελευθερία; Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Συντάγματος: (παρ. 1) Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα και (παρ. 2) μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει.
Σύμφωνα με την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, “η γενική απαγόρευση δεν παύει και αυτή να αφορά συγκεκριμένη συνάθροιση η οποία έχει εξαγγελθεί για ορισμένο τόπο και χρόνο με το ένα ή άλλο περιεχόμενο. Δεν μπορεί να επεκταθεί σε απαγόρευση και κάθε άλλης συνάθροισης σε ολόκληρη γεωγραφική περιοχή (πχ σε Νομό ή πολύ περισσότερο σε όλη την Επικράτεια) διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με αναστολή της ισχύος του άρθρου 11 του Συντάγματος κάτι που μόνο στις έκτακτες συνθήκες του άρθρου 48 του Συντάγματος (κατάσταση πολιορκίας) μπορεί να συμβεί (Σβώλου/Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος , Β’ , 1955, 228 και σε Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδ. 2006, 489)”.
Εκτός του παραπάνω η Ένωση υπογράμμισε, ότι η ερμηνεία του άρθρου 5 του Συντάγματος, που επικαλέστηκε ο Αρχηγός της Αστυνομίας και θέτει την ζωή ώς ύψιστο έννομο αγαθό, ”δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής στις μαζικές υπαίθριες συναθροίσεις”.
Παράλληλα, όπως εκθέτει ο νομικός, Θανάσης Καμπαγιάννης και εκλεγμένος σύμβουλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΣΑ , σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στον Ρ/Σ “Στο Κόκκινο”, υπογράμμισε ότι η επίκληση του αρ. 5 του Συντάγματος σε μια ερμηνευτική δήλωση δεν αρκεί για να θεμελιώσει την απόφαση, ενώ υπογράμμισε ότι το νομοσχέδιο Χρυσοχοΐδη σχετικά με την απαγόρευση των διαδηλώσεων επίσης δεν επαρκεί, για να σταθεί νομικά η απόφαση του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ., καθώς απαιτείται σύμφωνη γνώμη δικαστικού για την απαγόρευση συνάθροισης.
Στον αντίποδα, η άποψη που όπως φαίνεται υιοθέτησε και το ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο για την Συνταγματικότητα των νόμων, το ΣτΕ, είναι πως δεν τίθεται ζήτημα Συνταγματικότητας. Κατά πάσα πιθανότητα το σκεπτικό της απόφασης βασίζεται στο γεγονός, ότι η απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων αποσκοπεί στην προστασία της δημόσιας υγείας ως συλλογικού ανώτατου έννομου αγαθού που συντίθεται από τα συνταγματικά θεμελιώδη δικαιώματα της υγείας, όπως έχει γράψει ο νομικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Τσιλιώτης Χαράλαμπος.
Παράλληλα, ο πρώην αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος, μιλώντας στον Ρ/Σ ΣΚΑΪ επικαλέστηκε το νόμο 4683/2020 με τον οποίο κυρώθηκε η πράξη νομοθετικού περιεχομένου της 20ής Μαρτίου 2020, που αναφέρθηκε παραπάνω και προβλέπει ότι με εισήγηση της επιτροπής των λοιμωξιολόγων μπορεί ο αρχηγός της Αστυνομίας να επιβάλλει και γενική απαγόρευση για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Τέλος, αναφέρθηκε στο γεγονός, ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνδέει με τη δημόσια ασφάλεια με την συλλογική υγεία.
Η διεκδίκηση της ελευθερίας διεθνώς
Από την στιγμή, που το ΣτΕ γνωμοδότησε υπέρ της Συνταγματικότητας της απόφασης υπάρχει επίσημη φωνή, που υποδεικνύει εάν τηρείται η νομιμότητα στην απόφαση αυτή. Σαφώς επιδέχεται αμφισβητήσεων, όμως πλέον οι κυριότεροι προβληματισμοί αφορούν το ζήτημα της ελευθερίας και εάν αυτή θίγεται με τέτοιες αποφάσεις.
Δεν αρκεί μόνο να λάβουμε υπόψη την καταχρηστική αξιοποίηση των ΠΝΠ, που υποσκάπτουν τα δημοκρατικά θεμέλια, αλλά να εξετάσουμε το πώς αξιοποιήθηκε η πανδημία ως μέσο ποδηγέτησης της ελευθερίας των πολιτών ανά τον κόσμο.
Στο Ιράν οι έλεγχοι στα ΜΜΕ έγιναν εντατικότεροι μετά το ξέσπασμα του κοροναϊού, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες ο κορονοϊός έγινε η αιτία για να αυστηροποιηθούν οι έλεγχοι στα σύνορα, που επιδίωκε εδώ και χρόνια ο Ντόναλντ Τραμπ. Την ίδια ώρα στο Ισραήλ και τη Σιγκαπούρη, οι κυβερνήσεις επικαλούνται την κρίση για το Covid-19 για να παρακολουθούν τις κινήσεις ανθρώπων σε κινητά τηλέφωνα, ενώ στην Ινδία, τα μέλη του κυβερνώντος κόμματος του Narendra Modi κατηγόρησαν διαδηλωτές που εναντιώθηκαν νέους νόμους περί ιθαγένειας από τα μέσα Δεκεμβρίου του 2019.
Και στην Ευρώπη είδαμε παρόμοιες τάσεις, παρά την διακηρυκτική δέσμευση των ισχυρών κρατών για θωράκιση των θεσμών, μέσω των χρηματοδοτήσεων. Στην Ουγγαρία, ο Όρμπαν, διέδιδε διαρκώς, ότι υπάρχει «σαφής σύνδεσμος» μεταξύ των μεταναστών και του κοροναϊού, οδήγησε το Κοινοβούλιο στην ψήφιση νόμου, που έδωσε στην κυβέρνησή του άδεια τον Μάρτιο να κυβερνά μέσω διαταγμάτων για τα ζητήματα σχετικά με την πανδημία.
Σε ολόκληρο τον κόσμο είδαμε την πανδημία, να γίνεται το όχημα για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων, που ουδεμία σχέση είχαν με την αντιμετώπιση της πανδημίας. Είναι λοιπόν δεδομένο, ότι συχνά δεν μπορούν οι πολίτες να εμπιστεύονται απόλυτα τις προθέσεις των κυβερνήσεων, ακόμα και όταν εκείνες διατείνονται ότι οι πράξεις τους αποσκοπούν στην ανάσχεση της διασποράς του κορονοϊού. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο, οι διάφορες αποφάσεις, ειδικά όταν θίγουν θεμελιώδεις δημοκρατικές ελευθερίες να αμφισβητούνται και να μην γίνονται αποδεκτές ελαφρά τη καρδία.
Βέβαια, εκτός από την τάση όσων κατέχουν την εξουσία, να εκμεταλλεύονται τον κορονοϊό για να εξυπηρετήσουν την ατζέντα τους, έγινε επίσης φανερό, ότι η ελευθερία ως κυρίαρχο και διαχρονικό διακύβευμα των νεωτερικών κοινωνιών, δεν είναι εύκολο να λησμονηθεί ακόμα και μπροστά στον υπαρκτό κίνδυνο μιας ασθένειας, που μπορεί να αποβεί μοιραία.
Γίναμε μάρτυρες εντυπωσιακών διαδηλώσεων, αλλά και μαζικής συμμετοχης σε πολιτικές διαδικασίες. Χαρακτηριστική είναι η συμμετοχή-ρεκόρ στις Αμερικανικές εκλογές, με σχεδόν 160 εκ. Ψηφοφόρους, εκ των οποίων πολλοί ψήφισαν με την φυσική τους παρουσία ενώ οι νεκροί είχαν ξεπεράσει τους 200.000 αποτελεί ένα καλό παράδειγμα της ύψιστης σημασίας της ελευθερίας για τον σύγχρονο άνθρωπο.
Όχι μόνο στην χώρα μας την Πρωτομαγιά, έγινε μια μαζική συγκέντρωση από το ΠΑΜΕ, αλλά και στο εξωτερικό καταγράφηκαν μαζικές συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες σε χώρες όπως το Ισραήλ παρά τo κατά τόπους lockdown. Στην Πολωνία, που η κυβέρνηση, προσπάθησε να καταργήσει τις αμβλώσεις, ο λαός εξεγέρθηκε παρά τον υγειονομικό κίνδυνο και ανέτρεψε τα σχέδια της κυβέρνησης.
Κινδυνεύουν τα δικαιώματά μας;
Όπως συνάγεται από τα προηγούμενα, σε αρκετές περιπτώσεις η πανδημία εξελίχθηκε σε πρώτης τάξεως ευκαιρία, για την εφαρμογή καταπιεστικών πολιτικών, ενώ αντίστοιχα αρκετές είναι και οι περιπτώσεις, που οι λαοί αντιστάθηκαν.
Υπάρχει κίνδυνος και στην Ελλάδα ,με αφορμή την 17η Νοεμβρίου να βιώσουμε μια απώλεια της ελευθερίας μας, η οποία μελλοντικά δεν θα ανακτηθεί; Σύμφωνα με το ΣτΕ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο -τουλάχιστον αυτήν την στιγμή. Η απάντηση όμως δεν είναι τόσο απλή και σίγουρα ξεπερνά τα όρια της νομικής επιστήμης. Και αυτό γιατί αναδύεται ένα ερώτημα είναι πρωτίστως ηθικό: “Πόση από την πολιτική, κοινωνική και ατομική ελευθερία μου δέχομαι να απωλέσω στο όνομα της πανδημίας;”.
Το μόνο βέβαιο είναι, ότι η πορεία της 17ης Νοεμβρίου δεν πρόκειται για μια συνήθη επέτειο ή γιορτή, καθότι ούτε οργανώνονται θεσμικά από το κράτος εορτασμοί με μαζικές συναθροίσεις, όπως στις εθνικές εορτές, ούτε ο κόσμος που συμμετέχει στην πορεία μνήμης το πράττει μόνο για να τιμήσει τους αγωνιστές που αντιστάθηκαν στην Χούντα. Όπως και πέρσι, η πορεία συχνά λαμβάνει τον χαρακτήρα διαδήλωσης και έκφρασης πολιτικής δυσαρέσκειας. Άρα οι περιορισμοί δεν αφορούν απλώς έναν εορτασμό, αλλά πολύ περισσότερο μια λαϊκή πάλη και άρα υπεισέρχονται στο πολύτιμο πεδίο της ελεύθερης πολιτικής έκφρασης.