21.6.20

Τα ελληνικά ψάρια αναζητούν διέξοδο στη Μέση Ανατολή

Στο τέλος του 2019, οι προοπτικές για τα ψάρια της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας, δηλαδή για την τσιπούρα και το λαβράκι -πρόκειται για τα δύο βασικά είδη ψαριών που παράγουν οι εταιρείες της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας-, είχαν βελτιωθεί και οι τιμές αναμένονταν να αυξηθούν το 2020. Όμως το ξέσπασμα της κρίσης του COVID-19 και ο
οικονομικός αντίκτυπος που προκάλεσε αυτή, όπως αναφέρει σε σχετικό report του το Globefish, το παράρτημα του FAO Οργανισμού Γεωργίας και Τροφίμων του ΟΗΕ που ασχολείται με την αλιεία, έχουν πλήξει σοβαρά τον κλάδο. 
"Αν και η κατάσταση σήμερα είναι σαφώς καλύτερη σε σχέση με τον Μάρτιο και τον Απρίλιο”, λέει στο Capital.gr ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), κ. Απόστολος Τουραλιάς, "κανείς δεν γνωρίζει πώς θα λειτουργήσουν οι αγορές, ο κλάδος του HORECA, του λιανεμπορίου κ.λπ.”, σημειώνει. "Αυτό θα φανεί”, σύμφωνα με τον ίδιο "από τα μέσα Ιουλίου και μετά, οπότε και θα επαναλειτουργήσει ο κλάδος του HORECA στις αγορές που κατευθύνονται τα ψάρια της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας". 

Για τον κ. Απόστολο Τουραλιά, αλλά και για το σύνολο των εκπροσώπων του κλάδου των ιχθυκαλλεργειών, βασικό "παίκτη” των ελληνικών εξαγωγών, η κρίση και τα lockdowns σε διάφορες χώρες και δη ευρωπαϊκές, όπου κατευθύνεται ο μεγαλύτερος όγκος της εγχώριας παραγωγής, έχει προκαλέσει σοβαρούς "τριγμούς” στις εταιρείες του κλάδου. 

Ο απούλητος όγκος ψαριών, μεγάλου κυρίως μεγέθους, παραμένει το σημαντικότερο πρόβλημα, όπως και ότι τα συγκεκριμένα ψάρια παραμένουν στους κλωβούς και ζητούν, λόγω μεγέθους, μεγαλύτερες ποσότητες τροφής. 
Για την επίλυση αυτού του προβλήματος εκπρόσωποι των εταιρειών και των συνδέσμων του κλάδου των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών βρίσκονται σε επικοινωνία με την ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, προκειμένου να βρεθεί λύση μέσω των κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό που ζητούν οι "ψαράδες” είναι ενεργοποίηση μέτρων για τη διαχείριση της αδιάθετης ποσότητας προϊόντων υδατοκαλλιέργειας (μέτρα απόσυρσης/αποθεματοποίησης). 

Με απλά λόγια, αυτό που ζητούν είναι να λάβουν αποζημίωση για τη συντήρηση, μέσα στους κλωβούς, του ιχθυοαποθέματος, και για την αποθεματοποίηση, μέσω της κατάψυξης, του πλεονάζοντος ιχθυοπληθυσμού. 

Γιατί όμως είναι σημαντικό να βγουν τα ψάρια από το νερό; Αναφερόμαστε κυρίως στα μεγάλα ψάρια -από ένα κιλό και πάνω- και όχι για το εμπορεύσιμο είδος των 500-600 γρ. που διακινείται μέσω του λιανεμπορίου. 
Τα μεγάλα ψάρια κατευθύνονται κυρίως στον κλάδο της εστίασης, ο οποίος δεν έχει επιστρέψει στην κανονικότητα, άρα δεν υπάρχει αγορά. Τα μεγάλα ψάρια έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις σε τροφή - αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του κόστους παραγωγής για τον κλάδο. Και το σημαντικότερο, όσο τα ψάρια παραμένουν στους κλωβούς, συνεχίζουν να μεγαλώνουν, άρα γίνονται περισσότερο δύσκολη η πώλησή τους από τη στιγμή που δεν έχει αποκατασταθεί η αγορά του HORECA, να ζητούν ακόμη περισσότερη τροφή και να καταλαμβάνουν ζωτικό χώρο στους κλωβούς. Το τελευταίο πρόβλημα, δηλαδή η παραμονή στους ιχθυοκλωβούς, εμποδίζει τη νέα "γενιά” γόνου να μπει στους κλωβούς. Άρα τίθεται σε κίνδυνο, όχι μόνο η τρέχουσα "καλλιεργητική” περίοδος, αλλά και το παραγωγικό πλάνο των επόμενων 18 μηνών, αφού εκτιμάται ότι περί τους 25.000 τόνους ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, δηλαδή λίγο κάτω από το 25% της ετήσιας παραγωγής θα μείνει απούλητο τη φετινή χρονιά, με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα. 

Είναι όμως η κατάψυξη η πιο ενδεδειγμένη λύση στο πρόβλημα; "Αποτελεί μονόδρομο”, λένε εκπρόσωποι του κλάδου στο Capital.gr. Σύμφωνα με τους ίδιους, "μέσω της κατάψυξης θα απεγκλωβιστεί χώρος στους κλωβούς, άρα δεν θα διαταραχθεί ο παραγωγικός προγραμματισμός, θα μειωθεί το παραγωγικό κόστος και θα πουληθεί μέρος της παραγωγής”, σημειώνουν. 

Για να γίνουν αυτά θα πρέπει να αναζητηθούν και να βρεθούν νέα κανάλια διάθεσης, νέοι πελάτες και να δημιουργήσουν αγορά. Αναζήτηση την οποία έχουν ξεκινήσει εδώ και αρκετό διάστημα όλες οι εταιρείες του κλάδου, κυρίως οι μεγάλες και δη αυτές που έχουν μεγάλα ψάρια. Μεταξύ αυτών και ο όμιλος Ανδρομέδα, αναφέρουν στο Capital.gr πηγές με γνώση, ο οποίος βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την αγορά της Μέσης Ανατολής προκειμένου να κλείσει συμφωνία για τη διάθεση, σε κατεψυγμένη μορφή, σημαντικών ποσοτήτων από την παραγωγή του. 

Βέβαια ένα κατεψυγμένο ψάρι δεν "πιάνει” την ίδια τιμή με ένα φρέσκο ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας, ενώ το κόστος της μεταποίησης, κατάψυξης και αποθήκευσης είναι υψηλό. 
Η τιμή χονδρικής στο φρέσκο ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας, για το εμπορεύσιμο είδος των 500-600 γρ., κινείται στα 4,5 ευρώ ενώ στα 8-9 ευρώ είναι η χονδρική τιμή για το ψάρι του 1 κιλού - επίπεδα τιμής τα οποία παραδοσιακά πιέζονται από τον Ιούνιο και μετά που βγαίνει η νέα παραγωγή και πέφτουν μεγαλύτερες ποσότητες στην αγορά. 
Η τιμή για το κατεψυγμένο ψάρι είναι τουλάχιστον 40% χαμηλότερες, σημειώνουν παράγοντες του κλάδου. Στα "αρνητικά” συμπεριλαμβάνουν και το κόστος της μεταποίησης και της φύρας. Μόνο από την απολέπιση, την αποβραγχίωση και την απεντέρωση χάνεται το 18-20% του βάρους, ποσοστό που φθάνει στο 55% αν γίνει φιλετοποίηση του προϊόντος. Σε αυτό προστίθεται το κόστος της συντήρησης σε αντίστοιχους αποθηκευτικούς χώρους, στο εξωτερικό όπου βρίσκονται και οι πελάτες. Στα θετικά αυτής της λύσης είναι η αποσυμφόρηση των κλωβών, η μη διατάραξη του επόμενου παραγωγικού κύκλου και ο μεγαλύτερος χρόνος "ζωής” του προϊόντος το οποίο θα "πέσει” στην αγορά όταν θα υπάρχει ζήτηση. 

Το πότε θα αποκατασταθεί η ζήτηση θα εξαρτηθεί από την πορεία της υγειονομικής κρίσης, από την επάνοδο στη νέα κανονικότητα του κλάδου του HORECA, βασικού πελάτη των ελληνικών ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας και ποιο θα είναι το αποτύπωμά της στην οικονομία και δη στο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Πολλοί άγνωστοι "χ", για τους οποίους κανείς δεν έχει απάντηση. 

Της Αλεξάνδρας Γκίτση