Γιώργος Σακκάς
Αν και το μέσο κόστος ελέγχου για κορονοϊό είναι τα 50 ευρώ, τελικά η τιμή μπορεί να διαμορφωθεί από τα 10 ευρώ έως και τα 150. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Σε μείζον ζήτημα στη διαχείριση της επιδημίας κορονοϊού, αναδείχτηκε το τελευταίο διάστημα το τεστ για την
επιβεβαίωση ή όχι της νόσου, μετά και την ανακοίνωση του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας, ότι το εργαστήριο που λειτουργεί δε δύναται να αντεπεξέλθει στις ανάγκες που υπάρχουν. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε αναφορές για το κόστος των τεστ και τη διαμόρφωση μιας αγοράς δεκάδων εκατομμυρίων την οποία φέρονται να διαχειρίζονται δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς. Λάδι στη φωτιά έριξε δε και το γεγονός ότι υπήρξαν αναφορές ότι το τεστ μπορεί να κοστίσει 10 ευρώ όταν κάποια ιδιωτικά διαγνωστικά μπορεί να το χρεώνουν μεταξύ 80 και 150 ευρώ.
Ίσως να φανεί περίεργο, κι όμως σχετικά με το κόστος τίποτα δεν είναι ούτε εξωπραγματικό ούτε παράνομο. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Για να διενεργηθεί ένα τεστ απαιτείται ένα συγκεκριμένο ιατροτεχνολογικό μέσο, ένα αντιδραστήριο, το οποίο στη διεθνή αγορά έχει συγκεκριμένη τιμή. Κατά μέσο όρο λοιπόν το συγκεκριμένο μέσο μαζί με τη σχετική εργασία υπολογίζεται ότι κοστίζει 50 ευρώ. Τα δημόσια εργαστήρια, κοστολογούν σε αυτό το επίπεδο την μοριακή ανάλυση των δειγμάτων που λαμβάνουν και βάση αυτών χρεώνουν και τον κρατικό προϋπολογισμό.
Από κει και πέρα όμως υπάρχουν διάφορες σημαντικές παράμετροι που προσδιορίζουν την τελική τιμή.
1. Η εξέταση που γίνεται σε μία δημόσια δομή, νοσοκομεία ή κέντρο υγείας, δεν κοστίζει τίποτα για τον πολίτη. Όμως εξαρτάται ειδικά σε φάσεις φόρτου εργασία το πότε θα γίνει το τεστ.
2. Για συγκεκριμένες ιατρικές πράξεις είναι αναγκαία η διενέργεια τεστ.Στα δημόσια νοσοκομεία είναι δωρεάν και κάτι ανάλογο πρέπει να γίνεται και στις ιδιωτικές κλινικές. Όμως οι τελευταίες είναι πιθανό να το χρεώνουν αλλά αυτό δεν πρέπει να επιβαρύνει τον ασθενή.
3. Η εξέταση σε ιδιωτικό διαγνωστικό το οποίο διαθέτει τα εχέγγυα να διενεργήσει το τεστ, εξαρτάται από την τιμολογιακή πολιτική του κάθε εργαστηρίου. Το τεστ δεν έχει τιμολογηθεί. Όπως μάλιστα σημείωσε την Παρασκευή και ο Υφυπουργός Υγείας κ. Βασίλης Κοντοζαμάνης, "το Κράτος παρεμβαίνει όταν παρατηρούνται φαινόμενα αισχροκέρδειας. Πλέον έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά, έχουν εξορθολογιστεί οι τιμές σε σχέση με την αρχική περίοδο. Ακόμα και αν το τεστ αποζημιωνόταν από τον ΕΟΠΥΥ, δεν θα έκανε όλος αυτός ο κόσμος τεστ, διότι οι περισσότεροι μπορεί να μην πληρούν τα κριτήρια για να το κάνουν. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν πιστοποιημένα εργαστήρια. Συνεργάζεται και ο δημόσιος τομέας με αυτά τα πιστοποιημένα εργαστήρια, τα οποία κάνουν εξετάσεις διαγνωστικού μοριακού ελέγχου".
Όποιος θέλει λοιπόν, επειδή υποψιάζεται κάτι μπορεί να πάει σε ένα εργαστήριο και να κάνει τεστ, αν και αυτό δεν θεωρείται ορθή πρακτική αν δεν έχει ενημερωθεί από τον ΕΟΔΥ. Βέβαια αν θέλει δεν θα τον εμποδίσει κανείς να το κάνει και φυσικά θα χρεωθεί ότι προβλέπεται στο τιμολόγιο του ιδιωτικού εργαστηρίου.
Να τονίσουμε ότι η διενέργεια τεστ από ιδιωτικά εργαστήρια γίνεται και για λογαριασμό του Δημοσίου, όταν θεωρείται αναγκαία και επίσης προβλέπεται και από την ελληνική νομοθεσία. Οι αυξημένες ανάγκες για τεστ ιδιαίτερα με την έναρξη της τουριστικής περιόδου, επέβαλλαν σε ένα βαθμό την τακτική αυτή. Μάλιστα τα κλιμάκια της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας σε ένα σημαντικό βαθμό, αλλά και αρκετές Κινητές Ομάδες Υγείας του ΕΟΔΥ που συλλέγουν δείγματα, αναθέτουν τους ελέγχους σε ιδιωτικά εργαστήρια, με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος.
Εκτιμάται δε ότι συνολικά τους τελευταίους μήνες 1 στα 4 τεστ έχει γίνει σε ιδιωτικά εργαστήρια, τα οποία ακολουθούν τα πρωτόκολλα ενημερώνοντας πάντα τον ΕΟΔΥ.
Σημειώνεται, ότι η συνολική δυναμικότητα των περίπου 25 δημοσίων εργαστηρίων στη χώρα φτάνει τα περίπου 17.000 τεστ τη μέρα. Να σημειώσουμε όμως, ότι τα δημόσια εργαστήρια ενώ συνολικά στην επικράτεια μπορούν να διενεργούν 17 χιλιάδες ελέγχους αυτό δε σημαίνει ότι η δυναμικότητά τους από μόνη της μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες. Για παράδειγμα στην περιοχή της Κρήτης, με προεξέχων το εργαστήριο στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, μπορούν να γίνουν έως και 4.000 έλεγχοι όμως καθημερινά ο μέσος όρος είναι 3.000.
Την ίδια στιγμή τη μεγαλύτερη δυναμικότητα στην Αττική την έχει το Κεντρικό Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας (ΚΕΔΥ) με 1500 ελέγχους ημερήσιους, ενώ Παστέρ, Μικροβιολογικό ΕΚΠΑ και Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσία είναι της τάξης των 1000. Η συνολική δυναμικότητα σαφώς και δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες. Έτσι και η εβδομαδιαία "αποχώρηση" του ΕΚΕΑ προκάλεσε σημαντική επιπλοκή και αναζητήθηκε η συνδρομή ενός ιδιωτικού εργαστηρίου το οποίο να ανήκει μεταξύ των ελαχίστων διαπιστευμένων από το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ) αλλά και να διαθέτει μεγάλο αριθμό αντιδραστηρίων.
Την ίδια ώρα πολλά νοσοκομεία ανά την επικράτεια διαθέτουν αντιδραστήρια στα εργαστήριά τους προκειμένου να διενεργούν τεστ κυρίως στη διαδικασία του προεγχειρητικού ελέγχου ασθενών. Βέβαια στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό δεν είναι εφικτό και για το λόγο αυτό στέλνονται τα δείγματα.
Πότε το τεστ στοιχίζει 10 ευρώ
Όπως αναφέραμε το κόστος για το τεστ είναι της τάξης των 50 ευρώ. Προκειμένου να υπάρξει εξοικονόμηση σε χρήμα και χρόνο, η τακτική που ακολουθείται στους μαζικούς ελέγχους, όπως είναι τα δείγματα που αποστέλλονται κατά εκατοντάδες από τις πύλες εισόδου, τις ΚΟΜΥ και τα νοσοκομεία, είναι η δημιουργία "δεξαμενών". Δηλαδή ενοποιούνται ανά πεντάδες τα δείγματα και έτσι χρησιμοποιείται ένα αντιδραστήριο. Άρα με κόστος 50 ευρώ τεστάρονται 5 ύποπτα κρούσματα μαζί. Συνήθως το "ενοποιημένο" δείγμα βγαίνει αρνητικό και άρα και τα 5 ύποπτα κρούσματα είναι αρνητικά. Έτσι βγαίνει και το κόστος των 10 ευρώ για κάθε μεμονωμένο δείγμα το οποίο σε διαφορετική περίπτωση θα κόστιζε από 50 ευρώ και άνω για το καθένα.
Εάν το ενοποιημένο δείγμα βγει θετικό, τότε εξετάζεται κάθε δείγμα ξεχωριστά ώστε να εντοπιστεί ποιο είναι το θετικό. Σε αυτή την περίπτωση θα θεωρούσε κανείς πως το κόστος για το Δημόσιο φτάνει τα 60 ευρώ για κάθε ένα από αυτά.
Η τακτική αυτή δεν ακολουθείται τόσο για την εξοικονόμηση χρημάτων και αντιδραστηρίων, αλλά και για χρόνο καθώς η λογική είναι να υπάρχει άμεσο αποτέλεσμα το πολύ σε 24 ώρες.
Το αν η παραπάνω τακτική ακολουθείται από ιδιωτικά εργαστήρια δεν είναι γνωστό, αλλά λογικά αυτό δε γίνεται όταν το αποτέλεσμα γνωστοποείται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ίσως να φανεί περίεργο, κι όμως σχετικά με το κόστος τίποτα δεν είναι ούτε εξωπραγματικό ούτε παράνομο. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Για να διενεργηθεί ένα τεστ απαιτείται ένα συγκεκριμένο ιατροτεχνολογικό μέσο, ένα αντιδραστήριο, το οποίο στη διεθνή αγορά έχει συγκεκριμένη τιμή. Κατά μέσο όρο λοιπόν το συγκεκριμένο μέσο μαζί με τη σχετική εργασία υπολογίζεται ότι κοστίζει 50 ευρώ. Τα δημόσια εργαστήρια, κοστολογούν σε αυτό το επίπεδο την μοριακή ανάλυση των δειγμάτων που λαμβάνουν και βάση αυτών χρεώνουν και τον κρατικό προϋπολογισμό.
Από κει και πέρα όμως υπάρχουν διάφορες σημαντικές παράμετροι που προσδιορίζουν την τελική τιμή.
1. Η εξέταση που γίνεται σε μία δημόσια δομή, νοσοκομεία ή κέντρο υγείας, δεν κοστίζει τίποτα για τον πολίτη. Όμως εξαρτάται ειδικά σε φάσεις φόρτου εργασία το πότε θα γίνει το τεστ.
2. Για συγκεκριμένες ιατρικές πράξεις είναι αναγκαία η διενέργεια τεστ.Στα δημόσια νοσοκομεία είναι δωρεάν και κάτι ανάλογο πρέπει να γίνεται και στις ιδιωτικές κλινικές. Όμως οι τελευταίες είναι πιθανό να το χρεώνουν αλλά αυτό δεν πρέπει να επιβαρύνει τον ασθενή.
3. Η εξέταση σε ιδιωτικό διαγνωστικό το οποίο διαθέτει τα εχέγγυα να διενεργήσει το τεστ, εξαρτάται από την τιμολογιακή πολιτική του κάθε εργαστηρίου. Το τεστ δεν έχει τιμολογηθεί. Όπως μάλιστα σημείωσε την Παρασκευή και ο Υφυπουργός Υγείας κ. Βασίλης Κοντοζαμάνης, "το Κράτος παρεμβαίνει όταν παρατηρούνται φαινόμενα αισχροκέρδειας. Πλέον έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά, έχουν εξορθολογιστεί οι τιμές σε σχέση με την αρχική περίοδο. Ακόμα και αν το τεστ αποζημιωνόταν από τον ΕΟΠΥΥ, δεν θα έκανε όλος αυτός ο κόσμος τεστ, διότι οι περισσότεροι μπορεί να μην πληρούν τα κριτήρια για να το κάνουν. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν πιστοποιημένα εργαστήρια. Συνεργάζεται και ο δημόσιος τομέας με αυτά τα πιστοποιημένα εργαστήρια, τα οποία κάνουν εξετάσεις διαγνωστικού μοριακού ελέγχου".
Όποιος θέλει λοιπόν, επειδή υποψιάζεται κάτι μπορεί να πάει σε ένα εργαστήριο και να κάνει τεστ, αν και αυτό δεν θεωρείται ορθή πρακτική αν δεν έχει ενημερωθεί από τον ΕΟΔΥ. Βέβαια αν θέλει δεν θα τον εμποδίσει κανείς να το κάνει και φυσικά θα χρεωθεί ότι προβλέπεται στο τιμολόγιο του ιδιωτικού εργαστηρίου.
Να τονίσουμε ότι η διενέργεια τεστ από ιδιωτικά εργαστήρια γίνεται και για λογαριασμό του Δημοσίου, όταν θεωρείται αναγκαία και επίσης προβλέπεται και από την ελληνική νομοθεσία. Οι αυξημένες ανάγκες για τεστ ιδιαίτερα με την έναρξη της τουριστικής περιόδου, επέβαλλαν σε ένα βαθμό την τακτική αυτή. Μάλιστα τα κλιμάκια της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας σε ένα σημαντικό βαθμό, αλλά και αρκετές Κινητές Ομάδες Υγείας του ΕΟΔΥ που συλλέγουν δείγματα, αναθέτουν τους ελέγχους σε ιδιωτικά εργαστήρια, με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος.
Εκτιμάται δε ότι συνολικά τους τελευταίους μήνες 1 στα 4 τεστ έχει γίνει σε ιδιωτικά εργαστήρια, τα οποία ακολουθούν τα πρωτόκολλα ενημερώνοντας πάντα τον ΕΟΔΥ.
Σημειώνεται, ότι η συνολική δυναμικότητα των περίπου 25 δημοσίων εργαστηρίων στη χώρα φτάνει τα περίπου 17.000 τεστ τη μέρα. Να σημειώσουμε όμως, ότι τα δημόσια εργαστήρια ενώ συνολικά στην επικράτεια μπορούν να διενεργούν 17 χιλιάδες ελέγχους αυτό δε σημαίνει ότι η δυναμικότητά τους από μόνη της μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες. Για παράδειγμα στην περιοχή της Κρήτης, με προεξέχων το εργαστήριο στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, μπορούν να γίνουν έως και 4.000 έλεγχοι όμως καθημερινά ο μέσος όρος είναι 3.000.
Την ίδια στιγμή τη μεγαλύτερη δυναμικότητα στην Αττική την έχει το Κεντρικό Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας (ΚΕΔΥ) με 1500 ελέγχους ημερήσιους, ενώ Παστέρ, Μικροβιολογικό ΕΚΠΑ και Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσία είναι της τάξης των 1000. Η συνολική δυναμικότητα σαφώς και δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες. Έτσι και η εβδομαδιαία "αποχώρηση" του ΕΚΕΑ προκάλεσε σημαντική επιπλοκή και αναζητήθηκε η συνδρομή ενός ιδιωτικού εργαστηρίου το οποίο να ανήκει μεταξύ των ελαχίστων διαπιστευμένων από το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ) αλλά και να διαθέτει μεγάλο αριθμό αντιδραστηρίων.
Την ίδια ώρα πολλά νοσοκομεία ανά την επικράτεια διαθέτουν αντιδραστήρια στα εργαστήριά τους προκειμένου να διενεργούν τεστ κυρίως στη διαδικασία του προεγχειρητικού ελέγχου ασθενών. Βέβαια στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό δεν είναι εφικτό και για το λόγο αυτό στέλνονται τα δείγματα.
Πότε το τεστ στοιχίζει 10 ευρώ
Όπως αναφέραμε το κόστος για το τεστ είναι της τάξης των 50 ευρώ. Προκειμένου να υπάρξει εξοικονόμηση σε χρήμα και χρόνο, η τακτική που ακολουθείται στους μαζικούς ελέγχους, όπως είναι τα δείγματα που αποστέλλονται κατά εκατοντάδες από τις πύλες εισόδου, τις ΚΟΜΥ και τα νοσοκομεία, είναι η δημιουργία "δεξαμενών". Δηλαδή ενοποιούνται ανά πεντάδες τα δείγματα και έτσι χρησιμοποιείται ένα αντιδραστήριο. Άρα με κόστος 50 ευρώ τεστάρονται 5 ύποπτα κρούσματα μαζί. Συνήθως το "ενοποιημένο" δείγμα βγαίνει αρνητικό και άρα και τα 5 ύποπτα κρούσματα είναι αρνητικά. Έτσι βγαίνει και το κόστος των 10 ευρώ για κάθε μεμονωμένο δείγμα το οποίο σε διαφορετική περίπτωση θα κόστιζε από 50 ευρώ και άνω για το καθένα.
Εάν το ενοποιημένο δείγμα βγει θετικό, τότε εξετάζεται κάθε δείγμα ξεχωριστά ώστε να εντοπιστεί ποιο είναι το θετικό. Σε αυτή την περίπτωση θα θεωρούσε κανείς πως το κόστος για το Δημόσιο φτάνει τα 60 ευρώ για κάθε ένα από αυτά.
Η τακτική αυτή δεν ακολουθείται τόσο για την εξοικονόμηση χρημάτων και αντιδραστηρίων, αλλά και για χρόνο καθώς η λογική είναι να υπάρχει άμεσο αποτέλεσμα το πολύ σε 24 ώρες.
Το αν η παραπάνω τακτική ακολουθείται από ιδιωτικά εργαστήρια δεν είναι γνωστό, αλλά λογικά αυτό δε γίνεται όταν το αποτέλεσμα γνωστοποείται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
06 Σεπτεμβρίου 2020