Το 2023 σε ισχύ η νέα αγροτική πολιτική της ΕΕ με προτεραιότητα στις «βιώσιμες» καλλιέργειες. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα.
Το Green Deal, με το οποίο η ΕΕ θέλει να γίνει «κλιματικά ουδέτερη» ως το 2050, θέτει ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους. Μέχρι το 2030 οι αγρότες θα πρέπει να μειώσουν τη χρήση παρασιτοκτόνων κατά 50%, αλλά και τη χρήση χημικών λιπασμάτων κατά 20%. Επιπλέον
Υψηλότερη απόδοση, λιγότερες βιολογικές καλλιέργειες;
Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει τα δεδομένα της εξίσωσης. Τόσο οι ρωσικές επιθέσεις στην Ουκρανία, όσο και οι δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία επηρεάζουν την παραγωγή ειδών πρώτης ανάγκης, καθώς και οι δύο χώρες είναι από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς παγκοσμίως σε τρόφιμα όπως τα σιτηρά, το ηλιέλαιο, η σόγια, το καλαμπόκι. Μιλώντας στην Deutsche Welle ο Ρόμαν Σλάστον, γενικός διευθυντής του συνδέσμου Ukrainian Agribusiness Club (UCAB), που εκπροσωπεί τα συμφέροντα του αγροδιατροφικού τομέα στην Ουκρανία, περιγράφει την κατάσταση ως εξής: «Στις περιοχές που έχουν καταλάβει τα ρωσικά στρατεύματα δεν υπάρχει καμία οικονομική δραστηριότητα. Δεν υπάρχουν ούτε καύσιμα, τα ρωσικά τανκς κυκλοφορούν στους δρόμους. Εμείς βρισκόμαστε στην κεντρική Ουκρανία, αλλά τα αποθέματά μας έχουν καταστραφεί». Ένας Ολλανδός καλλιεργητής, ο Κέες Χουιζίνγκα, που είχε εγκατασταθεί πριν από χρόνια σε ένα αγρόκτημα 200 χλμ. νότια του Κιέβου, λέει στην Deutsche Welle ότι «για τους αγρότες στην Ουκρανία, όπου κι αν είναι η παραγωγή τους, είναι σχεδόν αδύνατο να την εξάγουν. Και αυτό γιατί όλα τα λιμάνια στη νότια Ουκρανία παραμένουν υπό ρωσική πολιορκία…»
Στη Γερμανία βουλευτές των συγκυβερνώντων Φιλελευθέρων (FDP), αλλά και της χριστιανοδημοκρατικής αντιπολίτευσης (CDU) ζητούν την αναστολή της «κλιματικά ουδέτερης» αγροτικής πολιτικής, ώστε να μην υπάρξουν ελλείψεις τροφίμων λόγω των δραματικών εξελίξεων στην Ουκρανία. Το ίδιο προτείνουν και τα συνδικάτα των αγροτών. Όπως λέει ο Στέφαν φον Κραμόν-Τάουμπαντελ, καθηγητής αγροτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν «το σίγουρο είναι ότι η διεθνής αγορά χρειάζεται επιπλέον ποσότητες τροφίμων για να αναπληρώσει τις απώλειες από Ουκρανία και Ρωσία. Ήδη σήμερα οι αποθήκες είναι μισοάδειες, αν αναλογιστείτε τις διακοπές στην αλυσίδα τροφοδοσίας που προκάλεσε η πανδημία, αλλά και τη μειωμένη σοδειά στον Καναδά, λόγω εκτεταμένης ξηρασίας».
«Αν εμείς παράγουμε λιγότερο, οι άλλοι θα παράγουν περισσότερο»
Ο γερμανός υπουργός Γεωργίας Τζεμ Έντζντεμιρ διαβεβαιώνει- και το επανέλαβε στην τελευταία σύνοδο της ομάδας G7- ότι η ΕΕ δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει ελλείψεις σε τρόφιμα. Ωστόσο, οι πιο φτωχές χώρες καταγράφουν ήδη σημαντικές αυξήσεις σε είδη διατροφής και ανησυχούν για πιθανά επισιτιστικά προβλήματα.Μήπως η ΕΕ θα έπρεπε να αναβάλει τους στόχους για «κλιματικά ουδέτερη» γεωργία, ώστε να αυξήσει την παραγωγή και τις εξαγωγές της, συμβάλλοντας στην επίλυση του προβλήματος; «Το σίγουρο είναι ότι αν εμείς στην Ευρώπη παράγουμε λιγότερα τρόφιμα, τότε κάποιοι άλλοι θα παράγουν περισσότερα, θα επιδοθούν σε πιο εντατικές καλλιέργειες και τότε θα αυξηθούν εκεί οι κίνδυνοι για το περιβάλλον», τονίζει ο Στέφαν φον Κραμόν-Τάουμπαντελ.
Ο Τόμας Χέρτσφελντ, διευθυντής του Ινστιτούτου Λάιμπνιτς για την Αγροτική Οικονομία (IAMO), δίνει ένα παράδειγμα: «Όταν ένας βοσκότοπος στη Νότια Αμερική μετατρέπεται σε καλλιεργήσιμη έκταση, εκλείπουν οι χουμικές ουσίες που έχουν ευεργετική επίδραση στη φυσιολογία των φυτών και πολλαπλασιάζονται οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, κατά συνέπεια αυξάνεται το περιβαλλοντικό κόστος». Οι ειδικοί εκτιμούν ότι, με αυτά τα δεδομένα, θα ήταν προτιμότερο να βελτιώσουμε τις συμβατικές μεθόδους καλλιέργειας, παρά να επιμείνουμε στην άμεση μετάβαση στις βιολογικές καλλιέργειες, οι οποίες θα έχουν μικρότερη απόδοση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποκηρύξουμε τους νέους κανονισμούς για τα λιπάσματα και τα παρασιτοκτόνα. «Η προστασία των υδάτων παραμένει σημαντική προτεραιότητα και αυτό δεν αλλάζει επειδή εμείς θέλουμε να αυξήσουμε την αγροτική παραγωγή», τονίζει ο Τόμας Χέρτσφελντ.
Ζανέτ Τσβίενκ
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου