14.1.22

Ηλεκτροσόκ από τους λογαριασμούς ρεύματος


 Ένα νοικοκυριό με κατανάλωση 600 κιλοβατωρών τον Νοέμβριο θα πληρώσει επιπλέον 80 ευρώ σε σχέση με πέρυσι.
Για σήμερα, η Ελλάδα εμφανίζει στον ευρωπαϊκό χάρτη τη δεύτερη μετά την Ελβετία (233,82 ευρώ) υψηλότερη χονδρεμπορική τιμή στα 226,2 ευρώ η μεγαβατώρα, 

Οι στρεβλώσεις της ελληνικής αγοράς με τους «μαγικούς» κωδικούς που εκτινάσσουν το ενεργειακό κόστος

Άρχισαν να καταφθάνουν οι λογαριασμοί με τις καταναλώσεις του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου, του πλέον καυτού διμήνου, που οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά κινήθηκαν πάνω από τα 230 ευρώ η μεγαβατώρα, αγγίζοντας κάποια στιγμή και ιστορικό ρεκόρ στα 415,94 ευρώ. 

Απανωτά σοκ προκαλούν στους οικιακούς καταναλωτές οι λογαριασμοί ρεύματος, που παρά τις κρατικές επιδοτήσεις δεν λένε να ξεφουσκώσουν. Αντιθέτως, από τις αλυσιδωτές αυξήσεις που πυροδότησε η ενεργειακή κρίση, η επιβάρυνση για τα ελληνικά νοικοκυριά, που μετά τον Αύγουστο άρχισε να γίνεται μήνα με τον μήνα όλο και πιο αισθητή, με την έλευση του νέου έτους έχει γίνει δυσβάσταχτη καθώς άρχισαν να καταφθάνουν οι λογαριασμοί με τις καταναλώσεις του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου, του πλέον καυτού διμήνου κατά το οποίο οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά κινήθηκαν πάνω από τα 230 ευρώ η μεγαβατώρα, αγγίζοντας κάποια στιγμή και ιστορικό ρεκόρ στα 415,94 ευρώ!


Η εκτίναξη

Το μηνιαίο επιπλέον κόστος για ένα νοικοκυριό με κατανάλωση 600 κιλοβατωρών μόνο για το ρεύμα και όχι για το σύνολο του λογαριασμού, υπολογίζεται για τον Νοέμβριο σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020, περί τα 80 ευρώ μετά την αφαίρεση της κρατικής επιδότησης των 39 ευρώ. 

Χωρίς την επιδότηση δηλαδή ο καταναλωτής θα πλήρωνε παραπάνω 119 ευρώ. Τον Δεκέμβριο, με την εκτίναξη της χονδρεμπορικής τιμής από τα 229 ευρώ/μεγαβατώρα του Νοεμβρίου στα 235 ευρώ/μεγαβατώρα, το επιπλέον κόστος για την ίδια κατανάλωση ρεύματος φτάνει στα 100 ευρώ μετά την επιδότηση. Τα νούμερα μάλιστα είναι συντηρητικά, αφού αναφέρονται σε καταναλώσεις της τάξης των 600 κιλοβατωρών τον μήνα, που σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς θεωρούνται χαμηλές για τους χειμερινούς μήνες που πολλά νοικοκυριά κάνουν χρήση ηλεκτρικών συσκευών για θέρμανση. Οι υψηλές εξάλλου καταναλώσεις του προηγούμενου διμήνου, λόγω θέρμανσης, είναι ο βασικός λόγος που φουσκώνουν οι λογαριασμοί του Ιανουαρίου.


Ο ετεροχρονισμός των χρεώσεων μεταφέρει για τους επόμενους μήνες τις μεγάλες επιβαρύνσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές θα πρέπει να οπλιστούν με ψυχραιμία διότι θα συνεχίσουν να παραλαμβάνουν φουσκωμένους λογαριασμούς μέχρι και τον Μάρτιο που θα εκκαθαριστούν πλήρως οι τριμηνιαίες καταναλώσεις από τον Νοέμβριο και μετά, ανεξάρτητα από το κατά πόσον θα συνεχιστεί η αποκλιμάκωση που εμφανίζει η χονδρεμπορική τιμή τον Ιανουάριο. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η κυβέρνηση προχώρησε στην παράταση των μέτρων στήριξης για τον Ιανουάριο, επιδοτώντας τα οικιακά τιμολόγια για την πρώτη κατοικία με το συνολικό ποσό των 157 εκατ. ευρώ.



Τα ελληνικά νοικοκυριά πάντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι τα μοναδικά στην Ευρώπη που επωμίζονται το σύνολο των αυξήσεων της χονδρεμπορικής τιμής. Στις ώριμες και ανταγωνιστικές αγορές της Ευρώπης μόνο ένα ποσοστό 20%-25% της λιανικής τιμής επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής.


Τα πρόσθετα κόστη

Οι προμηθευτές ρεύματος στην Ελλάδα μετακυλίουν μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής όχι απλώς το αυξημένο κόστος της χονδρεμπορικής τιμής αλλά και τις προσαυξήσεις που διαμορφώνουν το τελικό κόστος της ενέργειας που αγοράζουν οι ίδιοι για τους πελάτες τους. Οι προσαυξήσεις αυτές δεν είναι καθόλου αμελητέες. 

Τον Νοέμβριο, για παράδειγμα, το τελικό κόστος εκκαθάρισης της αγοράς έφτασε στα 295,93 ευρώ η μεγαβατώρα από τα 229 ευρώ της χονδρεμπορικής τιμής και τον Δεκέμβριο στα 316,4 ευρώ από τα 235 ευρώ. Οι προσαυξήσεις με κωδικούς ΛΠ1, ΛΠ2,  ΛΠ3 αντανακλούν κόστη που είτε έχουν να κάνουν με απώλειες του συστήματος μεταφοράς και διανομής, που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αφορούν ρευματοκλοπές, είτε την έλλειψη ευέλικτης ισχύος και εφεδρειών της αγοράς, αποτέλεσμα της έλλειψης ενός μακροχρόνιου ρεαλιστικού σχεδιασμού, παράγοντες για τους οποίους δεν ευθύνεται ο καταναλωτής που καλείται να πληρώσει.


Τον Νοέμβριο, για παράδειγμα, οι καταναλωτές πλήρωσαν τον κωδικό ΛΠ1 που αντιστοιχεί σε απώλειες του συστήματος (Υψηλή Τάση) 7,97 ευρώ η μεγαβατώρα. Τον κωδικό ΛΠ2 που αντιστοιχεί σε κόστη για τη διαθέσιμη από τους παραγωγούς εφεδρεία του συστήματος, 2,08 ευρώ η μεγαβατώρα και για τον Κωδικό ΛΠ3 που αντιστοιχεί στο κόστος για την αγορά εξισορρόπησης, 5,50 ευρώ η μεγαβατώρα. Ασύλληπτο για ευρωπαϊκή χώρα είναι δε το κόστος για τις απώλειες δικτύου, κοινώς ρευματοκλοπές, το οποίο ακολουθεί τη διακύμανση της λιανικής τιμής και τον Νοέμβριο διαμορφώθηκε στα 35 ευρώ η μεγαβατώρα, από 10-12 ευρώ η μεγαβατώρα προ κρίσης, μόλις δηλαδή 4 ευρώ χαμηλότερα από την κρατική επιδότηση.


Οι στρεβλώσεις κοστίζουν

Τα επιπλέον αυτά κόστη δεν συνδέονται με τους εξωγενείς παράγοντες (φυσικό αέριο και CO2) που οδηγούν την κούρσα των ανατιμήσεων, αλλά με δομικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς, η οποία κρατάει σταθερά τα σκήπτρα της ακριβότερης ευρωπαϊκής αγοράς. 

Για σήμερα, η Ελλάδα εμφανίζει στον ευρωπαϊκό χάρτη τη δεύτερη μετά την Ελβετία (233,82 ευρώ) υψηλότερη χονδρεμπορική τιμή στα 226,2 ευρώ η μεγαβατώρα, παρά την υψηλή συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα (38,6%) και των υδροηλεκτρικών (12,3%) και την περιορισμένη στο 20,1% συμμετοχή του ακριβού φυσικού αερίου. Η διαμόρφωση των τιμών ρεύματος τόσο στη χονδρεμπορική όσο και στη λιανική αγορά αποτέλεσε αντικείμενο διερεύνησης για τη ΡΑΕ, η οποία αναμένεται να προβεί και σε σχετικές ανακοινώσεις την προσεχή Δευτέρα, ενώ αυτεπάγγελτη έρευνα για τον εντοπισμό αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών στην αγορά της λιανικής ξεκίνησε λίγο πριν από τα Χριστούγεννα η Επιτροπή Ανταγωνισμού.


Χρύσα Λιάγγου

13.01.2022


https://www.kathimerini.gr