Μέτωπο κατά της επαναφοράς του δικαστικού ενσήμου, δηλαδή του αποκαλούμενου αγωγόσημου, δημιουργείται σε δικαστικό επίπεδο. Μετά τη σφοδρή αντίδραση των δικηγόρων, που πραγματοποίησαν αποχή από τα καθήκοντα τους και συγκέντρωση διαμαρτυρίας, και οι εισαγγελείς συντάσσονται με την άποψη ότι το μέτρο «μόνον τους οικονομικά αδυνάτους αποτρέπει από την άσκηση της αγωγής ενώ οι οικονομικά ισχυροί αναλαμβάνουν
ευκολότερα τον κίνδυνο απόρριψης». Επισημαίνουν μάλιστα πως «δεν εξυπηρετεί παρά μόνο το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, το οποίο όμως δεν μπορεί να προτάσσεται των ανθρωπίνων και συνταγματικών δικαιωμάτων».
Το αποκαλούμενο αγωγόσημο είναι η θέσπιση υποχρέωσης προς τους πολίτες να καταβάλλουν ως δικαστικό ένσημο το 1% του αιτούμενου ποσού σε αναγνωριστικές αγωγές με αντικείμενο πάνω από 250.000 ευρώ.
Και στο Κτηματολόγιο;
Ο πρόεδρος του ΔΣΑ, Δημ. Βερβεσός μάλιστα, μιλώντας πρόσφατα στη συγκέντρωσης διαμαρτυρίας των δικηγόρων είχε πει πως «αναλόγως της ερμηνείας που θα προκριθεί είναι πιθανόν να απαιτηθεί η καταβολή δικαστικού ενσήμου και στις δίκες του Κτηματολογίου για την αναγνώριση δικαιούχου, επί αγνώστου ιδιοκτήτη ή επί εσφαλμένης αρχικής εγγραφής (εφόσον η αξία του ακινήτου υπερβαίνει τις 250.000 €). Δηλ. για να αναγνωρίσει το δικαίωμα κυριότητάς του ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να καταβάλει ποσό 2.648 € για ακίνητο αξίας 250.000 €. Με δεδομένη την προφανή δυσχέρεια καταβολής ενός τόσο υψηλού ποσού δικαστικού ενσήμου, ευελπιστούμε ότι δεν πρόκειται για μια ακόμη απαράδεκτη μεθόδευση του Δημοσίου, προκειμένου να υφαρπάξει την περιουσία όσων Ελλήνων πολιτών είχαν την ατυχία να μην υποβάλλουν έγκαιρα δήλωση εγγραφής στο Κτηματολόγιο».
Η επιστολή
Η επιστολή της Ενωσης Εισαγγελέων (εδώ) έχει ως εξης:
«Προς: Τον Υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Κωνσταντίνο Τσιάρα
Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Με την παρούσα επιστολή επιθυμούμε να σας γνωρίσουμε τη θέση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας επί του ζητήματος που ανακύπτει μετά την επαναφορά του τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου, και μάλιστα με αναδρομική ισχύ για ήδη ασκηθείσες αγωγές (άρθρο 42 ν. 4640/2019, ΦΕΚ 190 Α/29-11-2019).
Η προκαταβολική είσπραξη του τέλους με τον ν. 4640/2019 εκ μέρους του δημοσίου, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας της δίκης, και επί ποσού κατά κανόνα μείζονος του τελικώς επιδικαζόμενου, αντίκειται στις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των αρθρ. 20 παρ.1, 26 παρ.3, 94 παρ.4, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ.3 και 14 παρ. 1 Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα κυρωθέντος με το ν. 2462/1997.
Η εξαίρεση των αναγνωριστικών αγωγών από του τέλους δικαστικού ενσήμου καθιερώθηκε και διατηρήθηκε επί μακρόν στην υπηρεσία των δικαιωμάτων ελεύθερης πρόσβασης σε δικαστήριο και ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου.
Είναι σαφές, ότι η επιβάρυνση του διαδίκου με δικαστικό ένσημο, πριν την αναγνώριση του δικαιώματός του δηλαδή σε ένα επισφαλέστατο για τον ίδιο στάδιο της διαδικασίας, μόνον τους οικονομικά αδυνάτους αποτρέπει από την άσκηση της αγωγής ενώ οι οικονομικά ισχυροί αναλαμβάνουν ευκολότερα τον κίνδυνο απόρριψης.
Η επιβολή του δικαστικού ενσήμου σε πρώιμο και επισφαλές για τον διάδικο στάδιο δεν συνδέεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης και δεν εξυπηρετεί παρά μόνο το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, το οποίο όμως δεν μπορεί να προτάσσεται των ανθρωπίνων και συνταγματικών δικαιωμάτων».